Βιβλιο

Βασίλης Χατζηϊακώβου: «Στη δεκαετία του ’80 στη Σόλωνος δεν κανονιζόταν κάτι – συνέβαινε»

Μιλήσαμε με τον συγγραφέα με αφορμή το βιβλίο του «Η δική μου Σόλωνος... και τρία σύννεφα στον ουρανό»

Γιώργος Δήμος
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Βασίλης Χατζηϊακώβου θυμάται τη Σόλωνος της δεκαετίας του ’80, τους ανθρώπους του βιβλίου και την πνευματική Αθήνα που έζησε. Αφορμή το βιβλίο του «Η δική μου Σόλωνος... και τρία σύννεφα στον ουρανό».

Συνιδρυτής του βιβλιοπωλείου και των εκδόσεων Παρουσία, στην οδό Σόλωνος, επιβραβευμένος το 1999 ως ο νεότερος πρόεδρος του Συλλόγου Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών (ΣΕΒΑ) και πρωτεργάτης στην τεράστια υπόθεση των «Ανοικτών στην Κοινωνία» Σχολικών Βιβλιοθηκών, ο Βασίλης Χατζηϊακώβου έχει συνδεθεί με σημαντικά ονόματα και στιγμές του αθηναϊκού πολιτισμού, μέσα από πλήθος πολυποίκιλων εκδηλώσεων και δράσεων για την ανάδειξη της πνευματικής μας κληρονομιάς. Το αφήγημά του, με τίτλο «Η δική μου Σόλωνος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός, περιγράφει την άφιξή του στην Αθήνα και τις πρώτες του επαφές με την πνευματική ελίτ της πόλης, κατά την δεκαετία του 1980.

Λίγες μέρες πριν την ελληνική πρεμιέρα της νέας μικρού μήκους ταινίας του Τσάρλι Κάουφμαν και της ποιήτριας Eva H.D., «How to Shoot a Ghost», στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, που γυρίστηκε στην Αθήνα και όπου ο ίδιος κάνει μία guest εμφάνιση-έκπληξη, ο Βασίλης Χατζηϊακώβου μίλησε στην Athens Voice για την ιδιαίτερη αυτή εποχή, τις ιδέες και τις προσωπικότητες που κυκλοφορούσαν τότε στο κέντρο της πόλης και τις δικές του αναμνήσεις από αυτή την ξεχωριστή στιγμή στην ιστορία της Αθήνας:

Η Σόλωνος του ’80 όπως τη θυμάται ο Βασίλης Χατζηϊακώβου

Ο πλήρης τίτλος του νέου σας βιβλίου είναι: «Η δική μου Σόλωνος... και τρία σύννεφα στον ουρανό». Ποια είναι τα «τρία σύννεφα» του αφηγήματος;

Τα «σύννεφά» μου είναι ο ουρανός που κουβαλάει ο καθένας μας. Παραμένουν από πάνω μου, αλλά όχι ως εκκρεμότητες της μνήμης, που δεν την έψαξα. Ήρθαν μόνα τους και με βρήκαν στη ζωή μου και έγιναν κομμάτια πολύτιμα του θησαυρού μου. Είναι τρεις σκιές που με συνοδεύουν πάντα, που ακόμη μαθαίνω από αυτές και πολλές φορές συνομιλώ μαζί τους για όσα αγαπήσαμε, όσα χάσαμε κι όσα δεν προλάβαμε να πούμε. Το πρώτο «σύννεφο» είναι απρόβλεπτο, το δεύτερο γίνεται καταιγίδα, το τρίτο είναι γαλήνιο. Και τα τρία, όμως, θα είναι πάντα εκεί ψηλά στον ουρανό της «δικής μου Σόλωνος» και, πιστέψτε με, δεν ήταν επιλογή μου να τα βάλω στον τίτλο, αλλά μια επιμονή της μνήμης και μια υπόδειξη ενός ωραίου ποιητή.

