Βιβλιο

Ντάλια δε λα Σέρδα, «Αδέσποτες Σκύλες»: Αποκλειστική προδημοσίευση

H συλλογή διηγημάτων «Αδέσποτες Σκύλες» της Ντάλια δε λα Σέρδα (μετάφραση Ασπασία Καμπύλη, Εκδόσεις Carnívora), κυκλοφορεί στις 16 Οκτωβρίου

A.V. Team
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια συλλογή με σκληρές, έξυπνες και απίστευτα αστείες ιστορίες, για γυναίκες που μάχονται, φλερτάρουν, απατούν, κλαίνε και σκοτώνουν για να επιβιώσουν

H συλλογή διηγημάτων «Αδέσποτες Σκύλες» της Ντάλια δε λα Σέρδα (168 σελίδες, μετάφραση Ασπασία Καμπύλη), κυκλοφορεί στις 16 Οκτωβρίου από τις Εκδόσεις Carnívora. Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα από το διήγημα «Το χαμόγελο» — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την Athens Voice:

[…] Το πιο σπαστικό της υπόθεσης είναι ότι όταν με σκότωσαν (ή μπας και δεν με σκότωσαν;) δεν είχα καν βγει για να το ρίξω έξω. Εκείνη τη μέρα θυμάμαι ότι έβαλα μια μπλούζα με τους Tigres del Norte επειδή βαριόμουνα. Φόρεσα μια μαύρη μακριά φούστα και αθλητικά τύπου shell-tops, εντελώς γελοία, το ξέρω, αλλά δούλευα δυο μήνες χωρίς σταματημό επειδή μάζευα για ν’ αγοράσω ένα κινητό κι ένα εισιτήριο για τη VIP αίθουσα χορού στο Ιντοκάμπλε και δεν είχα όρεξη να κάτσω να φτιαχτώ. Έκανα οικονομία, χτύπαγα τέσσερις βάρδιες σερί. Κι έτσι πήρα το λεωφορείο για να με πάει απ’ τη φάμπρικα στην πόλη και να μου ’ρθει πιο φτηνά. Κάτι πήγε στραβά όμως, τραγικά στραβά όμως. Όταν ανέβηκα στο λεωφορείο, ήταν καμιά δεκαριά τύπισσες μαζί με μένα, μία-μία κατέβηκαν όμως μέχρι που έμεινα μόνη μου με τον οδηγό, αχ, Θεέ μου! Το θυμάμαι κι ιδρώνουν τα χέρια μου όπως ίδρωναν τότε κι έτρεχε ο ιδρώτας ποτάμι, ίδρωνα, ήμουνα πεθαμένη απ’ τον φόβο, απ’ την αγωνία. Στα ακουστικά μου ακούγονταν οι Poder del Norte, η ένρινη φωνή του τραγουδιστή όμως δεν κατάφερνε να με βγάλει απ’ την παράνοια ή μήπως ήταν κακό προαίσθημα; Ούτε κατάλαβα πότε ο οδηγός, ο μπάσταρδος, ο σκύλος, άλλαξε πορεία. Άρχισα να προσεύχομαι, ζήτησα απ’ τον Θεό να το έκανε μόνο για να κόψει δρόμο, μια παρακαμψούλα για πιο γρήγορα, όχι όμως, ξαφνικά δεν έβλεπα γύρω μου τίποτα, μόνο σκοτεινιά κι έρημο. Τώρα τη γάμησα, σκέφτηκα. Τη γάμησα. Μ’ έπιασε πανικός, άρχισα να ουρλιάζω ότι θέλω να κατέβω, ότι πού στον πούτσο με πάει, ότι να θυμηθεί τη γαμημένη τη μάνα του, τις πουτάνες τις κόρες του και να μη μου κάνει