Trending Now

Ο κουμπάρος βρίσκει στόχο, αλλά...

Ο κουμπάρος βγαίνει ραντεβού στα τυφλά

Μπάμπης Κωφός
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

(Περίληψη προηγουμένου: Επειδή το κορίτσι από την Ουκρανία που γνώρισε από το Ίντερνετ ο κουμπάρος πίνει πολύ και γίνονται ρεζίλι και του φεύγουνε και πολλά λεφτά, της πρότεινε να κάτσουνε σπίτι…)


Με πήρε τηλέφωνο την άλλη μέρα ο κουμπάρος και μου τα είπε. Από νωρίς είχε κανονίσει να αφήσει τον πιτσιρικά στη Ρωσίδα μάνα του για όλο το βράδυ («Τι θα κάνεις, ρε πριντούροκ; Πού θα πας; Γιατί γκόμενα αποκλείεται να βρήκες») και άρχισε να κάνει δουλειές στο σπίτι. Έπλυνε τα ποτήρια, έβαλε παγάκια, πέταξε τα σκουπίδια και μετά βάλθηκε να καθαρίζει τη λεκάνη της τουαλέτας και στο τέλος έβαλε και δεύτερο κωλόχαρτο δίπλα στο πρώτο. Μετά βγήκε έξω, αγόρασε από το ψιλικατζίδικο δύο μπουκάλια κρασί του ενάμιση λίτρου και προφυλακτικά, επέστρεψε, έβαψε τα μαλλιά του και πλύθηκε σχολαστικά. Το ραντεβού με το κορίτσι ήταν στις 7 και μισή. Εκείνος έφτασε και τέταρτο και τελικά περίμενε 45 λεπτά.

Φορούσε τζιν παντελόνι και αθλητικά, είχε πιάσει τα ξανθά της μαλλιά κότσο και του άρεσε πολύ. Όταν έφτασαν σπίτι τής πρότεινε να παραγγείλουν πίτσα αλλά είχε φάει, έτσι γέμισε δυο νεροπότηρα κρασί κι εκείνη του έδειχνε φωτογραφίες από το κινητό της και ο κουμπάρος κοίταγε πιο πολύ τις φίλες της παρά εκείνη. Και μετά, όταν το μπουκάλι είχε φτάσει στη μέση, τη φίλησε. Αλλά ως εκεί. «Κάτσε να πιούμε λίγο ακόμα», του είπε. Όταν το πρώτο μπουκάλι τελείωσε, το κορίτσι αποφάσισε ότι δεν της άρεσε το κρασί και άρχισε να κάνει έρευνα στα ντουλάπια. Ανακάλυψε ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι ουίσκι, ενθουσιάστηκε, πάτησε στοπ στην κασέτα που είχε ο κουμπάρος να παίζει και έβαλε κάτι δικά της, που παίζουνε στα κλαμπ, από το κινητό.

Μετά τελείωσε και το ουίσκι και βρήκε τη βότκα. Εκείνη το γλένταγε αλλά ο κουμπάρος είχε αρχίσει να απελπίζεται. Όταν τέλειωσε και η βότκα, έπιασε το τζιν. Σηκώθηκε να κόψει ένα λεμόνι και έκοψε βαθιά το δάχτυλό της. Της το έδεσε ο κουμπάρος πρόχειρα με ένα χαρτί κι εκείνη καθόταν με το ένα χέρι ψηλά, για να μην τρέχει το αίμα, στο άλλο κρατούσε το ποτήρι με το τζιν και τα κουνούσε και τα δυο πέρα δώθε και τραγούδαγε δυνατά στα ρώσικα κάτι μπαλαλάικες. Τελικά, έπεσαν για ύπνο κατά τις 4.

Αγκαλιάστηκαν και γελούσαν και μετά γδύθηκαν. Είχε μια επιδερμίδα απαλή σαν μωρού. Όταν άρχισε να συμβαίνει, ο κουμπάρος ένιωσε σαν ένα βάρος να έχει φύγει από πάνω του, σα να ήταν πιο ανάλαφρος. Ήταν ωραία. Μέχρι που μες στην ησυχία της μεθυσμένης νύχτας εκείνη άρχιζε να φωνάζει σαν παλαβή: «Στοπ, στοπ, στοπ!». Δεν ήθελε άλλο. Νύσταζε και προτιμούσε να κοιμηθεί. Εκείνος ένιωσε να ανακατεύεται και γύρισε από την άλλη. Και τότε έπεσε πάνω του σαν να μην υπήρχε αύριο: «Fuck me, fuuuck meeee!» Και ξανάρχισαν. Και μετά πάλι τα ίδια: «Στοοοοπ!». Σκέφτηκε να την πνίξει αλλά μετά σκέφτηκε το παιδί του. Ξαναγύρισε από την άλλη αποκαμωμένος και τρία λεπτά αργότερα ξανάπεσε πάνω του. Σαν μανιακός, έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε για να προλάβει να τελειώσει, και όταν τα κατάφερε του βγήκε ένας βαθύς αναστεναγμός. Και μετά κοιμήθηκαν.

Την άλλη μέρα με πήρε τηλέφωνο και με ενημέρωσε ότι δεν σκόπευε να την ξαναδεί. «Το θέμα είναι να το ευχαριστηθώ, σαν άνθρωπος. Άμα είναι να μου βγει η ψυχή, άστο καλύτερα. Μουρλές είναι όλες τους οι ξένες». Κι έτσι, αποφάσισε να γραφτεί σε μια ιστοσελίδα με Ελληνίδες…

Συνεχίζεται...