Στον πυρήνα της ιστορίας βρίσκεται η σχέση σας με τον Γιώργο Τσάκαλο, όμως στον φόντο παρελαύνουν δεκάδες προσωπικότητες από τον χώρο της λογοτεχνίας (και όχι μόνο), σχεδόν σαν να λαμβάνει χώρα ένα «πανηγύρι Τέχνης». Ήταν πράγματι η εποχή που περιγράφετε τόσο έντονη και ζωντανή, ή πρόκειται απλώς για ένα αφηγηματικό όχημα;

Η εποχή ήταν ζωντανή και απρόβλεπτη. Μερικές φορές και άγρια. Ήταν έτσι, κι ακόμη πιο άναρχη. Η δεκαετία του ’80 στη Σόλωνος είχε μια ενέργεια που δεν θα χωρούσε στους σημερινούς χρόνους. Δεν χρειάστηκε να υπερβάλω ή να ωραιοποιήσω τίποτα. Στη Σόλωνος εκείνης της εποχής δεν κανονιζόταν κάτι – συνέβαινε. Ίσως θα μπορούσα να γράψω πολλά περισσότερα, αλλά αυτό το βιβλίο ήταν μία οφειλή στα «σύννεφα». Κάποτε πρέπει να διηγηθώ τις δικές μου ιστορίες και άπειρες άλλες από τον χώρο κυρίως του βιβλίου που διακονώ, τις οποίες έχω ζήσει ή γνωρίζω από τις πηγές και τους πρωταγωνιστές.

Η Σόλωνος τότε δεν είχε «σκηνές» και «χώρους». Είχε πρόσωπα που απλώς υπήρχαν ή εμφανίζονταν. Αυτό το «πανηγύρι», όπως το λέτε, δεν ήταν στημένο. Ήταν η ίδια η πόλη και οι άνθρωποί της. Το βιβλίο είχε κεντρικό ρόλο, η Σόλωνος ήταν ο βιβλιόδρομος –άρα το «κέντρο του κόσμου»– και όλοι οι σπουδαίοι άνθρωποι και οι τεράστιες μορφές ήταν ένα πολύχρωμο και πολύμορφο ψηφιδωτό, αφτιασίδωτο, αλλά και μία καθημερινότητα, παρά το μεγαλειώδες του πράγματος. Αφηγήθηκα, λοιπόν, χωρίς καμία επινόηση. Έγραψα για μια Αθήνα που τότε έμοιαζε με σκηνή όπου κανείς δεν ήξερε ακριβώς τον ρόλο του, και γι’ αυτό τον έπαιζε απελευθερωμένος.

Τα βιβλιοπωλεία, οι λογοτέχνες, τα στέκια, τα καφενεία, οι μουσικές σκηνές που περιγράφω, αλλά και οι άνθρωποι που περιπλανιόνταν στη Σόλωνος κουβαλούσαν μια ενέργεια που δεν χρειαζόταν χειροκρότημα, μόνο έναν μάρτυρα που θα τη θυμόταν. Θέλησα να είμαι εγώ αυτός. Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, ότι δεν υπήρχε σκηνή∙ υπήρχε μια άτυπη, ζωντανή συνθήκη. Το βιβλίο απλώς τη θυμίζει.

Ερχόμενος από «τας Σέρρας» και βλέποντας όλες αυτές τις προσωπικότητες να συγκεντρώνονται στα θρυλικά σήμερα καφενεία της Αθήνας και να ανταλλάσσουν ιδέες και απόψεις, νιώσατε πως η πόλη αυτή είναι κάτι σαν την «Αυλή των θαυμάτων». Διαψεύσθηκε αργότερα η αρχική σας εντύπωση ή επιβεβαιώθηκε με το παραπάνω;

Στην αρχή, ναι, υπήρχε η γοητεία του νεοφερμένου. Έπειτα, όμως, κατάλαβα ότι η «Αυλή των θαυμάτων» δεν είναι ο τόπος, είναι οι άνθρωποι που συναντάς και συναναστρέφεσαι, αλλά και ο τρόπος που αποφασίζεις να σταθείς απέναντί τους. Η αλήθεια είναι πως δεν διαψεύστηκα. Αντιθέτως, η Αθήνα, ακόμη και στις πιο σκληρές της στιγμές, πάντα μου άφηνε χώρο να αναπνεύσω. Απλώς, μέχρι και σήμερα, δεν ξέρω αν στάθηκα σωστά. Αρχικά νόμισα ότι η πόλη μού άνοιγε τις πόρτες πριν καν προλάβω να χτυπήσω. Και έτσι διέγραψα μια αντικανονική πορεία, κατακόρυφη. Μετά κατάλαβα πως η Αθήνα δεν είναι ποτέ «θαύμα» από μόνη της. Γίνεται, ανάλογα με το βλέμμα σου. Με τα χρόνια αντιλήφθηκα πως είναι ένα δοχείο θαυμάτων. Ό,τι της πας, το κρατά, το διαστρεβλώνει, το μεταμορφώνει. Μπορώ να πω ότι εμένα μου έμαθε και μου έδωσε. Λειτούργησα θαυμάζοντας, απομυθοποιώντας, αντιγράφοντας.

