Βιβλιο

Όλγκα Τοκάρτσουκ - Εμπούσιον: Η Πολωνίδα νομπελίστρια αποκαλύπτει αλήθειες για τον κόσμο

Από τον Τόμας Μαν στην Τοκάρτσουκ: φυματίωση, φιλοσοφία και φαντάσματα

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 970
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Αναγνώστης με αιτία: Παρουσίαση του βιβλίου «Εμπούσιον» της Όλγκα Τοκάρτσουκ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη

Εμείς που αγαπήσαμε το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, που επισκεφτήκαμε με τον νεαρό του ήρωα το σανατόριο εκεί ψηλά, που χαθήκαμε στη χιονοθύελλα με τον Χανς Κάστορπ, που ζήσαμε τον έρωτά του με την Κλώντια Σωσά (και μάλιστα σε μετάφραση Άρη Δικταίου), έχουμε τώρα την ευκαιρία να βρεθούμε για μια ακόμη φορά σε ένα παρόμοιο περιβάλλον, μιας εποχής μακρινής κι ενός τόπου χαμένου στους θρύλους.

Η Πολωνίδα με το δυσκολοπρόφερτο όνομα, η Όλγκα Τοκάρτσουκ κοντολογίς, μας προσφέρει το τελευταίο της μυθιστόρημα με έναν τίτλο αλλόκοτο, που σε πρώτη ανάγνωση δεν σημαίνει κάτι. Η λέξη εμπούσιον είναι, ωστόσο, ένα σύμφυρμα δύο λέξεων που προέρχονται από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό: έμπουσα και συμπόσιον. Η Έμπουσα ήταν δαίμονας θηλυκός, που σχετιζόταν με τη χθόνια θεά Εκάτη, μεταμορφωνόταν διαρκώς και απολάμβανε να καταβροχθίζει ανθρώπινη σάρκα. Και όλοι ξέρουμε το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα.

Όπως και στο «Μαγικό βουνό», έτσι κι εδώ, οι θεραπευόμενοι στο σανατόριο φιλοσοφούν διαρκώς, ενώ περιμένουν τη σωτηρία –ή τον θάνατο–, εκεί στα ψηλά βουνά, που θα ’λεγε κι ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Το συμπόσιο το έχουν στήσει οι Έμπουσες, κάτι δαιμονικά πλάσματα της τοπικής μυθολογίας, που παραμονεύουν στα δάση, αναζητώντας το επόμενο θύμα τους.

Ο ήρωας της Τοκάρτσουκ (επαναλαμβάνω το όνομα της συγγραφέως μήπως και καταφέρω να το αποστηθίσω) είναι ένας φοιτητής, ονόματι Βόινιτς, που πάσχει από φυματίωση και πηγαίνει ως εκεί με την ελπίδα να γίνει καλά. Μόνο που λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο – στην κυριολεξία. Ο πανδοχέας του είναι ένα άτομο που κρύβει μυστικά στο πατάρι – κυριολεκτικά. Οι υπόλοιποι ένοικοι περιφέρονται τις ώρες της σχόλης, όταν δεν κάνουν παγωμένα λουτρά ή ξαπλωματοθεραπεία στο μικρό χωριό ή στις μακρινές λοφοπλαγιές, γεμίζοντας τα χτυπημένα από τον βάκιλο του Κοχ πνευμόνια τους με καθαρό αέρα. Την ίδια στιγμή δεν χάνουν την ευκαιρία να φιλοσοφήσουν επί παντός επιστητού, πράγμα που ενίοτε προξενεί χασμουρητά ή πονοκέφαλο στον αγνό ήρωά μας.

Όμως ο αγνός ήρωάς μας, βασανίζεται κι από μια άλλη βαθύτερη έγνοια. Κάτι κρύβει που δεν θέλει επ’ ουδενί να έρθει στο φως. Κάτι που ο αναγνώστης δεν μαθαίνει παρά προς το τέλος του μυθιστορήματος. Μια ιδιαιτερότητα που κάνει τον νεαρό φοιτητή Βόινιτς να ξεχωρίζει από τους γύρω του. Μάλιστα, δέχεται προειδοποιήσεις ότι μπορεί να γίνει το επόμενο θύμα των σατανικών θηλυκών πνευμάτων που ζουν στο κοντινό δάσος και τρέφονται με ανθρώπινη σάρκα. Ο Βόινιτς αγνοεί τις προειδοποιήσεις και ασχολείται με μια μυστηριώδη γυναίκα που έχει φτάσει στο απόμακρο χωριό, φέροντας πάντα στο κεφάλι μια πλατύγυρη καπελαδούρα. Να είναι άραγε αυτή η Κλώντια Σωσά του «Μαγικού βουνού»;

Το μυθιστόρημα της Τοκάρτσουκ, μεταφρασμένο άψογα από την Αναστασία Χατζηγιαννίδη, μου κράτησε δροσερή παρέα τις μέρες του καύσωνα, με έκανε να αναζητήσω τα άλλα βιβλία της Πολωνίδας νομπελίστριας και γέμισε τον αναγνωστικό μου βυθό με καινούργια πλάσματα, με αλλόκοτες ποσειδωνίες, που αργοσαλεύουν στα σκοτεινά νερά.