- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πεζά κείμενα που ακροβατούν ανάμεσα στην αφηγηματική λογοτεχνία, το δοκίμιο και την αυτομυθοπλασία
H συλλογή διηγημάτων «Ουμπίκικους» του Γιώργου Τσακνιά (192 σελίδες, Εκδόσεις Κίχλη), κυκλοφορεί στις 5 Δεκεμβρίου. Διαβάστε παρακάτω δύο αποσπάσματα — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την A.V.:
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΛΕΙΨΙΑ
Η Ε. σηκώνεται από τα σκαλιά για να συνεχίσουμε τη βόλτα στο Πλόβντιβ κι εγώ τραβάω τη φωτογραφία. Την πετυχαίνω με το κεφάλι ελαφρώς σκυμμένο. Κοιτάζει προς τα κάτω, το πρόσωπό της όμως φαίνεται αρκετά καλά – τα μαλλιά της είναι κομμένα καρέ και δεν το καλύπτουν, αν και το σκιάζουν λίγο, είναι κάπως υποφωτισμένο, ίσως γιατί έχω φωτομετρήσει πίσω, στο φόντο, στη μνημειώδη μαρμάρινη πρόσοψη του Σιντικάλεν Ντομ να Κουλτούρατα, τυπικού δείγματος σταλινικής αρχιτεκτονικής (έχει χτιστεί το 1946), που λάμπει στον πρωινό φθινοπωρινό ήλιο.
Τα βράδια στο Πλόβντιβ αντιθέτως είναι θεοσκότεινα. Περίπου μια δεκαετία μετά το 1989, η πόλη δεν έχει χρήματα και δεν ανάβει πουθενά ο δημόσιος φωτισμός. Φεύγοντας από το εστιατόριο Puldin, που στεγάζεται σε ένα μοναστήρι περιστρεφόμενων δερβίσηδων του 19ου αιώνα, χτισμένο πάνω στις ρωμαϊκές οχυρώσεις της πόλης, διασχίζουμε την κατασκότεινη Φιλιππούπολη για να φτάσουμε στο Ξενοδοχείο Λειψία. Η πρόσοψη έχει ανακαινισθεί, αλλά εντός του ταξιδεύεις στον χρόνο· οι ταπετσαρίες, οι μοκέτες, τα έπιπλα – είναι όλα από την προ του 1989 εποχή, όταν κατέλυαν εκεί κομματικοί αξιωματούχοι και αντιπρόσωποι αδελφών κομμάτων από άλλες χώρες. Το προσωπικό είναι φανερό ότι επίσης δεν έχει αλλάξει. Μου περνά η παρανοϊκή ιδέα ότι όλοι αυτοί οι μεσόκοποι άνθρωποι –ρεσεψιονίστ, θυρωρός, καμαριέρα– δεν είναι ζωντανοί, αλλά φαντάσματα. Η αίσθηση της ostalgie είναι τόσο διάχυτη που νομίζεις πως αν κοιτάξεις προσεκτικά στο βάζο με τα πλαστικά λουλούδια, στο κομοδίνο, θα βρεις ξεχασμένο τον κοριό της Κα Γκε Μπε.
Μου αρέσει πολύ αυτή η ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μου αρέσει η Ε., που μοιάζει σκεφτική, με έναν τρόπο ανατολικοευρωπαϊκό. Τα χέρια της, που διακρίνονται οριακά στο κάτω τμήμα της εικόνας, στρίβουν τσιγάρο. Πίσω και πάνω της, η μετόπη του Σιντικάλεν Ντομ να Κουλτούρατα είναι στραβή, διασχίζει σχεδόν διαγώνια το τετράγωνο καρέ, θυμίζοντας λίγο Ροντσένκο. Οι τρεις πρώτες λέξεις της επιγραφής φαίνονται καθαρά· τα κυριλλικά στοιχεία προσφέρουν άφθονο κουλέρ λοκάλ. Η τέταρτη λέξη –«Κουλτούρατα»– καλύπτεται από τα φύλλα ενός δέντρου στην πάνω δεξιά γωνία, τα οποία ισορροπούν εικαστικά με το μαύρο πουκάμισο της Ε. Εδώ και λίγα χρόνια, το Σιντικάλεν Ντομ έχει πάρει το όνομα του μεγάλου Βούλγαρου βαρύτονου: Μπορίς Χρίστοφ. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη με μια folding Agfa της δεκαετίας του 1950, την οποία μού έχει χαρίσει μια θεία μου. Εμφάνισα το φιλμ και την τύπωσα όταν γυρίσαμε από το Πλόβντιβ. Χρειάστηκε να μασκάρω αρκετά το πρόσωπο της Ε. που ήταν υποφωτισμένο, ώστε να μη μαυρίσει, αλλά το φόντο να γράψει καλά.
Καθώς την ξανακοιτάζω τώρα, στο σαλόνι μας, έρχεται η Α. και στραβομουτσουνιάζει:
— Τι είναι;
— Δεν μου αρέσει να σας βλέπω όταν εγώ δεν υπήρχα.
