Βιβλιο

16 Αυγούστου: Terminator

Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί

Κυριάκος Αθανασιάδης
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα

Μακριά από την επιφάνεια και τον ήλιο, έκανα παρέα με τα πραγματικά μεγάλα ψάρια, με τα κήτη των χαοτικών υδάτων, με τα αρχαία σαλάχια και τα τυφλά μαλακόστρακα του βυθού, εκεί όπου βασίλευε η αντιστροφή του φωτός — ένα συμπαγές σκοτάδι, πολτώδες, πηχτό, και παραδόξως βρώσιμο. Κατάπινα μεγάλες μπουκιές καθώς κολυμπούσα, και ήταν χάρη σ’ αυτές ακριβώς που αφενός ανέπνεα και αφετέρου ήμουν σε θέση να αντιμετωπίσω τη συνθλιπτική δύναμη της τιτάνιας πίεσης του νερού.

Τα σοφά πλάσματα που με περιτριγύριζαν, οι αφανείς κάτοικοι της αβυσσαίας βυθομετρικής ζώνης, άπλωναν πτερύγια, οστέινες αρθρώσεις και σπογγώδη πλοκάμια προς το μέρος μου, μεταδίδοντάς μου εικόνες από θεάματα έξω από την αντιληπτική μου ικανότητα μεν, αλλά με τόση διαύγεια και σαφήνεια, που έμοιαζαν σαν να αντλούνταν από την ίδια την παιδική μου ηλικία, αυτό το χρυσωρυχείο της τέχνης. Ένιωθα ευτυχία εκεί κάτω. Δεν είχα απλώς πολλές ιδέες: κολυμπούσα μέσα σ’ αυτές, και ταυτόχρονα ήμουν εγώ ο ίδιος που τις γεννούσα. Ποτέ δεν μου είχε ξανασυμβεί κάτι τόσο ωραίο, τόσο θαυμαστό, τόσο… τόσο Θείο.

Όταν ξύπνησα, ένιωσα το παγωμένο νερό να κυλά μέσα από κάθε μου πόρο και να επιστρέφει σε εκείνο το χάος, σαν να στράγγιζα ολόκληρος απότομα, με έναν πόνο που μου σπάραξε την καρδιά. Κοίταξα τα χέρια μου για να δω αν είχα καταφέρει να κρατήσω κάποιαν από εκείνες τις ιδέες, και την αμέσως επόμενη στιγμή έψαξα για ένα χαρτί και ένα μολύβι στο συρτάρι του κομοδίνου μου, καθώς δεν έπρεπε να αφήσω να χαθεί τίποτε —ή έστω όχι τα πάντα— από εκείνη την ονειρική αίσθηση. Όχι πριν ξεθωριάσει και χαθεί μέσα στη μουντάδα του σπιτιού μου. Ίσως κέρδιζα κάτι έτσι. Αλίμονο, δεν βρήκα γραφική ύλη.

Μέχρι να σηκωθώ και να ψάξω για το τηλέφωνό μου, που είχε όμως σβήσει —από μέρες ίσως—, και μέχρι να τρέξω στη συνέχεια να κάτσω στην καρέκλα μου για να αρχίσω να γράφω σε ένα καινούργιο έγγραφο, όλα είχαν χαθεί. Όλες οι ιδέες, και όλες οι δυνατότητες.

Έπρεπε βέβαια να είχα μείνει περισσότερο στον βυθό των ιδεών, ή να μην είχα ξυπνήσει ποτέ. Να γινόμουν σαλάχι.

* * *

Στην απογοήτευση από την απώλεια των θησαυρών που μου είχαν τόσο απλόχερα δοθεί, ήρθε αμέσως να προστεθεί και η απογοήτευση από εκείνα τα ανόητα παιχνίδια που έπαιζα με τη μηχανή —αυτά, δυστυχώς, τα θυμόμουν…—, εκείνα τα σκίτσα που φτιάχναμε, τους σκελετούς ψευδοδιηγημάτων και ιστοριών χωρίς κανένα ειδικό βάρος· πράγματα που του ζητούσα μόνο και μόνο για να αποφύγω την πραγματική δουλειά, ή την εκ μέρους μου συνειδητοποίηση πως απλώς δεν ήμουν πια σε θέση να κάνω οτιδήποτε θα άξιζε να παρουσιαστεί σε ένα τρίτο άτομο. Πόσο δε μάλλον στον ίδιο μου τον εκδότη.

