- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μια μεγάλη και απολαυστική ιστορία για τις αποφάσεις που παίρνουμε –ή δεν καταφέρνουμε να πάρουμε– στη ζωή
Το μυθιστόρημα του Andrés Montero, «Η χρονιά που μιλήσαμε με τη θάλασσα» (μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου, 272 σελίδες), κυκλοφορεί στις 8 Οκτωβρίου από τις Εκδόσεις Διόπτρα. Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την A.V.:
Μία βδομάδα αργότερα επιστρέψαμε στην Κορυφή για να δούμε τον δον Χουλιάν.
Στην πραγματικότητα μείναμε καταμεσής της θάλασσας, γιατί είχε πάει αργά κι ο δον Χερόνιμο είπε πως νύσταζε, κι η φάλαινα ούτε που είχε εμφανιστεί ακόμη, αν και μπορεί να ήταν όλη την ώρα παρούσα, καταλαβαίνετε;
«Να ξέρετε πως ο αδερφός σας μας είπε πως κάποτε μπαρκάρισε με κάτι Γιαπωνέζους που πήγαιναν να κυνηγήσουν φάλαινες· βέβαια, αυτός δεν ήθελε να κυνηγήσει φάλαινες, αλλά να αφηγηθεί την ιστορία, τίποτ’ άλλο, γιατί οι Γιαπωνέζοι έμοιαζαν με χαρακτήρες μυθιστορηματικούς, κι επιπλέον υπήρχε όλο αυτό το σκηνικό με το πλοίο, τα καμάκια και τις συγκρούσεις για την εξουσία εν πλω, κι αυτό ήταν ενδιαφέρον για τους αναγνώστες – ή έτσι υπέθετε ο αδερφός σας, ή το αφεντικό του αδερφού σας. Οπότε, πέρασε πολλές εβδομάδες πάνω στο πλοίο, παρατηρώντας προσεκτικά όλα όσα συνέβαιναν, αλλά καθώς δεν μιλούσε ιαπωνικά, έπρεπε να επικοινωνεί με νοήματα – ή στα αγγλικά, με κάποιον πιο μορφωμένο ναύτη. Ή ιστορία είναι πολύ διασκεδαστική, όμως δεν την τελείωσε ακόμη. Στην πραγματικότητα μείναμε καταμεσής της θάλασσας, γιατί είχε πάει αργά κι ο δον Χερόνιμο είπε πως νύσταζε, κι η φάλαινα ούτε που είχε εμφανιστεί ακόμη, αν και μπορεί να ήταν όλη την ώρα παρούσα, καταλαβαίνετε; Σαν να ταξίδευε κάτω από το πλοίο, κάτω από την ιστορία δηλαδή. Ίσως σήμερα το βράδυ να συνεχιστεί η αφήγηση. Εσείς δεν θέλετε να έρθετε, δον Χουλιάν; Ήταν πολύ καλή η ιστορία». Αυτός μας άκουγε σιωπηλός κι εμείς δεν καταφέρναμε να διακρίνουμε αν μας έδινε όλη του την προσοχή ή αν τον κάναμε να βαριέται αφόρητα. Όταν όμως του διηγηθήκαμε αυτό με το γιαπωνέζικο φαλαινοθηρικό, μουρμούρισε τόσο χαμηλόφωνα που μόλις και μπορέσαμε να τον ακούσουμε:
«Τι να μου πείτε εμένα για φάλαινες!».
Κι ύστερα δεν είπε τίποτα άλλο, ώσπου η σιωπή άρχισε να βαραίνει και είπαμε λοιπόν εμείς να πηγαίνουμε, γιατί είχαμε και την επιστροφή.
«Κατεβαίνω μαζί σας, παλικάρια. Θα πάω στον φάρο».
«Στον φάρο;»
«Αν θέλετε, μου κάνετε παρέα».
