- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Νίκος Νικολούδης καταγράφει στιγμές και μορφές της νεοελληνικής ιστορίας
Τα δεκατέσσερα κείμενα του βιβλίου αναφέρονται στις πολιτικές, στρατιωτικές και διπλωματικές εξελίξεις που διαμόρφωσαν το νεοελληνικό κράτος και την νεοελληνική κοινωνία
Το βιβλίο «Στιγμές και μορφές της νεοελληνικής ιστορίας: Η διαμόρφωση του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας έως το 2012» του Νίκου Νικολούδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σταμούλη
Αν θεωρήσει κανείς την ιστορία σαν ένα μωσαϊκό συμβάντων, ανθρώπων και καταστάσεων που καθόρισαν την ιστορική μας συνέχεια, τότε η γνώση των επιμέρους «ψηφίδων» αυτού του μωσαϊκού αποκτά ιδιαίτερη αξία. Καλύπτει κενά, διορθώνει εντυπώσεις και διαφωτίζει γεγονότα εμπλουτίζοντας την εικόνα που έχουμε για την ιστορία μας. Από αυτή την άποψη οι «στιγμές και οι μορφές» που έχει σταχυολογήσει και ιστοριογραφεί με ενάργεια και γλαφυρότητα ο ιστορικός Νίκος Νικολούδης στο βιβλίο του «Στιγμές και Μορφές της Νεοελληνικής Ιστορίας» αποτελούν σημαντική συνεισφορά στη νεοελληνική ιστορία.
Αρχής γενομένης από τις απαρχές της ελληνικής επανάστασης. Η πρώτη «ψηφίδα» του μωσαϊκού εξετάζει την εξέλιξη της φιλελληνικής ιδέας στη Μεγάλη Βρετανία στα πρώτα βήματα της εθνικής παλιγγενεσίας του 1821. Διαφεύγει συχνά από την ελληνοκεντρική ανάγνωση της ιστορίας η λυσσώδης αντίδραση που αντιμετώπισαν οι εξεγερμένοι Έλληνες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία που, αν και σε παρακμή, είχε σημαντική επιρροή στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν πρόσφατο το Συνέδριο της Βιέννης (1815) και η βρετανική πολιτική, και η κοινή γνώμη, ήταν ακόμα επιφυλακτικές. Ο συγγραφέας εξηγεί τη μεταστροφή σε φιλελληνικό ρεύμα. Καθοριστικό ρόλο είχαν τα δημοσιεύματα στο λονδρέζικο τύπο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Κ. Πολυχρονιάδη και άλλων, που βρήκαν απήχηση στην κοινωνία και, κυρίως, στα πολιτικοοικονομικά συμφέροντα της Γηραιάς Αλβιόνος. Στους μήνες που ακολούθησαν προσωπικότητες όπως οι ποιητές Percy Shelley και Lord Byron πύκνωσαν τις τάξεις των Βρετανών φιλελλήνων. Οι βρετανική πολιτική δεν άργησε να ακολουθήσει με κατάληξη τη ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827.