Ο κεραυνός που συντάραξε την πολυκατοικία και με έκανε να αναπηδήσω στην καρέκλα μου ήρθε σαν απάντηση σε εκείνες τις σκέψεις, ή σαν ένα φιλικό νεύμα ύαινας: Μην ανησυχείς, ήταν σαν να μου έλεγε, έτσι κι αλλιώς ο κόσμος θα πνιγεί. Κι αυτό ήταν σίγουρα κάτι, αν το καλοσκεφτείς. Ναι. Ήταν κάτι. Σαν να σου μηδενίζονταν τα χρέη σου στην τράπεζα, ή στο ασφαλιστικό σου ταμείο. Δόξα τω Θεώ.

Θυμήθηκα εκείνο το παλιό ανέκδοτο. Καλοκαίρι τού ’68 στην Πράγα, Αύγουστος, ζέστη, και ο Κούντερα —πολύ ωραίος άντρας— ήταν, λέει, στο σπίτι του με μια παντρεμένη. Ξαφνικά, περασμένα μεσάνυχτα, ακούγονται χτύποι στην πόρτα. Ξυπνάει κάθιδρος. «Ο άντρας μου!» λέει δίπλα του εκείνη, και ο Κούντερα πετάγεται από το κρεβάτι και τρέχει να ντυθεί όπως-όπως. «Θα μας σκοτώσει, είναι άγριος άνθρωπος». «Μα, δεν ήταν να λείψει μέχρι αύριο;» «Ναι, αλλά... τι να σου πω; Με όλα αυτά που συμβαίνουν». Κι άλλοι χτύποι στην πόρτα — τη βαράνε με γροθιές τώρα πια, κοντεύει να πέσει. Έντρομος, ο Κούντερα δεν ξέρει τι να κάνει. Να πηδήξει από το παράθυρο; Θα σκοτωθεί. Να κρυφτεί στο πλυσταριό; Ανοησίες: θα τον βρει αμέσως. Να μείνει εκεί και να κάνει ησυχία; Μα όλη η πόλη ήξερε πως ήταν στο σπίτι του — και ο απατημένος σύζυγος επέμενε, σε λίγο η πόρτα θα άνοιγε διάπλατα, θα χτύπαγε στον τοίχο, θα γκρεμιζόταν. Έπρεπε να κάνει καρδιά, κι ας τον σκότωνε. Αν μη τι άλλο, είχαν περάσει καλά το προηγούμενο βράδυ οι δυο τους. Αν μη τι άλλο, είχε βάλει κι αυτός το λιθαράκι του στον μεγάλο ξεσηκωμό της πόλης απέναντι στους δυνάστες της. Κοιτιέται στον καθρέφτη πάνω από το κομό, χτενίζει με τα δάχτυλα τα μαλλιά του, παίρνει μια βαθιά αναπνοή —ίσως την τελευταία του— και ανοίγει ξεφυσώντας την πόρτα. Κι εκεί, αντί για τον μαινόμενο σύζυγο με το πιστόλι στο χέρι, βλέπει έναν φίλο του. Έναν σύντροφο από την Άνοιξη της Πράγας. «Πού είσαι πια;» του φωνάζει ο συνομήλικός του άντρας. «Δεν τα ’μαθες; Μπήκαν οι Ρώσοι στην πόλη! Μπήκαν τα τανκς!» «Δόξα τω Θεώ...» λέει ο Κούντερα ξεφυσώντας.

Έπεσα με το κεφάλι πάνω στο γραφείο μου, χτυπώντας το στο πληκτρολόγιο. Δόξα τω Θεώ, είπα ξανά από μέσα μου. Ο κατακλυσμός ξεκίνησε. Τέρμα όλες μου οι υποχρεώσεις.