Στη συγκεκριμένη εποχή και στο βιβλιοπωλείο Παρουσία, που δημιουργήσαμε στο κέντρο της Σόλωνος –η πιο όμορφη και ταυτοχρόνως η πιο παράδοξη ιστορία στον χώρο του βιβλίου για μένα –, κατέληξα να νιώθω όπως στην Πλατεία Εμπορίου των Σερρών και στο καφεκοπτείο του πατέρα μου. Αισθανόμουν τόσο οικεία και ζεστά αλλά και τόσο συναρπαστικά με αυτό το πλήθος προσώπων, σπουδαίων συγγραφέων, κορυφαίων ποιητών, φιλοσόφων, θεολόγων, επώνυμων και ανώνυμων καλλιτεχνών, λογιών λογιών δημιουργών, Μητροπολιτών και εμβληματικών μορφών του αναρχικού χώρου, τις συναντήσεις μου με τους οποίους περιγράφω, όπως και τις συνθέσεις και τις αντιθέσεις, που υπήρξαν για μένα σχολείο.

Στο βιβλίο υπάρχει μια σκηνή με την παρέα του Ηλία Λάγιου, τον Κωστή Παπαγιώργη, τον Γιώργο Κακουλίδη και άλλους αστέρες σε σκυλάδικα της Αχαρνών και της Αλεξάνδρας, όταν γράφω για τις μουσικές σκηνές στον Πήγασο, το Βιτόφσκι και το Ρόδον. Σε άλλο σημείο αναφέρομαι στον διάλογο του Χρήστου Γιανναρά με τον Χρήστο Βακαλόπουλο στο βιβλιοπωλείο και το ραντεβού που έδωσαν την άλλη μέρα στην καφετέρια Διάνα της Ασκληπιού. Η εποχή ήταν πρωτόγνωρης και πρωτογενούς δημιουργίας, γι’ αυτό περιγράφω σκηνές σπουδαίων δημιουργών στα πρώτα τους βήματα, με τα πρώτα τους έργα, όπως το φανζίν «Κοντροσόλ στο χάος», που μας έφερναν ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο Παύλος Αβούρης και ο Αλέξης Μπίστικας. Επίσης θυμάμαι, τριάντα χρόνια πριν τη «Σπασμένη Φλέβα», τον νεαρό Γιάννη Οικονομίδη να έρχεται σχεδόν κάθε μέρα και να παίρνει τουλάχιστον ένα βιβλίο από την «ναυαρχίδα» των προσφορών έξω και πολλά άλλα από μέσα, αλλά και τον Τσάκαλο να ψιθυρίζει: «Πω, ρε. Τι διαβάζει αυτός ο πιτσιρικάς. Αχόρταγος, ο άτιμος».

Υπάρχουν λόγιοι της εποχής εκείνης που θα θέλατε να έχετε γνωρίσει καλύτερα ή να έχετε περάσει περισσότερο χρόνο μαζί τους;

Έχω την αίσθηση ότι δεν μου ξέφυγε κανείς. Ίσως μερικοί που περνούσαν σαν διακριτικές φιγούρες, σχεδόν σαν αεράκι. Οι ποιητές πρωτίστως, αλλά και άλλοι καλοί δημιουργοί και σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι είναι αυτοί που με έκαναν –αν έγινα– καλύτερο άνθρωπο και θαρρώ ότι τους συνάντησα ή συνομίλησα με όλους. Ίσως μου ξέφυγε μονάχα ο Αναγνωστάκης, ο οποίος μιλούσε με τη σιωπή του. Βεβαίως ο χρόνος είναι αυτός που ξέρει να αναδεικνύει τα πρόσωπα που χάσαμε, όχι τους ανθρώπους που συναντήσαμε. Καυχιέμαι για ένα πράγμα που είναι ο θησαυρός μου: για το ότι οι ποιητές μας, από τότε μέχρι σήμερα, με φώναζαν –κι ακόμα με φωνάζουν αυτοί οι λίγοι που απέμειναν– με το μικρό μου όνομα.
Επίσης, είμαι περήφανος, και το αναφέρω και στο βιβλίο, γιατί κάποτε ο μέγας συλλέκτης, ο «σχολάρχης» και ιδρυτής ουσιαστικά του πρώτου ιδιωτικού πανεπιστημίου (Ψυχολογίας, Πολιτισμού, Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων, Δημοσιογραφίας και Γλωσσών), Γιώργος Δολιανίτης, μια μέρα στην οδό Ρήγα Φεραίου, ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και την Εθνική Βιβλιοθήκη, μου φώναξε: «Κύριε Χατζηϊακώβου, μόνον εσείς μπορείτε να αναβιώσετε το Πατάρι του Λουμίδη».

