Βιβλιο

Το Μπραχάμι αλλιώς: Ιστορίες από τους Imaginistes

Στο βιβλίο αυτό συναντώ όσα έζησα

Λεωνίδας Καστανάς
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Το Μπραχάμι αλλιώς: Ιστορίες από τους imaginistes - Ο Λεωνίδας Καστανάς γράφει για το βιβλίο με τις 70 ιστορίες που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ευώνυμος.

Η αστική μνήμη σε ένα βιβλίο. Πράγματι σπουδαία και αναγκαία, αλλά αυθεντική και συγκινητική. Και γι’ αυτό, το βιβλίο αυτό των 70 καταθετών ψυχής, «Το Μπραχάμι αλλιώς: Ιστορίες από τους imaginistes», είναι σημαντικό. Σημαντικό γιατί γράφει την ιστορία όχι μόνο μιας συνοικίας αλλά και μιας ολάκερης εποχής που έφυγε. Και σε λίγο θα φύγουν κι αυτοί που την έζησαν και τη θυμούνται, όπως είναι φυσιολογικό. Αλλά θα μείνουν τα γραπτά τους να μας θυμίζουν όλα όσα βίωσαν σε μια συγκεκριμένη εποχή, σε έναν τόπο. Αν το υπόδειγμα αυτό μπορούσε να μεταδοθεί σε όλες τις συνοικίες της Αθήνας θα είχαμε ένα τεράστιο ιστορικό ντοκουμέντο, που θα φώτιζε τους μελετητές του μέλλοντος. Ένα ιστορικό λογοτέχνημα καθημερινών ανθρώπων. Που αν το δεις βαθύτερα ερμηνεύει αυθεντικά ένα μέρος από τη μεταπολεμική μας ιστορία.

Και γω που έρχομαι από την άλλη άκρη της Αθήνας, συναντώ στο βιβλίο αυτό όσα έζησα, τα ίδια ακριβώς και νιώθω ότι είμαι και γω ένας  από τους imaginistes του Μπραχαμίου. Τους ανθρώπους που φαντάζονται αλλά και ενεργούν. Αυτής της παρέας των ανήσυχων εφήβων της δεκαετίας του 1960 που στο άνυδρο τοπίο της συνοικίας τους μπορούσαν να κάνουν όνειρα, να σχεδιάζουν αλλαγές, να καταθέτουν προτάσεις, να παρεμβαίνουν στις τοπικές και όχι μόνο εξελίξεις. Να ονειρεύονται.

Οι δρόμοι τους είναι και δικοί μου. Οι δρόμοι που έτρεξα και έπεσα και μάτωσα τα γόνατα, οι αλάνες που έπαιξα είναι μπραχαμιώτικες είναι οι ίδιες που ζήσαμε όλοι οι κάτοικοι της κάθε συνοικίας αυτής της πολιτείας και της ανάλογης εποχής. Όλα δικά μας είναι και δεν θα τα πάρουμε όλα μαζί μας, κάτι θα μείνει και στα παιδιά μας. Για να τα πάνε παρακάτω. Οι εποχές μπορεί να άλλαξαν, αλλά ποτέ δεν θα λείψουν από τα παιδιά τα όνειρα, οι πλάκες, οι αναζητήσεις για μια διαφορετική συλλογική ζωή, μακριά από τα στερεότυπα και τα κατά συνθήκη ψεύδη. Γιατί είναι παιδιά και επιβάλλεται να φαντάζονται και να ονειρεύονται.

Ιστορίες ανθρώπων που βγήκαν καθημαγμένοι και πολλοί κυνηγημένοι από τον εμφύλιο και τη δύσκολη δεκαετία του 1950 που γεννήθηκα, και έψαχναν κάπου να στήσουν το τσαρδί τους να αναθρέψουν τα παιδάκια τους, να ισορροπήσουν και να κάνουν μια κάποια κατάσταση. Που μαζεύονταν στην Αθήνα από τα πέριξ για να βρουν μεροκάματο. Στη Δραπετσώνα μπορεί να μην έχουμε ζωή, που λέει ο ποιητής, αλλά είχαμε στο Μπραχάμι, στην Κοκκινιά, στο Περιστέρι, στη Νέα Ιωνία, στο Χαϊδάρι, στη Νέα Φιλαδέλφεια. Κάποιοι ίσως για να χαθούν από τα αδιάκριτα μάτια. Κάπου στο Νότο της Αθήνας. Μια φυσιολογική πορεία πάντα προς το Νοτιά. Για τον άνθρωπο ο νότος είναι το καταφύγιο, ο λυτρωμός.