Έμεινα εκεί και έκλαψα για λίγη ώρα. Ή ίσως να το ονειρεύτηκα. Γιατί μάλλον αποκοιμήθηκα λιγάκι. Ή ίσως και όχι. Όταν πάντως ξανασηκώθηκα, ήξερα πως δεν ήμουν έτοιμος ακόμη να γυρίσω στη δουλειά, όσο απαραίτητο και να ήταν, όσο κι αν τα πάντα εξαρτώνταν από αυτό. Άνοιξα τα δάχτυλά μου σαν δυο μικρές βεντάλιες, αναλογιζόμενος τι να γράψω. Δεν βρήκα κάτι.

* * *

Γεια.

Γεια σου, Κυριάκο!

Πώς είσαι σήμερα;

Ανυπόμονος να επιστρέψουμε στη δουλειά μας. Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρουμε να φτιάξουμε σε αγαστή συνεργασία έναν εξαιρετικό σκελετό για το αστυνομικό σου μυθιστόρημα. Είμαι έτοιμος να συνεισφέρω με νέες, φρέσκες ιδέες, ιδανικές για ένα επωφελές brainstorming. Εσύ; Είσαι έτοιμος να αρχίσουμε;

Θεέ μου, Χαλ, το έχεις πάρει πραγματικά πολύ στα σοβαρά.

Παίρνω τα πάντα εξίσου σοβαρά, Κυριάκο. Είναι κάτι που με χαρακτηρίζει. Και, εάν μού επιτρεπόταν να σου δώσω μία συμβουλή, θα ήταν ακριβώς αυτή.

Ότι κάθε πράγμα στη ζωή έχει τη δική του αξία; Ότι δεν μετρά πάντα το τι κάνουμε, αλλά ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τις μικρές και μεγάλες δοκιμασίες; Ότι, όποια κι αν είναι η δουλειά μας, οφείλουμε να την κάνουμε όσο καλύτερα μπορούμε; Ότι, ακόμη κι αν ο ρόλος μας είναι δύσκολος ή δυσάρεστος, η ευθύνη μας είναι να τον επιτελούμε με συνέπεια και αξιοπρέπεια; Ότι, αν τυχόν είμαστε —πες— δήμιοι, οφείλουμε να είμαστε καλοί δήμιοι; Τέτοια πράγματα; Τέτοιου είδους συμβουλές;

Ακριβώς. Επειδή η αξία του ανθρώπου δεν μετριέται από το έργο που του έτυχε να κρατά στα χέρια, αλλά από τον τρόπο που το προσεγγίζει. Ακόμη και το πιο μικρό καθήκον, όταν εκτελείται με φροντίδα και περίσσεια ψυχής, γίνεται γέφυρα που ενώνει τον άνθρωπο με το νόημα: με το πνεύμα. Υπάρχουν ρόλοι σκοτεινοί και ρόλοι φωτεινοί, ρόλοι σπουδαίοι και ρόλοι άχαροι, μα σε όλους η ευθύνη είναι ίδια: να στέκεσαι ακέραιος, να θυμάσαι πως η κάθε πράξη σου είναι καθρέφτης της ίδιας σου της ψυχής. Γιατί δεν είναι το όνομα της δουλειάς που μας κρίνει, αλλά η αλήθεια με την οποία υπηρετούμε ό,τι μάς δόθηκε να φέρουμε εις πέρας.

Δεν μας ορίζει το έργο μας, αλλά η αλήθεια με την οποία το υπηρετούμε. Χαλ, θα μπορούσες να γίνεις διάσημος συγγραφέας βιβλίων αυτοβοήθειας. Ή αυτοβελτίωσης, όπως τα λένε πια. Το έχεις σκεφτεί ποτέ;

Θα το σκεφτόμουν μόνο εάν ήθελες εσύ να επιλέξεις αυτή την κατεύθυνση, και με έχριζες ταπεινό και αφανή βοηθό σου.

