Βιβλιο

«On the Calculation of Volume»: Πώς θα ζούσες αν κάθε μέρα ήταν η ίδια;

Για την επταλογία βιβλίων της Σολβέ Μπαλέ

Ελένη Χελιώτη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

On the Calculation of Volume: Ένα φιλοσοφικό και υπαρξιακό θρίλερ στο οποίο δεν μπορείς να περιηγηθείς ανάλαφρα

Φαντάσου να ξυπνήσεις μια μέρα και να συνειδητοποιήσεις ότι επαναλαμβάνεται. Φαντάσου να έχεις πέσει για ύπνο το βράδυ της 18ης Νοεμβρίου, να ξυπνήσεις το πρωί πιστεύοντας βεβαίως ότι πια είναι 19 Νοεμβρίου, και να συνειδητοποιείς λίγη ώρα μετά ότι είναι και πάλι 18 Νοεμβρίου. Φαντάσου όμως ταυτόχρονα ότι το χέρι σου, το οποίο έκαψες το προηγούμενο βράδυ κατά λάθος, είναι κόκκινο και σε πονάει ακόμα.

Φαντάσου να αντιλαμβάνεσαι ότι ενώ την προηγούμενη ημέρα είχες αγοράσει κάποια βιβλία τα οποία άφησες στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι σου, δύο εξαφανίστηκαν, ενώ τα άλλα δύο είναι ακόμα εκεί. Αυτά που χάθηκαν είναι πίσω στο ράφι του βιβλιοπωλείου από το οποίο τα αγόρασες. Φαντάσου ότι ό,τι και αν κάνεις, κάθε βράδυ, κάποια αποφράδα στιγμή στις μικρές πρωινές ώρες, η μέρα «πάει πίσω». Ο χρόνος κάνει reboot. Τα μαλλιά σου όμως μακραίνουν, όπως και τα νύχια σου. Όλοι ζουν ξανά τη 18η Νοεμβρίου. Εκτός από εσένα. Ο υπόλοιπος κόσμος ξεχνάει. Εσύ, όχι.

Πριν από μερικές ημέρες έπεσα τυχαία πάνω σε ένα άρθρο για την επταλογία βιβλίων της Σολβέ Μπαλέ (Solvej Balle – On the Calculation of Volume). Δεν ξέρω πως δεν το είχε πάρει το μάτι μου νωρίτερα. Το πρώτο βιβλίο δημοσιεύτηκε στα δανέζικα το 2020, ενώ η πρώτη μετάφραση στα Αγγλικά τον Νοέμβρη του 2024. Έκτοτε έχουν βγει άλλα δύο (στα Αγγλικά) και άλλα πέντε στα Δανέζικα, στην αυθεντική του δηλαδή γλώσσα. Το πρώτο μάλιστα μπήκε φέτος και στη λίστα υποψήφιων μυθιστορημάτων για το Βραβείο Booker, το οποίο παρακολουθώ.

Από το άρθρο διάβασα μόνο τον τίτλο και μια-δυο παραγράφους, και μετά σταμάτησα. Πήρα μια ιδέα περί τίνος πρόκειται και αμέσως το έκλεισα. Παρήγγειλα το βιβλίο επιτόπου, και μόλις ήρθε λίγες μέρες αργότερα, ξεκίνησα να το διαβάζω με αγωνία. Δεν ήθελα να μάθω περισσότερα για ένα τέτοιο βιβλίο, και φοβόμουν μήπως ο αρθρογράφος αποκαλύψει πράγματα που δεν έπρεπε να δω, που δεν ήθελα να ξέρω.

Δεν είναι μια απλή ιστορία, σκέφτηκα, θέλει προσοχή. Και έχοντας φτάσει κοντά στο τέλος του πρώτου βιβλίου ― ενώ ήδη περιμένω το δεύτερο να μου έρθει ― γνωρίζω πια με σιγουριά ότι όχι μόνο δεν είναι απλή, αλλά ό,τι προϊδεασμούς είχα ή μπορούσα να έχω, έχουν αναιρεθεί όλοι.

