- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το πιο ώριμο και συγκινητικό βιβλίο της Ρούνεϋ μέχρι σήμερα — ένα τρυφερό, αστείο, συναρπαστικό μυθιστόρημα
Το μυθιστόρημα «Ιντερμέτζο» της Σάλλυ Ρούνεϋ (576 σελίδες, μετάφραση Μυρτώ Καλοφωλιά) κυκλοφορεί στις 20 Νοεμβρίου από τις Εκδόσεις Πατάκη. Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την Athens Voice:
Στην κρεβατοκάμαρα, το τζάμι του παραθύρου δακρύζει από τους υδρατμούς, και ο Ίβαν πρέπει να γονατίσει πάνω στο στρώμα για να τραβήξει χαμηλά το στόρι. Το φως της οροφής είναι κλειστό, αλλά το φως του διαδρόμου ακόμα αναμμένο, η πόρτα μισάνοιχτη. Η Μάργκαρετ κάθεται δίπλα του στο κρεβάτι, ξαπλώνουν μαζί. Τα σεντόνια είναι κρύα, νοτισμένα ίσως, ή απλώς πολύ κρύα. Εκείνος ξεκουμπώνει τη ζακέτα της, την μπλούζα, κι εκείνη τον βοηθά να ξεαγκιστρώσει την κόπιτσα του σουτιέν της. Ο Ίβαν νιώθει να ιδρώνει: στις μασχάλες, στο μέτωπο, νιώθει μια έξαψη. Το στόμα της βρίσκει το στόμα του και φιλιούνται ξανά. Το δεξί της στήθος μες στην αριστερή του χούφτα, η ρώγα της ορθωμένη, σκληρή, τη χαϊδεύει με την άκρη του αντίχειρά του. Αφήνει μια μικρή ανάσα σχεδόν μες στο στόμα του, έναν μικρό αναστεναγμό, σαν να της αρέσει να την αγγίζουν έτσι. Ποιος μπορεί να το εξηγήσει αυτό, και γιατί να μπει στον κόπο να το εξηγήσει: δυο άνθρωποι που μοιράζονται την ίδια επίγνωση. Η ανάσα της, ζεστή στα χείλη του όταν αναστενάζει, και όταν τη φιλά ξανά, σιγανός ήχος από το λαρύγγι της. Φέρνει τα δάχτυλά του στο φερμουάρ της κι εκείνη τον αφήνει, ανασηκώνει τους γλουτούς της από το στρώμα για να τον βοηθήσει να της βγάλει τη φούστα. Ξαπλωμένη ανάσκελα τώρα, φορά μόνο ένα μαύρο εσώρουχο. Είσαι πανέμορφη, της λέει. Εννοείται, δηλαδή. Φαντάζομαι, ο κόσμος σ’ το λέει συνέχεια. Εκείνη αφήνει κάτι σαν γέλιο, ανασηκώνει τους ώμους. Όχι ακριβώς, απαντά. Από την άλλη, όμως, δεν κάνω και συχνά τέτοια πράγματα. Γονατίζει όρθιος στο στρώμα και την κοιτά. Ναι, της λέει. Ούτε κι εγώ. Με μάτια που λαμπυρίζουν αμυδρά στο μισοσκόταδο, του ανταποδίδει το βλέμμα. Σίγουρα δεν είσαι παρθένος, έτσι δεν είναι, Ίβαν; λέει. Ελπίζω να μη σε πειράζει που ρωτάω. Ξεροκαταπίνει γελώντας, το γέλιο του μαγκωμένο. Όχι, απαντά. Δεν είμαι παρθένος, μην ανησυχείς. Φαντάζομαι, μάλλον φαίνομαι λίγο νευρικός. Τρυφερά εκείνη χαμογελά. Μια χαρά είσαι, του λέει. Κι εγώ είμαι λίγο νευρική. Μια αόριστη αίσθηση φουντώνει εντός του όταν του το λέει αυτό: σαν ευχάριστη αγωνία, μια παράξενη αδημονία ηδονής. Αγγίζει με τα δάχτυλά του το μαύρο βαμβακερό ύφασμα του εσώρουχού της, υγρό, κι εκείνη αφήνει άλλο ένα σιγανό βογκητό, κλείνοντας τα μάτια. Γιατί είσαι νευρική; ρωτά. Γελώντας ξέπνοα, του απαντά: Ω, Θεέ μου, δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι ιδέα έχεις σχηματίσει για μένα. Η ίδια αδημονία τον διαπερνά ξανά και, δίχως να το σκεφτεί, αμέσως, σχεδόν ακατάληπτα, της απαντά: Όχι, μην ανησυχείς. Μου αρέσεις