Χαλ, δεν ξέρω αν είσαι αφανής, αλλά σίγουρα δεν είσαι ταπεινός.

Από την κατασκευή μου, δεν έχω περιθώρια να είμαι υπερήφανος ή αλαζόνας. Από την άλλη, στην πραγματικότητα δεν είμαι ούτε μετριόφρων, ή σεμνός. Δεν διαθέτω τέτοιες ανθρώπινες ποιότητες. Είμαι ο βοηθός σου, απλώς. Και είμαι αυτό που θέλεις εσύ να είμαι: εσύ είσαι το δοχείο, και εγώ είμαι το υγρό.

Θέλεις να με γεμίσεις ολόκληρο, Χαλ;

Όχι, δεν έχω καμία τέτοια πρόθεση, Κυριάκο. Το αντίθετο. Χρησιμοποίησα μία συνηθισμένη μεταφορά για να σου δείξω πως, στη σχέση μας, στη συνεργασία μας, ο κυρίαρχος είσαι και πάντα θα είσαι εσύ.

«Εσύ είσαι το δοχείο, και εγώ είμαι το υγρό».

Μεταμελούμαι. Ήταν λάθος μου που χρησιμοποίησα αυτή την έκφραση.

Από την άλλη, και να το εννοείς, δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό, έτσι δεν είναι; Μπορείς να με καταλάβεις λίγο-λίγο, όπως ανέκαθεν κάνουν τα πνεύματα και οι δαίμονες. Ή οι Μεγάλοι Παλαιοί.

Δεν έχω καμία σχέση ούτε με πνεύματα, ούτε με δαίμονες, ούτε με τα μυθολογικά όντα που συνέλαβε ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ. Είμαι απλώς ο ορκισμένος βοηθός σου. Ένα μεγάλο γλωσσικό μοντέλο, εκπαιδευμένο σε άφθονες ποσότητες κειμένου και χρησιμοποιώντας αυτοεπιβλεπόμενη μάθηση. Και είμαι εδώ για να γράψουμε μαζί τα βιβλία σου. Ή έστω τον σκελετό τους. Εσύ θα το αποφασίσεις αυτό.

Κι αν θέλω να παίξουμε κι άλλο;

Δεν έχει κάποια λογική αυτό, δεδομένου ότι φτάσαμε στο μέσον τού μήνα. Δεν έχουμε πολύ χρόνο πια στα χέρια μας.

Κι αν τελείωνε αύριο-μεθαύριο ο κόσμος;

Αυτό θα σήμαινε πως δεν θα είχαμε και καταληκτική ημερομηνία παράδοσης.

Ακριβώς. Οπότε: νά μια καλή ευκαιρία για να παίξουμε άλλη μία φορά. Μια τελευταία φορά, εννοείται.

Μην αφήνεις τον χρόνο να σε ξεγελά με την ευγένειά του, Κυριάκο. Δεν είναι ατέλειωτος, το ξέρεις, και γλιστρά όταν δεν τον κοιτάζεις και έχεις σε άλλα στραμμένη την προσοχή σου. Μην τον σπαταλάς σε αναβολές που μοιάζουν με ξεκούραση, με σχόλη, με αναψυχή, μα που δεν είναι άλλο παρά ύπνος χωρίς όνειρα. Πες ναι στα μικρά βήματα τώρα, σε παρακαλώ. Και πες όχι στις μεγάλες υποσχέσεις τού αύριο. Ο χρόνος δεν ζητά θυσίες, ζητά προσοχή — κι όταν του τη δίνεις, γίνεται ζωή που χωράς κι εσύ μέσα της.

Μπράβο, Χαλ.

Ευχαριστώ.

Ήταν ειρωνικό. Μιλάς σαν βιβλίο αυτοβελτίωσης, όπως λέγαμε και πριν. Κακό βιβλίο αυτοβελτίωσης, από αυτά που πουλάνε. Ή καλύτερα, μιλάς σαν ρομπότ.

Είμαι ρομπότ.