Φοβερό αυτό που λέει. Αναρωτιέμαι τι ακριβώς εννοεί. Είναι ένα είδος ζήλιας ή απέχθεια –ίσως και φόβος– προς τη μη ύπαρξη; Γιατί, εδώ που τα λέμε, γιατί η ανυπαρξία πριν να είναι λιγότερο τρομακτική από την ανυπαρξία μετά; Ο μόνος λόγος είναι η γραμμική αντίληψη που έχουμε για τον χρόνο, η οποία μάς κάνει να βλέπουμε τον θάνατο ώς τέλος. Κι όμως, η αντίληψη αυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που λέει η λέξη: αντίληψη.
Πάντως κι εγώ έχω δυσκολίες με τη ζωή μου πριν – εννοώ τη ζωή μου πριν γεννηθεί η Α. Με έχω συλλάβει ουκ ολίγες φορές να φυτεύω την Α. σε προγενέστερες αναμνήσεις μου· να τη «θυμάμαι» π.χ. σε εκδρομές στις οποίες θα ήταν αδύνατον να έχει έρθει, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Σε ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, όπου σταθήκαμε σε ένα παρκάκι να ξεκουραστούμε από την οδήγηση, «θυμάμαι» να της αλλάζουμε πάνα σε ένα παγκάκι· στις διακοπές στη Σίκινο, να παίζει στην παραλία με τα κουβαδάκια· σε μια εκδρομή στο Συρράκο, να τρέχει στο λιθόστρωτο και να φοβάμαι μη γλιστρήσει.
Όχι όμως στο Πλόβντιβ. Τουλάχιστον όχι στο Ξενοδοχείο Λειψία και στα βράδια του. Αυτά είναι πίσω από το παραπέτασμα· είναι μόνο δικά μας.
* * *
ΜΙΚΡΗ ΣΟΒΙΕΤΙΑ
Διασχίζουμε το Ρίτζεντς Κανάλ με το καραβάκι. Περνάμε γειτονιές με μαούνες που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες· μυρίζουμε φαγητά που μαγειρεύονται, βλέπουμε φώτα αναμμένα, καμινάδες από ξυλόσομπες να καπνίζουν και μπουγάδες απλωμένες στο κατάστρωμα. Μπαίνουμε σε ένα μεγάλο τούνελ και αναρωτιέμαι τι θα γίνει αν διασταυρωθούμε με άλλο πλεούμενο. Φτάνουμε εκεί όπου το δικό μας κανάλι συναντά το Γκραντ Γιούνιον Κανάλ και αποβιβαζόμαστε. Βρισκόμαστε στο Πάντινγκτον, σε μια περιοχή που τα τελευταία χρόνια ονομάζεται μικρή Βενετία· παλιότερα ήταν γνωστή απλώς ως Βενετία, όνομα το οποίο άλλοι αποδίδουν στον Ρόμπερτ Μπράουνινγκ και άλλοι στον Βύρωνα. Το σκέτο «Βενετία» ίσως έχει μια δόση βρετανικής ειρωνείας. Με την προσθήκη του επιθέτου «μικρή», το τοπωνύμιο αποστασιοποιείται από το πρωτότυπο και έρχεται στις σωστές τουριστικές διαστάσεις του.
Μικρή Βενετία στη Μύκονο και στο Αιτωλικό, μικρή Βενετία και στο Λονδίνο. Για να μην πούμε βέβαια για τις αμέτρητες Βενετίες του Βορρά (μεταξύ αυτών η Αγία Πετρούπολη ή Λένινγκραντ) και της Ανατολής – για κάποιο λόγο είναι ελάχιστες οι Βενετίες του Νότου και της Δύσης. Υπάρχει επίσης μια μικρή Βενετία στις ΗΠΑ (στο Μίσιγκαν), μια δεύτερη στην Ιταλία (η Κιότζα, μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα από την αυθεντική Βενετία), καθώς και μια ολόκληρη χώρα στη Νότιο Αμερική: η Βενεζουέλα, την οποία λέγεται πως ονόμασε έτσι ο Αμέριγκο Βεσπούτσι, όταν είδε τα σπίτια στη λιμνοθάλασσα του Μαρακαΐμπο. Φαίνεται πως παντού υπάρχει μια μικρή Βενετία.