κακό. Ο καριόλης γελούσε απλώς. Σταμάτησε το λεωφορείο. Είχα ζαρώσει απ’ τον φόβο μου κι έκλαιγα, έκλαιγα πολύ και τον έβριζα. Τον άκουσα να κατεβαίνει απ’ το λεωφορείο, είδα τα φώτα του περιπολικού, φώναξα πιο δυνατά, τους ζήτησα βοήθεια, τους ικέτεψα, αλλά έκαναν τον κουφό οι κουφάλες και τον άφησαν να συνεχίσει τον δρόμο του. Χαθήκαμε στην έρημο. Ξαφνικά φρέναρε απότομα. Άνοιξε την πόρτα κι ανέβηκαν τέσσερα ρεμάλια ακόμα. Θες να τ’ ακούσεις; Με βίασαν και οι πέντε. Με τη σειρά. Μου έδεσαν χέρια και πόδια. Με έκαψαν με τα τσιγάρα τους, με χτύπησαν μέχρι που κουράστηκαν. Με έλυναν κι έπαιζαν ότι με κυνηγάνε. Μου έκοψαν δαγκωματιές στα στήθη. Με έλυναν κι εγώ έτρεχα μ’ όλη μου τη δύναμη, αλλά ήταν πιο γρήγοροι και πιο δυνατοί. Όταν με έπιανε ένας από δαύτους, με άρπαζε απ’ τα μαλλιά, με έριχνε στην άμμο και με κλοτσούσε, με λύσσα στο πρόσωπο, στο στήθος. Είχα ακούσει διάφορα, ότι χρησιμοποιούσαν τα κορίτσια για σαδιστική πορνογραφία ή σατανιστικές τελετουργίες για γκρίνγκος που βαριόντουσαν. Αλλά όχι, καμία σχέση. Εμένα δεν με τράβηξαν βίντεο, δεν ήταν ξανθοτρίχηδες απ’ το γκαμπάτσο, ήταν βέροι Μεξικάνοι, θα μπορούσαν να είναι ο θείος σου ή ο μπαμπάς μου, φυσιολογικοί άνθρωποι, όχι juniors ούτε ξένοι. Δεν ξέρω γιατί το κάνουν, δεν ξέρω, είμαι όμως σίγουρη για κάτι: ότι το απολαμβάνουν. Γούσταραν να με βλέπουν να κλαίω και να ικετεύω. Το έβλεπες στα μάτια τους, στα αγκομαχητά τους. Από γεννησιμιού τους ρεμάλια, καριόληδες, καταραμένοι. Έπαιζαν ότι με πνίγουν με μια κόκκινη μπαντάνα κι όταν έβλεπαν ότι δεν μου ’χει απομείνει ανάσα, με άφηναν για ν’ αρχίσουν ύστερα πάλι απ’ την αρχή. Δεν ξέρω από πόσες ψωλές, πόσα χέρια, πόσες ώρες πέρασα, αλλά ήμουνα ξεσκισμένη, η μελανιά πάνω στη μελανιά, το κάψιμο πάνω στο κάψιμο, η μπουνιά πάνω στην μπουνιά. Με βίασαν με τους σιχαμερούς πούτσους τους, μ’ ένα μεταλλικό αντικείμενο, με τα μολυσμένα τους δάχτυλα. Όταν βαρέθηκαν και με νόμισαν πεθαμένη, με πέταξαν στη μέση της ερήμου. Το σκοτάδι διαλύθηκε σιγά-σιγά. Άνοιξα τα μάτια και τον είδα: όρθιο, δίπλα μου. «Ήρθε ο θάνατος και για να γίνει κομπλέ το γαμήσι είναι κι αυτός άντρας ο κερατάς», είπα μέσα μου. Αλλά όχι, δεν ήταν ο θάνατος. Κατάλαβα ότι δεν είναι ο θάνατος επειδή μού έκοψε μια φοβερή δαγκωνιά στον λαιμό. Ναι, μια δαγκωνιά. Με φορτώθηκε στον ώμο του κι ύστερα δεν θυμάμαι τίποτα.

