Βιβλιο

Miranda July, «Στα τέσσερα»: Αποκλειστική προδημοσίευση

Το μυθιστόρημα της Miranda July, «Στα τέσσερα» (μετάφραση Νατάσα Σιδέρη) κυκλοφορεί στις 26 Νοεμβρίου από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

A.V. Team
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η συγγραφέας των μπεστ-σέλερ επιστρέφει με ένα τολμηρό, τρυφερό και ξεκαρδιστικό μυθιστόρημα για μια γυναίκα που φέρνει τα πάνω κάτω στη ζωή της

Το μυθιστόρημα της Miranda July «Στα τέσσερα» (μετάφραση Νατάσα Σιδέρη, 464 σελίδες) θα κυκλοφορήσει στις 26 Νοεμβρίου από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Μια ατμοσφαιρική, σέξι και συγκινητική ιστορία για το ταξίδι αναζήτησης της ελευθερίας μιας γυναίκας. Ένα βιβλίο που κουβαλά πολλές και πολύ μεγάλες διακρίσεις. Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την A.V.:

Αρχικά είχα προγραμματίσει να πάω στη Νέα Υόρκη κανονικά, με το αεροπλάνο, αλλά μετά ο Χάρις κι εγώ μπλέξαμε σε μια παράξενη συζήτηση με ένα άλλο ζευγάρι σ’ ένα πάρτι. Η φίλη μας η Σόνια είπε πως της αρέσει πολύ να οδηγεί. Της είχε λείψει να έχει χρόνο στη διάθεσή της για να μπορεί να διασχίσει τη χώρα με το αυτοκίνητο. Κι ο Χάρις είπε, Ναι, προφανώς.

«Tι εννοείς;» ρωτήσαμε όλοι. Ο Χάρις ανασήκωσε τους ώμους κι ήπιε μια γουλιά από το ποτό του. Δεν μιλάει και πολύ στα πάρτι. Κάθεται ήσυχος, χωρίς να ζητάει τίποτα από κανέναν, πράγμα που βέβαια τραβάει την προσοχή των άλλων πάνω του. Τον έχω δει να πηγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο, να δραπετεύει σε αργή κίνηση από ανθρώπους που τον ακολουθούν χωρίς να το ξέρουν ούτε οι ίδιοι.

«Τι εννοείς “προφανώς”;» είπε η Σόνια, χαμογελώντας. Δεν είχε σκοπό να το αφήσει ασχολίαστο. Κι ίσως επειδή ήταν η Σόνια που ρωτούσε, με την ωραία της προφορά από το Όκλαντ και τα μεγάλα της στήθη, ο Χάρις άρχισε ξαφνικά να αναπτύσσει ολόκληρη θεωρία.

«Στη ζωή υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων, οι Οδηγοί και οι Παρκαδόροι», είπε. «Οι Οδηγοί παραμένουν σε επαγρύπνηση και σε διαρκή σύνδεση με τον κόσμο γύρω τους, ακόμα κι όταν η ζωή είναι βαρετή. Δεν χρειάζονται να τους λένε συνέχεια μπράβο, μπορούν να αντλήσουν χαρά από τον χρόνο που περνάνε με τον σκύλο τους ή με το παιδί τους, αυτό και μόνο τούς αρκεί. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που μπορούν να διασχίσουν τη χώρα με το αυτοκίνητο». Ήπιε μια γουλιά από το ποτό του.