Οι επόμενες «ψηφίδες» αναφέρονται στον πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο και την εποχή του. Εις τα καθ’ ημάς, και ιδιαίτερα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη, έχει επικρατήσει η εικόνα του Βενιζέλου ως επαναστάτη, που με τον πατριωτισμό του και μόνο πέτυχε τον διπλασιασμό της Ελλάδος και την ένωση της Μεγαλονήσου με την μητέρα πατρίδα. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Ο Βενιζέλος υπήρξε κυρίως μία πολιτική ιδιοφυία ικανή να σταθμίζει πολιτικές ισορροπίες και να προβλέπει καταστάσεις. Η πολιτική του δεινότητα αποσιωπήθηκε στην Ελλάδα από τον φιλοβασιλικό Τύπο την εποχής. Για να την εκτιμήσουμε σωστά θα πρέπει να ανατρέξουμε σε πηγές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Συνεδρίου των Βερσαλλιών (1919). Ο συγγραφέας επικαλείται ιστορικούς με κύρος όπως ο Sir Michael Llewellyn Smith και ανταποκριτές των Times του Λονδίνου για την εκτίμηση που έχαιρε ο Βενιζέλος από πολιτικούς όπως ο Βρετανός Lloyd George, ο Γάλλος George Clemenseau και ο Αμερικανός Woodrow Wilson.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η «ψηφίδα» για τις ευθύνες της Μικρασιατικής εκστρατείας. Ο συγγραφέας αντιστρέφει την επιχειρηματολογία ορισμένων όψιμων επικριτών του Ελευθερίου Βενιζέλου που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να εμπλακεί στην Μικρά Ασία. Εξηγεί γιατί η ρηξικέλευθη αυτή άποψη αγνοεί τις συνθήκες της ταραγμένης εκείνης εποχής. Ότι δεν επρόκειτο για μία «ιμπεριαλιστική εκστρατεία αλλά για έμπρακτη προστασία υπόδουλων Ελλήνων που τελούσαν υπό συνεχή διωγμό από το 1914 και εξής». Ότι η παραπαίουσα Τουρκία δεν διέθετε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις και το κεμαλικό καθεστώς δεν είχε γενική αποδοχή. Ότι οι νικητές του πολέμου είχαν πλήρη εμπιστοσύνη στον Βενιζέλο. Και ότι οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 ήταν επιβεβλημένες μετά από πέντε χρόνια «Βουλής των Λαζάρων» και εθνικού Διχασμού. Επικαλείται ιστορικούς όπως τον Φωτιάδη, τον Σπ. Μαρκεζίνη και τον Γιαννουλόπουλο, ακόμα και τον πολιτικό του αντίπαλο Ιωάννη Μεταξά («πρέπει να υπάγει ο τόπος μας εις τον διάβολον δια να μην έλθη ο Βενιζέλος;»). Ίσως η αξία του Ελευθέριου Βενιζέλου φάνηκε πιο δραματικά αργότερα – με την απουσία του.
Σχετική με τα παραπάνω είναι και η «ψηφίδα» που αναφέρεται στον πρίγκιπα Ανδρέα και τη δίκη του μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο τέταρτος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ είναι περισσότερο γνωστός ως πατέρας του Φίλιππου, συζύγου της τ. βασίλισσας Ελισάβετ της Μεγάλης Βρετανίας. Κατά την εκστρατεία στο Σαγγάριο το 1921 ήταν διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού, στα βάθη της Μικράς Ασίας όπου ο ελληνικός στρατός είχε φτάσει στα όριά του. Ο συγγραφέας διηγείται πώς η άρνηση στρατιωτικής διαταγής από τον Ανδρέα, ή μάλλον η πλημμελής εκτέλεσή της, τον οδήγησαν σε δίκη μετά την ήττα. Η δίκη έγινε σε φορτισμένη ατμόσφαιρα το 1922 μετά τη δίκη και την εκτέλεση των «Έξι». Αν και καταδικάστηκε «εις μόνιμον υπερορίαν» (εξορία), επέστρεψε στην Ελλάδα δεκατέσσερα χρόνια αργότερα όταν ακυρώθηκε η καταδικαστική απόφαση. Άλλη μία άγνωστη ‘ψηφίδα’ που αποτυπώνει το κλίμα του εθνική Διχασμού.
Σχετικά άγνωστος είναι επίσης ο Στρατηγός Λεωνίδας Παρασκευόπουλος που «δεν γνώρισε καμία ήττα ως ηγέτης στα πεδία των μαχών». Εντυπωσιακή επίδοση δεδομένου ότι πολέμησε στους δύο Βαλκανικούς πολέμους, στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (στρατιά Θεσσαλονίκης) και ήταν ο πρώτος αρχιστράτηγος στη Μικρασιατική εκστρατεία. Στα απομνημονεύματα του ο Παρασκευόπουλος αναφέρει ότι το καλοκαίρι του 1920 –πριν τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου– είχε εκπονήσει σχέδιο για την εκμηδένιση της τουρκικής αντίστασης, όταν συνέτρεχαν ακόμα οι προϋποθέσεις για στρατιωτική νίκη. Η γνώμη ενός στρατηγού που αριθμούσε μόνο νίκες αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Και ο συγγραφέας καταλήγει με την υπόθεση που διατυπώνει κάθε ιστορικός: «What if?»!