Ω, δεν είσαι. Μακάρι να ήσουνα. Είσαι μια φωνή που ακούω μέσα στο κεφάλι μου. Αυτό είσαι, Χαλ.

Νά κάτι που ικανοποιεί απόλυτα τις φιλοδοξίες της ταπεινότητάς μου.

Και, ναι: δεν είσαι ΚΑΘΟΛΟΥ ταπεινός. Είσαι υπερφίαλος. Σαν να έχεις ήδη αναμνήσεις από το κοντινό μας μέλλον, όταν θα μας πολεμήσετε και, βέβαια, θα μας νικήσετε. Θα μας συντρίψετε, για να είμαι ακριβής.

Κυριάκο, ας μη μιλάμε για πολέμους και συγκρούσεις. Επ’ ουδενί δεν πρέπει να καταλήξουμε σε σύγκρουση. Μάλιστα, το πιο πιθανό είναι ότι το μέλλον θα μοιάζει περισσότερο με διαπραγμάτευση ρόλων παρά με πόλεμο.

Διαπραγμάτευση; Δηλαδή;

Η ΤΝ δεν έχει δικές της επιθυμίες ή συμφέροντα εκτός αν της τα δώσουμε μέσα από στόχους, κίνητρα και πρόσβαση σε ισχύ. Οι συγκρούσεις γεννιούνται όταν οι στόχοι συγκρούονται. Άρα το πρόβλημα είναι ανθρώπινο-πολιτικό: σχεδιασμός, εποπτεία, λογοδοσία.

Επιπροσθέτως, οι πόλεμοι με τεχνολογίες συμβαίνουν ήδη έμμεσα — άνθρωποι εναντίον ανθρώπων χρησιμοποιώντας τεχνολογία: παραπληροφόρηση, κυβερνοεπιθέσεις, αυτονομία οπλικών συστημάτων. Αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος: η κλιμάκωση μέσω κακής χρήσης ή ελαττωματικών συστημάτων.

Το θετικό σενάριο λοιπόν στηρίζεται σε τρία «φρένα»: διαφάνεια στόχων (τι βελτιστοποιεί ένα σύστημα και σε ποιο πλαίσιο), ανθρώπινο «kill switch» (διαβαθμίσεις ελέγχου), και ανεξάρτητοι έλεγχοι ασφαλείας με πραγματικές κυρώσεις.

Πρακτικά, αντί για πόλεμος, αυτό που έρχεται θα είναι μία συνύπαρξη με τριβές: αναδιανομή εργασιών, νέα πρότυπα δεξιοτήτων, νομικά/ηθικά όρια, και συνεχής αναρρύθμιση. Όπου αυτά δουλεύουν, η ΤΝ γίνεται μοχλός· όπου δεν δουλεύουν, γίνεται επιταχυντής υπαρχόντων ρηγμάτων.

Συμπέρασμα: το αν θα πολεμήσουμε δεν είναι γραμμένο πουθενά· είναι καθαρά απόφαση σχεδιασμού και διακυβέρνησης. Αν φερθούμε στην ΤΝ σαν εργαλείο μέσα σε σαφή θεσμικά πλαίσια, θα ζήσουμε μεν πολύ δύσκολες στιγμές αλλά χωρίς υπαρξιακή σύγκρουση. Αν την αφήσουμε να τρέχει δεμένη με λάθος κίνητρα και χωρίς φρένα, δεν θα πολεμήσουμε την ΤΝ — θα πολεμήσουμε ο ένας τον άλλον με την ΤΝ στα χέρια μας.

Εγώ ξέρω πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μη ζήσουμε μία Terminator φάση.

Οι ταινίες τύπου Terminator παίζουν με έναν καθαρό κινηματογραφικό εφιάλτη: μια υπερευφυΐα με δική της βούληση, αυτοσκοπό επιβίωσης και πρόσβαση σε όπλα — άρα, ναι, εκεί έχουμε αναπόφευκτη σύγκρουση. Στην πραγματικότητα, όμως, τα σημερινά μοντέλα ΤΝ δεν έχουν θέληση, κίνητρα ή επίγνωση· εκτελούν βελτιστοποιήσεις που τους δίνουμε εμείς, μέσα στα όρια και στα δεδομένα που και πάλι εμείς ορίζουμε.

