- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μια απαράμιλλη αλληγορική διερεύνηση της διττής συνείδησης μιας γυναίκας, και μαζί ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας του γκροτέσκου
H νουβέλα της Susan Taubes «Θρήνος για την Τζούλια», συνοδευόμενη από εννέα διηγήματα, κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια (360 σελίδες, μετάφραση Αντωνία Γουναροπούλου). Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την Athens Voice:
Εξαφανίστηκε. Η Τζούλια με εγκατέλειψε. Πλέον για τα καλά, νομίζω. Έφυγε σιωπηλά υπό την κάλυψη της νύχτας. Ο μόνος τρόπος να μην την ακολουθήσει κανείς. Τη σκέφτομαι να βγαίνει μέσα στη νύχτα, να καίγεται σαν κερί, να σβήνει ίσως. Δεν θα μάθω ποτέ πού. Δεν θα μάθω ποτέ πριν από πόσο καιρό. Αυτό ήταν το δωμάτιο της Τζούλιας. Άφησε φούστες κρεμασμένες στην ντουλάπα, τις πολλές φούστες που της αγόρασα, φαρδιές, πλισέ και αχιβαδωτές. Τις δοκιμάζω τη μία μετά την άλλη. Μερικές φορές πολλές φούστες μαζί. Φούστες σε διάφορα χρώματα, εμποτισμένες στο άρωμά της, στα μυστήριά της, φούστες κεντημένες με άνθη και πεταλούδες και μικρά ψάρια που πετάγονται ανάμεσα απ’ τα φύκια της θάλασσας. Οι φούστες της με ησυχάζουν, με ηρεμούν. Όποτε είμαι έτοιμος να σπάσω τα παράθυρα ή να βάλω φωτιά στο σπίτι, οι φούστες της πάνω στα πόδια μου θροΐζουν και με παρακαλούν. Μικρός, γυμνός και βίαιος, πάω να κρυφτώ κάτω απ’ τις φούστες της που σαλεύουν τόσο απαλά.
Συρρικνώνομαι, αλλάζω σχήμα. Τα οστά μου τα νιώθω να μαλακώνουν σαν κάποιος να με βράζει σε τσουκάλι, μετά ξαφνικά γίνονται εύθραυστα. Όπως συρρικνώνομαι εγώ, ας αυξηθεί εκείνη. Θα αλλάξουμε ρόλους, δεν τη διαφεντεύω άλλο πια, δεν την τυλίγω στον ιστό μου, δεν την κουνώ σαν μαριονέτα. Όχι, γέρασα και στέγνωσα κι αυτή θα γίνει η δροσερή μου νύφη, θα με ζεστάνει όπως το σμήνος των είκοσι παρθένων γύρω από τον βασιλιά Σολομώντα, ή θα γίνω το παιδάκι της, θα γαντζώνομαι στις φούστες της, ή καλύτερα θα κρύβομαι από κάτω. Ναι. Θα με κρύβει κάτω απ’ τις φούστες της, δεν θα την πειράζει, δεν θα το προσέχει, είναι καλή. Θα με περικλείσει, μέσω αυτής θα διαχυθώ, θα καταργηθώ μέσα της.
Όχι. Τις πήρε μαζί της, τις φούστες, τις χάντρες, τα κροσσωτά της σάλια, όλα. Αυτό το δωμάτιο δεν είναι της Τζούλιας πια.
Πώς βρέθηκα κοντά της; Τι σχέση είχαμε οι δυο μας; Ήταν η μόνιμη, επίμονη ενόχλησή μου. Η ντροπή και η απελπισία μου. Την Τζούλια ήθελα να την ξεφορτωθώ. Αλλά τι ήμουν χωρίς αυτήν; Έπρεπε να κάνω κάτι για την Τζούλια, κάτι να δημιουργήσω από την Τζούλια. Να φτιάξω την Τζούλια από την Τζούλια. Πριν καλά-καλά το καταλάβω, είχα ποντάρει στην Τζούλια τα πάντα.
Δούλευα πάνω της για χρόνια, την εκπαίδευα για έναν ρόλο, για άλλον μετά. Πόσες ώρες περάσαμε προβάροντας φορέματα, δοκιμάζοντας διαφορετικά χτενίσματα. Αναρωτιέμαι μερικές φορές πώς θα είχε εξελιχθεί αν την είχα αφήσει στον εαυτό της. Προσπαθώ να τη θυμηθώ όπως ήταν όταν τη βρήκα, πριν της μιλήσω, όταν ανήκε στον Θεό. Ω, η ευλογημένη εκείνη κατάσταση! Η συμφορά της συνάντησής μας, όταν σφετερίστηκα την ύπαρξή της. Κι όμως, όλες μου οι προσπάθειες στόχευαν να την προετοιμάσουν για τον Θεό.