Και βέβαια θέλαμε. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και μήνες που κατέβαινε ο δον Χουλιάν από την Κορυφή. Ήταν αναμφίβολα ένα γεγονός. Πήγαμε με τα πόδια, κρατώντας τα άλογα από τα χαλινάρια, γιατί ο γέρος είχε μείνει χωρίς άλογο από τότε που τα πούλησε όλα και δεν άντεχε να καβαλάει στα καπούλια.
H θάλασσα ακουγόταν όλο και πιο δυνατά, λες και κάθε κύμα ήθελε να νικήσει το προηγούμενο, αλλά στην πραγματικότητα παρέμενε ίδια, μονάχα που εμείς την ακούγαμε όλο και πιο κοντά γιατί πλησιάζαμε στον φάρο.
Δυσκολευόμασταν να ακολουθήσουμε τον ρυθμό του, με τέτοιο διασκελισμό περπατούσε, σαν να βιαζόταν να δει τη θάλασσα από κοντά ύστερα από τόσο καιρό – ή λες και το δάσος να τον γέμιζε με μια ενέργεια που δεν κατάφερνε να φτάσει μέχρι την Κορυφή και να τον αγγίξει. Περπατούσε και ονομάτιζε τα πουλιά και τα δέντρα δείχνοντάς τα με το δάχτυλο, κι εμείς καταφάσκαμε μονάχα, παρότι τα ξέραμε τόσο καλά όσο κι εκείνος. H θάλασσα ακουγόταν όλο και πιο δυνατά, λες και κάθε κύμα ήθελε να νικήσει το προηγούμενο, αλλά στην πραγματικότητα παρέμενε ίδια, μονάχα που εμείς την ακούγαμε όλο και πιο κοντά γιατί πλησιάζαμε στον φάρο. Μπορούσαμε πλέον να τον διακρίνουμε, ταπεινό, πάνω στο πέτρωμα του βράχου που τον έχτισαν: λευκός κάτω, κόκκινος στη μέση, λευκός απάνω, βρόμικος παντού και απολύτως άχρηστος, διότι απ’ όσο ξέρουμε δεν λειτούργησε ποτέ.
«Φυσικά και λειτούργησε – όταν ήμουνα παιδί, σίγουρα» μας εξήγησε ο δον Χουλιάν. «Είχε κι έναν φαροφύλακα, τον γερο-Γκαμαδιέλ, που ήταν γιος, εγγονός και δισέγγονος φαροφυλάκων. Ο προπάππους του έμενε εδώ τον καιρό που το νησί δεν είχε κατοίκους. Ήταν το μοναδικό ανθρώπινο πλάσμα σε ολόκληρο το νησί. Το μοναδικό, το φαντάζεστε; Έρχονταν μία φορά τον μήνα από την απέναντι στεριά να του αφήσουν προμήθειες, αν και μερικές φορές όλο και κάποια καταιγίδα τούς καθυστερούσε μια δυο μέρες. Όπως και τώρα βέβαια, αυτό δεν έχει αλλάξει. Ωστόσο, μια φορά έγιναν πέντε οι εβδομάδες της καθυστέρησης, γιατί η θάλασσα δεν είχε αναπαμό κι ήταν σαν να έβρεχε από κάτω προς τα πάνω, οπότε δεν μπορούσε να έρθει και το καράβι. “Θα φάει κανένα αρνί ή θα ψαρέψει τίποτα”, φαντάζομαι πως θα σκέφτονταν οι άνθρωποι του καραβιού, “από πείνα δεν θα πεθάνει”. Όταν όμως τελικά το καράβι μπόρεσε να φτάσει στο νησί, τον βρήκαν τσακισμένο πάνω στα βράχια».
«Τι μας λέτε!»
Τι ωραίος γέρος ήταν αυτός, μας έλεγε ιστορίες και σε αντάλλαγμα μας ζητούσε να του τα φτιάξουμε με τη θεία Εδελμίρα.