Τα σκυλιά ήταν ευαίσθητο ζήτημα για μας. Ο Χάρις και το Σαμ ήθελαν σκύλο, εγώ ήμουν γενικώς επιφυλακτική με τα κατοικίδια. Είναι απολύτως βέβαιο πως είναι καλή ιδέα η εξημέρωση των ζώων; Μήπως μια μέρα θα αντιληφθούμε πως είναι κι αυτό ένα είδος δουλείας; Αλλά και πώς να ξεφύγουμε από αυτή τη συνθήκη τη στιγμή που ο κόσμος είναι γεμάτος σκυλιά και γατιά που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους; Αν απλώς τα απελευθερώναμε, θα ήταν απάνθρωπο. Η απόφαση πρέπει να είναι συλλογική: μετά απ’ αυτό, δεν θα υπάρξουν άλλα κατοικίδια. Αυτή θα είναι η τελευταία φουρνιά. Αυτό όμως δεν θα γινόταν ποτέ, ακόμη κι αν συμφωνούσαν όλοι μαζί μου, που σε καμία περίπτωση δεν ίσχυε. Το γεγονός ότι ήμουν κατά των κατοικίδιων (υπέρ των ζώων!) ήταν ένα από τα λιγότερο δημοφιλή στοιχεία της προσωπικότητάς μου.

«Οι Παρκαδόροι, από την άλλη» –και γύρισε να με κοιτάξει– «χρειάζονται να έχουν μια συγκεκριμένη ασχολία που φαίνεται αδύνατη, κάτι που να απορροφά όλη τους τη συγκέντρωση και για το οποίο στο τέλος μπορεί να τους πουν μπράβο. “Συγχαρητήρια”, θα τους πει κάποιος αν καταφέρουν να χωρέσουν το αυτοκίνητο σε μια πολύ στενή θέση. “Καταπληκτικά”. Τον υπόλοιπο καιρό βαριούνται, και φαίνονται κάπως…» έστρεψε το βλέμμα του στο ταβάνι, προσπαθώντας να βρει την κατάλληλη λέξη, «απογοητευμένοι. Οι Παρκαδόροι δεν μπορούν να διασχίσουν τη χώρα με το αυτοκίνητο. Αλλά είναι πολύ καλοί στην αντιμετώπιση κρίσεων», πρόσθεσε. «Τους αρέσει να βγαίνουν μπροστά για να σώζουν την κατάσταση».

«Εγώ είμαι σίγουρα Παρκαδόρος», είπε ο άντρας της Σόνιας. «Μου αρέσει να σώζω τις καταστάσεις».

«Περίμενε, είναι συναρπαστικό το παρκάρισμα;» είπε η Σόνια. «Το αντίθετο θα πίστευε κανείς. Η οδήγηση δεν είναι που–»

«Σκέψου το, αγάπη μου, πρέπει να πετύχεις ακριβώς τη σωστή γωνία–»

«Σύμφωνοι, αλλά αυτό σημαίνει πως οι Οδηγοί είναι βαρετοί; Δεν θέλω να ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που είναι βαρετοί και αξιόπιστοι».

«Καθόλου βαρετοί δεν είναι», είπε ο Χάρις. «Για τους Οδηγούς είναι πιο εύκολο να περάσουν καλά. Δεν είναι βαρετό αυτό».

«Εγώ θέλω να είμαι Παρκαδόρος», είπε η Σόνια μουτρωμένη.

«Πολύ αργά», είπε ο Χάρις. «Δεν γίνεται να αλλάξεις».

Σ’ αυτό το σημείο απομακρύνθηκα από τη συζήτηση. Το πιάσαμε το υπονοούμενο. Ο Χάρις και η Σόνια ήταν προσγειωμένοι, χαλαροί άνθρωποι, που τους άρεσε να έχουν σκυλιά και να κάνουν σεξ όποτε ήθελαν. Κι εγώ ήμουν Παρκαδόρος. Αυτό που ο Χάρις αποκαλούσε απογοήτευση ήταν στην πραγματικότητα κατάθλιψη. Ένιωθα κάπως μελαγχολική τελευταία, δεν ήμουν και η καλύτερη παρέα όταν ήμασταν όλοι μαζί στο σπίτι. Όχι σαν τη Σόνια. Τους έβλεπα να κουβεντιάζουν οι δυο τους. Το πλατύ του στέρνο και οι μαύρες μπούκλες του που γκριζάριζαν στις άκρες τον έκαναν να μοιάζει τόσο νέος. Μιλούσε με έναν ενθουσιασμό που μου ήταν άγνωστος, υποθέτω ότι εκείνη του το έβγαζε αυτό. Δεν ήταν ακριβώς ζήλια· νιώθω πολύ άνετα να κρατάω το φανάρι. Συχνά ο Χάρις φαίνεται να έχει καλή χημεία με κάποια σερβιτόρα ή ταμία κι εγώ αμέσως αποδέχομαι το ζευγάρι που σχηματίζουν οι δυο τους – μέσα μου υποχωρώ και δίνω τη θέση μου στην άλλη γυναίκα, για μερικά δευτερόλεπτα μόνο, μέχρι να ολοκληρωθεί η συναλλαγή.

