- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μια νέα σειρά ιστορικών μυστηρίων που τοποθετούνται στο Κίεβο, από τον μεγαλύτερο συγγραφέα της σύγχρονης Ουκρανίας
Το μυθιστόρημα του σπουδαίου Ουκρανού συγγραφέα Αντρέι Κουρκόφ, «Σαμψών και Ναντιέζντα» (336 σελίδες, μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου), κυκλοφορεί στις 6 Οκτωβρίου από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την Athens Voice:
Ο ήχος από τη σπάθα που έπεσε στο κεφάλι του πατέρα του ξεκούφανε τον Σαμψών. Με την άκρη του ματιού του έπιασε τη στιγμιαία λάμψη μιας λεπίδας που άστραψε, και πάτησε μέσα σε μια λακκούβα. Το αριστερό χέρι του ήδη πεθαμένου πατέρα του τον έσπρωξε στο πλάι, γι’ αυτό και το χτύπημα της σπάθας που ακολούθησε δεν έπεσε ούτε στο κοκκινομάλλικο κεφάλι του ούτε δίπλα· του έκοψε το δεξί αυτί, κι εκείνος το είδε να πέφτει στο χαντάκι του δρόμου, πρόφτασε να απλώσει το χέρι του, να το αρπάξει και να το σφίξει στη γροθιά του. Στη μέση του δρόμου, όμως, είχε σωριαστεί ο πατέρας του με το κεφάλι του ανοιγμένο στα δύο. Και το άλογο τον πάτησε ακόμα μία φορά στο χώμα με την πεταλωμένη οπλή του πισινού ποδιού του. Ύστερα, ο καβαλάρης σπιρούνισε το άλογο και όρμησε μπροστά, εκεί όπου καμιά δεκαριά πολίτες που έτρεχαν ρίχνονταν από μόνοι τους μέσα στα χαντάκια από τις δύο μεριές του δρόμου, καταλαβαίνοντας τι τους περίμενε. Στο κατόπι του έτρεχαν πέντε καβαλάρηδες ακόμα.
Ο Σαμψών όμως δεν τους έβλεπε πια. Ήταν ξαπλωμένος στο χαντάκι, στηριγμένος με το αριστερό μπράτσο του στο υγρό χώμα και έγερνε το κεφάλι του στη γροθιά του δεξιού χεριού του, που ήταν βαλμένη κάτω απ’ αυτό. Το τραύμα στο κεφάλι του έκαιγε, έκαιγε βροντερά και ηχηρά, λες και κάποιος κοπανούσε επίτηδες πάνω σε μια ατσάλινη ράγα ένα σφυρί. Το καυτό αίμα κυλούσε από το μάγουλό του στον λαιμό του. Κι αποκεί κυλούσε στον γιακά του.
Έπιασε πάλι να βρέχει. Ο Σαμψών σήκωσε το κεφάλι του. Κοίταξε τον δρόμο. Είδε το ένα πόδι του πατέρα του, με τη σόλα του παπουτσιού του γυρισμένη προς το μέρος του. Οι σκούρες μπλε εγγλέζικες κουμπωτές μπότες, έστω και πασαλειμμένες με λάσπη, έδειχναν κομψές. Ο πατέρας του τις φορούσε συνέχεια και τις πρόσεχε έξι χρόνια τώρα, από το 1914, όταν, τρομοκρατημένος από την έναρξη του πολέμου, ένας υποδηματοπώλης στην Κρεσάτικ κατέβασε τις τιμές, υποθέτοντας δικαιολογημένα πως ο πόλεμος δεν είναι δα και η καλύτερη εποχή για να πουλήσεις εμπορεύματα της μόδας.