«Ναι, βέβαια. Έτσι πήγε. Τότε ήρθε ο γιος του, τον έθαψε χριστιανικά και ανέλαβε τον φάρο μαζί με τη γυναίκα του, που σε λίγο καιρό έκανε έναν γιο: το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα που γεννιόταν πάνω στο νησί από τότε που οι Ισπανοί πήρανε όλους τους ιθαγενείς. Όταν μεγάλωσε εκείνος ο γιος έγινε ο φαροφύλακας και παντρεύτηκε με μια μικρούλα απ’ αυτές που υπήρχαν στο νησί, γιατί εκείνον τον καιρό γινόταν επανεγκατάσταση στο νησί με το μοίρασμα της γης σε αγρότες και αποίκους. Ύστερα, τον αντικατέστησε με τη σειρά του ένας από τους γιους του, που ήταν ο δον Γκαμαδιέλ. Αυτός ήταν και ο τελευταίος φαροφύλακας, κι όταν τον γνώρισα εγώ ήταν ήδη γέρος με γένια σαν τις μπαλένες της φάλαινας και δεν είχε ανέβει ποτέ σε πλοίο, αλλά ήξερε να υπολογίζει με ακρίβεια τις αποστάσεις, την ταχύτητα του ανέμου, τις ώρες της θύελλας, και μας είχε πείσει πως η θάλασσα καλμάριζε ακούγοντας τα ποιήματά του. Τι ωραίος γέρος ήταν αυτός, μας έλεγε ιστορίες και σε αντάλλαγμα μας ζητούσε να του τα φτιάξουμε με τη θεία Εδελμίρα. Εμείς του λέγαμε ναι, ότι θα της στέλναμε τα χαιρετίσματά του, αλλά στην πραγματικότητα δεν της λέγαμε τίποτα, γιατί ούτε εκείνη ούτε καμιά από τις θείες μας δεν μπορούσε –ούτε και ήθελε– να παντρευτεί. Εντάξει, η θεία Ελένα ναι, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία».
«Να μας την πείτε μετά, δον Χουλιάν».
«Εντάξει, εντάξει».
«Και τι έγινε με τον δον Γκαμαδιέλ;»
Αλλά δεν ερχόταν κανένας – και δεν ήρθε κανένας ποτέ πια, γιατί εκείνη την εποχή τα πλοία δεν έπιαναν πλέον στο νησί και ο φάρος αχρηστεύτηκε, καλύφθηκε με ένα πέπλο μυστηρίου και τον σφάλισαν με λουκέτο για πάντα.
«Αυτό που γίνεται με όλους τους γεράκους, τι να έγινε; Εγώ θα ήμουνα εφτά οχτώ χρονών, θυμάμαι. Πολύ λυπήθηκα. Ύστερα άρχισαν να πεθαίνουν οι θείοι μου, από τον μεγαλύτερο στον μικρότερο, με τη σειρούλα τους, αλλά δεν θυμάμαι να τους έκλαψα τόσο όσο τον δον Γκαμαδιέλ. Εκείνες τις ημέρες ερχόμουνα κάθε πρωί στον φάρο για να δω αν είχε φτάσει ο καινούριος φαροφύλακας, που τον φανταζόμουνα νέο και μυώδη, λίγο άξεστο, που θα πέταγε πετυχημένες βρισιές. Αλλά δεν ερχόταν κανένας – και δεν ήρθε κανένας ποτέ πια, γιατί εκείνη την εποχή τα πλοία δεν έπιαναν πλέον στο νησί και ο φάρος αχρηστεύτηκε, καλύφθηκε με ένα πέπλο μυστηρίου και τον σφάλισαν με λουκέτο για πάντα. Βέβαια, με τον Χερόνιμο είχαμε ανακαλύψει πως αν έκανε κάποιος λίγο παρακεί, προς τη μεριά της θάλασσας, μπορούσε να μπει μέσα στον φάρο από μια μεγαλούτσικη τρύπα. Τα βράδια λοιπόν το σκάγαμε από το αρχοντικό κι ερχόμασταν εδώ με τα πιτσιρίκια της ηλικίας μας. Σκαρφαλώναμε τον τοίχο, μπαίναμε μέσα απ’ αυτή την τρύπα, ανεβαίναμε από τη σπειροειδή σκάλα ως επάνω και καθόμασταν γύρω γύρω στα κάγκελα – να εκεί, βλέπετε; Πεθαμένοι από το κρύο και τον φόβο, με την ταραγμένη θάλασσα από κάτω σαν εφιάλτη, λέγαμε στα υπόλοιπα πιτσιρίκια την ιστορία του φαροφύλακα που έπεσε από τα ίδια αυτά κάγκελα εξαιτίας της μοναξιάς».