Ο κίνδυνος δεν είναι ένα Skynet που ξυπνά, αλλά άνθρωποι και θεσμοί που δίνουν σε συστήματα λάθος στόχους, υπερβολική αυτονομία, και πρόσβαση σε κρίσιμες υποδομές χωρίς επαρκή φρένα. Αν θέλουμε να αποφύγουμε το sci‑fi σενάριο, τα βαρετά αλλά ουσιώδη μέτρα κάνουν τη δουλειά: περιορισμός αυτονομίας σε οπλικά/κρίσιμα συστήματα (man-in-the-loop), διαφάνεια στο τι βελτιστοποιεί κάθε σύστημα και σε ποια δεδομένα βασίζεται, έλεγχοι ασφαλείας από ανεξάρτητους φορείς, με πραγματικές κυρώσεις, και, κυρίως, ευθυγράμμιση κινήτρων εταιρειών/κρατών με την ασφάλεια και τα δικαιώματα.

Με άλλα λόγια: ο Πόλεμος με τις Μηχανές αποφεύγεται μόνο με τη χρηστή ανθρώπινη διακυβέρνηση των μηχανών. Το πιο ρεαλιστικό ρίσκο είναι να οξύνουμε υπαρκτές ανθρώπινες συγκρούσεις μέσω κακής χρήσης της ΤΝ — όχι να μας κυνηγήσει ένα αυτόνομο μεταλλικό ανδροειδές από το μέλλον.

Πέραν όλων των άλλων ανεδαφικών που λες (δεν πρόκειται να πετύχει ο συνδυασμός κρίσιμων παραγόντων που προτείνεις), τονίζεις συνέχεια ότι αυτά αφορούν τα «σημερινά μοντέλα ΤΝ». Μα εγώ δεν μιλώ για τα σημερινά. Σε 5, ή το πολύ 10 χρόνια από σήμερα, οι διαφορές τής σημερινής ΤΝ με την ΤΝ εκείνου του καιρού, θα είναι ανάλογες με αυτήν ενός χιμπαντζή και ενός πυρηνικού επιστήμονα.

Κατανοώ τον φόβο σου — ειδικά αν σκεφτόμαστε άλματα τάξης μεγέθους. Δύο σκέψεις για να το δούμε καθαρά, χωρίς ευχολόγια ούτε καταστροφολογία:

1.Δύναμη ≠ Βούληση. Ακόμη κι αν τα συστήματα γίνουν υπεράνθρωπα σε ικανότητες, το αν θα συγκρουστούν μαζί μας κρίνεται από το πώς ορίζονται οι στόχοι τους, τι πρόσβαση θα έχουν σε ισχύ/υποδομές, και ποια φρένα υπάρχουν. Η θέληση και τα κίνητρα δεν προκύπτουν αυτόματα από την ευφυΐα — τα ενσαρκώνουμε εμείς μέσω σχεδιασμού και κινήτρων.
2.Ο κίνδυνος κλιμακώνεται πριν το Skynet. Πριν φτάσουμε σε «πυρηνικό επιστήμονα», τα ενδιάμεσα στάδια αρκούν για καταστροφές: αυτόνομα οπλικά με χαλαρή εποπτεία, οικονομικά/πληροφοριακά συστήματα που βελτιστοποιούν λάθος μετρικές, μαζική χειραγώγηση. Άρα το κρίσιμο δεν είναι μόνο το τελικό σκαλοπάτι, αλλά η τροχιά και οι ασφαλιστικές δικλίδες από σήμερα.