Είχα πυρετό ή κάτι χειρότερο. Μπορεί να πέθανα και να ξαναγεννήθηκα, αλλά μες στο ντελίριό μου, και ο πλεονασμός χρειάζεται, είχα διάφορα ντελίρια ή μάλλον αναμνήσεις. Θυμήθηκα τότε που στ’ αδερφάκια μου και μένα μάς την έδωσε να κατουράμε το κρεβάτι. Χοντρή μαλακία, δεν ξέρω γιατί το θυμήθηκα αυτό ή γιατί το ονειρεύτηκα μάλλον, αλλά για κάμποσο το παίζαμε κατουρλήδες. Συγχρονιζόμασταν, κατουρούσαμε την ίδια στιγμή, ήταν πολύ κουλό. Οι γονείς μας έκαναν τα πάντα, τίποτα δεν έπιασε όμως. Εμείς καταστρώναμε στρατηγικές πιπί και τίποτα, τίποτα, τίποτα. Τελικά, η μόνη λύση που βρήκε ο μπαμπάς μας ήταν να μας κάνει μπάνιο κάθε πρωί για να μη ζέχνουμε στο σχολείο. Εμένα αυτό που μ’ άγχωνε πιο πολύ ήταν ότι ήμουνα μεγάλη, δώδεκα χρονών, και φλέρταρα μ’ ένα αγόρι και σκεφτόμουνα κι αν κλεφτούμε και τη μέρα που κοιμηθούμε μαζί εγώ τον κατουρήσω και με ξαποστείλει σπίτι μου; Ήμουν χωμένη στο παιδικό μου δράμα όταν ξύπνησα. Δεν άργησα να καταλάβω ότι βρισκόμουνα σε μια σπηλιά, μια γαμημένη σπηλιά στη μέση της ερήμου. Αλλά ήμουνα ζωντανή τουλάχιστον, είχα κοροϊδέψει τον θάνατο, έτσι νόμιζα. Δεν ήξερα ότι ο θάνατος είμαι εγώ. Είδα ότι ξημέρωνε κι είχα τη φαεινή να βγω να με δει λιγάκι ο ήλιος, να τσεκάρω το πεδίο, να δω τι φάση τρέχει. Bad idea. Μόλις ο σκύλος ο ήλιος άγγιξε το δέρμα μου ένιωσα να καίγομαι, μέχρι και καπνό έβγαλα, γαμώ τη μάνα του, και τσακίστηκα να μπω πάλι τρέχοντας στη σπηλιά. Οι επόμενες μέρες ήταν τρομερές, τίποτα βέβαια μπροστά στον βιασμό και τη δολοφονία, αλλά δύσκολες οι γαμιόλες. Το δέρμα μου άρχισε να αποσυντίθεται, δεν μύριζε απλώς σαπίλα, άρχισε να ξεφλουδίζει και να πέφτει σε λουρίδες. Μου έπεσε όλο μου το μαλλί. Ξέρασα, ξέρασα όλα μου τα όργανα, την καρδιά, το στομάχι, τα έντερα, τα νεφρά, το συκώτι, το πάγκρεας, σου τ’ ορκίζομαι. Με τούτα τα μάτια που σκουλήκια δεν θα τα φάνε ποτέ είδα το έντερό μου να βγαίνει από τούτο το στόμα, με τη γεύση απ’ τα τάκος δε παστόρ ακόμα. Σοβαρά, το τράβηξα μάλιστα για να βγει καλύτερα. Το συκώτι είχε γεύση αίματος, φρέσκου αίματος, μου άρεσε. Το πάγκρεας κάπως γλυκερό, κάπως σαν το μωρουδίστικο γάλα. Η καρδιά; Αυτή όντως δεν την έφτυσα, ένας θεός ξέρει γιατί.