Δεν ήθελε να δει τον νεκρό πατέρα του ολόκληρο, δεν ήθελε να δει το τσακισμένο του κρανίο. Γι’ αυτό ακριβώς τραβήχτηκε προς τα πίσω μέσα στο χαντάκι, δίχως να ξεσφίξει τη γροθιά του από το αυτί του. Βγήκε στον δρόμο, μα δεν μπορούσε να σταθεί ορθός. Στεκόταν αδύναμος και καμπουριασμένος, και δεν έλεγε να γυρίσει προς τα πίσω. Έκανε ένα δυο βήματα και σκόνταψε πάνω σ’ ένα πτώμα. Απομακρύνθηκε, και τότε πάλι ο φοβερός θόρυβος έπεσε στο κεφάλι του και χίμηξε μέσα σ’ αυτό. Κι ο θόρυβος αυτός ξεχύθηκε σαν καυτό μολύβι στο κομμένο του αυτί. Αυτός πίεζε τη γροθιά του πάνω στο τραύμα που αιμορραγούσε, σαν να πάσχιζε να το κλείσει, κι έτσι να σταματήσει τον βρόντο που εισέβαλλε στο κεφάλι του. Κι έτρεχε. Απλώς έτρεχε ίσια μπροστά του, έστω κι αν ήταν προς τα εκεί απ’ όπου ήρθε μαζί με τον πατέρα του, προς την πλευρά της γνώριμης οδού Ζιλιάνσκαγια. Μέσα από τον βρόντο και τον σαματά ακούγονταν μεμονωμένοι πυροβολισμοί, αυτό όμως δεν τον σταματούσε. Εκείνος έτρεχε προσπερνώντας τους σαστισμένους πολίτες, άντρες και γυναίκες, που κοίταζαν ολόγυρα και δεν πήγαιναν πουθενά. Κι όταν πια ένιωσε πως δεν μπορούσε να πάει παρακάτω, ότι οι δυνάμεις του εξαντλούνται, τότε το βλέμμα του καρφώθηκε στη μεγάλη πινακίδα που υπήρχε πάνω από την πόρτα μιας διώροφης μονοκατοικίας: «Θεραπεία οφθαλμικών παθήσεων – Δόκτωρ Ν.Ν. Βατρούχιν».
Πλησίασε τρέχοντας στην πόρτα, άπλωσε το αριστερό του χέρι για να πιάσει το ρόπτρο. Ήταν ανοιχτή. Χτύπησε.
«Ανοίξτε!» φώναξε.
Οι γροθιές του πάνω στην πόρτα αντήχησαν σαν τύμπανο.
«Τι θέλετε;» ακούστηκε απομέσα μια γυναικεία, φοβισμένη φωνή.
«Πρέπει να δω τον γιατρό».
«Ο Νικολάι Νικολάγεβιτς δεν δέχεται σήμερα».
«Οφείλει! Είναι υποχρεωμένος να με δεχτεί!» την εκλιπαρούσε ο Σαμψών.
«Ποιος είναι εκεί, Τόνια;» ακούστηκε μια μακρινή και μπάσα αντρική φωνή.
«Κάποιος απ’ τον δρόμο!» απάντησε η γριά.
«Φέρ’ τον μέσα!»
Η πόρτα μισάνοιξε. Η γριά κοίταξε τον αιμόφυρτο Σαμψών από τη χαραμάδα, έπειτα τον άφησε να μπει κι αμέσως έκλεισε την πόρτα με σύρτη και δύο κλειδαριές.
«Ω, Θεέ μου! Ποιος σας το ’κανε αυτό;»
«Οι Κοζάκοι. Πού είν’ ο γιατρός;»
«Πάμε!»
Ο καλοξυρισμένος γκριζομάλλης γιατρός τού περιποιήθηκε αμίλητος το τραύμα, έβαλε πάνω του ένα ταμπόν με αλοιφή και του περιέδεσε με έναν επίδεσμο το κεφάλι.
Κάπως καθησυχασμένος από την ησυχία στο διαμέρισμα, ο Σαμψών τον κοίταξε γαληνεμένος και ευγνώμων, και άνοιξε μπροστά του τη δεξιά γροθιά του.
«Και το αυτί; Μήπως μπορείτε να μου το ράψετε κάπως;»
«Δεν θα σας πω κάτι τέτοιο» κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι του ο γιατρός. «Εγώ ασχολούμαι με οφθαλμικές παθήσεις. Ποιος σας το ’κανε αυτό;»
«Δεν ξέρω» σήκωσε τους ώμους του ο νεαρός. «Οι Κοζάκοι».
«Κόκκινη αναρχία!» είπε ο Βατρούχιν και βαριαναστέναξε. Πλησίασε στο γραφείο του, ψαχούλεψε το πάνω συρτάρι, έβγαλε ένα κουτί από πούδρα και το έτεινε στον νεαρό.