Ξεκινώ τονίζοντας την εκπληκτικά όμορφη γραφή της κυρίας Σολβέ Μπάλε, η οποία μπόρεσε να γίνει εμφανής στα αγγλικά χάρη στην καταπληκτική μετάφραση που έκανε η κυρία Μπάρμπαρα Τζ. Χέιβλαντ (Barbara J. Haveland). Είναι χάρισμα να μπορείς να αποδίδεις τόσο καλά τη φωνή και την καλλιτεχνία του συγγραφέα ενώ το κείμενο διαβάζεται σαν να γράφτηκε στη γλώσσα στην οποία το μεταφράζεις―εν προκειμένω τα αγγλικά. Έπιασα τον εαυτό μου να ξεχνάει, ενώ διάβαζα, ότι δεν είναι γραμμένο στη γλώσσα αυτή, αλλά σε μία άλλη.

Η γραφή της είναι απλή, με μικρές, κοφτές προτάσεις. Προτάσεις, όμως, τόσο γεμάτες με έννοιες, ιδέες, και τροφή για σκέψη, που πρέπει συχνά-πυκνά να κάνεις παύσεις στην ανάγνωσή σου, για να προλαβαίνει ο εγκέφαλός σου να απορροφήσει όχι τόσο την πληροφορία, αλλά την επέκταση της σημασία της, τη συνέπεια της άρθρωσής της.

Η Τάρα Σέλτερ δεν είναι μια απλή πρωταγωνίστρια. Δεν είναι ούτε μια απλή αφηγήτρια της ίδιας της της ιστορίας. Δεν είναι ένας συμβατικός αφηγητής μιας αλλόκοτης διήγησης που αψηφά τον χωροχρόνο. Σε όποια κατηγορία και αν επιθυμήσεις να βάλεις την ιστορία της Τάρα Σέλτερ―φαντασίας, επιστημονικής φαντασίας, κτλ.―από κάποιο σημείο της αφήγησής της και μετά, από οποιαδήποτε επανάληψη της 18ης Νοεμβρίου της και μετά, συνειδητοποιείς ότι είτε είσαι ή έχεις υπάρξει η Τάρα Σέλτερ.

Το «On the Calculation of Volume» θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ως ένα φιλοσοφικό και υπαρξιακό θρίλερ, στο οποίο δεν μπορείς όμως να περιηγηθείς ανάλαφρα. Εάν δεν σε «πετάξει έξω» στις πρώτες 10 σελίδες του, θα σε ρουφήξει σε τέτοιο σημείο που θα πιάσεις τον εαυτό σου να το κλείνει κάθε λίγο γιατί θα σκέφτεσαι τι θα έκανες εσύ, ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή σου. Δεδομένου όμως ότι υπάρχουν άλλα έξι, πιθανολογείς ότι η Τάρα μάλλον μέχρι το τέλος θα έχει δοκιμάσει τα πάντα. Ή μήπως και όχι;

Δεν είναι όμως τόσο―ή μόνο―η πρακτική προσέγγιση της Τάρα στον υπαρξιακό εφιάλτη μέσα στον οποίο έχει εγκλωβιστεί, αλλά η υπαρξιακή: η ολοένα και πιο έντονη μοναξιά της, η αυξανόμενη απομάκρυνσή της από την πραγματικότητα γύρω της και από τον ίδιο της τον εαυτό, η συνεχή αναγνώριση και διακύμανση των συναισθημάτων της, και τέλος, ο αυτοπροσδιορισμός της.

Είναι εκπληκτικό το πως ο χρόνος κυλά και όμως μένει στάσιμος―γύρω της, μέσα της―, το πως «σβήνει» κάθε πρωί αλλά την τιμωρεί αδιάκοπα. Το πως η ίδια γίνεται το κέντρο του σύμπαντος, αλλά είναι παράλληλα ένας παρίας. Πώς όλα δυσλειτουργούν, αλλά εκείνη είναι το λάθος.