Και μέσα από τις ιστορίες του βιβλίου ζωντανεύουν και έρχονται στην επιφάνεια όλα αυτά που ζήσαμε, καλά και άσχημα, αλλά πάντα αυθεντικά και όχι εξωραϊσμένα. Οι αλάνες που παίξαμε μπάλα. Η ποδοσφαιρομάνα Αθηναϊκή επαρχία των λαϊκών συνοικιών, με τους τριπλαδόρους και τους ζογκλέρ που τροφοδοτούσε τα μεγάλα σωματεία της Αθήνας. Κάτι που δυστυχώς χάθηκε. Τα καφενεία που μαζεύονταν οι αργόσχολοι και οι ποδοσφαιρόφιλοι να αναλύσουν τα παιχνίδια της Κυριακής και δήθεν να οργανώσουν τις ομάδες τους για την επόμενη. Όλοι προπονητές, παίκτες, διαιτητές και παράγοντες ταυτόχρονα, αλλά με άποψη. Και όλα αυτά εν μέσω καφέ, κολτσίνας και ξερής.

Μήπως η κομμώτρια της κάθε γειτονιάς δεν ήταν θέμα; Που αν ήταν ομορφούλα και καλοβαλμένη συνολικά αποκτούσε αμέσως θαυμαστές και επίδοξους εραστές αλλά και εχθρούς τις γυναίκες της περιοχής που την έβλεπαν ως ανταγωνίστρια; Ότι και καλά θα τους φάει τους αντράδες τους. Και από το κομμωτήριο στο σφαιριστήριο όπου η νεολαία έπαιζε μπιλιάρδο και ποδοσφαιράκι και παλιότερα φλιπεράκια που κάποια στιγμή απαγορεύτηκαν και εξαφανίστηκαν για να επιστρέψουν πολύ αργότερα. Το μπιλιάρδο ήταν κορυφαίο άθλημα, ήθελε δεξιοτεχνία και πρόβλεψη. Η φυσική του μπιλιάρδου είναι ολόκληρο βιβλίο. Ορμή και κρούση.

Αλλά και ποιος δεν θυμάται ότι τις Κυριακές το μεσημέρι κάποιος έπρεπε να πάρει το φαγητό από το φούρνο, συνήθως ο νεότερος της οικογένειας. Άντρας, γιατί ήταν και βαρύ. Και μέχρι να το φέρει στο σπίτι έκανε στάσεις και οι γείτονες και φίλοι όλο και τσιμπούσαν καμιά πατατούλα, καμιά πετσούλα από το ξεροψημένο αρνί, ή ένα μπουτάκι από το κοτόπουλο. «Ακούμπατο ρε πάνω στο πεζούλι, άνοιξα μια μπύρα. Ρε σεις τι θα πάω στο σπίτι;»

Μήπως ξεχάσαμε τα εφηβικά μας πάρτι και εκείνο το ευγενικό, τρομάρα μας, «δεσποινίς χορεύετε»; Και πάσχιζες να τη σφίξεις λίγο παραπάνω στην αγκαλιά σου για να δηλώσεις ενδιαφέρον και μετρούσες την αντίσταση για να καταλάβεις αν σε έπαιρνε να προχωρήσεις. Και αν ακουμπούσες και μάγουλο ήσουν θεός. Και ο δικός σου που ήταν dj στο ηλεκτρόφωνο είχε φροντίσει να βάλει το Mon cinema του Αdamo που ήταν 6 λεπτά ώστε να προλάβεις να τα πεις. Για φιλί δεν συζητάμε ήταν πολύ προχώ στην πρώτη επαφή. Και κάπου στην κουζίνα η μαμά που έριχνε κλεφτές ματιές για να δει αν τα ήθη στο σαλόνι παρέμεναν χρηστά. Μην και γίνονταν έκτροπα. «Καλέ τον είδα της έπιασε το χέρι, ντροπή». Μην πάει το μυαλό σας στο κακό όχι κάτι παραπάνω….

Να πούμε για τις αλάνες και τους λόφους που καθαρή Δευτέρα βγαίναμε οικογενειακά για τα λεγόμενα παραδοσιακά κούλουμα και το πέταγμα του αετού; Που για έναν καθόλου παράξενο λόγο ήταν δίπλα στα νεκροταφεία, που ήταν φτιαγμένα στις παρυφές των συνοικιών και υποχρεωτικά υπήρχε άπλα. Δηλαδή οι χώροι πέριξ του νεκροταφείου γίνονταν χώροι αναψυχής. Μια τελείως φυσιολογική αντίδραση των ζωντανών που ήθελαν να ξορκίσουν το κακό. Τον θάνατο. Και επισκέπτονταν τις ψυχές των πεθαμένων τους για τη δική τους αναψυχή….

