Κυνηγοί κεφαλών
Ένα χιτσκοκικό εύρημα χρησιμοποιεί, με αριστοτεχνικό τρόπο, ο Jo Nesbo στο βιβλίο του «Κυνηγοί κεφαλών» (εκδ. Μεταίχμιο), ανεβάζοντας έτσι στα ύψη το σασπένς
Το επάγγελμα του ήρωα δάνεισε τον τίτλο στο βιβλίο (δες κυνηγός επιχειρησιακών ταλέντων). Είναι ο τύπος που ντρέπεσαι να ομολογήσεις πως τον θαυμάζεις, αλλά και που αγαπάς να μισείς. Σε διαγωνισμό κυνισμού θα έπαιρνε το πρώτο βραβείο, ενώ δίπλα στο λήμμα «αμοραλισμός» υπάρχει φωτογραφία του. Μόνο που έχει ένα πάθος και ένα κόμπλεξ. Το πρώτο ακούει στο όνομα Ντιάνα: δίμετρη Nορβηγίδα σύζυγος, από αυτές που προκαλούν απανωτές ονειρώξεις. Το δεύτερο έχει να κάνει με το ύψος του: δεν τον λες και πρώτο μπόι. Τη μειονεξία του την καλύπτει με την οξύνοιά του και τα κόλπα του στιλ. Για το πάθος του είναι υποχρεωμένος να ζει πέρα των οικονομικών δυνατοτήτων του, αν και για να καλύψει τα τεράστια οικονομικά ανοίγματα κλέβει πανάκριβα έργα τέχνης – να το χιτσκοκικό εύρημα, γνωστό και ως MacGuffin. Μέχρι την 117 σελ. έχεις την εντύπωση πως το βιβλίο αφορά έναν έξυπνο κλέφτη και πως θα τον παρακολουθήσεις να διαπράττει τη ληστεία του αιώνα, για ν’ ανατραπεί άρδην η υπόθεση. Ο ήρωας θα βρεθεί από τη θέση της γάτας στη θέση του ποντικιού, με μια σειρά πτωμάτων φορτωμένη στην πλάτη του, ένα θανάσιμο εχθρό στο κατόπι του και με τη λαβωματιά της προδοσίας να του καίει την καρδιά.
nΟ Nesbo καταφέρνει στα μικρά κενά της δράσης να κάνει τα κοινωνικά του σχόλια: «Όχι, οι άσοι και οι ρηγάδες πρέπει να παραμείνουν στα χέρια που βρίσκονται τώρα: η αβεβαιότητα βλάπτει την εμπιστοσύνη του επενδυτή, ενώ οι σταθερές οικονομικές συνθήκες εξασφαλίζουν την παραγωγικότητα, που με τη σειρά της εξυπηρετεί την κοινότητα», κριτικάροντας με σφοδρότητα μια νορβηγική κοινωνία εθισμένη σττο θεαθήναι. Αυτά είναι στο δεύτερο αναγνωστικό επίπεδο. Γιατί στο πρώτο (επίπεδο) υπάρχει γερό σασπένς και σερί ανατροπών, να ’χεις να χαίρεσαι. Η αλήθεια είναι πως ο συγγραφέας φαίνεται πως έγραφε αλληθωρίζοντας λίγο και σε μια πιθανή κινηματογραφική απόδοση του βιβλίου (όπερ έδει δείξαι, αφού τον επόμενο μήνα σκάει μύτη και στους ελληνικούς κινηματογράφους η ταινία). Δεν το νιώθεις μόνο εξαιτίας του καταιγισμού των αιματηρών περιπετειών, αλλά και από το μοντάζ των σκηνών, ειδικά λίγο πριν το τέλος, όταν συνεχίζεις να διαβάζεις με λανθασμένες εντυπώσεις. Χαλάλι του, όμως. Όχι μόνο δεν προδόθηκε η απόλαυση, αλλά και γουστάρεις την ιδέα πως θα έχεις να συγκρίνεις τη δική σου «κινηματογραφική» απόδοση με αυτή που θα βγει στις αίθουσες. (Μτφ: Γωγώ Αρβανίτη.)