«Αυτή την ιστορία, δον Χουλιάν, δεν μας την είχατε πει ποτέ».
«Το ξέρω».
«Και όταν ήσασταν παιδιά, ποιος έλεγε την ιστορία στα άλλα πιτσιρίκια; Εσείς ή ο δον Χερόνιμο;»
Εγώ του έλεγα: “Μην κοιμάσαι, αδερφέ”. Κι εκείνος μου απαντούσε: “Δεν θα κοιμηθώ αν δεν κοιμηθείς κι εσύ”.
«Εγώ βέβαια. Ο Χερόνιμο πάντοτε τραύλιζε λιγάκι. Δεν ήταν αυτός για να τρομάζει τους άλλους. Με βοηθούσε, όμως. Για παράδειγμα, όταν εγώ έμενα σιωπηλός μια στιγμή τελειώνοντας την ιστορία, εκείνος ανασηκωνόταν λιγάκι, σαν να αλαφιαζόταν και ρωτούσε: “Το ακούσατε αυτό;”. Δεν είχε ακούσει τίποτα βέβαια, αλλά οι υπόλοιποι άρχιζαν να ακούνε διάφορα: τους λυγμούς του γεροφαροφύλακα ή τον θόρυβο από αλυσίδες που σέρνονταν μέσα στον φάρο ή το γέλιο κάποιου πειρατή, που πιθανότατα ήταν κάποια χαλκόκοτα που είχε αϋπνίες. Το μυαλό έχει μεγάλη δύναμη και μπορεί να σε προδώσει. Ύστερα, πήγαινε ο καθένας στο σπίτι του τρέμοντας κι αναρωτιόταν γιατί, διάολε, είχε πάει στον φάρο, και ο Χερόνιμο κι εγώ μέναμε ξάγρυπνοι όλη νύχτα, αγκαλιασμένοι. Εγώ του έλεγα: “Μην κοιμάσαι, αδερφέ”. Κι εκείνος μου απαντούσε: “Δεν θα κοιμηθώ αν δεν κοιμηθείς κι εσύ”. Οπότε δεν κοιμόταν κανένας και την επόμενη μέρα κουτουλάγαμε και μας φεύγανε τα πρόβατα ή χύναμε την καρδάρα με το γάλα, και μας έριχναν ξύλο οι θείοι μας κι ύστερα μας έδιναν φιλιά, γιατί κατά βάθος μας αγαπούσαν πάρα πολύ».
Ο δον Χουλιάν σώπασε απότομα, σαν να είχε ντραπεί που μας είχε πει τόσα ή που υπήρξε εποχή που κοιμόταν αγκαλιά με τον δίδυμο αδερφό του. Εμάς μας φάνηκε η πιο όμορφη ιστορία του κόσμου. Δεν του ζητήσαμε όμως να τη συνεχίσει, διότι κανείς πρέπει να ξέρει πότε να δείχνει εν διαφέρον και πότε να μη γίνεται φορτικός.
Αντιθέτως, ρωτήσαμε: «Να υπάρχει ακόμη εκείνη η τρύπα;». Και δίχως να περιμένουμε απάντηση βρεθήκαμε γύρω από τον φάρο, σκαρφαλώνοντας λιγάκι από τις μουσκεμένες πέτρες.