Στο σαλόνι υπήρχε μια μικρή παρέα ανθρώπων που χόρευαν. Κινήθηκα στην αρχή διακριτικά, μέχρι να βρω τα πατήματά μου, και μετά ο ρυθμός με συνεπήρε, τα μάτια μου θόλωσαν, αφέθηκα. Έκανα σεξ με τον αέρα. Όλα μου τα μέλη ήταν σε κίνηση, δημιουργώντας σχήματα που τα ένιωθα πρωτόγνωρα. Η φούστα μου ήταν στενή, η μπλούζα μου διαφανής, τα τακούνια μου ψηλά. Οι άνθρωποι γύρω μου χαμογελούσαν και μου έγνεφαν. Δεν ήμουν σίγουρη αν τους έκανα να ντρέπονται ή αν τους είχα εντυπωσιάσει. Ο πατέρας του οικοδεσπότη με κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια και μου έκλεισε το μάτι – ήταν γύρω στα ογδόντα. Τόσο έπρεπε να είναι πλέον κάποιος για να με γουστάρει; Προχώρησα πιο κοντά στους ανθρώπους που χόρευαν, έκλεισα τα μάτια μου κι άρχισα να γλιστράω από δω κι από κει προτάσσοντας τους ώμους μου, λες και προστάτευα λάφυρα. Ύψωνα και τη γροθιά μου σαν τσαμπουκαλεμένη καβγατζού, έριχνα μπουνιές στον αέρα. Κουνούσα κυκλικά τον κώλο μου με απίστευτη, μου φαινόταν, ταχύτητα, κρατώντας τα χέρια υψωμένα στον αέρα σαν να είχα μόλις σκοράρει. Όταν άνοιξα επιτέλους τα μάτια μου είδα τον Χάρις να με κοιτάζει από την άλλη άκρη του δωματίου. Από την έκφραση του προσώπου του μπορούσα να μαντέψω τη σκέψη του: ήμουν «προκλητική χωρίς λόγο». Ή μπορεί και να πρόβαλα πάνω του την εικόνα των γονιών μου – αυτό είναι μάλλον κάτι που θα έλεγε η μάνα μου, αλλά είχε πάντα μια τάση προς τον συντηρητισμό. Στο δεύτερο ραντεβού μας, όταν άρχισα να μιλάω για το παρελθόν μου ως στριπτιζέζ με τον τρόπο που το έκανα πάντα, σαν να γδυνόμουν με τα λόγια, είδα πως το πρόσωπό του κάπως σκοτείνιασε. Και τότε αμέσως άρχισα να τα γυρίζω, να ξαναντύνομαι κατά κάποιο τρόπο, αλλάζοντας την αφήγησή μου και υποβαθμίζοντας την όλη ιστορία – έλα μωρέ, μια νεανική τρέλα! Περασμένα ξεχασμένα!