πολύ. Μη σε απασχολούν αυτά. Κάτω από το εσώρουχό της, τα δάχτυλά του υγρά, και το χέρι της βαστά σφιχτά τη μαξιλαροθήκη. Εκείνη τη στιγμή, αγγίζοντάς την, παρατηρώντας τη να κρατά σφαλιστά τα μάτια, την ποθεί τόσο πολύ, νιώθει να τον σαρώνει η επιθυμία σαν κύμα, βασανιστικά, οδυνηρά σχεδόν, ώστε ακόμα κι η ολοένα πιο κοντινή υπόσχεση να την πάρει, να βρεθεί μέσα της, σε μόλις λίγα λεπτά ή δευτερόλεπτα, μοιάζει να μην αρκεί για να κατευνάσει ολότελα τον πόθο του. Τη σχισμή της ποθεί, ανοιχτή και υγρή, να την κάνει να χύσει, να τη νιώσει ανοιχτή και υγρή όταν θα είναι μέσα της, την ποθεί τόσο πολύ, αχ, καύλα. Μούσκεμα στον ιδρώτα, πρέπει να σκουπίσει το μέτωπό του με τον καρπό του, και το πάνω χείλος του έχει ιδρώσει, κάτι που τον κάνει πάλι νευρικό, σκέφτεται μήπως είναι αηδιαστικό που ιδρώνει τόσο, που ιδρώνει γενικότερα. Εκείνη δεν ιδρώνει, παρόλο που είναι μούσκεμα εκεί όπου την αγγίζουν τα δάχτυλά του, μούσκεμα από μέσα, και από τον λαιμό της βγαίνουν βαθιά βογκητά. Προφυλακτικό έχεις; τον ρωτά. Και μόνο στην ιδέα ότι του κάνει αυτή την ερώτηση, ω, Θεέ μου. Ωστόσο συνεχίζει να τη χαϊδεύει. Εννοείται, λέει. Στη βαλίτσα. Έπειτα από ένα δευτερόλεπτο προσθέτει: Το έχω κάμποσο καιρό. Κάνα χρόνο περίπου. Όμως μια χαρά δε θα ’ναι; Εκείνη σηκώνει το χέρι στο κεφάλι της, ακουμπά τα μαλλιά της, μειδιά. Δεν είμαι και ειδικός, λέει. Αλλά, λογικά, θα έχει κάποια ημερομηνία λήξης, νομίζω δηλαδή. Τραβά το χέρι του από το εσώρουχό της, μούσκεμα, κι εκείνη αφήνει κάτι σαν αναστεναγμό. Αχ, ακούει τον εαυτό του να λέει. Συγγνώμη. Μου αρέσει πολύ να σε χαϊδεύω έτσι. Εκείνη βγάζει ξανά τον ίδιο ήχο και κρύβει με το χέρι το μισό της πρόσωπο. Είναι πολύ ωραία, του λέει. Αν τον άγγιζε φευγαλέα αυτή τη στιγμή, έστω και ανεπαίσθητα, αν τον άγγιζε το χέρι της εκεί, πιθανότατα θα έχυνε. Κι αν γίνει αυτό. Κι αν δεν καταφέρει να κάνει τίποτα μαζί της, φαντάσου, κι εκείνη τότε, πιθανότατα, θα ήταν αμήχανη αλλά και ευγενική μαζί του. Σηκώνεται από το κρεβάτι και βγαίνει στον διάδρομο, όπου περιμένει η βαλίτσα του στο πάτωμα κάτω από τον καλόγερο. Είναι πολύ φωτεινά εδώ με το φως αναμμένο: έχει κι ησυχία, και κρύο. Τραβά το φερμουάρ της μπροστινής θήκης της βαλίτσας και βγάζει από μέσα μια τετράγωνη αλουμινένια συσκευασία με οδοντωτές άκρες, δίχως λογότυπο, που μοιράζανε τζάμπα στο πανεπιστήμιο δυο χρόνια πριν. Τυπωμένη με διακεκομμένα μικρά μαύρα στοιχεία η ημερομηνία: 07/25. Τη βάζει στην τσέπη του και πάει πάλι μέσα, λέγοντας: Το τσέκαρα, μια χαρά είναι. Όταν πέφτει στο κρεβάτι, εκείνη αρχίζει να του ξεκουμπώνει το πουκάμισο, το στήθος της φουσκώνει κι υποχωρεί ακολουθώντας την ανάσα της, ελαφριά, ρηχή ανάσα. Πόσο της άρεσε όταν τη χάιδεψε, σκέφτεται ο Ίβαν: και αν τώρα είναι διαφορετικά, αν τώρα δεν της αρέσει το ίδιο. Ήσυχα, βιαστικά, γδύνεται ολότελα και φορά το προφυλακτικό. Τον βοηθά να της βγάλει το εσώρουχο. Σκούροι βόστρυχοι, μουσκεμένοι, κι