Βιβλιο

Witold Szablowski, «Μαγειρεύοντας για έναν δικτάτορα»: Αποκλειστική προδημοσίευση

Το βιβλίο «Μαγειρεύοντας για έναν δικτάτορα» του Witold Szablowski (μετάφραση Μπεάτα Ζουλκιέβιτς), κυκλοφορεί στις 25 Νοεμβρίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο

A.V. Team
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς ικανοποιείς τις ορέξεις ενός δικτάτορα; Επηρεάζει το φαγητό τις αποφάσεις του; Τι βράζει στην κατσαρόλα σου τη στιγμή που κρίνεται η ζωή των άλλων αλλά και η δική σου;

Το βιβλίο «Μαγειρεύοντας για έναν δικτάτορα: Ιντί Αμίν / Ουγκάντα, Σαντάμ Χουσεΐν / Ιράκ, Εμβέρ Χότζα / Αλβανία, Φιντέλ Κάστρο / Κούβα, Πολ Ποτ / Καμπότζη» του Witold Szablowski (344 σελίδες, μετάφραση Μπεάτα Ζουλκιέβιτς), κυκλοφορεί στις 25 Νοεμβρίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την A.V.:

Κλέφτικη ψαρόσουπα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΜΠΟΥ ΑΛΙ, ΤΟΥ ΜΑΓΕΙΡΑ ΤΟΥ ΣΑΝΤΑΜ ΧΟΥΣΕΪΝ

Μια μέρα ο πρόεδρος Σαντάμ Χουσεΐν κάλεσε τους φίλους του στο σκάφος του. Πήρε και μερικούς άντρες από την ασφάλειά του, τον γραμματέα του κι εμένα, τον προσωπικό του μάγειρα, και πήγαμε βόλτα στον ποταμό Τίγρη. Έκανε ζέστη – ήταν ένα από τα πρώτα ανοιξιάτικα βράδια εκείνης της χρονιάς. Δεν κάναμε τότε κανέναν πόλεμο, όλοι ήταν σε καλή διάθεση κι ένας από τους σωματοφύλακες, ο Σαλίμ, μου είπε:

«Αμπού Αλί, κάτσε, σήμερα έχεις ρεπό. Ο πρόεδρος είπε ότι θα μαγειρέψει αυτός για όλους. Θα μας φτιάξει κόφτα».

«Ρεπό…» Χαμογέλασα, γιατί ήξερα πως στην υπηρεσία του Σαντάμ δεν υπήρχε τέτοια λέξη. Κι αφού θα τρώγαμε κόφτα, ξεκίνησα να ετοιμάζω τα πάντα για τη σχάρα. Άλεσα βοδινό και αρνίσιο κρέας, μισό-μισό στο μείγμα, με ντομάτα, κρεμμύδι και μαϊντανό. Το έβαλα στο ψυγείο για να κολλήσει καλά στη σούβλα αργότερα. Ετοίμασα μια λεκάνη για το ξέπλυμα των χεριών, άναψα τη φωτιά, έψησα τις πίτες, έφτιαξα σαλάτα με ντομάτα και αγγούρι. Και μόνο τότε κάθισα.

Στο Ιράκ κάθε άντρας νομίζει ότι ξέρει να ψήνει το κρέας στη σχάρα. Θα το κάνει ακόμα κι αν δεν ξέρει πώς. Το ίδιο και ο Σαντάμ: αυτά που έφτιαχνε, οι άνθρωποι τα τρώγανε συχνά από ευγένεια – αφού δεν θα πεις στον πρόεδρο ότι δεν σου αρέσει το φαγητό που ετοίμασε ο ίδιος.

Δεν μου άρεσε όταν έπιανε να μαγειρεύει. Εκείνη τη μέρα σκέφτηκα όμως πως δεν είναι δυνατό να μην πετύχεις τα κόφτα. Εάν έχεις έτοιμο το κρέας, το πατικώνεις και το κολλάς σε λεπτές στρώσεις στη σούβλα, το πιέζεις λίγο με τα δάχτυλα και μετά βάζεις τη σούβλα στη σχάρα για μερικά λεπτά – κι έτοιμα.

Το σκάφος ξεκίνησε. Ο Σαντάμ με τους φίλους του άνοιξαν ένα μπουκάλι ουίσκι και ο Σαλίμ ήρθε στην κουζίνα να πάρει το κρέας και τη σαλάτα.

Καθόμουν και περίμενα να δω τι θα ακολουθήσει.

