Βιβλιο

Βιντσέντζο Λατρόνικο, «Η τελειότητα»

Το Βιβλίο της Εβδομάδας, από τις Εκδόσεις Loggia

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Νέοι τίτλοι που ξεχωρίζουν, προτάσεις που αξίζουν τον χρόνο σας, κείμενα για το βιβλίο και την ανάγνωση

Βιντσέντζο Λατρόνικο, «Η τελειότητα» (μετάφραση Δήμητρα Δότση, 143 σελίδες, Εκδόσεις Loggia)

H «Τελειότητα» είναι ένα παράδοξο βιβλίο. Και τρομερά ενδιαφέρον επίσης. Μοιάζει με virtual ξενάγηση σε ένα μουσείο εν προόδω. Καθώς είναι και μικρό, αλλά κυρίως επειδή είναι έτσι δελεαστικό, σαν ένα σπάνιο έδεσμα που φοβάσαι μη σου τελειώσει, δύσκολα θα το αφήσεις από τα χέρια σου χωρίς να το τελειώσεις. Πράγμα που σημαίνει ότι σίγουρα θα ξενυχτήσεις — γιατί είναι μεν μικρό, αλλά όχι τόσο μικρό. Είναι όμως —ανάμεσα και σε πολλά άλλα που έχουν ήδη γραφτεί και αναλυθεί με μια ποικιλία από τρόπους, καθώς πολλοί, και δικαίως, ασχολήθηκαν με αυτό— και κάτι ακόμα: είναι ένα βιβλίο γεμάτο πράγματα που θα τα ζηλέψεις παράφορα. Και όμως: ΟΛΑ ο συγγραφέας τους τα βλέπει με μια ειρωνική, ιδιαιτέρως λοξή, αν και ταυτόχρονα προσποιητά αποστασιοποιημένη ματιά. Όμως ο ίδιος —και πολλές, πολλές χιλιάδες άνθρωποι σαν κι αυτόν— τα έζησε ώς το μεδούλι τους. Κι εμείς δεν μπορούμε παρά να τον ζηλεύουμε· κι αυτόν, και όλες τις πολλές χιλιάδες άλλους.

Όπως και οι ήρωές του, ο Βιντσέντζο Λατρόνικο υπήρξε επίσης ένας «ψηφιακός νομάς» στο Βερολίνο για αρκετά χρόνια (έζησε εκεί από το 2009 έως το 2023, με μικρά διαλείμματα, ιδιαίτερα από το 2015 έως το 2017), οπότε εδώ εν μέρει αυτοβιογραφείται. Όπως διαβάσαμε σε μια συνέντευξή του στην «Κ», «το 99% των λεπτομερειών και των γεγονότων [στο βιβλίο] είναι πραγματικό, είτε δικά μου είτε ανθρώπων που ήξερα». Και όλες αυτές οι λεπτομέρειες, όλα αυτά τα γεγονότα, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, και βέβαια η πόλη, μια πόλη που δεν παύει ποτέ να κοιτιέται στον καθρέφτη της φουσκώνοντας τα χείλια, είναι που σε κάνουν να λες μετά από κάθε σελίδα που διαβάζεις, ή και από κάθε παράγραφο, «Διάολε, γιατί να μην ήμουν κι εγώ εκεί, τότε;…»

Και όμως: ο ίδιος, σήμερα, στο μικρό αλλά πολύ «συμπυκνωμένο» αυτό βιβλίο-μαρτυρία, κοιτά —ξαναλέμε— με μια αγαπητική ειρωνεία εκείνο τον καιρό και εκείνους τους ανθρώπους, τους (ας τους πούμε χίπστερ) πιονέρους των εργαλείων που έκαναν το ίντερνετ μια τεράστια αγορά, μέσα στην οποία ζούμε άλλωστε όλοι μας. Άνθρωποι που ζούσαν στην πιο ενδιαφέρουσα πόλη της Ευρώπης, αν όχι του κόσμου, κάνοντας μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες δουλειές των καιρών μας —κάποιες από αυτές εντελώς αεριτζίδικες βέβαια—, και αναπνέοντας έναν αέρα που ήταν ένας αέρας εκρηκτικής ελευθερίας και πυρετωδών αναζητήσεων, μα που επίσης, ναι, ήταν τρόπον τινά «επιδερμικός», επιφανειακός, και ίσως όχι πάρα πολύ γερά γαντζωμένος στην πόλη και στην όντως πραγματικότητά της.

