Βιβλιο

«Κρυφά διαμάντια»: Αποκλειστική προδημοσίευση

Το μυθιστόρημα της Χόλι Μπρίκλεϊ, «Κρυφά διαμάντια» (μετάφραση Μυρσίνη Γκανά, Εκδόσεις Μεταίχμιο) κυκλοφορεί στις 23 Σεπτεμβρίου

A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια μουσικοκριτικός που δεν έχει ταλέντο στη μουσική, κι ένας επίδοξος μουσικός που προσπαθεί να την κάνει μούσα του

Το μυθιστόρημα της Holly Brickley, «Κρυφά διαμάντια» (μετάφραση Μυρσίνη Γκανά, 444 σελίδες, Εκδόσεις Μεταίχμιο), κυκλοφορεί στις 23 Σεπτεμβρίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την A.V.:

Με πέτυχε να τραγουδάω στον σκοπό κάποιου σαχλοτράγουδου. Ήταν το 2000, οπότε μπορεί να σκεφτεί κανείς άπειρα αδιάφορα χιτάκια: πιθανότατα κάποιο boy band, κάποια έφηβη με κοντό μπλουζάκι ή κανένας μυώδης τύπος που ακούγεται λες κι έχει βουλωμένη μύτη. Περίμενα το ποτό μου στο μπαρ, στην κοσμάρα μου· δεν είχα καν συνειδητοποιήσει ότι τραγουδούσα, μέχρι που έπιασα το χαμόγελό του με την άκρη του ματιού μου και ντράπηκα όσο δεν πάει – ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.

«Άθλιο τραγούδι» του είπα προσπαθώντας να το παίξω άνετη. «Αλλά κολλητικό».

Γνωριζόμασταν με εκείνον τον ακαθόριστο τρόπο που ξέρεις άτομα στο πανεπιστήμιο χωρίς να έχετε συστηθεί ή να έχετε μιλήσει ποτέ. Τζόι τον φώναζαν, όμως αποφάσισα επιτόπου ότι δεν του ταίριαζε το υποκοριστικό. Πρώτα απ’ όλα, ήταν πολύ ψηλός. Ακούμπησε τον αγκώνα του στο μπαρ και είπε: «Μπορεί όμως να είναι ποτέ πραγματικά άθλιο ένα κολλητικό τραγούδι, αν είναι πραγματικά κολλητικό;».

«Ναι» απάντησα.

«Μα την κάνει τη δουλειά του» είπε. «Είναι αποτελεσματικό. Είναι πιασάρικο». «Και ο Ντικ Τσέινι είναι αποτελεσματικός» του απάντησα. «Και οι Ναζί ήταν πιασάρικοι».

Να το πάλι αυτό το πλατύ χαμόγελο. Ο μπάρμαν έσπρωξε την μπίρα προς το μέρος μου κι εγώ την άρπαξα λες και μου έσωζε τη ζωή. Ακούμπησα το παγωμένο ποτήρι στο μάγουλό μου. Το τραγούδι τελείωσε και η βαβούρα του μπαρ κάλυψε το κενό του ήχου: πάγος που χτυπούσε στο σέικερ, δίσκοι σάφλμπορντ που συγκρούονταν, ένα ζευγάρι καθισμένο στην μπάρα που φώναζε απογοητευμένο σε μια τηλεόραση στερεωμένη πάνω από το κεφάλι του μπάρμαν. Ο Τζο παράγγειλε ένα ποτό και άρχισε να βγάζει κάτι τσαλακωμένα χαρτονομίσματα από την τσέπη του τζιν του. Ήμουν έτοιμη να επιστρέψω στο σεπαρέ μου, όταν άρχισε να παίζει το «Sara Smile» των Hall and Oates κι εκείνος έβγαλε έναν αναστεναγμό.

«Πόσο τέλειο τραγούδι». Πέρασε το χέρι του μέσα από τα σκούρα, πυκνά σγουρά μαλλιά του και το έσυρε αργά προς το μάγουλό του καθώς άκουγε.

Hall and Oates! Τους λάτρευα τους Hall and Oates! Ήταν σπάνιο να τους επιλέξει κάποιος στο τζουκμπόξ εκείνη την εποχή – ένα συγκρότημα με ήχο της δεκαετίας του ’80 που οι περισσότεροι άνθρωποι που ήξερα θεωρούσαν κάπως σαχλό, πολύ πρόσφατο για να το ακούσει κανείς νοσταλγικά, αν και αυτό σύντομα θα άλλαζε. Ακούμπησα στην μπάρα δίπλα του και άκουσα τον υπέροχο, αισθησιακό πρώτο στίχο.