Σε κάποιο σημείο αναφέρετε τον Νικόλα Άσιμο και την Κατερίνα Γώγου, που φαίνεται να ζούσαν σαν περιθωριακοί, σχεδόν έξω από τον υπόλοιπο λογοτεχνικό κόσμο που περιγράφετε. Ήταν στ’ αλήθεια τόσο δυσπρόσιτοι; Για ποιο λόγο το έργο τους συνεχίζει να εμπνέει σήμερα νέες γενιές καλλιτεχνών;

Δυσπρόσιτοι ίσως, αλλά όχι επειδή το επιδίωκαν. Ήταν άνθρωποι που δεν χωρούσαν στη συμβατική κοινωνική αναπνοή. Η πόλη τούς πλήγωνε και ταυτόχρονα τους άφηνε να φωνάξουν. Το έργο της Γώγου και του Άσιμου εμπνέει επειδή δεν έχει ίχνος συμβιβασμού. Ό,τι είπαν, το είπαν από μέσα τους, όχι για να αρέσουν, αλλά για να αντέξουν. Η δυσκολία τους ήταν στο να σταθούν στον θόρυβο της κοινωνίας. Κι αυτό τους έκανε ευάλωτους και δυνατούς ταυτόχρονα. Ήταν άνθρωποι που έμοιαζαν να έχουν φτιαχτεί από μια ύλη που δεν μοιράζεται εύκολα. Αυτά τα δύο πρόσωπα δεν δυσκολεύονταν να σε δεχτούν, δυσκολεύονταν, μάλλον, να αντέξουν τον κόσμο. Τους πλησίαζες, αλλά κρατούσαν μια πόρτα κλειστή, όχι από αλαζονεία, αλλά λόγω των πληγών και των φοβιών τους. Η τέχνη τους αντέχει γιατί ποτέ δεν κρέμασαν την ψυχή τους για πούλημα. Κι αυτό, στις μέρες μας, μοιάζει σχεδόν αδιανόητο. Αυτός είναι κι ο λόγος που το έργο τους επιβιώνει, γιατί είναι αδιαπραγμάτευτο και αντέχει, ακόμα κι αν δεν το προσπάθησαν. Δεν έχει «υπολογιστεί» για κανέναν χρόνο και για καμία αγορά. Είναι απλώς μια ακατέργαστη αλήθεια, χωρίς όρια.

Και εδώ μου δίνεις την ευκαιρία να πω κάτι που γνωρίζω ότι πολλοί θα παρεξηγήσουν γιατί βλέπουν το έργο κορυφαίων δημιουργών αποσπασματικά, με ιδιοτέλεια και ιδεοληψίες, μπλέκοντας τον βίο με το έργο και επιλέγοντας αυτό που τους βολεύει: Θεωρώ ότι η Κατερίνα Γώγου και ο Διονύσης Σαββόπουλος κάπου συναντώνται. Είναι οι σημαντικότερες ποιητικές φωνές της εποχής τους/μας. Είναι η Ποιήτρια και ο Ποιητής του «τώρα» μας.