Μισή ώρα αργότερα ο Σαλίμ ήρθε ξανά, στα χέρια του είχε ένα πιάτο με κόφτα: «Ο πρόεδρος έφτιαξε και για σένα». Τον ευχαρίστησα, είπα ότι είναι πολύ ευγενικό από μέρους του κυρίου προέδρου, έκοψα ένα κομματάκι κρέας και το τύλιξα σε μια πίτα. Δοκίμασα και… ξαφνικά ένιωσα σαν να είχα πάρει φωτιά!

«Νερό, γρήγορα, νερό!»

Ήπια αχόρταγα αλλά δεν βοήθησε.

«Κι άλλο νερό!»

Τίποτα. Η φωτιά δεν έσβηνε. Τα μάγουλά μου έκαιγαν, το ίδιο και τα ούλα, κι απ’ τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν δάκρυα.

Τρομοκρατήθηκα. «Δηλητήριο;» αναρωτήθηκα. «Μα γιατί; Για ποιο λόγο; Μήπως ήθελε κανείς να δηλητηριάσει τον Σαντάμ και το ’φαγα εγώ;»

«Μια γουλιά νερό».

Ζω;

«Μια γουλιά νερό».

Ζω… Άρα δεν είναι δηλητήριο.

Μα τότε, τι σκάρωνε αυτός;

Επί ένα τέταρτο σχεδόν, μπορεί και παραπάνω, προσπαθούσα να σβήσω αυτή τη φωτιά μέσα μου.

Και με τον τρόπο αυτό έμαθα τη σάλτσα ταμπάσκο.

Ο Σαντάμ την έλαβε δώρο από κάποιον, κι επειδή δεν του άρεσαν τα καυτερά, αποφάσισε να τη δοκιμάσει για πλάκα στους φίλους του. Και στο προσωπικό του. Την ίδια στιγμή όλοι μας, σε όλο το σκάφος, τρέχαμε προσπαθώντας να σβήσουμε με το νερό τη γεύση του ταμπάσκο, ενώ ο Σαντάμ καθόταν και γελούσε.

Είκοσι λεπτά αργότερα γύρισε ο Σαλίμ και με ρώτησε αν μου άρεσαν τα κόφτα. Ήμουν έξαλλος. «Αν είχα χαλάσει εγώ το κρέας έτσι, ο Σαντάμ θα μου ’δινε κλοτσιά στον πισινό και θα μου ’λεγε να του δώσω πίσω τα χρήματα» του είπα.

Μερικές φορές έτσι έκανε. Όταν δεν του άρεσε κάτι, σε διέταζε να δώσεις πίσω τα χρήματα. Για το κρέας, για το ρύζι, για το ψάρι. «Αυτό είναι χάλια. Πρέπει να πληρώσεις πενήντα δηνάρια» έλεγε τότε.

Έτσι του είπα λοιπόν, αλλά δεν το περίμενα ότι ο Σαλίμ θα επαναλάμβανε τα λόγια μου στον Σαντάμ. Ενώ, όταν τον ρώτησε εν τω μεταξύ ο Σαντάμ πώς αντέδρασε ο Αμπού Αλί, εκείνος του απάντησε: «Μου είπε ότι άμα μαγείρευε αυτός κάτι τέτοιο, ο πρόεδρος θα του είχε δώσει κλοτσιά στον πισινό και θα του ζήταγε να δώσει πίσω τα λεφτά». Το είπε μπροστά σε όλους τους καλεσμένους του Σαντάμ.

Ο Σαντάμ διέταξε τον Σαλίμ να με φέρει μπροστά του.

Τρόμαξα. Τρόμαξα πολύ. Δεν είχα ιδέα πώς θα αντιδρούσε ο Σαντάμ. Αυτόν δεν τον επέκρινες. Κανείς δεν το ’κανε: ούτε οι υπουργοί του ούτε οι στρατηγοί του, πόσο μάλλον ένας μάγειρας.

Πήγα λοιπόν, θυμωμένος με τον Σαλίμ που με είχε προδώσει και θυμωμένος με τον εαυτό μου που είχα ξεστομίσει τέτοια βλακεία. Ο Σαντάμ καθόταν με τους φίλους του στο τραπέζι, πάνω στο οποίο υπήρχαν τα κόφτα και ανοιχτά μπουκάλια ουίσκι. Κάποιοι απ’ αυτούς είχαν ακόμα κόκκινα μάτια κι ήταν φανερό πως είχαν δοκιμάσει κι αυτοί το ταμπάσκο.

«Άκουσα ότι δεν σου άρεσαν τα κόφτα μου» είπε ο Σαντάμ με ύφος σοβαρό.

Οι φίλοι του, οι σωματοφύλακες, ο γραμματέας, όλοι τους με κοιτούσαν.

Φοβόμουν όλο και πιο πολύ. Δεν μπορούσα ν’ αρχίσω τώρα στα ξαφνικά να παινεύω το πιάτο του – θα ήξεραν πως λέω ψέματα.