Γιατί να ενωθεί μαζί μου –ω, μίζερη φθορά–, αν όχι για να την επιστρέψω στην αθωότητα;
Αν κι εκείνης τής αρκούσε να ζει για τη στιγμή, εμένα μονίμως με προβλημάτιζε η σωτηρία της. Την Τζούλια δεν την ένοιαζε. Ενώ τα χέρια της έξυναν καρότα, έδεναν κορδόνια, χαϊδολογούσαν το μάγουλο ή τον μηρό τού ενός και του άλλου, η καρδιά της τραγουδούσε, Ελθέτω ανέμελα η βασιλεία μου επί του υετού των χρόνων· ή, Στον μικρό χώρο της καρδιάς όλες οι θλίψεις έχουν ίδιες διαστάσεις. Εγώ όμως φρόντιζα για την ψυχή της. Πώς θα ντυθεί την Ημέρα της Κρίσεως; Ως παιδί ή ως γυναίκα; Και αν ως ερωμένη, τότε ποιανού; Ημέρα της Κρίσεως! Γλυκά που ηχούν τούτες οι λέξεις. Ηχούσαν μάλλον, τότε που προετοίμαζα την Τζούλια για τις οικίες του Θεού. Την κάθε μέρα στη ζωή της Τζούλιας τη μετέτρεπα σε Ημέρα της Κρίσεως. Την ανάγκαζα να στέκεται μπροστά στο βήμα του Θεού όπως άλλες γυναίκες στέκονται μπροστά στον καθρέφτη. Φυσικά και ήταν αυταρέσκεια.
Όταν παρατούσα το έργο μου, για μεγάλες περιόδους την αποδέσμευα, την άφηνα να φύγει. Την άφηνα να τριγυρνά. Ακολουθούσα, κεντρισμένος από το αβάσταχτο πάθος να κατέχω την Τζούλια έτσι όπως θα μπορούσε να είναι χωρίς εμένα. Να την κοιτώ όπως είναι ή όπως θα μπορούσε να είναι αληθινά μόνη της, δίχως να την κοιτώ.
Η Τζούλια θα αναπαυθεί στα χέρια του Θεού, θα είναι μια προσφορά άσκοπη όσο οι ακρίδες, δικαιολογημένη όσο ένα φύλλο χλόης. Αλλά εγώ; Ο παράνομος μόχθος μου; Οι άσχημες σκευωρίες μου; Εγώ πώς θα απαλειφθώ;
Κανείς δεν θα μάθει για μένα. Κανείς δεν υποψιάζεται πως ζούμε μαζί. Θα μείνει μυστικό ανάμεσα σ’ εμένα και στην Τζούλια, και ακόμα και η Τζούλια θα αγνοεί πλήρως τη συμφωνία μας.
Θα μείνω κρυμμένος πίσω απ’ την Τζούλια, αόρατος όπως ο εικαστικός πίσω απ’ το έργο του, πόσο μάλλον που το δικό μου δημιούργημα δεν είναι από ξύλο ούτε από πέτρα, αλλά ένα ον ζωντανό.
Θα μείνω άγνωστος έτσι ώστε ο κόσμος να γνωρίσει μόνο την Τζούλια. Την Τζούλια, που γεννήθηκε ένα μικρό παιδί και την κυνήγησαν ώς κάτω στη χλοερή πλαγιά, την Τζούλια, που κορόιδευε το φεγγάρι όταν ξάπλωνε στο χορτάρι με τον εραστή της. Αυτή θα σταθεί μπροστά στο βήμα του Θεού, ενώ εγώ θα καλύπτω το πρόσωπό μου, μεταφορικά μιλώντας, γιατί δεν έχω πρόσωπο. Με το πρόσωπο της Τζούλιας καλύπτομαι. Το πρόσωπο της Τζούλιας θα απογυμνώσει ο θάνατος, της Τζούλιας που θέλω ο κόσμος να γνωρίζει, να θυμάται, της Τζούλιας που θέλω να υπάρχει. Δεν πρόκειται να εξιλεωθώ μέχρι να στεριώσω την Τζούλια τέλεια και ολόκληρη.
Κοιμάται, περιπλανιέται, είναι απούσα. Είναι αιχμάλωτη. Το παρελθόν και το μέλλον την κρατούν διαμελισμένη στα πολλά τους δωμάτια. Θα χρησιμοποιήσω άλλους για να τη γεννήσουν, πράγματα κι ανθρώπους, εραστές, σύζυγο και παιδιά. Πρέπει να κάνει ένα τσούρμο. Κι επειδή τόσο μεγάλο μέρος της παραμένει ακόμη αιχμάλωτο, εγώ θα φροντίσω να έχει κι άλλους εραστές για να την ανακαλύψουν. Θέλω να την ανοίξουν σαν βεντάλια, να την αποκωδικοποιήσουν σαν ένδειξη, να την κάνουν να εκραγεί σαν βεγγαλικό. Δεν θα παρατήσω κανένα μέρος της. Δεν θα ησυχάσω μέχρι να συνδεθεί γερά σαν πινελιά με τη χρωστική της. Τη στιγμή που θα ολοκληρωθεί το πορτρέτο της, εκείνη θα περάσει στον καμβά.
