Βιβλιο

Επιστροφή στη Ρενς: Η απάτη και η γενναιότητα του Ντιντιέ Εριμπόν

Ο συγγραφέας επιστρέφει στη γενέτειρά του και ξεγυμνώνει το προσωπικό και πολιτικό τραύμα της τάξης, της αποξένωσης και της απάτης.

Ελισάβετ Παπαδοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Επιστροφή στη Ρενς» του Ντιντιέ Εριμπόν: Εντυπώσεις από το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος

Το βιβλίο «Επιστροφή στη Ρενς» του Ντιντιέ Εριμπόν είναι ένα γενναίο βιβλίο. Ο Εριμπόν, σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, όπως ο Οcean Vuong και ο Εντουάρ Λουί, οι οποίοι στο συγγραφικό τους ξεκίνημα, όχι μόνο παραδέχθηκαν ότι έχουν ταπεινή καταγωγή, αλλά έγραψαν για τον κόσμο απ’ όπου προέρχονται, μας κάνει γνωστό ότι ντρεπόταν που μεγάλωσε σε μια εργατική υποβαθμισμένη γειτονιά και ότι το απέκρυπτε. Γράφει: «Είχα νιώσει τόσο μεγάλη κοινωνική ντροπή για την καταγωγή μου όταν εγκαταστάθηκα στο Παρίσι και γνώρισα ανθρώπους από κοινωνικά περιβάλλοντα τελείως διαφορετικά από το δικό μου, στους οποίους έλεγα ψέματα για τις ταξικές μου καταβολές… Ήταν εξευτελιστικό να μάθουν οι γνωστοί μου και αργότερα οι συνάδελφοί μου πώς ζούσα». 

Στο βιβλίο «Επιστροφή στη Ρενς» ο Εριμπόν, προσπαθώντας να κολλήσει ξανά τα κομμάτια ενός τεμαχισμένου εαυτού, ακολουθεί σαν ξένος την ψυχική διαδρομή που διένυσε. Καταφεύγει στους όρους της κοινωνιολογίας και της πολιτικής, εργαλεία χρήσιμα για όσους θέλουν να ερμηνεύσουν τον εαυτό τους μέσα στον κόσμο αλλά και τον κόσμο μέσα στον εαυτό τους. Μελετά τους μηχανισμούς καθυπόταξης. Σκιαγραφεί μια ανθρωπολογία της ντροπής. Περιγράφει τη διαδρομή του νεαρού που ήταν, ο οποίος έχοντας εσωτερικεύσει τις κρατούσες ιεραρχίες του κοινωνικού κόσμου, απέρριψε την καταγωγή του. Ωστόσο, μια τέτοια απόρριψη ισοδυναμεί με ψυχικό τραύμα.

Περιγράφει τον διχασμό. Νόμιζε ότι κατάφερε να μεταλάβει τις αξίες της τάξης την οποία συναναστρεφόταν. Αποδείχθηκε αδύνατο. «Με ενοχλούσε όταν άκουγα να μιλούν με περιφρόνηση για τους λαϊκούς ανθρώπους». Πώς να συμμετάσχει στην κριτική τους χωρίς να προδώσει οριστικά την παιδική του ηλικία; Την ίδια στιγμή ένιωθε απόρριψη για τους λαϊκούς ανθρώπους, για το εργατικό περιβάλλον, τον ενοχλούσε το πώς μιλούσαν, το πώς έτρωγαν, αυτά που έλεγαν, μέχρι που η επιστροφή σε αυτούς «έγινε αδύνατη μετά από μερικά χρόνια». Κι ενώ η «αποστασία» ήταν μεν μια οδυνηρή λύση, ήταν ωστόσο μια λύση - ο ίδιος διέπραξε κάτι χειρότερο από αυτό. Διέπραξε την απάτη και η γενναιότητά του βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν διστάζει να την παραδεχτεί στο βιβλίο. «Έχω εσωτερικεύσει σε όλο μου το σώμα τις ιεραρχίες του κοινωνικού κόσμου, ενώ σε διανοητικό και πολιτικό επίπεδο διακηρύσσω ότι μάχομαι εναντίον τους… Πολιτικά ήμουν με το μέρος των εργατών, αλλά σιχαινόμουν τις ρίζες μου στον κόσμο τους».

Έτσι, ενώ απομακρυνόταν από τους εργάτες, εξιδανίκευσε την εργατική τάξη, τη μετέτρεψε σε μυθική οντότητα, δήλωνε μαρξιστής και μαχόταν για την εργατική τάξη. Κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη απάτη του. Διότι με τον τρόπο αυτόν έφτιαξε ένα πολιτικό αφήγημα που δεν λαμβάνει υπόψη του ποιοι ακριβώς είναι εκείνοι την ζωή των οποίων ερμηνεύει και που καταλήγει να καταδικάζει τα άτομα για τα οποία μιλά. Θα εξομολογηθεί ο ίδιος «Σπάνια μιλάμε για το εργατικό περιβάλλον κι όταν το κάνουμε είναι συνήθως γιατί το έχουμε αφήσει πίσω μας και χαιρόμαστε που το έχουμε αφήσει πίσω μας. Έτσι διαιωνίζουμε την κοινωνική απονομιμοποίηση αυτών για τους οποίους μιλάμε».

Στο φαινόμενο αυτό αποδίδει ο Εριμπόν και την άνοδο της ακροδεξιάς στις λαϊκές τάξεις. Δεν διστάζει να ομολογήσει ότι όλη του η οικογένεια, γονείς και αδέρφια, ενώ ψήφιζαν το Κόμμα (το οποίο όλοι ξέρουμε ποιο είναι) στο σύνολό τους πλέον ψηφίζουν τη Λεπέν. Περιγράφοντας τους εκπροσώπους της αριστεράς γράφει: «Ήταν όλοι τους απόφοιτοι της Ecole Nationale d’Administration κι άλλων αστικών σχολών της τεχνοκρατικής εξουσίας, εκεί όπου διδασκόταν η “κυρίαρχη ιδεολογία”» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «…η ψήφος υπέρ του Εθνικού Μετώπου πρέπει να ερμηνευτεί, εν μέρει τουλάχιστον, ως το ύστατο μέσο των λαϊκών τάξεων να υπερασπιστούν τη συλλογική τους ταυτότητα ή, εν πάσει περιπτώσει, μια αξιοπρέπεια που ένιωθαν ότι ποδοπατείται από εκείνους που κάποτε τις εκπροσωπούσαν και τις υπερασπίζονταν».

Παρά τα όσα αναφέρω, το βιβλίο του Ντιντιέ Εριμπόν δεν είναι μια ακόμα κοινωνιολογική μελέτη, γραμμένη για να καταναλωθεί στα αμφιθέατρα. Είναι ένα βιβλίο όπου διηγείται τη ζωή του, τη ζωή της μητέρας του, του πατέρα του, του αδερφού του, καθώς και της γιαγιάς από την πλευρά της μητέρας, καθώς η ζωή του καθενός είναι η ζωή της οικογένειάς του, ακόμα και τις στιγμές που αυτή είναι αθέατη από τον ίδιο. Είναι επίσης ένα βιβλίο στο οποίο κάνουν περάσματα η Ντυράς, ο Μπουρντιέ, ο Φουκώ, ο Σαρτρ και ο Ζενέ βεβαίως, και όπου η οξυδέρκεια αναμετριέται στα ίσια με την ειλικρίνεια, βγάζοντας πολλά φίδια από τις τρύπες τους.