«Βασικά» του είπα, γιατί δεν μπορούσα να συγκρατηθώ «θα το έλεγα τέλεια ηχογράφηση, τέλειο κομμάτι. Όχι τέλειο τραγούδι». Κατάλαβα ότι το έπιανε πάνω κάτω, παρ’ όλα αυτά το εξήγησα περαιτέρω, λεπτομερώς, λες και επρόκειτο για καμιά φοβερά πολύπλοκη ιδέα: « Ένα τέλειο τραγούδι έχει πιο γερά θεμέλια. Στίχους, συγχορδίες, μελωδία. Μπορεί να παιχτεί διαφορετικά, να ηχογραφηθεί από άλλο παραγωγό και σχεδόν πάντα θα είναι καταπληκτικό. Το “Both Sides, Now”, ας πούμε –και σόρι που γίνομαι αυτό το κορίτσι σε κάποιο μπαρ που μιλάει για την Τζόνι Μίτσελ–, οποιοσδήποτε τραγουδιστής που δεν είναι εντελώς χάλια μπορεί να το διασκευάσει και ακούγοντάς το θα ανατριχιάσεις, σωστά;».

Ήταν παρακινδυνευμένο να υποθέσω ότι ήξερε το τραγούδι, αλλά αμέσως κατένευσε.

«Φουλ». Έσκυψα για να αποφύγω τη μασχάλη ενός ψηλού τύπου που έπαιρνε το ποτό του από τον μπάρμαν. Τα μάτια του Τζο όμως παρέμειναν καρφωμένα πάνω μου, σαν προβολείς, οπότε συνέχισα. «Το “Sara Smile” όμως… Μπορείς να φανταστείς οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον Ντάριλ Χολ να το τραγουδάει έτσι ακριβώς όπως το είπε εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα;»

Ο Τζο τέντωσε το αυτί του. Ο Ντάριλ Χολ απάντησε με ένα μακρόσυρτο, κομψό ριφάκι.

Κούνησα το δάχτυλό μου στον αέρα ακολουθώντας τη μελωδία. «Βλέπεις; Το ωραιότερο σημείο του κουπλέ είναι όταν κάνει τσαλίμια με τη φωνή του. Ένα τέλειο τραγούδι –μιλάμε για την ποπ-ροκ σκηνή προφανώς– μπορεί να βελτιωθεί με τους φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς ή να καταστραφεί από αυτούς. Αλλά δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στα φωνητικά τσαλίμια».

Ο Τζο δεν έμοιαζε ούτε έτοιμος να με ειρωνευτεί ούτε να βαριέται και αυτές ήταν συνήθως οι αντιδράσεις που εισέπραττα όταν ξεκινούσα τέτοιες αναλύσεις. Δεν άρχισε να μου κάνει κήρυγμα για τον σχετικισμό σχηματίζοντας με τα δάχτυλα εισαγωγικά στον αέρα όταν έλεγε «καλή μουσική» ούτε τίποτα τέτοιο. Απλώς σήκωσε το μπουκάλι της Budweiser, το κράτησε για μια στιγμή μπροστά στα χείλη του και ήπιε μια γουλιά.

Ο ψηλός τύπος δίπλα μας του χτύπησε τον ώμο και τα μάτια του Τζο φωτίστηκαν –τον αναγνώρισε–, οπότε προφανώς η κουβέντα μας είχε τελειώσει. Αλλά, προτού προλάβω να φύγω, στράφηκε πάλι προς το μέρος μου. «Πώς σε λένε, είπαμε;» με ρώτησε μισοκλείνοντας τα μάτια και κοιτάζοντάς με λες και ήμουν κάποια ακίδα που προσπαθούσε να πιάσει με το τσιμπιδάκι.

«Πέρσι» απάντησα. «Άντε γεια».

Επέστρεψα στο σεπαρέ όπου η συγκάτοικός μου και ο φίλος της οργάνωναν ένα πάρτι που καθόλου δεν ήθελα να κάνουμε. «Επιτέλους» είπε η Μέγκαν καθώς χώθηκα στον ξύλινο πάγκο απέναντί τους. «Λες να μας φτάσει μία τεράστια SKYY; Συν ό,τι αναψυκτικά και χυμούς πάρουμε για να την ανακατέψουμε κι ένα βαρέλι μπίρα;» Μου έδειξε ένα post-it κολλημένο στο ημερολόγιό της. «Θα μας βγει από ένα πενηντάρικο στον καθένα. Εκτός κι αν πάρουμε μόνο Red Bull για να την ανακατέψουμε».