Τώρα έφερε δύο δάχτυλα στο μέτωπό του κι έκανα κι εγώ την ίδια κίνηση, ανακουφισμένη. Αυτό το κάτι σαν χαιρετισμό το κάναμε την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε, κι από τότε το έχουμε επαναλάβει κοιτώντας ο ένας τον άλλο από μακριά σε πολλά συνωστισμένα δωμάτια. Ώστε εδώ είσαι. Εξακολούθησε να με κοιτάζει. Κόσμος συνέχισε να χορεύει ανάμεσά μας, αλλά εκείνος κράτησε το βλέμμα του πάνω μου για ένα λεπτό ακόμα, το ίδιο κι εγώ. Χαμογέλασα αχνά αλλά δεν ήταν τόσο ευτυχία αυτό που ένιωθα· τα συναισθήματα που αναδύθηκαν ήταν πιο φευγαλέα. Αυτή η μικρή απόσταση μεταξύ μας παραμερίζει αμέσως την τυπικότητα που έχει συνήθως ο τόνος μας και αποκαλύπτει μια αμοιβαία και διαρκή αφοσίωση, μια τρυφερότητα που με έκανε να θέλω να βάλω τα κλάματα εκεί ακριβώς, στην πίστα.

* * *

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Μια σχεδόν διάσημη καλλιτέχνιδα ανακοινώνει την απόφασή της να διασχίσει τη χώρα οδικώς, από το Λος Άντζελες στη Νέα Υόρκη. Τριάντα λεπτά αφού αποχαιρετήσει τον σύζυγο και το παιδί της, βγαίνει αυθόρμητα από τον αυτοκινητόδρομο, κάνει τσεκ ιν σ’ ένα ταπεινό μοτέλ και παρασύρεται σ’ ένα εντελώς διαφορετικό ταξίδι. Η Μιράντα Τζουλάι γράφει ένα αναπάντεχο μυθιστόρημα ασυμβίβαστου ερωτισμού, τρυφερότητας και χιούμορ για μια γυναίκα που ανατρέπει τη ζωή της αναζητώντας μια νέα μορφή ελευθερίας. Παίζοντας με το παράλογο και επανεφευρίσκοντας με τρυφερότητα τη σεξουαλική, ρομαντική και καθημερινή ζωή μιας σαρανταπεντάρας, η αφήγηση οικειοποιείται το γνώριμο και το μεταμορφώνει σε κάτι νέο, συναρπαστικό κι ολοζώντανο. Με την υπόγεια ειρωνεία της, το τέλειο κωμικό της ένστικτο, την αφοπλιστική περιέργειά της για τα πιο μύχια της ζωής και την εμφανή απόλαυσή της να δοκιμάζει τα όρια, η Τζουλάι ξεπερνάει εδώ κάθε προσδοκία.

ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ (THE NEW YORKER, VOGUE, FINANCIAL TIMES, OPRAH DAILY, VULTURE, VOX). ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΚΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ (NEW YORK TIMES). ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΕΟΝ ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ (WASHINGTON POST). ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ 2024 (TIME MAGAZINE).

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ: Η Μιράντα Τζουλάι είναι συγγραφέας, σκηνοθέτρια και εικαστικός, γνωστή για το διεπιστημονικό της έργο που εξερευνά θέματα ανθρώπινων σχέσεων και μετασχηματισμών. Γεννημένη στο Μπαρ του Βερμόντ το 1974, έγινε διάσημη για τα μυθιστορήματά της, αλλά και για τα φιλμ της, όπως τα «Me and You and Everyone We Know» και «Kajillionaire». Έχει λάβει την υποτροφία Guggenheim και είναι μία από τις «100 πιο επιδραστικές προσωπικότητες του 2025» του περιοδικού TIME. Έχει παρουσιάσει το έργο της σε ιδρύματα όπως το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, έχει κερδίσει σημαντικά βραβεία και έχει αποσπάσει διεθνή αναγνώριση για τη μοναδική φωνή και την καινοτόμο προσέγγισή της στην τέχνη. Είναι συγγραφέας δύο μυθιστορημάτων, του «Στα τέσσερα» και του «Τhe First Bad Man», best seller των New York Times και τα δύο, καθώς και της συλλογής διηγημάτων, «No One Belongs Here More than You». Το μυθιστόρημά της «Στα τέσσερα» ήταν στις βραχείες λίστες για τα βραβεία National Book Award, Women's Prize και Carol Shields Prize for Fiction. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά The Paris Review, Harper’s και The New Yorker. Ζει στο Λος Άντζελες.