Όμως, πώς να εκλάβω τον ρόλο μου σε τούτη την ασήκωτη φαρσοκωμωδία; Να πω πως είμαι ένα είδος νου; Κάποιες φορές με έχω φανταστεί σαν ουράνια σπίθα. Σαν έναν εκπεσόντα άγγελο, αν θέλετε· χωρίς, όμως, να ερευνώ ενδελεχώς από πού έχω εκπέσει, πώς ή γιατί, ή να κάνω υποθέσεις για την επουράνια οικία όπου, λογικά, ανήκω ακόμη.
* * *
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Μια παράδοξη, σκοτεινά πνευματώδης νουβέλα, όπου ένας αλλόκοσμος επόπτης παρακολουθεί, σε μόνιμη σύγχυση, την πορεία μιας νεαρής γυναίκας προς την ενηλικίωση. Τι είναι αυτό το πνεύμα; Όχι απλώς ένα αφηγηματικό εγώ αλλά κι ένας χειριστής από ψηλά (όχι πάντως άγιος), με καθοδηγητική παρουσία, ηδονοβλεπτική μέχρι το κόκαλο, που παραμένει ωστόσο άγνωστος στην ίδια την Τζούλια. Γι’ αυτήν, από την άλλη, το πνεύμα γνωρίζει ταυτόχρονα πάρα πολλά και πολύ λίγα, καθώς η συναισθηματική, σωματική και σεξουαλική της ύπαρξη δεν μπορεί παρά να είναι γρίφος, οσοδήποτε γοητευτικός, για έναν άφυλο καθαρό νου. Οι δυο τους αποτελούν ένα αταίριαστο ζευγάρι προορισμένο εξαρχής ν’ αποτύχει, έστω κι αν τα βγάζουν πέρα όπως-όπως με παιδικές δοκιμασίες, δύσκολους γονείς, ροζ συνολάκια, χορούς και χτυποκάρδια. Έπονται ο έρωτας κι ο γάμος, όχι κατ’ ανάγκη μ’ αυτή τη σειρά, κι εκεί όλα αρχίζουν πραγματικά να στραβώνουν. Αδημοσίευτη πριν από την αυτοκτονία της Σούζαν Τάουμπες το 1969, η νουβέλα αυτή, που συνοδεύεται από εννέα διηγήματα, είναι μια απαράμιλλη αλληγορική διερεύνηση της διττής συνείδησης μιας γυναίκας, και μαζί ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας του γκροτέσκου – προϊόν ενός «αυθεντικού ταλέντου», όπως είπε ο Σάμιουελ Μπέκετ στον Γάλλο εκδότη του, «γεμάτο ερωτικές πινελιές που διαθέτουν ένταση και ωμή γλώσσα», ένα βιβλίο που «θα ξαναδιαβάσω».
Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Η Susan Taubes (1928-1969), που γεννήθηκε στη Βουδαπέστη ως Judit Zsuzsanna Feldmann, ήταν κόρη ψυχαναλυτή και εγγονή ραβίνου. Μαζί με τον πατέρα της μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1939 και εγκαταστάθηκαν στο Ρότσεστερ, στη Νέα Υόρκη. Πήρε το πρώτο της πτυχίο από το Κολέγιο Μπριν Μαρ, και το 1949 παντρεύτηκε τον λόγιο και ραβίνο Γιάκομπ Τάουμπες. Η Τάουμπες σπούδασε φιλοσοφία και θρησκειολογία στην Ιερουσαλήμ, στη Σορβόννη και στο Ράντκλιφ, όπου και εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή πάνω στη Σιμόν Βέιλ. Απέκτησε με τον σύζυγό της έναν γιο και μία κόρη, το 1953 και το 1957, και το 1969 άρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, όπου ήταν επιμελήτρια της συλλογής Bush Collection of Religion and Culture. Τη δεκαετία του 1960, η Τάουμπες ήταν μέλος του πειραματικού Ανοιχτού Θεάτρου, επιμελήθηκε βιβλία σχετικά με λαϊκά παραμύθια ιθαγενών Αμερικανών και Αφρικανών, δημοσίευσε γύρω στα δέκα διηγήματα και έγραψε δύο νουβέλες, το Divorcing («Διαζύγιο», εκδ. Αλεξάνδρεια 2026) και το «Θρήνος για την Τζούλια». Αυτοκτόνησε αμέσως μετά τη δημοσίευση του «Divorcing», τον Νοέμβριο του 1969. Το 2014 κυκλοφόρησαν στη Γερμανία δύο συλλογές με την εκτεταμένη αλληλογραφία μεταξύ της Τάουμπες και του Γιάκομπ όσο ζούσαν χώρια τη δεκαετία του 1950 (δημοσιευμένη στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο, με υπομνηματισμό στα γερμανικά).