Άρχισα να σκέφτομαι την οικογένειά μου: πού είναι τώρα η γυναίκα μου, τι κάνει, αν είχαν γυρίσει τα παιδιά μου κιόλας απ’ το σχολείο. Δεν ήξερα τι μπορεί να συμβεί, δεν περίμενα όμως τίποτα καλό.

«Δεν σ’ αρέσει…» είπε ξανά ο Σαντάμ.

Και ξαφνικά το έριξε στο γέλιο.

Γέλαγε, γέλαγε… Γέλαγε ασταμάτητα κι όλοι όσοι κάθονταν στο τραπέζι μαζί του τον ακολούθησαν.

Και μετά ο Σαντάμ έβγαλε πενήντα δηνάρια, τα έδωσε στον Σαλίμ και είπε:

«Έχεις δίκιο, Αμπού Αλί, αυτό παραήταν καυτερό. Σου δίνω πίσω τα λεφτά για το κρέας που το χαράμισα. Θα σου ετοιμάσω άλλο κόφτα, αλλά χωρίς αυτή τη σάλτσα. Θέλεις;»

Ήθελα.

Μου ετοίμασε λοιπόν το κόφτα χωρίς ταμπάσκο. Αυτή τη φορά ήταν πολύ νόστιμο, αλλά σ’ το λέω: το κόφτα είναι αδύνατο να μην το πετύχεις.

~ ~ ~

Φαρδιοί δρόμοι, με εκατοντάδες κατεστραμμένα από τις βόμβες σπίτια που δεν ξαναχτίστηκαν ποτέ και στρατιωτικά σημεία ελέγχου κάθε λίγα τετράγωνα. Ανάμεσά τους τρέχουν τα ταξί κίτρινα σαν τα καναρίνια, επειδή η πόλη πείσμωσε ότι σ’ αυτό το θέμα είναι σαν τη Νέα Υόρκη και κάθε ταξί πρέπει να σε θαμπώνει με το χρώμα του ώριμου λεμονιού.

Έπειτα από δύο χρόνια ψάξιμο σχεδόν, ο Χασάν, ο διερμηνέας και συνοδός μου, εντόπισε για μένα εδώ τον τελευταίο εν ζωή μάγειρα του Σαντάμ Χουσεΐν. Ο μάγειρας ονομάζεται Αμπού Αλί και για πολύ καιρό φοβόταν την εκδίκηση των Αμερικανών, επειδή μαγείρευε για έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς τους. Γι’ αυτό, για πολλά χρόνια δεν ήθελε να μιλάει με κανέναν για τον δικτάτορα. Του Χασάν του πήρε σχεδόν έναν χρόνο για να τον πείσει να δεχτεί να μιλήσει μαζί μου.

Συμφώνησε επιτέλους, αλλά έθεσε όρους: δεν θα κυκλοφορούμε στην πόλη, δεν θα μαγειρεύουμε μαζί, δεν θα μπορέσουμε επίσης να τον επισκεφτούμε στο σπίτι του, αν και παρακάλεσα γι’ αυτό. Θα κλειστούμε απλώς για μερικές μέρες στο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο. Ο Αμπού Αλί θα μου αφηγηθεί ό,τι θυμάται κι αυτό θα ’ναι όλο.

«Φοβάται ακόμα» μου εξηγεί ο Χασάν «αλλά θέλει πολύ να βοηθήσει» προσθέτει γρήγορα. «Είναι καλός άνθρωπος».

Όσο περιμένουμε λοιπόν τον ερχομό του Αμπού Αλί, ο Χασάν καυχιέται πως αν και συνόδευε δημοσιογράφους απ’ όποια χώρα μπορείς να φανταστείς, σ’ όλα τα μέτωπα όλων των ιρακινών πολέμων και αψιμαχιών –από την εισβολή των Αμερικανών και τον εμφύλιο πόλεμο έως τον πόλεμο εναντίον του ISIS–, κανένας απ’ αυτούς δεν έσπασε ούτε νύχι. Για να μην αποτελέσω θλιβερή εξαίρεση σ’ αυτή τη λίστα, ο Χασάν μου απαγορεύει να περνώ μόνος μου ακόμη και στην απέναντι πλευρά του δρόμου.

Δεν τον πολυπιστεύω: δίπλα στο ξενοδοχείο μου υπάρχει ένας εκθεσιακός χώρος αυτοκινήτων Τζάγκουαρ και λίγο πιο πέρα ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο. Παντού βλέπεις αστυνομικούς κι ένοπλους φρουρούς. Η πόλη φαίνεται ασφαλής.