Και να μην ξεχάσουμε τα ρέματα. Που είχε τότε κάθε γειτονιά της Αθήνας λόγω του λεκανοπεδίου, που καθώς περνούσαν τα χρόνια γίνονταν σκουπιδότοποι. Μέχρι που τα μπάζωσαν και αυτή είναι η αιτία που η Αθήνα δεν αερίζεται σωστά. Αλλά ήταν ένα καλό καταφύγιο για ένα κάποιο φιλάκι, ένα χαδάκι και φυσικά για τα πρώτα μας τσιγάρα που ήταν απαγορευμένα δια ροπάλου. Πού να τολμήσεις τότε να πας το κορίτσι στο σπίτι σου. Παγκάκι, δασάκι, ρεματάκι και ο θεός βοηθός. Την περίμενες πίσω από την κολώνα να σχολάσει από τα Αγγλικά μην και έχει έρθει να την πάρει από το φροντιστήριο ο πατέρας της και σας κάνει τσακωτούς. Το λεγόμενο και κακό συναπάντημα. Και πέσουν μπινελίκια ή και χαστούκια. Μεγάλο ρεζιλίκι!

Μια ακόμα όμορφη ιστορία του βιβλίου είναι οι μανάδες που τηγάνιζαν αυγά. Μέχρι και τη δεκαετία του 1970 το σύνδρομο της κατοχικής πείνας ήταν ακόμα ζωντανό. Και το αυγό ήταν και είναι αληθινή, θρεπτική και υγιεινή τροφή. Και οι μανάδες το ήξεραν και μας κυνηγούσαν με ένα αυγό στο χέρι. «Να σου φτιάξω δυο αυγά;» Μια ερώτηση που την άκουγες συχνά όταν επισκεπτόσουν σπίτι που η μάνα ήταν νοικοκυρά, αρχόντισσα, η μάνα του λόχου. Μεγάλη τιμή στις μανάδες που μας μεγάλωσαν σε δύσκολες εποχές, μονάχες, χωρίς καμιά βοήθεια με σκάφη για πλύσιμο και ψυγεία πάγου. Που με το μολυβάκι σημείωναν κάθε μέρα τι ήταν να αγοράσουν και στο τέλος της εβδομάδας απέδιδαν τον ισολογισμό στο μεγάλο αφεντικό, τον πατέρα. Πόσο μακρινά είναι πια όλα αυτά αλλά και πόσο αληθινά. Η αστική μνήμη…

Και φυσικά οι τοπικές εφημερίδες και δημοτικές παρατάξεις που φιλοδοξούσαν να αλλάξουν την περιοχή να κάνουν έργα, με προοδευτικό πάντα πρόσημο που τελικά οδήγησαν σε όλο αυτό το χάλι που βλέπουμε γύρω μας στις συνοικίες της Αθήνας. Μια υπόθεση με ισχυρή της συμμετοχή της Αριστεράς. Και φυσικά μετά τη μεταπολίτευση σε όλα αυτά πρωτοστατούσαν οι «εσωτερικάκηδες». Οι άνθρωποι της ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος τρομάρα μας. Οι άνθρωποι της φράξιας, της διχόνοιας, της ανακατωσούρας και της διάσπασης, πάντα με την καλή έννοια. Που φυσικά δεν άλλαξαν καθόλου. Που ήθελαν να δώσουν το άλλο νόημα, το παράξενο, το αλλιώτικο, το μεταρρυθμιστικό, το ανανεωτικό σε κάθε κίνηση. Ακόμα τα ίδια λένε... Μιας και εγώ ήμουν ένας από αυτούς αν και κάποια στιγμή τους εγκατέλειψα, δεν άντεξα. Όλο λάθη πάντα λάθη. Όλο ήττες, πάντα ήττες.

Τελικά οι φίλοι δεν έγραψαν για το «Μπραχάμι αλλιώς» αλλά για το Μπραχάμι όπως ήταν. Για τους χυμούς που είχε το άνυδρο τοπίο του, για την περηφάνεια που είχε η φτώχια του, για όλα εκείνα που ζήσαμε εμείς οι παλιοί στις επαρχίες της Αθήνας. Μόνο που τα έγραψαν με μια αφάνταστη γλύκα, που συγκινεί τον κάθε αναγνώστη. Ειδικά αυτόν και αυτήν που τα έζησαν και φυσικά τα θυμούνται ακόμα με νοσταλγία. Μια αυθεντική κατάθεση ψυχής. Να είμαστε καλά και να θυμόμαστε. Ζήτω το Μπραχάμι. Ζήτωσαν οι imaginistes.