Ποιοι από τους συγγραφείς που περιγράφετε στο βιβλίο σάς επηρέασαν περισσότερο όσον αφορά το λογοτεχνικό σας έργο; Έπαιξε ρόλο η προσωπική γνωριμία σας μαζί τους;

Επειδή είχα την ευλογία να συναντήσω όλα αυτά τα σπουδαία και τόσο διαφορετικά και ξεχωριστά πρόσωπα κι ακριβώς επειδή δεν δεχόμουν δάσκαλο και διδασκαλία, με όλους αυτούς, εκουσίως ή ακουσίως, βρήκα τον δάσκαλό μου. Επίσης, θεωρώ ότι δεν είμαι συγγραφέας κι αυτό που έχει εκδοθεί δεν είναι βιβλίο, αλλά μία οφειλή που μου βγήκε αυθόρμητα και ακαριαία. Σκέφτομαι λοιπόν ότι –με το δικό μου μικρό πόνημα μπροστά στο δικό τους μεγάλο έργο– δεν στέκει να μιλήσω για συγγραφείς που με επηρέασαν, αλλά μπορώ κάλλιστα να πω ότι με επηρέασαν όσοι δεν προσπάθησαν να το κάνουν.

Επίσης, η πρώτη μου τεράστια λογοτεχνική αγάπη, ο Ιούλιος Βερν, με έμαθε να φαντάζομαι, να ονειρεύομαι, να οραματίζομαι, αλλά όχι να γράφω. Κάπου, όμως, αναφέρω τον παλαιοβιβλιοπώλη Τσουκαλά, στην οδό Κωλέττη –ο οποιος ήταν γιος του μεταφραστή του Βερν της αγαπημένης μου σειράς των εκδόσεων Αστήρ–, που μας μιλούσε με τον Τσάκαλο και τον ακούγαμε για ώρες. Αναφέρω, φυσικά, και όλα αυτά τα πρόσωπα που ζούσαν μόνο για τα βιβλία και από τα βιβλία –όπως ο υπέροχος γέρο-Πατριαρχέας, ο μεταφραστής του Μαλαρμέ–, τα οποία, με τις διηγήσεις τους, έχουν σταθεί αρωγοί στο παιχνίδι και την πάλη με τις λέξεις.

Οι εκατοντάδες λογοτέχνες και άνθρωποι του βιβλίου που γνώρισα, αρκετοί από τους οποίους περνούν από τις σελίδες της «Δικής μου Σόλωνος», όλοι κάπου θα έβαλαν το χέρι τους, όλοι γενναιόδωρα κάτι θα μου άφησαν και απ’ όλους θα «έκλεψα» κάτι. Από άλλον το ετοιμόλογον του πράγματος, από άλλον το πνευματώδες, από άλλον το μπρίο και από κάποιον άλλον ίσως τη σιωπή. Στο βιβλίο περιγράφω τα πρόσωπα και μια εποχή πριν από περισσότερα από τριάντα χρόνια –είναι η εποχή που κάπου σημειώνω τις απίστευτες ατάκες του μέγιστου Χ. Α. Δάρρα, του εκδότη του «Ιδεογράμματος»–, αλλά μέχρι σήμερα έχω γνωρίσει κι έχω σχετιστεί με άπειρα πρόσωπα σε ωραίες και δημιουργικές στιγμές, που σίγουρα μου έχουν δώσει πράγματα και που κάποτε θα γράψω γι’ αυτούς, αλλά δεν έχουν σχέση με τα «Σύννεφα» και τις ημέρες εκείνες. Οφείλω, όμως, εδώ την αναφορά κάποιων ονομάτων από το βιβλίο, αφήνοντας τον κατάλογο ατελείωτο: Μ. Γκανάς, Β. Λεοντάρης, Κ. Παπαγιώργης, Χ. Βακαλόπουλος, Λ. Χρηστάκης, Θ. Γκόρπας, Ι. Μ. Χατζηφώτης, Χ. Γιανναράς, Σ. Μπεκατώρος, Π. Κονδύλης, Σ. Ράμφος, Γ. Κακουλίδης, Δ. Μενίδης, Γ. Λυκιαρδόπουλος, Σ. Ροζάνης, Ν. Βαγενάς, Γ. Σταματόπουλος, Γ. Μερτίκας, Δ. Νόλλας, Ζ. Λορεντζάτος, Κ. Μοσκώφ, Κ. Σταμέλος, Ν. Μπαλλής, Γ. Μπλάνας, Τ. Γουδέλης, Κ. Μαυρουδής, Θ. Νιάρχος, Γ. Ξανθούλης, Γ. Χρονάς κ.λπ.