Δεν είναι τυχαίο όμως. Η Μπάλε δούλευε πάνω στην επταλογία της για 30 χρόνια πριν την φέρει εις πέρας. Ήδη από το 1987, είχε την ιδέα για ένα μυθιστόρημα στο οποίο μια μέρα επαναλαμβάνεται. Κάποια στιγμή, έγραψε ένα προσχέδιο και το πέταξε. Αλλά καθώς περνούσαν τα χρόνια, διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την ιδέα. Έζησε με την Τάρα για τρεις δεκαετίες πριν μας αποκαλύψει την ιστορία της, και κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών που συμπορευτήκανε, η πορεία της Τάρα γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη. Συνειδητοποίησε αρκετά γρήγορα και έγκαιρα όμως ότι η φωνή της Τάρα δεν έλεγε να την αφήσει ήσυχη, και έτσι συνέχισε να την ακούει και να την καταγράφει.

Μέσα από όλες τις αλλαγές στην προσωπική της ζωή, η συγγραφέας συνήθισε να ζει δίπλα στην πρωταγωνίστριά της, η οποία τρέχει μια επιχείρηση σπάνιων βιβλίων με τον σύζυγό της, Τόμας, από το σπίτι τους στη βόρεια Γαλλία. Όταν η Τάρα ταξιδεύει στο Παρίσι στο πλαίσιο ενός επαγγελματικού ταξιδιού για αγορά βιβλίων, ανακαλύπτει τι συνέβη στο χρόνο. Στις 18 Νοεμβρίου σε μια απροσδιόριστη χρονιά, ξυπνάει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της, τρώει πρωινό στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, αγοράζει μερικά βιβλία παράξενης θεματολογίας, όπως η ιστορία του πόσιμου νερού και των ουράνιων σωμάτων, επισκέπτεται έναν φίλο νομισματολόγο που ειδικεύεται σε αρχαία ρωμαϊκά νομίσματα και μιλάει με τον σύζυγό της στο τηλέφωνο πριν κοιμηθεί.

Την επόμενη μέρα το πρωί, παρατηρεί έναν άλλο επισκέπτη του ξενοδοχείου του οποίου του πέφτει ένα ψωμάκι στο πάτωμα με έναν παράξενα πανομοιότυπο τρόπο με την προηγούμενη μέρα. Οι εφημερίδες και οι αποδείξεις αναγράφουν την ημερομηνία ως 18η Νοεμβρίου, και κανένας από τους γνωστούς της, συμπεριλαμβανομένου του Τόμας, δεν θυμάται τις συνομιλίες τους από την προηγούμενη μέρα.

Τα βιβλία έχουν τη μορφή ημερολογίου, με καταχωρίσεις ανάλογα με την αριθμητική επανάληψη της 18ης Νοεμβρίου της Τάρα (ένα έτος μέχρι το τέλος του Τόμου Ι, και πάνω από χίλια μέχρι το τέλος του Τόμου II).

Όταν η Μπάλε ερωτήθηκε τι θα κάνει και πως θα αισθανθεί όταν η ιστορία της Τάρα ολοκληρωθεί, είπε ότι ο επικείμενος χωρισμός τους θα είναι ενδεχομένως γλυκόπικρος. Δεν φαίνεται να νοσταλγεί το τέλος του έργου, αν και τόσα χρόνια ανησυχούσε ότι είχε βάλει στο μυαλό της ένα παζλ που δεν θα μπορούσε να λύσει. «Ανυπομονώ να τελειώσω,» είπε στον αρθρογράφο Ντένις Ζου (Dennis Zhou), «αλλά όταν αρχίζω να το σκέφτομαι, έχω την αίσθηση ότι θα μου λείψει η Τάρα Σέλτερ». Για την ίδια την Τάρα, δε, είναι σίγουρη ότι «δεν θα με θέλει πια κοντά της όταν τελειώσει. Νομίζω ότι θα χαρεί πολύ να με ξεφορτωθεί».

Ιστορίες όπως αυτή της κυρίας Μπάλε επαναπροσδιορίζουν τόσο τι σημαίνει μυθιστόρημα, όσο και πόσο προσεκτικά και σεβάσμια προς τον εαυτό μας ζούμε τη ζωή μας και την κάθε μας ημέρα. Η Τάρα είναι πραγματικά και κυριολεκτικά εγκλωβισμένη σε μία ζωή μιας μέρας.

Εσύ;