Οι ψηφιακοί νομάδες βέβαια δεν (πρέπει να) εγκλιματίζονται πλήρως σε έναν τόπο, καθώς είναι εξ ορισμού περαστικοί από αυτόν, όσο κι αν ζήσουν τελικώς εκεί. Και έχουν επίσης κάθε δικαίωμα να μη ζουν όπως οι «φυσιολογικοί» άνθρωποι —στο σπίτι τους μαζί με έναν άνθρωπο και μια γάτα ας πούμε—, αλλά σαν αυτό που είναι: μέλη μιας πολύβουης κοινότητας expats που τριγυρίζει στην πόλη όμοια με μελίσσι που γυρίζει από λουλούδι σε λουλούδι — από γκαλερί σε γκαλερί, από εγκαίνια σε εγκαίνια, από το τάδε ιν μέρος στο δείνα ιν μέρος, από καινούργιο αντεργκράουντ κλαμπ σε ακόμη πιο καινούργιο και πιο αντεργκράουντ κλαμπ.

Το βιβλίο είναι επίσης και μια διπλή ιστορία ενηλικίωσης. Ο Τομ και η Άννα, digital creators που αγαπούν τη δουλειά τους και τα όμορφα πράγματα, θα ζήσουν όλα τα στάδια αυτού που, χωρίς να μπορούν να το καταλάβουν, ήταν μια ολόκληρη ιστορική περίοδος για την Ευρώπη· μια περίοδος που πέρασε από μέσα τους μουδιάζοντάς τους γιατί… γιατί δεν ήταν σαν τους άλλους· όχι σε όλα, τέλος πάντων, και όχι σε καθετί. Και ο Λατρόνικο —που τους αγαπά πολύ κατά βάθος, κι ας τούς σούρνει τα μύρια όσα—, με μια γλώσσα πολύ καλά δουλεμένη, αξιομνημόνευτα προσεκτική και με τόσο έξοχη ακρίβεια και διεισδυτικότητα —στ’ αλήθεια, τόση που σε κάνει να πιστεύεις ότι τα βλέπεις όλα όπως ήταν στην πραγματικότητα—, το κάνει πολύ καλά όλο αυτό, τόσο με την περιγραφική δεινότητά του, όσο και κυρίως με το έξοχο εύρημα να μη δίνει φωνή στους ήρωές του. Όπως από μια φωτογραφία στο IG, από το βιβλίο απουσιάζουν τελείως οι διάλογοι: περνάμε πάνω από τη ζωή και τον χρόνο των κεντρικών μας ηρώων, και όλων των υπολοίπων, σαν να έχουμε επιβιβαστεί σε ένα ντρόουν, που παίρνει τη φυσική ζωή από κάτω του, την αλέθει, και τη μετατρέπει σε πίξελ.

H «Τελειότητα» είναι ένα παράδοξο βιβλίο που μιλά με έναν τόνο στακάτου «μετα-μπαρόκ» για την Ευρώπη. Για το σήμερα (αν και συχνά φοβάσαι πως το μόλις… χθεσινό σήμερα θεωρείται από εκείνους που εντέλει το διαμόρφωσαν σαν ήδη παλιό και ξεπερασμένο: μια μόδα που ήρθε και χάθηκε, σαν ξεπερασμένο φίλτρο για φωτογραφίες). Για την ελαφρότητα των πραγμάτων· που ίσως είναι και η μεγαλύτερη ποιότητά τους. Για τη διαρκή αναζήτηση της επίπλαστης ομορφιάς· που όμως είναι τόσο μα τόσο όμορφη κάποιες στιγμές, και που είναι τελικά η ζωή μας. Και βέβαια για το Βερολίνο· είναι μια ωδή στο Βερολίνο.

Η μετάφραση της Δήμητρας Δότση είναι έξοχη όπως όλες οι μεταφράσεις της Δήμητρας Δότση. Αλλά, δεν ξέρουμε, μοιάζει εδώ να έχει πασπαλίσει την πραγματικότητα του κειμένου με μια ψηφιακή αστερόσκονη, που το απογειώνει.

ΥΓ. Ήμασταν κι εμείς εκεί, μια εικοσιπενταετία πριν τον Λατρόνικο και μόλις για έξι μήνες, κι όμως προλάβαμε να νιώσουμε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Από τότε ακόμη —το λέγαν, και ήταν, Δυτικό εκείνο τον μακρινό καιρό— ζούσαν έτσι εκεί. Γι’ αυτό και, όσο και να σαρκάζει ο καλός μας συγγραφέας, ό,τι και να λένε κάποιοι κριτικοί για το βιβλίο (πολλά κείμενα είναι περισσότερο επιφανειακά κι από το δικό μας, ενώ άλλα μιλάνε για τον… καπιταλισμό, για το μεταμοντέρνο, για τη νεωτερικότητα, κλπ. κλπ.), ό,τι κι αν λέει οποιοσδήποτε, ακόμη κι ο ίδιος μας ο εαυτός που δεν αντέχει τα εγκαίνια, τις γκαλερί και το τόφου: σκάμε από τη ζήλια διπλά.