Μετά που ξέρασα όλα μου τα όργανα κι έχασα όλα μου τα μαλλιά, ξαναπέθανα, πώς ούτε που ξέρω να σου πω. Όταν ξύπνησα, παρότι ακούγεται σαν γαμημένα κακό ταξίδι, ήμουνα και πάλι εγώ. Χωρίς πληγές, χωρίς πόνο, χωρίς τίποτα. Ήμουνα και πάλι το ίδιο γαμάτο γκομενάκι σ’ όλο του το μεγαλείο, αλλά τσίτσιδη, ή σχεδόν, μόνο με μια μαύρη μπλούζα. Τρέχα γύρευε πού τα πήγαν τα ρούχα μου οι κερατάδες. Περίμενα που λες να νυχτώσει και πήγα να βρω τον Τσάρο Νέγρο, αυτός ο man μού χρωστούσε κάποιες εξηγήσεις. Ξεκίνησα λοιπόν την πορεία στην έρημο και προς μεγάλη μου έκπληξη έβλεπα σούπερ και στο σκοτάδι λες και είχα υπέρυθρη όραση, ή υπεριώδη μήπως; Αχά, τόσο ψώνιο. Δεν άργησα να βρω ένα βανάκι στη μέση της ερήμου. Χτύπησα σαν καλό κορίτσι την πόρτα και μόλις τον είδα μπροστά μου του είπα: Τι παίζει; Ο Τσάρο Νέγρο μού είπε κάτι τελείως κουλό, μου είπε ότι κορόιδεψα τον θάνατο και κατάφερα να γυρίσω πίσω. Εκείνα τα ρεμάλια, σαν να λέμε, δεν κατόρθωσαν να με σκοτώσουν, με άφησαν να ψυχορραγώ κι εκείνος ο τύπος με κάτι μάγια μπόρεσε να παγιδεύσει την τελευταία μου ανάσα, να την αιχμαλωτίσει και να την κάνει αιώνια. Εγώ πιστεύω πως η ύλη δεν γεννιέται ούτε πεθαίνει, απλώς αλλάζει μορφή. Τι γελάς; Μην κοιτάς που δείχνω ηλίθια, το γυμνάσιο το έβγαλα, να ξέρεις. Ο Τσάρο Νέγρο μού είπε ότι το σώμα μου είχε αποκτήσει την ικανότητα να γιατρεύεται μόνο του, για να το κάνει όμως έπρεπε να καταναλώσει αίμα, όχι ανθρώπινο επειδή μ’ αυτό μπερδεύονται τα καλώδια και βγάζεις φλύκταινες, αλλά ζώου που δίνει φτερά στην αναζωογονητική ικανότητα των κορμιών μας κόντρα σε κάθε πληγή. Έπρεπε πρώτα να αποσυντεθείς για ν’ αναστηθείς θριαμβευτικά ύστερα, χορεύοντας κούμπια, μέσα από τις στάχτες σου. Καραγαμάτο. Μου είπε επίσης και για την πιο τσίλικη όραση, την όσφρηση και την ακοή στα κόκκινα και την υπερφυσική δύναμη. Τριπάκι πρέπει να ’ναι, σκέφτηκα. Αλλά όχι, ξεκάθαρα όχι. Μπορεί το βασανιστήριο να με έκανε μάρτυρα και ο Θεός να ενημερώθηκε τώρα και να μου έδωσε superpowers ή μπορεί η ζωή να μου έδινε την ευκαιρία να τις αποκτήσω. Αλλά εντάξει, είπαμε, ο Θεός δεν δίνει φτερά στους σκορπιούς, και σ’ εμάς, λοιπόν, έδωσε ένα σούπερ μειονέκτημα: τον ήλιο. Μια σούπερ γαμημένη αλλεργία στον ήλιο. Η δράση ήταν για τη νύχτα επομένως. Για να μη σ’ τα πολυλογώ, ο Τσάρο Νέγρο μού σφύριξε όλη την πληροφορία που έπρεπε να ξέρω για τους μη-νεκρούς, τη μετάλλαξη όσων επιβιώνουν απ’ τα βασανιστήρια. Μου είπε ότι το αίμα του κορακιού είναι πικρό, μου είπε πού πρέπει να μας προσκαλέσουν για να μπούμε και πού όχι. […]

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:

Πόρνη. Γυναίκα. Φοιτήτρια. Γυναίκα. Θεούσα. Γυναίκα. Σικάρια. Γυναίκα. Πατρόνα. Γυναίκα. Ηρωίδες καθημερινές, πληγωμένες, αλλά συγχρόνως αποφασισμένες για όλα. Αδέσποτες σκύλες, σε μια πόλη που τις καταβροχθίζει. Σε ένα νεκροταφείο ροζ σταυρών, η Γιουλιάνα, η Κοστάνσα, η Τσίνα, η Ρεχίνα κι άλλες μαζί –όλες–, προσπαθούν να βρουν τον δικό τους θεό, πριν γίνουν θύματα· πριν βρεθούν διαμελισμένες, βιασμένες, ξεσκισμένες, πριν γίνουν «το σώμα μιας γυναίκας», «μια γυναίκα ακόμα».