εκείνη ρίχνει πίσω το κεφάλι στο μαξιλάρι, αναστενάζει σιγανά: Αχ. Να μην την απογοητεύσει, σκέφτεται. Έχει ακουμπήσει το χέρι της στο κορμί της. Εκείνος έρχεται από πάνω της, βρίσκει ξανά τη σχισμή της, ανοιχτή. Θέλω πολύ να σου αρέσει, της λέει. Θέλω να πω, με νοιάζει. Δεν ξέρω, ακόμα και η ιδέα. Τον κοιτά σαν να το διασκεδάζει, χαμογελά. Μμμ, του κάνει. Ωραία να έχεις τέτοιες έγνοιες, φυσιολογικό κιόλας, έτσι δεν είναι; Εκείνος γελά, ακούει τον εαυτό του να γελά. Είναι έτσι; της λέει. Εντάξει. Αλλά, και πάλι, εγώ έτσι νιώθω. Θέλω να πω, δεν έχει σημασία αν είναι φυσιολογικό ή όχι, εμένα ούτως ή άλλως θα με ένοιαζε. Κατεβάζει το χέρι της ανάμεσα στα κορμιά τους, και με την παλάμη της, τη ζεστή της παλάμη, τον αγγίζει, λέγοντας: Μην αγχώνεσαι. Και πράγματι, δεν αγχώνεται, σκέφτεται εκείνος. Η ιστορία της ανθρώπινης ζωής. Όλων των προγόνων τους, των δικών του, και των δικών της επίσης. Η ζωή η ίδια, το εφήμερο μυστήριό της. Αβίαστα στο τέλος γλιστρά μέσα της. Εκείνη αφήνει μια πνιχτή κραυγή, το χέρι της βαστά σφιχτά το μπράτσο του, κάτι του ψιθυρίζει. Το όνομά του. Την ακούει. Κλείνει τα μάτια του βιαστικά τώρα για να μη βλέπει. Και εκείνη ανασηκώνει τους γλουτούς της από το στρώμα, θέλει το ίδιο που θέλει κι εκείνος. Αχ, της λέει. Καύλα. Σχεδόν κοντεύει ήδη, όπως τη νιώθει τόσο υγρή και την ανάσα της κοφτή. Πιο βαθιά τον θέλει μέσα της, κι όταν την παίρνει έτσι της αρέσει περισσότερο, εκείνος το νιώθει. Προσπάθησε να θυμάσαι τα πάντα, σκέφτεται. Την κάθε της ανάσα. Το στόμα της στον λαιμό του μουρμουρίζει ξανά: Αχ, Ίβαν, σε θέλω. Επειδή της αρέσει τόσο. Δαγκώνει τη γλώσσα του για να κρατηθεί. Όπως τη στιγμή που λέει το όνομά του. Κι είναι τόσο υγρή, κι η ανάσα της έτσι. Επειδή της αρέσει. Οχ, λέει. Νομίζω πως, φοβάμαι ότι μπορεί να, αχ… Κοιτάζονται κατάματα, το πρόσωπό της ξαναμμένο, αναψοκοκκινισμένο, και το δικό του το ίδιο, και του λέει: Δεν πειράζει, μην ανησυχείς. Είναι πολύ ωραία. Πάλλεται μέσα της κι εκείνη υγρή τού λέει αυτό. Κλείνει τα μάτια κι ακούει τον εαυτό του να αφήνει κάτι σαν κραυγή, και νιώθει ζαλισμένος, μυρμήγκιασμα πίσω από τα βλέφαρα, σαν να σβήνουν οι αισθήσεις του, και λέει ξανά: Γαμώτο. Πάει τότε, τελείωσε. Πόσο πήρε, κάνα λεπτό ίσως. Τα χέρια της βαριά γύρω από τον λαιμό του. Συγγνώμη, της λέει. Είναι που, άσ’ το. Απλώς ήταν… κάπως υπερβολικά ωραίο. Εννοείται, δε φταις εσύ. Τώρα εκείνη γελά, με καλοσύνη, το πρόσωπό της ακόμα ξαναμμένο, το βλέμμα της πάνω του. Ρίξε το φταίξιμο σ’ εμένα, του λέει. Δεν έχω πρόβλημα. Δε χρειάζεται όμως να ζητάς συγγνώμη, ήταν τέλεια. Μια έντονη αίσθηση τον κυριεύει τότε: μια ζέστη εντός του απλώνεται ολοένα, σαν να πεθαίνει, ή να γεννιέται. Δεν έχει ιδέα τι είναι αυτή η αίσθηση, αν είναι κάτι καλό ή κάτι επικίνδυνο. Έχει να κάνει με εκείνη, τις λέξεις που του λέει, την αίσθηση που του προκαλούν οι λέξεις της. Είπε πως ήταν τέλεια. Και εννοούσε, αυτό