«Ξέρω πως όλοι είναι φιλικοί και χαμογελούν» απαντάει ο Χασάν. «Να θυμάσαι όμως ότι το ένα τοις εκατό των ανθρώπων είναι αυτοί που είναι κακοί. Πολύ κακοί. Γι’ αυτούς ένας μοναχικός δημοσιογράφος από την Ευρώπη αποτελεί εύκολο στόχο. Πουθενά, το επαναλαμβάνω Π-Ο-Υ-Θ-Ε-Ν-Α δεν πας χωρίς εμένα. Ακόμα κι οι δυο μας δεν πάμε πουθενά χωρίς αδειοδοτημένο ταξί».

Και προσθέτει ότι ακόμα μερικά χρόνια πριν απήγαγαν μαζικά ξένους εδώ. Συνήθως τους απελευθέρωναν αμέσως μετά την πληρωμή των λύτρων από την επιχείρηση που τους απασχολούσε. Δεν γύρισαν όλοι όμως.

Κι εγώ είμαι φριλάνσερ. Δεν θα βρεθεί κανείς να πληρώσει για μένα.

Ωστόσο η φύση δεν μπορεί να ξεγελαστεί. Μου είναι αδύνατο να κάθομαι ακίνητος, επομένως μόλις ο Χασάν γυρίζει στη γυναίκα του, βγαίνω για τη βραδινή μου βόλτα στη συνοικία που μένω. Προσπερνώ μερικά τεμένη, μαγαζιά με ρούχα, πωλητές μασγκούφ, της τοπικής ποικιλίας κυπρίνου που ψήνεται σε ειδικές πολύ μεγάλες εστίες. Μπαίνω σε μια τοπική καφετέρια, για παγωτό. Μιλώ με έναν που πουλάει πρόβατα, που τα εκτρέφει ειδικά για το τέλος του Ραμαζανιού, του ιερού μήνα της νηστείας. Συμπεριφέρομαι όπως σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, σε οποιοδήποτε άλλο ταξίδι. Και να μην υπερβάλλει ο Χασάν.

Αργά το βράδυ επιστρέφω στο ξενοδοχείο και για πολλή ώρα ακόμη καταγράφω τις εντυπώσεις μου απ’ αυτόν τον περίπατο. Αποκοιμιέμαι περασμένα μεσάνυχτα.

Δύο ώρες αργότερα με ξυπνάει ένας τρομερός κρότος. Λίγο μετά ακούω σειρήνες. Στο ξενοδοχείο μου κλείνουν το φως και το διαδίκτυο.

Το πρωί πια ότι θα μάθω μερικές εκατοντάδες μέτρα από το ξενοδοχείο μου ένας βομβιστής αυτοκτονίας σκότωσε πάνω από τριάντα άτομα.

* * *

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Ταξιδεύοντας σε τέσσερις ηπείρους για πάνω από τρία χρόνια, ο Πολωνός δημοσιογράφος Witold Szablowski εντόπισε και κλείστηκε στις κουζίνες με τους πιο ασυνήθιστους μάγειρες του κόσμου: τους ανθρώπους που υπηρέτησαν πέντε αιμοσταγείς δικτάτορες και έμαθαν να επιβιώνουν σε δύσκολους καιρούς. Με ρεαλισμό και αφηγηματική δεινότητα, σε έναν συνδυασμό ρεπορτάζ και βιβλίου μαγειρικής, μας παρουσιάζει κομβικές στιγμές της ιστορίας του 20ού αιώνα… μέσα από την κουζίνα. Τι έτρωγε ο Πολ Ποτ ενώ δύο εκατομμύρια Καμποτζιανοί πέθαιναν από την πείνα; Έφαγε πραγματικά ο Ίντι Αμίν ανθρώπινη σάρκα; Γιατί ο Φιντέλ Κάστρο είχε εμμονή με μια συγκεκριμένη αγελάδα; Και τι έφαγε ο Σαντάμ Χουσεΐν αφού έδωσε διαταγή να δηλητηριαστούν με τοξικά αέρια δεκάδες χιλιάδες Κούρδοι;

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Ο Witold Szablowski (Βίτολντ Σαμπουόφσκι) είναι Πολωνός δημοσιογράφος, συγγραφέας και για πολλά χρόνια συνεργάτης της Gazeta Wyborcza και του ένθετου περιοδικού της Duzy Format. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες και έχουν λάβει σημαντικές διακρίσεις. Τα δικαιώματα για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου έχουν αγοραστεί από την εταιρεία παραγωγής του ηθοποιού Channing Tatum. Το 2021 το βιβλίο διακρίθηκε στο Παρίσι με το Gourmand Cookbook Award.