Βιβλιο

«Οι ηλίθιες προθέσεις μου»: Το πρώτο μυθιστόρημα του Μπερνάρντο Τζαννόνι

Μυθοπλασία για ενηλίκους με ζώα για ήρωες

A.V. Team
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Οι ηλίθιες προθέσεις μου»: Το πρώτο μυθιστόρημα του 30χρονου Ιταλού Μπερνάρντο Τζαννόνι κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη

«Οι ηλίθιες προθέσεις μου» (I miei stupidi intenti) του Μπερνάρντο Τζαννόνι είναι ένα σκοτεινό, υπαρξιακό Βildungsroman με ζώα-αφηγητές, γραμμένο για ενηλίκους. Πρόκειται για μια αλληγορική «ζωο-μυθοπλασία» (σκεφτείτε τη «Φάρμα των ζώων» του Τζορτζ Όργουελ) με υπόγειες αναφορές στον Αλμπέρ Καμύ (έμφαση στη μοίρα, στην ενοχή, στην ελευθερία). Το μυθιστόρημα απέσπασε Βραβείο Campiello και άλλα πέντε βραβεία υψηλού κύρους στην Ιταλία. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Άννας Παπασταύρου. Η οπτική είναι, το λιγότερο, «πρωτότυπη» —ένα «ημερολόγιο» ζώου— που φωτίζει ανθρώπινες εμμονές και ηθικά δίπολα: το μοιραίο, την πίστη και την απιστία, τη βία και την τρυφερότητα. Ο μόλις 30χρονος σήμερα Τζαννόνι δείχνει μεγάλη λογοτεχνική τόλμη αναμειγνύοντας το παραμύθι με τον ρεαλισμό θίγοντας μεγάλα θεολογικά ζητήματα μέσα από τις φωνές κουναβιών και αλεπούδων.

Ο Μπερνάρντο Τζαννόνι γεννήθηκε στην Σαρτσάνα (επαρχία Λα Σπέτσια, Λιγουρία) όπου και ζει ακόμα. Έχει σπουδάσει δημιουργική γραφή στο Τορίνο και έχει παρακολουθήσει σεμινάρια του Alessandro Baricco και του Marco Missiroli. Έχει εργαστεί ως φορτοεκφορτωτής, σερβιτόρος, επισκευαστής μικρών σκαφών και ως πλανόδιος κιθαρίστας: στις συνεντεύξεις δηλώνει «μη με λέτε συγγραφέα»/. «Οι ηλίθιες προθέσεις μου» εκδόθηκαν στα ιταλικά το 2021, όταν ήταν 26 ετών, ενώ το δεύτερο μυθιστόρημά του κυκλοφόρησε το 2023 με τίτλο «25», την ηλικία του ήρωά του, του Τζερόλαμο.

Απόσπασμα από το «Οι ηλίθιες προθέσεις μου»

«Μην αρρωσταίνετε, δεν μπορώ να πληρώνω γιατρό», μας είπε μια φορά, όταν αρχίσαμε να κόβουμε βόλτες στη φωλιά.

Η προειδοποίηση δε διέφυγε από κανέναν και πράγματι δε βγήκαμε ποτέ έξω, ούτε καν πλησιάζαμε στο παράθυρο. Ο Ότις ήταν ο μόνος που δεν είχε ποτέ κατεβεί απ’ το κρεβάτι και τα θηλυκά τον κορόιδευαν.

— Είσαι μικρός, Ότις. Θα ’σπαγες τον σβέρκο σου, του έλεγαν.

Ο Λιρόυ άγγιζε ό,τι υπήρχε τριγύρω κι εγώ τον ακολουθούσα. Δεν πολυμιλούσαμε· εκείνος άρπαζε ένα πράγμα, το κοίταζε, έπειτα το ξανάβαζε στη θέση του κι έκανα κι εγώ το ίδιο. Περιεργαζόμουν στα γρήγορα αυτό που κρατούσα στα ποδάρια μου, γιατί ο αδελφός μου γοητευόταν αμέσως από κάτι άλλο και δεν ήθελα να υστερήσω.

Η μάνα μας μας έδιωχνε από κοντά της, αν πήγαινε κάπου. Για εκείνη δεν υπήρχαμε στο δωμάτιο. Όταν μας θήλαζε, πηδούσαμε όλοι στο κρεβάτι, όπου ο Ότις, κατά καλή του τύχη, είχε ήδη προλάβει να βυζάξει λίγο.

— Με πονάς, μουρμούριζε τσαντισμένη, αν κάποιος από μας ορμούσε πολύ ξαναμμένος.

Συνήθως έφτανε αυτό για να μας δαμάσει· άλλες φορές μάς έδινε μια με την πατούσα της, χωρίς νύχια, βλαστημώντας.

Πεινούσαμε σχεδόν πάντα, και την πείνα ακολουθούσε το κρύο. Μερικές φορές δεν κατεβαίναμε καν απ’ το κρεβάτι και παλεύαμε με κράμπες στο στομάχι κάτω απ’ τις κουβέρτες, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Μια φορά ο Λιρόυ με ξύπνησε:

— Κρυώνεις;
— Πεινάω, απάντησα.
— Κι εγώ. Μπορούμε να φάμε τον Ότις. Είναι μικρούλης κι αδύναμος.

Στιγμή δε σκέφτηκα πως ήταν αστείο. Δοκίμασα με τη γλώσσα τα δοντάκια που φύτρωναν στο στόμα μου. Δεν είπα τίποτα.

— Λοιπόν;
— Ίσως κρυώνω πιο πολύ παρά πεινάω.