Το 1999 ψηφιστήκατε ο νεότερος πρόεδρος του Συλλόγου Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών και ξεκινήσετε, μαζί με τον Θανάση Καστανιώτη, τις εκθέσεις βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως. Η εποχή που περιγράφετε στο βιβλίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο όσον αφορά την εξέλιξη της πορείας αυτής;

Φυσικότατα και καθοριστικότατα. Τότε έμαθα πως το βιβλίο δεν είναι απλό αντικείμενο, ένα προϊόν για πώληση, αλλά ένα μοναδικό και πολύτιμο αγαθό, αφορμή για συνάντηση με τον άλλο. Εκείνη η δεκαετία μού έδειξε ακριβώς ότι το βιβλίο είναι η αφορμή. Ήταν επίσης μια εποχή, όπως είπα και πιο πάνω, πρωτόγνωρης και πρωτογενούς δημιουργίας σε κάθε πολιτισμική έκφανση. Ήταν απόρροια, λοιπόν, του όλου πράγματος οι εκθέσεις βιβλίου να καθιερωθούν ως τεράστια πολιτιστικά γεγονότα και να μιλάμε μέχρι σήμερα για εκείνη τη «χρυσή εποχή», στην οποία θεωρώ ότι είχα μεγάλη συμβολή, όπως και στην υπόθεση των «Ανοικτών στην Κοινωνία» Σχολικών Βιβλιοθηκών.

Όλο αυτό με οδήγησε ως επικεφαλής στον ιστορικό σύλλογο εκδοτών. Εκείνη την εποχή, λόγω της σύνδεσης και των συνθέσεων με πολυποίκιλους δημιουργούς, οραματίστηκα τα καφενεία συνδυασμού του πολιτισμού με το ευ ζην, όπου κατάφερα να «διδάξω», σε χώρους στο κέντρο των Αθηνών. Πιστεύω ότι σε μια εποχή ισοπέδωσης, άκρατης τουριστικοποίησης και απώλειας ιστορικών χώρων και τοποσήμων, αυτό είναι το μόνο αντίδοτο. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη οι άνθρωποι να ξανασυναντηθούν. Πρέπει η Αθήνα να αποκτήσει και πάλι στέκια συνάντησης προσώπων όχι απλώς για να θυμίζουν, αλλά να καθορίζουν.

Αν και, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης σας με τις εκδόσεις Αρμός, θα ήταν λογικότερο να εκδώσετε το βιβλίο σας εκεί, επιλέξατε τις εκδόσεις Ιωλκός, του Κωνσταντίνου Κορίδη. Τι σας οδήγησε σ’ αυτή την απόφαση;

Γιατί κάθε βιβλίο ζητάει τον δικό του οίκο και νομίζω ότι, σε μια εποχή που όλα γίνονται αβασάνιστα, έπρεπε να υποβληθώ στη «βάσανο» του συγγραφέα, όπως τον παλιό καλό καιρό. Θεωρώ ότι όλο αυτό θα μπορούσα να το φέρω εις πέρας μόνο με ένα από τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα στον χώρο, τον εκδότη Κωνσταντίνο Κορίδη, ο οποίος συνεχίζει την ιστορία με υπέροχο τρόπο. Η Ιωλκός μού έδωσε το κράτημα μιας γείωσης, την αίσθηση μιας πληρότητας, τη σύνδεσή μου με την ιστορία, που πάντα επιδιώκω να κρατώ. Επίσης ο Γιάννης Κορίδης, ο εκδοτικός και το τυπογραφείο, όπως και ο Κ. Κορίδης –που κάπου μιλάει για τους ποιητές της Παρουσίας– υπάρχουν μέσα στο γραπτό μου. Κυρίως, όμως, ήταν κι η αισθητική που ταίριαζε στο υλικό. Ο Αρμός είναι σπίτι μου, αλλά καμιά φορά χρειάζεται να φύγεις και να δοκιμαστείς μακριά από το σπίτι, για να το εκτιμήσεις περισσότερο. Είναι κι αυτοί που λένε ότι αυτό το βιβλίο έπρεπε να εκδοθεί «υπό ομίλου εκδοτών», αλλά καλύτερα να περιμένουν τα επόμενα.