Δεκατρείς ιστορίες συνθέτουν το ντεμπούτο της Μεξικανής Ντάλια δε λα Σέρδα που ιχνηλατεί τις ζωές γυναικών παγιδευμένων στη μεξικάνικη πολιτική βία, με λόγια της ίδιας. Από την παντοδύναμη κόρη ενός αφεντικού καρτέλ μέχρι το θύμα μιας τρανσφοβικής γυναικοκτονίας, από ένα σπίτι γεμάτο γεροντοκόρες μοδίστρες μέχρι μια κοσμική που υποστηρίζει τον πολιτικό σύζυγό της, όλες οι ετερόκλητες αυτές ηρωίδες «θα λάβουν μια μεταθανάτια ανάσα, λίγο αφότου τις κάνουν να σιωπήσουν» (María Ovelar, 20minutos) και θα εφεύρουν νέους τρόπους για να αντέξουν και να ζητήσουν εκδίκηση…

Με γλώσσα ενδόμυχη, αστεία, καυστική, σκληρή, χειμαρρώδη, που χτυπά βάναυσα, γιατί μόνο έτσι είναι αληθινή, η συγγραφέας σκιαγραφεί τις αποχρώσεις του σύγχρονου φεμινισμού, που διατρέχουν όλες τις κοινωνικές τάξεις και όλες τις παράλληλες πραγματικότητες, στην πατρίδα της –και όχι μόνο–, τροφοδοτημένες από τον ρατσισμό, τον ταξισμό, την υποχρεωτική αρρενωπότητα και την κρατική εγκατάλειψη.

Εμπειρίες γυναικών που ιστορικά έχουν μείνει αόρατες, σχέσεις, ανισότητες, φτώχεια, περιθωριοποίηση, ατιμώρητος μισογυνισμός και βία αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των ιστοριών που αφηγείται, με τρόπο άλλοτε ωμό και κυνικό και άλλοτε ξεκαρδιστικό, η δε λα Σέρδα στο βιβλίο της, αδιαφορώντας για τους κανόνες των δημοφιλών ειδών, ίσως μάλιστα προσπαθώντας μαχητικά να τους ανατρέψει, να δημιουργήσει το δικό της σύμπαν με μότο «Μαύρο ή άσπρο. Με εμένα ή εναντίον μου. Με τον θεό ή με τον διάβολο».

Ντάλια δε λα Σέρδα

Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: 

Η Ντάλια δε λα Σέρδα (Αγουασκαλιέντες, 1985), συγγραφέας και ακτιβίστρια, ξεκίνησε σπουδές φιλοσοφίας «σ’ ένα ασήμαντο πανεπιστήμιο», σύμφωνα με την ίδια, σπουδές που στο τέλος εγκατέλειψε. Έκανε (και κάνει) διάφορες δουλειές, από πωλήτρια μέχρι ανταποκρίτρια Τύπου. Αυτό που την καθορίζει είναι η καταγωγή της από την εργατική τάξη και η δέσμευσή της απέναντι στις γυναίκες του περιθωρίου (ταξικού και φυλετικού). Είναι συνιδρύτρια της φεμινιστικής οργάνωσης Morras help Morras. Το 2009 κέρδισε τον λογοτεχνικό διαγωνισμό Letras de Memoria, το 2015 την υποτροφία του Programa de Estímulo de la Creación y el Desarrollo Artístico, ενώ το 2016 και το 2018 του Programa Jóvenes Creadores. Οι «Αδέσποτες Σκύλες» τιμήθηκαν με το Βραβείο Cuento Joven Comala το 2019 και ήταν longlisted για το International Booker Prize 2025.