Trending Now

Όταν θα μεγαλώσω –κι άλλο– θα γίνω...

Μια μικρή ιστορία

Στέλλα Αλαφούζου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είχε βαρεθεί τη ζωή της σ’ εκείνο το σαχλό κάτι που την πήγε για να την εντυπωσιάσει. Και αυτήν και την επόμενη ζωή της. Εκείνος έπινε το ποτό του ενώ χάζευε τον κόσμο που έμπαινε και έβγαινε, ενώ εκείνη –για να περάσει η ώρα– προσπαθούσε να μετρήσει πόσες φορές ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του σε ένα λεπτό. Έχασε το μέτρημα και τα παράτησε. Ύστερα κοίταζε με όλη την απόγνωση κάποιον άλλο και χωρίς φωνή, με την κίνηση μόνο των χειλιών της, του έλεγε «β α ρ ι έ μ α ι». Σε καμιά από τις τρεις προσπάθειες δεν κατάλαβε τι ήθελε να του πει. Φύγανε όταν ο δικός της την πήρε είδηση. Νόμιζε ότι φλερτάρει. Αυτή απλώς κουνούσε τα χείλη της.

Ένας τύπος που μάλλον απολάμβανε τη δουλειά του παρκαδόρου της άνοιξε την πόρτα. Μπήκε μέσα και ξεκίνησαν.

«Με λένε Λίζα. Θα με πας στο σπίτι μου;» του είπε. Εκείνος την κοίταξε σαν να σκεφτόταν: «Τι πήρε πάλι, ρε γαμώ το;» κι αυτό γιατί δεν τη λένε Λίζα. Δεν μίλησε... Αυτή εκείνο το βράδυ δεν είχε πιει καθόλου, αλλά εκείνος δεν το είχε προσέξει. Ήταν πολύς ο κόσμος που μπαινόβγαινε στο σαχλό κάτι.

Η βροχή δυνάμωσε. Για να τραβήξει την προσοχή του, κουνούσε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά ακολουθώντας τη φορά των υαλοκαθαριστήρων. Eκνευρίστηκε. Φρέναρε απότομα. Την κοίταξε. Tου χαμογέλασε. Ξαναξεκίνησε, το ίδιο και οι υαλοκαθαριστήρες του. Η ρυθμική κίνηση του κεφαλιού της τον έκανε να ξαναφρενάρει, πιο απότομα αυτή τη φορά. Tραντάχτηκε πάνω στο κάθισμά της. Του είπε «σου έσβησε;», της είπε «κόφ’ το» και ξεκίνησε πάλι.

Κάπου εκεί η «Λίζα» εντόπισε μια γκόμενα σε μια στάση λεωφορείου. Την κοίταξε προκλητικά, άνοιξε το παράθυρο και σφύριξε. Δεν θα πήγαινε ποτέ μαζί της, ίσως ούτε κι εκείνη, αλλά εκείνο το βράδυ ήθελε σαν τρελή να παίξει... κι εκείνος δεν έπαιζε.

Λίγα μέτρα πριν φτάσουν στο σπίτι, του ζήτησε να σταματήσει για να κατέβει. Ήθελε να περπατήσει τα τακούνια της στη βροχή. Στην αρχή σέρνοντάς τα, κάνοντας τα νερά στις λακκούβες να μοιάζουν με απόνερα πλοίου, και στη συνέχεια με το βάδισμα της χήνας να πετά σταγόνες στα πόδια της. Περπατούσε αργά. Εκείνος πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο γκαράζ, μετά βγήκε έξω και την περίμενε. Τον έβλεπε να βρέχεται και της άρεσε. Για να καθυστερήσει την άφιξή της έκανε ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω. Εκείνος μάλλον θύμωσε. Την πλησίασε και τη σήκωσε στα χέρια του. Αυτή έβγαλε τις γόβες της και τις κρατούσε στο χέρι. Ανέβηκαν στο σπίτι βρεγμένοι και οι δύο.

«Τι έχεις πάρει πάλι, ρε γαμώ το. Μπροστά μου σε είχα» μίλησε. Η «Λίζα» κατάλαβε πως μάλλον του είχε χαλάσει τη συναρπαστική βραδιά που ζούσε στο μυαλό του. «Όταν θα μεγαλώσω –κι άλλο– θα γίνω πουτάνα» του ψιθύρισε κατεβάζοντας το φερμουάρ στην πλάτη του φορέματός της. «Αχ, σταμάτα» της είπε. «Όταν θα μεγαλώσω –κι άλλο– θα γίνω πουτάνα» επανέλαβε. Εκείνος είχε αρχίσει να κοκκινίζει... λες από ντροπή; «Όταν θα μεγαλώσω, θα γίνω κι άλλο πουτάνα» του είπε αργά και καθαρά για να εντυπωθεί η πρόθεσή της μέσα του. «Είσαι αστεία» της απάντησε. Σήκωσε τους ώμους της αδιάφορα.

Αυτή ήθελε μόνο να πηδηχτούν, για να μην κοιμηθούν πάλι πλάτη με πλάτη.

Πήρε τις πιτζάμες του και κλειδώθηκε στο μπάνιο. Άκουγε το νερό να τρέχει με το πρόσωπό της κολλημένο στην πόρτα. Όταν τελείωσε το ντους του, πήγε στο κρεβάτι και ξάπλωσε λέγοντάς της «καληνύχτα». Αυτή πήρε το κλειδί του αυτοκινήτου και έφυγε. Με το μισάνοιχτο φόρεμά της, χωρίς γόβες, αλλά με κόκκινο κραγιόν. Πήγε εκεί που περνάνε τα παιχνίδια της. Η γκόμενα στη στάση δεν υπήρχε πια και η βροχή είχε δυναμώσει κι άλλο. Κόρναρε κάτω από το σπίτι του δύο φορές. Βγήκε στο μπαλκόνι και της είπε «Ανέβα». Δεν πρόλαβε να μπει μέσα, την έγδυσε στην είσοδο. Αυτή του είπε «όταν θα μεγαλώσω θα γίνω κι άλλο», αυτός της είπε «το ξέρω» και...


Φωτο: Στέλλα Αλαφούζου-Συντεταγμένες ΙΙ