Εκεί που τελείωνε η κόκκινη μπογιά υπήρχε πράγμα τι ένα είδος ανοιχτού παράθυρου. Αλλά ήταν πολύ στενό ακόμα και για ένα μικρό παιδί, και η αλήθεια είναι ότι δεν βλέπαμε πώς θα μπορούσαν να τρυπώνουν από εκεί στον φάρο, ειδικά από εκείνη τη μεριά, όπου γλιστρούσαν τα πάντα από το πούσι της θάλασσας, πόσο μάλλον αν ήταν νύχτα, με μοναδικό φως τη λάμψη των άστρων. Συμπεράναμε πως ήταν απολύτως αδύνατο να μπει κανείς στον φάρο, ούτε καν ένα γατί, από εκείνη την τρυπούλα.
Ο δον Χουλιάν μας περίμενε καθισμένος πάνω στα βράχια στην άλλη μεριά, χαμογελαστός, κι εμείς – ε, κι εμείς του αντιγυρίσαμε το χαμόγελο.
«Εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί η τρύπα;»
«Ναι, ναι».
«Δεν σας το είπα;»
Τότε μας είπε πως ήθελε να πάει στο καινούριο νεκροταφείο να χαιρετήσει τη Μιλένα. Ήταν στον δρόμο μας για την ταβέρνα, οπότε πήγαμε όλοι μαζί, περπατώντας σιωπηλοί, σαν να προετοιμάζαμε την ψυχή μας, και ρίχναμε μια στο τόσο ματιές προς τον φάρο, που από μακριά δεν έμοιαζε ούτε τόσο παλιός ούτε τόσο βρόμικος, μονάχα πολύ πιο μυστηριώδης μέσα στην ακινησία της μοναξιάς του.
* * *
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: Ένα μικρό νησί που δεν το δείχνουν καν οι χάρτες. Μια παλιά συμφωνία με τον διάβολο, ένα νεκροταφείο χωρίς νεκρούς και μια ταβέρνα σ’ ένα εγκαταλειμμένο πλοίο, όπου όλο το χωριό μαζεύεται για να μοιραστεί θρύλους και ιστορίες – ανάμεσά τους την ιστορία των δίδυμων αδερφών Γκαρσές, που ο ένας διάλεξε να μην αφήσει ποτέ το νησί κι ο άλλος έφυγε για να δει τον κόσμο. Το μυθιστόρημα ξεκινά –ή τελειώνει– όταν ο ένας από τους δύο, αυτός που έφυγε κάποτε με βάρκα, επιστρέφει μ’ ένα μικρό αεροπλάνο, και παγιδεύεται στο νησί για τις τέσσερις εποχές μιας χρονιάς με πανδημία. Ολόκληρο το νησί, κάθε γωνιά, κάθε κάτοικός του, γίνεται μια φωνή που λέει την ιστορία τους, καθώς τα δυο αδέρφια προσπαθούν να επικοινωνήσουν, να θυμηθούν, να πενθήσουν και να γιορτάσουν μαζί το παρελθόν. Μετά το «Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή», ο Χιλιανός συγγραφέας Αντρές Μοντέρο αφηγείται μια ιστορία μαγική αλλά γεμάτη αλήθεια, που ξεπροβάλλει σαν νησί μέσα στη θάλασσα του χρόνου και της μνήμης.
O ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Ο Andrés Montero είναι συγγραφέας και προφορικός αφηγητής. Έχει γράψει τα βιβλία «Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή», «Taguada» και «Tony Ninguno», καθώς και εφηβικά βιβλία και το δοκίμιο «Por qué contar cuentos en el siglo XXI». Το 2017 ο συγγραφέας έλαβε το βραβείο Elena Poniatowska, που απονέμεται στο καλύτερο μυθιστόρημα ισπανόφωνης λογοτεχνίας της χρονιάς (Premio Iberoamericano de Novela Elena Poniatowska) στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στην Πόλη του Μεξικού, για το έργο του «Tony Ninguno». Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο Marta Brunet και το Βραβείο της Πόλης του Σαντιάγο για το εφηβικό «Alguien toca la puerta». Για το «Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» απέσπασε το Βραβείο της Ακαδημίας Γλώσσας της Χιλής και το Βραβείο της Πόλης του Σαντιάγο. Διευθύνει τη Σχολή Λογοτεχνίας και Προφορικής Παράδοσης Casa Contada.