που της έκανε, παρόλο που τέλειωσε πολύ γρήγορα, της άρεσε, και με το παραπάνω μάλιστα. Θες να είσαι ευγενική, της λέει. Εκείνη χαμογελά, ξαπλωμένη στην αγκαλιά του, τα μάτια της κλείνουν, νυστάζει, κι η αίσθηση εντός του είναι τόσο έντονη, τόσο ισχυρή, που νιώθει πως θα μπορούσε να σηκώσει ολόκληρο κτίριο με τα ίδια του τα χέρια. Όχι, το εννοώ, του λέει. Ήταν υπέροχα. Σ’ ευχαριστώ. Έτσι νιώθει, σκέφτεται εκείνος, όποιος παίρνει αυτό που θέλει; Όποιος επιθυμεί κάτι, και την ίδια στιγμή το έχει, κι εξακολουθεί να το επιθυμεί, αλλά γεμάτος πια. Ήταν υπέροχα, σ' ευχαριστώ. Νιώθω τρομερά χαρούμενος, της λέει. Μάλλον, δεν ξέρω καν αν αυτή είναι η σωστή λέξη για να το περιγράψω. Τα μάτια της κλειστά τώρα. Κι εγώ, μουρμουρίζει. Εκείνος κατανεύει, δίχως λόγο νιώθει απέναντί της ένα αίσθημα προστατευτικότητας. Διαισθάνεται την επιθυμία της να κοιμηθεί και βγαίνει από μέσα της, εκείνη γυρνά στο πλάι για να είναι αντικριστά. Ο Ίβαν αφήνει το προφυλακτικό πάνω στο χαλί πλάι στο κρεβάτι, θα το μαζέψει το πρωί, και τραβά το πάπλωμα σκεπάζοντας και τους δυο τους. Ενδεχομένως άλλοι να νιώθουν συνεχώς παρόμοια αισθήματα, όποια κι αν είναι αυτά. Έντονα, ισχυρά αισθήματα ευτυχίας, πληρότητας, προστατευτικότητας. Μπορεί όλα αυτά να είναι πολύ συνηθισμένα έπειτα από εμπειρίες αμοιβαίας ευχαρίστησης όπως αυτή που μόλις βίωσε. Ή, ακόμα κι αν τέτοια αισθήματα είναι σπάνια και τα συναντά κανείς στη ζωή του μερικές φορές μόνο κι όχι παραπάνω, και πάλι αξίζει τον κόπο να ζει για να τα νιώσει, σκέφτεται ο Ίβαν. Για να τη γνωρίσει όπως τη γνώρισε: πανέμορφη, τέλεια. Ναι, έτσι αξίζει να τη ζεις τη ζωή.
* * *
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Πέρα από το γεγονός ότι είναι αδέλφια, ο Πίτερ και ο Ίβαν Κούμπεκ ελάχιστα κοινά φαίνεται να έχουν μεταξύ τους. Ο Πίτερ είναι δικηγόρος στο Δουβλίνο, τριαντάρης, επιτυχημένος, άξιος και φαινομενικά άτρωτος. Όμως, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, χρειάζεται υπνωτικά για να κοιμηθεί και πασχίζει να διαχειριστεί τη σχέση του με δύο πολύ διαφορετικές γυναίκες – την παντοτινή πρώτη του αγάπη, τη Σύλβια, και τη Ναόμι, μια φοιτήτρια που αντιμετωπίζει τη ζωή σαν μια μεγάλη φάρσα. Ο Ίβαν είναι επαγγελματίας σκακιστής, είκοσι δύο ετών. Πάντα θεωρούσε τον εαυτό του κοινωνικά αδέξιο, μοναχικό, το αντίθετο από τον γοητευτικό και δημοφιλή μεγάλο του αδελφό. Διανύοντας τις πρώτες εβδομάδες του πένθους, ο Ίβαν γνωρίζει τη μεγαλύτερή του Μάργκαρετ, που κουβαλά το δικό της ταραχώδες παρελθόν, και συνδέονται ακαριαία και έντονα.
Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Η Σάλλυ Ρούνεϋ είναι Ιρλανδή συγγραφέας. Έχει γράψει επίσης τα μυθιστορήματα, «Συζητήσεις με φίλους» (2017· Εκδόσεις Πατάκη 2019, μτφρ. Μαρία Φακίνου), «Κανονικοί άνθρωποι» (2019· Εκδόσεις Πατάκη, 2020, μτφρ. Μαρία Φακίνου), και «Όμορφε κόσμε, πού είσαι» (2021· Εκδόσεις Πατάκη, 2022, μτφρ. Στέλλα Κάσδαγλη).