Ο Σαμψών σήκωσε το καπάκι· το εσωτερικό του κουτιού ήταν άδειο. Ο γιατρός έκοψε ένα κομμάτι βαμβάκι και το έβαλε στον πάτο του κουτιού. Ο νεαρός έβαλε εκεί μέσα το αυτί του, το έκλεισε και το έκρυψε στην τσέπη του σακακιού του.
Σήκωσε το βλέμμα του στον γιατρό.
«Ο πατέρας μου έμεινε εκεί» ανάσανε βαριά ο Σαμψών.
«Στον δρόμο. Τον σκοτώσανε».
Ο γιατρός πλατάγισε με θόρυβο τα χείλη του και κούνησε το κεφάλι του.
«Μα γίνεται στον καιρό μας να τριγυρνάει κανείς στους δρόμους;» είπε σηκώνοντας αμήχανα χέρια του. «Και τώρα τι σκοπεύετε να κάνετε;»
«Δεν ξέρω. Πρέπει να τον περιμαζέψω».
«Λεφτά έχετε;»
«Τα είχε εκείνος, στο πορτοφόλι του! Πηγαίναμε στον ράφτη για το κοστούμι του».
«Πάμε!» και ο Βατρούχιν τού έδειξε με ένα νεύμα την πόρτα που έβγαζε στον διάδρομο.
* * *
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: Κίεβο, στα πρώτα, αβέβαια χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στις αρχές της άνοιξης του 1919, κατά τη διάρκεια ενός πογκρόμ που εξαπολύουν οι Κοζάκοι, ο πατέρας του νεαρού Σαμψών Κολέτσκο σκοτώνεται, και στον ίδιο οι Κοζάκοι κόβουν το αυτί. Η πόλη βρίσκεται σε διαρκή αναταραχή, περνά από τα χέρια των Λευκών στα χέρια των Μπολσεβίκων, αυτοί όμως δεν είναι σε θέση να ελέγξουν την κατάσταση. Ο Σαμψών, που πρόσφατα ορφάνεψε, βρίσκεται σχεδόν τυχαία να υπηρετεί στη νεοσύστατη σοβιετική Πολιτοφυλακή του Κιέβου. Στο πλάι του, βοηθός και συμπαραστάτισσά του, η ωραία και δυναμική Ναντιέζντα. Η πρώτη υπόθεση που αναλαμβάνει ο Σαμψών είναι περίπλοκη και μυστηριώδης. Σε αυτήν εμπλέκονται ένα αριστοτεχνικά φτιαγμένο κόκαλο από ασήμι, ένα απολύτως ασυνήθιστο κοστούμι ραμμένο από φίνο, εγγλέζικο ύφασμα και το κομμένο αυτί του ήρωα, που παρακολουθεί και του μεταδίδει ανελλιπώς τα πάντα. Το «Σαμψών και Ναντιέζντα», το εναρκτήριο μυθιστόρημα μιας νέας σειράς βιβλίων που φέρουν την υπογραφή του επιφανέστερου Ουκρανού συγγραφέα της εποχής μας, συνδυάζει το ιστορικό παρελθόν με το σασπένς και την αλληγορία, το μαύρο χιούμορ με την πικρή συναίσθηση.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Ο Αντρέι Κουρκόφ είναι ο κορυφαίος συγγραφέας της σημερινής Ουκρανίας και ο πλέον μεταφρασμένος στο εξωτερικό. Γεννήθηκε το 1961 στο Λένινγκραντ, αλλά ζει στο Κίεβο από τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε ξένες γλώσσες (μιλά 11 συνολικά, μεταξύ των οποίων και ιαπωνικά). Προτού αφοσιωθεί πλήρως στη λογοτεχνία, εργάστηκε ως δημοσιογράφος, δεσμοφύλακας, κάμεραμαν και σεναριογράφος. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισε να αποκτά διεθνή αναγνώριση. Με τα έργα του, στο μεταίχμιο ρεαλισμού και σουρεαλισμού, αποτυπώνει με διεισδυτικό τρόπο τη νέα αντιφατική πραγματικότητα της μετασοβιετικής περιόδου στην Ανατολική Ευρώπη. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει επίσης τα μυθιστορήματά του: «Οι πιγκουίνοι δεν πεθαίνουν απ’ το κρύο» (2008), «Ο φίλος του μακαρίτη» (2011), «Ο τελευταίος έρωτας ενός Ουκρανού προέδρου» (2014) και «Γκρίζες μέλισσες» (2022).