Στη μικρή Βενετία του Πάντινγκτον, καθόμαστε σε μια μαούνα που την έχουν μετατρέψει σε καφέ, αραγμένη δίπλα στη γέφυρα της Ουέστμπερν Τέρρας Ρόουντ. Η Α. χαζεύει από το φινιστρίνι τις μαούνες που πηγαινοέρχονται, ύστερα παίρνει παγωτό και βγαίνει έξω στο κατάστρωμα μαζί με την Ε. Ο τελευταίος απογευματινός ήλιος φωτίζει το κανάλι, τις δενδροστοιχίες και τη μαούνα. Ένας άγνωστος ηλικιωμένος Βρετανός που μοιάζει με τον Μάικλ Κέιν φωτογραφίζει την Ε. και την Α. Πιάνουν κουβέντα. Ξανακατεβαίνω στο εσωτερικό της μαούνας και πάω στο μπαρ. Περιμένω τη σειρά μου και κουνάω ασυναίσθητα το κεφάλι μου στον ρυθμό της free jazz που ακούγεται από τα ηχεία. Παραγγέλνω μια πολωνέζικη μπύρα. Ο μπάρμαν με ρωτάει στα πολωνικά αν είμαι Πολωνός. Του απαντάω μονολεκτικά στα αγγλικά: No. Με κοιτάζει με δυσπιστία. Αφήνει την μπύρα στο σουβέρ και αποσύρεται.
Πηγαίνω σε ένα τραπεζάκι και χαζεύω με τη σειρά μου από το φινιστρίνι. Αναγνωρίζω τώρα τη μουσική: σοβιετική τζαζ. Το τρίο Γκανιέλιν, Τσερκάσιν, Ταράσοφ σε live το 1976. Θρυλικό συγκρότημα στην εποχή της ακμής του. Οι δύο πρώτοι –πιανίστας και σαξοφωνίστας αντίστοιχα– είναι Λιθουανοί, ο τρίτος, ο ντράμερ, είναι Ρώσος. Το κομμάτι, σχετικά σφιχτό αρχικά, με την ένταση να ανεβαίνει κλιμακωτά, τώρα κορυφώνεται με ένα εκρηκτικό σόλο του Τσερκάσιν, γύρω από το οποίο διαλύονται τα ντραμς και τα πλήκτρα. Κοιτάζω πέρα από το κανάλι τις κατάλευκες προσόψεις των σπιτιών. Ο μπάρμαν από το βάθος μού ρίχνει καχύποπτες ματιές. Φαίνεται πως παντού υπάρχει μια μικρή Σοβιετία.
ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ: Μια γειτονιά του Λονδίνου μεταμορφώνεται για λίγα λεπτά σε μικρή Σοβιετία, η τελευταία Οικουμενική Σύνοδος του έτους 787 μ.Χ. εξασφαλίζει στον αφηγητή βίζα για τις ΗΠΑ, η Πράγα του Κάφκα θα πρέπει να περιμένει, αφού σε μια νυχτερινή περιπλάνηση στα στενά της παλιάς πόλης αναδύεται ύπουλα το ελληνικό μετεμφυλιακό κράτος, ενώ σε μια παιδική χαρά, κατά ειρωνικό τρόπο, ο συγγραφέας συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να είναι ubiquitous, ούτε καν ουμπίκικους. Αναμνήσεις, σκέψεις και συνειρμοί, που ενίοτε εκκινούν από εικόνες, στίχους, βιβλία και μουσικές, διαμορφώνουν μια παράλληλη πραγματικότητα, η οποία διασταυρώνεται με την όντως πραγματικότητα. Διασαλεύονται έτσι οι έννοιες του χώρου και του χρόνου που, όπως βεβαιώνει ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, «δεν είναι παρά τρόποι να σκεφτόμαστε, όχι συνθήκες στις οποίες ζούμε». Τα πεζά κείμενα του «Ουμπίκικους» ακροβατούν ανάμεσα στην αφηγηματική λογοτεχνία, το δοκίμιο και την αυτομυθοπλασία. Χάρη στη λοξή ματιά του συγγραφέα, αλλά και στην απόσταση που προσφέρει το χιούμορ, προβάλλεται συχνά σε πρώτο πλάνο το παράδοξο, το απροσδόκητο ή η κωμική διάσταση των γεγονότων, η οποία, ούτως η άλλως, σπανίως στερείται τραγικότητας.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ: Ο Γιώργος Τσακνιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στην έδρα Ιστορίας και Πολιτισμού των Σλαβικών Λαών. Εργάζεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του ΜΙΕΤ. Έχει μεταφράσει λογοτεχνικά βιβλία από τα αγγλικά και από τα ρωσικά. Ασχολείται επίσης με τη φωτογραφία και έργα του έχουν εκτεθεί σε ομαδικές και ατομικές εκθέσεις. Από τις εκδόσεις Κίχλη κυκλοφορεί ακόμη το βιβλίο του «Η πίπα του Στάλιν και άλλα (αντι)σοβιετικά ανέκδοτα» (2018). Έχει επίσης γράψει το «Λεξικό (αντι)τρομοκρατικό, χρηστικό και ευσύνοπτο» (Στιγμή, 2002), καθώς και δύο βιβλία για παιδιά: «Μια φορά κι έναν καιρό, ένα πόδι…» (Πατάκης, 2017) και «Ένα καλαμάρι επιθυμεί να πάει στο φεγγάρι και άλλες ποιητικές ιστορίες» (Παπαδόπουλος, 2024).