Αν και σήμερα συνεχίζετε να διοργανώνετε εκδηλώσεις με συγγραφείς και ανθρώπους των γραμμάτων, τα πράγματα έχουν αλλάξει δραστικά από τη δεκαετία του 1980. Αναπολείτε τη Σόλωνος της εποχής εκείνης; Τι σας λείπει περισσότερο;

Συνεχίζω όσο μου επιτρέπεται... και δεν ξέρω πού θα οδηγήσει αυτή η πληθώρα ανούσιων πραγμάτων που βρίσκουμε μπροστά μας. Δυστυχώς, πρέπει πάλι να συγκρίνουμε τις διαφορετικές εποχές. Την εποχή του «πλούτου» με την εποχή της φτήνιας, την εποχή των σπουδαίων και λαμπερών προσώπων με τη λάμψη της ασημαντότητας, τα πρόσωπα που κόσμησαν τον δημόσιο λόγο με την υποταγή σε εκχυδαϊσμένα μέσα, την άνευ όρων και ορίων χρήση της τεχνολογίας από ανίδεους και επιτήδειους, την αποφυγή της ουσίας των πραγμάτων και την πλήρωση σημαντικών θέσεων από μετριότητες και ανίκανους. Φοβάμαι για όλες αυτές τις μη-θεραπεύσιμες καταστάσεις. Ένας λόγος που με ώθησε στο να εκδώσω το βιβλίο ήταν η σκέψη ότι τα τρία μικρά αφηγήματα αναδεικνύουν το «άλλο» και λειτουργούν ως αντίδοτο.

Από τη Σόλωνος και όλο το κέντρο της πόλης μού λείπει ακριβώς αυτό το τεράστιο ψηφιδωτό που είχε σχέση με το βιβλίο, η πολυχρωμία, το διαφορετικό ιδεολογικό πρόσημο, οποιοδήποτε πρόσημο ή πρόταγμα, η αγάπη και το πάθος και, κυρίως, η ιστορία προσώπων και χώρων. Μου λείπουν οι αργές και ατελείωτες συζητήσεις χωρίς στόχο και οι κινήσεις που δεν είχε πάντα σκοπό. Μου λείπει ο χρόνος που δεν έτρεχε, σε αντίθεση με σήμερα. Τα αόρατα, μικρά βλέμματα των ανθρώπων. Βλέμματα που σε άγγιζαν πριν σε αναγνωρίσουν. Δεν νοσταλγώ τόσο την εποχή, όσο τον τρόπο που στεκόμασταν σε κάθε χώρο, ζώντας μέσα της.

Αν σας ζητούσα να κάνετε μια πρόβλεψη, πώς βλέπετε να εξελίσσεται το βιβλίο και η λογοτεχνική σκηνή της Ελλάδας μέσα στα επόμενα 10 με 20 χρόνια; Ποιοι είναι οι κίνδυνοι που εγκυμονούνται και πού θα πρέπει να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας;

Θα σας απαντήσω με την αισιοδοξία ενός ανθρώπου που γνωρίζει κολύμπι, αλλά βλέπει θεόρατα κύματα να σηκώνονται μπροστά του, μην ξέροντας αν θα σωθεί ή αν θα συναντηθεί με τον Παρασκευά στις μονές του Ειρηνικού, σ’ ένα ενδιαφέρον ναυάγιο. Ζούμε μια κατάσταση ζοφερή και χωρίς όρια σε όλα, αλλά σε αυτή την τελευταία ερώτηση-απάντηση, ας έχουμε ως οδηγό το περίφημο «όσο ζω, ελπίζω». Το βιβλίο θα κινδυνεύσει μόνο αν ο άνθρωπος παραιτηθεί από την ικανότητα να σιωπά και να σκέφτεται. Το βιβλίο θα ζήσει όσο ο άνθρωπος δεν παραιτείται από το μυστήριο. Αλλά έχω και την ελπίδα, γιατί κάποιοι λίγοι της νεότερης γενιάς δεν αρκούνται στην εντύπωση και ζητούν βάθος. Βλέπω νέους ανθρώπους που δεν βολεύονται στην επιφάνεια. Αυτοί μπορεί να τολμήσουν να γράψουν με κίνδυνο, όχι με ασφάλεια, και τότε το βιβλίο θα επιβιώσει και θα ανθήσει. Η ελπίδα είναι πάντα εκεί, σε αυτούς που δεν φοβούνται να μιλούν χαμηλόφωνα μέσα σε έναν κόσμο που θορυβεί άγαρμπα. Κι αν τους δοθεί χώρος, θα τραβήξουν τη λογοτεχνία μπροστά. Αν τους επιτρέψουμε να γράψουν χωρίς φόβο και χωρίς συνταγές, το βιβλίο στην Ελλάδα δεν θα επιβιώσει απλώς, αλλά θα ανανεωθεί.