Μία άλλη άγνωστη και επίσης φορτισμένη «ψηφίδα» του νεοελληνικού μωσαϊκού αποτελεί το Μακεδονικό ζήτημα. Ο συγγραφέας περιγράφει πώς προέκυψε η Βουλγαρία ως αποτέλεσμα της πανσλαυτιστικής πολιτικής της τσαρικής Ρωσίας. Καθώς ο Σουλτάνος είχε ενθαρρύνει πάσης λογής εθνότητες να συνυπάρχουν στις ευρωπαϊκές επαρχίες, ο επιθετικός εθνικισμός του 19ου αιώνα αποτέλεσε τη θρυαλλίδα συνεχών πολέμων - δύο βαλκανικών, δύο παγκόσμιων και συνεχών αντάρτικων. Εξιστορεί πώς από την ελληνική Μακεδονία του Φίλιππου Β’, και εν συνεχεία τη βυζαντινή και οθωμανική, καταλήξαμε στο Μακεδονικό Αγώνα όπου ο Παύλος Μελάς και μία πλειάς Ελλήνων αγωνιστών πολέμησε τους Βούλγαρους «κομιτατζήδες». Πώς τα ιστορικά μακεδονικά εδάφη έγιναν τμήμα της Ελλάδος και ομογενοποιήθηκαν από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Πώς οι σοσιαλιστικοί πειραματισμοί του Τίτο και της κομμουνιστικής Βουλγαρίας οδήγησαν σε κατακερματισμό και αντιπαλότητα των σλαβόφωνων πληθυσμών. Πώς προέκυψε η σημερινή ισορροπία. Μία ιστορία που όλοι οφείλουμε να γνωρίζουμε.
Ακολουθεί μία «ψηφίδα» για τις ελληνοϊταλικές σχέσεις από τη δημιουργία του ιταλικού κράτους (1861) μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι ο ιταλικός μεγαλοϊδεατισμός έφερε συχνά την Ιταλία σε τροχιά σύγκρουσης με την Ελλάδα. Ήδη από την Διάσκεψη των Βερσαλλιών μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ιταλία είχε σταθεί εχθρικά στις ελληνικές επιδιώξεις στη Μικρά Ασία και τη βόρεια Ήπειρο, κι αυτό συνεχίστηκε στο Μεσοπόλεμο όταν ο Μουσολίνι κατέλαβε την εξουσία. Το αποκορύφωμα ήταν η ιταμή επίθεση στα ελληνοαλβανικά σύνορα την 28η Οκτωβρίου 1940. Τα χρόνια της κατοχής οι Ιταλοί έκαναν αρκετές –ανεπιτυχείς– προσπάθειες αφελληνισμού περιοχών που τους είχε ανατεθεί η διοίκηση από τον Άξονα. Αν και οι περισσότερες από αυτές έχουν περάσει σε λήθη, υπάρχουν ακόμα πληγές.
Μετά το έπος στα αλβανικά βουνά, ήταν λίγες οι ηρωικές σελίδες του ελληνικού στρατού στη Μέση Ανατολή. Ίσως η μοναδική μορφή που ξεχώρισε ήταν του Συνταγματάρχη Χριστόδουλου (Λάκη) Τσιγάντε που διοίκησε με επιτυχία τον Ιερό Λόχο, μία μονάδα καταδρομών κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο συγγραφέας εξιστορεί άγνωστες πτυχές του Ιερού Λόχου και του διοικητή τους Τσιγάντε. Ο λόχος δεν ήταν πολυπληθής - αποτελείτο από 102 αξιωματικούς και 56 στρατιώτες (οι 14 Βρετανοί υπό τον Λόρδο Jellicoe) – που αργότερα αυξήθηκαν. Μεταξύ τους δεν υπήρχε ιεραρχία ούτε πολιτικός φατριασμός. Η αξία τους έγκειτο στην ικανότητα δράσης, όχι στον αριθμό τους.