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:

Το μέλλον φάνταζε θολό. Δεν μπορούσαν να το φανταστούν διαφορετικό από την τόσο γυαλιστερή και προσεγμένη καθημερινότητά τους, και αυτό του προσέδιδε κάτι το αφηρημένο και όχι και τόσο δελεαστικό. Είχαν μεγαλώσει με τη λανθάνουσα εικόνα των κοινωνικών ανακατατάξεων του ’60 και του ’70· οι παππούδες τους είχαν γνωρίσει τον πόλεμο, κλυδωνιζόμενοι από το τσουνάμι ενός αιώνα που τώρα έδειχνε να έχει κλείσει οριστικά, να έχει εκβάλει σε ένα παρόν που έμοιαζε με απέραντη μπουνάτσα. Θα τους άρεσε να ήταν είκοσι χρονών το ’68 ή να είχαν διαδηλώσει την ημέρα που έπεσε το Τείχος. Για τις προηγούμενες γενιές ήταν πολύ πιο εύκολο να καταλάβουν ποιοι ήταν, πού ανήκαν. Τα προβλήματα εκείνης της εποχής, όσο πιεστικά κι αν ήταν, φάνταζαν πιο ευδιάκριτα, πιο ευεπίλυτα. Σήμερα οι επιλογές ήταν υπερβολικά πολλές, και καθημερινά διακλαδώνονταν σε έναν λαβύρινθο άλλων επιλογών, που εντέλει απέκλειαν κάθε πιθανότητα δραστικής αλλαγής. Το πιο επαναστατικό μέλλον που μπορούσαν να φανταστούν ήταν η ισότητα των φύλων στα διοικητικά συμβούλια, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ο βιγκανισμός. Η Άννα και ο Τομ ζήλευαν όχι μόνο όσους είχαν καταφέρει να παλέψουν για έναν ριζοσπαστικά διαφορετικό κόσμο, αλλά ακόμα και όσους ήταν σε θέση να τον φανταστούν διαφορετικό.

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Όλοι θα ήθελαν τη ζωή της Άννας και του Τομ. Ένα νεαρό ζευγάρι ψηφιακών νομάδων ζει το όνειρό του στο Βερολίνο, σε ένα φωτεινό διαμέρισμα γεμάτο φυτά και αντικείμενα ντιζάιν. Η καθημερινότητά τους περιστρέφεται γύρω από το εκλεπτυσμένο φαγητό, την προοδευτική πολιτική ατζέντα, τον σεξουαλικό πειραματισμό και τα ατελείωτα πάρτι. Η ιδανική συνθήκη, κοινή για μια ολόκληρη γενιά, που ζει και ανασαίνει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Σταδιακά, η τελειότητα αποδεικνύεται μονότονη και οι ισορροπίες τους εύθραυστες. Οι φίλοι τους επιστρέφουν στην πατρίδα, κάνουν παιδιά, ωριμάζουν. Ο ακτιβισμός τους, τόσο άρτιος επιφανειακά, πρακτικά περιορίζεται στο να μποϊκοτάρουν το Uber, να αφήνουν φιλοδώρημα σε μετρητά ή να μην τρώνε τόνο. Η ζωή τους, πίσω από τα άψογα φωτογραφικά καρέ που οι ίδιοι δημιουργούν, αρχίζει να μοιάζει με χρυσό κλουβί. Η Άννα και ο Τομ προχωρούν σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικά βήματα, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον σκοπό που διαρκώς ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια τους.

  • Και ένα μικρό βιογραφικό του συγγραφέα:

Ο Βιντσέντζο Λατρόνικο (Ρώμη, 1984) έζησε για χρόνια στο Βερολίνο και σήμερα κατοικεί στο Μιλάνο. Είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κριτικός τέχνης. Έχει μεταφράσει έργα σπουδαίων συγγραφέων, όπως του Τζορτζ Όργουελ, του Όσκαρ Ουάιλντ, του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ και του Χανίφ Κιουρέισι. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην Corriere della Sera και στη La Stampa, ενώ είναι τακτικός συνεργάτης του Internazionale. Η «Τελειότητα», το τέταρτο μυθιστόρημά του και πρώτο που μεταφράζεται στα ελληνικά, πρόκειται να κυκλοφορήσει σε περισσότερες από 29 χώρες και είναι υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2025.

Βιντσέντζο Λατρόνικο

Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τις Κυριακές, η στήλη μεταμορφώνεται στο Βιβλίο της Εβδομάδας. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.