Η μάνα μας μπήκε στη φωλιά προτού προλάβει να μου απαντήσει. Με κάποιον τρόπο, σκέφτηκα ότι με τη λιγοψυχιά μου μπορεί να τον πρόσβαλα, και για λίγο, ακόμα και μετά το φαγητό, δεν κατάφερα να κλείσω μάτι. Από τότε άρχισα να καταλαβαίνω πως ανάμεσα σ’ εμένα και τον Λιρόυ υπήρχε μια αμυδρή, φριχτή διαφορά: ήταν πιο ζώο από μένα. Η σκέψη ότι κι αυτός το είχε συνειδητοποιήσει με τάραξε πολύ. Ωστόσο, κανείς από μας δεν έφαγε τον Ότις. Ούτε ο Λιρόυ έφαγε εμένα.

Μια νύχτα η μάνα μας γύρισε μ’ ένα αντικείμενο πολύ ιδιαίτερο. Το απίθωσε στο τραπέζι και μας προειδοποίησε:
— Μην το αγγίζετε. Αυτό θα μας εξασφαλίσει τροφή για λίγο.

Περιμέναμε να πάει να κοιμηθεί, για να δούμε τι ήταν αυτό.
— Για μια κυρά είναι χαρά, είχε πει η Κάρα. Ένας μικρός θησαυρός του ανθρώπου.

Ήταν ένα στρογγυλούτσικο μπιχλιμπίδι που γυάλιζε στο φως, όμορφο, με πράσινο χρώμα. Πάνω στο τραπέζι ήταν σαν να σιγοψιθύριζε ξεχωριστά στον καθένα μας. Ο Λιρόυ πλησίασε και το άγγιξε με το ποδάρι.
— Είναι κρύο, είπε. Όπως η ατμόσφαιρα έξω.

Κι εγώ θα ήθελα να το ψηλαφίσω. Όμως η μάνα μάς το ’χε ξεκαθαρίσει και φοβόμουν μήπως ξυπνούσε. Μια τέτοιου είδους ανυπακοή φούντωνε μέσα μου τρομερές φαντασιώσεις, κυρίως γιατί ως τότε δεν είχα ποτέ δει τις συνέπειές της.

Η Λουίζ πήδησε πάνω στο τραπέζι και το άρπαξε, το περιεργάστηκε αθώα, έπειτα το πέρασε στο ένα της ποδάρι σαν βραχιόλι.
— Δεν κάνει, Λουίζ! Μη, δεν μας αφήνει! ψιθύρισε η Κάρα.
— Είμαι η πιο ωραία, είπε η άλλη χωρίς να της απαντήσει.
— Σιγά μην είσαι!

Πήδησε και η Κάρα πάνω στο τραπέζι και χίμηξε στη Λουίζ.
— Δε θέλει η μαμά!

Προσπαθούσε να της βγάλει το μπιχλιμπίδι απ’ το ποδάρι και η άλλη χτυπιόταν, τη δάγκωνε.
— Κόφ’ το! Άσε με!

Εγώ κι ο Λιρόυ τις πήραμε είδηση αρκετά γρήγορα. Σχεδόν ακαριαία, ξεγλιστρήσαμε απ’ το τραπέζι, συρθήκαμε στην αντίπερα γωνιά του δωματίου.
— Δεν είναι δικό σου!
— Άσε με!

Τους έπεσε χάμω κι έσπασε σε τέσσερα κομμάτια μ’ έναν ξερό θόρυβο. Απ’ το κρεβάτι στο βάθος, η μάνα μας τα είδε όλα. Οι δύο αδελφές δε σάλεψαν αποκεί που ήταν, ενώ η μάνα σηκωνόταν και πήγαινε να δει τι είχε απομείνει. Πήρε τα κομμάτια και τα κοίταξε.
— Μαμά…, μουρμούρισε η Κάρα.

Ήταν γρήγορη και ακριβής. Με την πατούσα της χτύπησε το μουσούδι της αδελφής μας, ρίχνοντάς την από το τραπέζι. Η Λουίζ τινάχτηκε κι άρχισε να τρέμει χωρίς να λέει τίποτα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ο Λιρόυ βρήκε πάνω στη γούνα του κάτι μαλακό, το έπιασε για να καταλάβει τι ήταν.

Ενώ η Κάρα άρχιζε να κλαίει, εμείς κοιτάζαμε εκείνον τον παράξενο ασπροκόκκινο σβόλο, ώσπου καταλάβαμε ότι επρόκειτο για ένα κομματάκι από μάτι. Η αδελφή μας κρατούσε το κεφάλι της με το ένα ποδάρι, για να πνίξει τον πόνο, ενώ το αίμα τής μούσκευε το μουσούδι. Ο Λιρόυ άφησε το μάτι να πέσει καταγής. Για μια στιγμή θα ’λεγα πως ήταν έτοιμος να το φάει.

Η μάνα μας έριξε τα κομμάτια στο τραπέζι, δίπλα στη Λουίζ, που τώρα είχε γίνει σχεδόν ένα κουβαράκι, για να προστατευτεί.
— Απαίσιοι, είπε χωρίς να κοιτάζει κανέναν μας, κι έπειτα βγήκε στην παγωμένη νύχτα.

Την άκουσα να γυρίζει το άλλο πρωί. Είχε καθίσει στην κουζίνα, κοιτάζοντας το κενό. Στο φως φαινόταν ακόμα πιο αδύνατη. Σηκώθηκα από το κρεβάτι σιωπηλός· οι άλλοι κοιμούνταν.
— Μαμά;

Εκείνη στράφηκε. Αργά, ίσως με είχε ήδη ακούσει. Σαν να κοίταζε πέρα από μένα.
— Στενοχωριέσαι για τον μπαμπά; ρώτησα.

Δεν απάντησε. Δεν απάντησε ποτέ.