Η Μέγκαν σπούδαζε Ιστορία της Τέχνης, αλλά πάντα φαινόταν πιο χαρούμενη όταν έκανε απλές μαθηματικές πράξεις. Κατάφερνα να αντέχω την οργάνωση και την ευταξία της επιδιδόμενη σε μικροεπαναστάσεις: άφηνα ανοιχτή την οδοντόκρεμα, πλήρωνα λογαριασμούς με μικρή καθυστέρηση – όλα τόσο όσο, ώστε να ικανοποιώ μια λαχτάρα για χάος μεν, χωρίς να καταστρέψω τη φιλία μας δε. Ήταν σημαντική για μένα, κυρίως επειδή ήταν σπάνια, σαν ένα άσχημο διαμάντι.

«Το είπα στον Τρεντ αυτό που συζητήσαμε, ότι δεν θα καλέσουμε όλο τον κόσμο» είπε ρίχνοντας μια ματιά στον φίλο της καθώς έπινε μια γουλιά από το Cosmopolitan της. Ο καημένος ο Τρεντ. Ειλικρινά πίστευα ότι θα είχαν χωρίσει ως τώρα.

«Θα έρθει ο Τζόι Μόροου;» με ρώτησε ο Τρεντ με το βλέμμα στραμμένο ταυτόχρονα και στη Μέγκαν. Όταν σήκωσα τους ώμους, επέμεινε: «Μιλούσες μαζί του στο μπαρ, έτσι δεν είναι; Είμαστε μαζί στο μάθημα των Οικονομικών».

Η Μέγκαν γύρισε να κοιτάξει πίσω από τον ώμο της. «Α, ναι – ο Τζόι και η Ζόι, που και οι δύο γουστάρουν Μπόουι. Ναι, είναι ωραίοι τύποι».

Το ήξερα αυτό, ότι είχε κοπέλα.

* * *

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: Παρασκευή βράδυ, φθινόπωρο του 2000. Σε ένα μπαρ λίγα τετράγωνα μακριά από το πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ η Πέρσι Μαρκς μιλάει πάλι για μουσική. Στο τζουκμπόξ παίζει Hall and Oates κι εκείνη, που δεν έχει κανένα ταλέντο στη μουσική, αλλά έχει άποψη για οτιδήποτε σχετίζεται με αυτήν, επιδίδεται σε αυτό που ξέρει ότι είναι η πιο ενοχλητική της συνήθεια: δεν μπορεί να σταματήσει να αναλύει υπερβολικά το τραγούδι. Απόψε όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δίπλα της στο μπαρ βρίσκεται ο συμφοιτητής της Τζο Μόροου, ταλαντούχος μουσικός με στόφα σταρ, ο οποίος θα μπορούσε να την ακούει να μιλάει όλη νύχτα. Ο Τζο καταλήγει να ζητά τη γνώμη της Πέρσι για τα τραγούδια του και το αποτέλεσμα είναι η έναρξη μιας συνεργασίας που θα διαρκέσει χρόνια, θα πυροδοτήσει νέες, παθιασμένες επιθυμίες και θα οδηγήσει τον Τζο στον δρόμο προς τη φήμη. Όμως όλο αυτό θα τους πληγώσει και τους δύο, παγιδεύοντάς τους σε ρόλους που κανείς τους δεν ήθελε. Παρασύροντάς μας σε ένα ταξίδι από τα μπαρ του Μπρούκλιν στις σκηνές του Σαν Φρανσίσκο, το βιβλίο μιλά για το ταλέντο, τις εμμονές, τις υποχωρήσεις, και κυρίως για την ανάγκη που έχει ο καθένας μας να ακουστεί. Με σάουντρακ τις μεγαλύτερες επιτυχίες αλλά και τα λιγότερο γνωστά τραγούδια της δεκαετίας του 2000, με τις μουσικές γνώσεις και τον ρομαντισμό του High Fidelity, τα Κρυφά διαμάντια είναι ένα ερωτικό γράμμα στους μιλένιαλ και στην ίδια τη μουσική.

Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Η Holly Brickley (Χόλι Μπρίκλεϊ) σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ και έκανε το μεταπτυχιακό της στο Κολούμπια. Μεγάλωσε στον Καναδά και τώρα ζει στο Πόρτλαντ με τον άντρα της και τις δύο τους κόρες. Τα «Κρυφά διαμάντια» είναι το πρώτο της βιβλίο.