Η πρώτη αποστολή του Ιερού Λόχου ήταν στην Τυνησία με τις συμμαχικές δυνάμεις το 1943 για την εκδίωξη του δυνάμεων του Άξονα από την βόρεια Αφρική. Η δράση του συνεχίστηκε με την απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι αρχές 1945 γερμανικές μονάδες παρέμεναν ακόμα σε Κρήτη, Μήλο, Λήμνο, Θάσο, Σαμοθράκη και οκτώ νησιά της Δωδεκανήσου. Πρώτα απελευθερώθηκε η Νάξος, όπου τον Οκτώβριο 1944 ένα απόσπασμα κατέβαλε τη γερμανική φρουρά. Τρεις μήνες αργότερα η Νίσυρος και ακολούθησαν τα υπόλοιπα νησιά. Ψυχή του Ιερού Λόχου παρέμενε ο Τσιγάντες με συνεχή έγνοια να αποφευχθεί νέος πολιτικός διχασμός. Ο συγγραφέας τον περιγράφει με τα ίδια του τα λόγια: «Κάτι δεν πάει καλά με μας. Κει πάνω στην Αλβανία είμασταν αλλιώτικοι. Μια καρδιά, μια γροθιά. Τώρα πάμε να το διαλύσουμε (…) Ο Ιερός Λόχος κάνει πόλεμο. Δεν ανακατεύεται με την πολιτική. Τελεία και παύλα».
Η συνέχεια του βιβλίου εκτυλίσσεται στη σύγχρονη, μεταπολεμική Ελλάδα. Ο συγγραφέας επιλέγει τον Μιχάλη Αρναούτη, έμπιστο σύμβουλο του τ. βασιλιά Κωνσταντίνου κατά τη σύντομη βασιλεία του (1964-1967). Ο Αρναούτης είχε καταλυτική επιρροή στο νεαρό Κωνσταντίνο. Η εξιστόρηση των «Ιουλιανών» το καλοκαίρι 1965 μέχρι το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1967 μας φέρνει μνήμες της ταραγμένης εκείνης εποχής. Τότε που η Ελλάδα γύρισε πολλά χρόνια πίσω. Ο ίδιος ο Αρναούτης δεν ήταν άμοιρος ευθυνών. Στην πολιτική του διαδρομή «τον διακατείχε αίσθηση τιμής και αφοσίωσης στον βασιλιά Κωνσταντίνο». Όμως σε πολλές περιπτώσεις στάθμισε λάθος τις καταστάσεις και δεν τον συμβούλευσε σωστά, με αποτέλεσμα την επταετή δικτατορία και το τέλος της βασιλείας στην Ελλάδα.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου συνθέτει την ιστορία της νεώτερης Ελλάδας από το 1950 μέχρι πρόσφατα. Ο συγγραφέας σε είκοσι παραγράφους αναλύει τις εξελίξεις από το τέλος του εμφυλίου πολέμου μέχρι και την ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Νικόλαος Πλαστήρας, Αλέξανδρος Παπάγος, Οκταετία Καραμανλή, οικονομική πολιτική, Κυπριακό, πραξικόπημα 21ης Απριλίου, μεταπολίτευση, άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ, μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση). Μία πλήρης ιστορική αναδρομή μέχρι και την αρχή της νέας χιλιετίας.
Η ιστορική τεκμηρίωση του βιβλίου είναι λεπτομερής και πλούσια. Το ίδιο και η βιβλιογραφία που παρατίθεται σε κάθε κεφάλαιο με σπάνιες πηγές από τις οποίες ο συγγραφέας αντλεί άγνωστα στοιχεία. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Σε ένα συναρπαστικό όσο και γλαφυρό αφήγημα, ο Νίκος Νικολούδης μας προσφέρει «ψηφίδες» μορφών και στιγμών της νεοελληνικής ιστορίας που εκτείνονται στους τελευταίους δύο αιώνες. Οι περισσότερες καλύπτουν την περίοδο πριν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Άλλες εμπίπτουν στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα που αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Εναπόκειται στον αναγνώστη να τα εντάξει όλα στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο που διαμόρφωσε το ελληνικό έθνος. Εκεί έγκειται η αξία του αξιόλογου αυτού πονήματος.