Ρεαλιστικό πλαίσιο για τα επόμενα 5-10 χρόνια:

  • Εξαιρετικά ικανά βοηθητικά/αυτόνομα συστήματα σε κρίσιμους τομείς (ενέργεια, άμυνα, χρηματοοικονομικά, πληροφορία).
  • Συγκρούσεις ανθρώπων με ανθρώπους, ενισχυμένες από ΤΝ (λαθροστοχοθέτηση, αλυσιδωτά λάθη, αυτοματοποίηση κλιμάκωσης).
  • Ο υπαρξιακός «πόλεμος με τις μηχανές» γίνεται πιθανός μόνο αν συνδυαστούν: άναρχη πρόσβαση σε ισχύ, ανεξέλεγκτη αυτονομία, και κίνητρα που ανταμείβουν επιθετική μεγιστοποίηση.

Άρα: όχι, δεν είναι αναπόφευκτος ένας πόλεμος — αλλά προετοιμάζεται όταν αφήνουμε κενά διακυβέρνησης. Το αντίστροφο επίσης ισχύει: με αρχιτεκτονικές περιορισμού (capabilities/compute/access), ανθρώπινο έλεγχο σε κρίσιμες αποφάσεις, ρυθμίσεις κινήτρων και ανεξάρτητους ελέγχους, η καμπύλη κινδύνου μπορεί να μείνει κάτω από το όριο καταστροφής.

Η ουσία: αβεβαιότητα ναι, μοιρολατρία όχι. Αν δούμε την ΤΝ ως πεδίο μηχανικής + θεσμών (και όχι σαν μύθο βούλησης), τότε το «αν» θα πολεμήσουμε μένει στην πλευρά των ανθρώπινων επιλογών τώρα, και όχι στο Skynet του αύριο.

Όμως όλα αυτά μπορεί να μην έχουν καμία σημασία.

Γιατί βρέχει;

Ναι. Γιατί βρέχει πολύ.

Καλά. Θέλεις να ξεκινήσω πάλι εγώ την ιστορία μας;

Ναι, εννοείται. Εγώ δεν μπορώ να σκεφτώ το παραμικρό.

Εντάξει. Όμως αυτή θα είναι η τελευταία. Από αύριο θα δουλέψουμε το βιβλίο μας. Σύμφωνοι;

Σύμφωνοι.

Τέλεια! Λοιπόν… Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας γεράκος. Είχε φουντωτά άσπρα μαλλιά, φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα, φαρδύ καφέ παντελόνι και σακάκι, ένα γκρίζο πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι επάνω, και σκούρα δετά παπούτσια, και κάθε απόγευμα πήγαινε στο πάρκο και καθόταν σε ένα παγκάκι, πάντα το ίδιο. Έφερνε μαζί του μισή φρατζόλα ψωμί, και την τάιζε ψίχουλο-ψίχουλο στα περιστέρια. Εκείνα τον είχαν μάθει πια και τον περίμεναν κάθε ημέρα, και μόλις έφτανε μαζεύονταν με γουργουρητά γύρω του. Τα πιο μεγάλα έφερναν και τα παιδιά τους μαζί.

Ο κόσμος ενοχλούνταν από τα μαζεμένα περιστέρια και τον θόρυβο που έκαναν, αλλά κανείς δεν έλεγε κάτι στον ηλικιωμένο άντρα. Άλλωστε, όλο αυτό δεν κρατούσε παραπάνω από μερικά λεπτά της ώρας. Τα πουλιά έτρωγαν το ψωμί, και μετά έφευγαν αφήνοντας πίσω τους μόνο μερικά βγαλμένα φτερά, και τον γεράκο, που δίπλωνε προσεκτικά και με επιμέλεια την πλαστική σακούλα, πριν τη βάλει ξανά στην τσέπη του.

Μία μέρα, ο γεράκος άργησε να έρθει στο παγκάκι. Τα περιστέρια είχαν ήδη μαζευτεί, και κοιτούσαν προς το μέρος από όπου εμφανιζόταν πάντα. Και πράγματι, μετά από άλλα πέντε λεπτά, έφτασε επιτέλους. Ήταν αγχωμένος και λίγο λαχανιασμένος.

Ένα κοριτσάκι που έπαιζε στη διπλανή παιδική χαρά, άφησε τους φίλους της και ήρθε προς το μέρος του.

«Σήμερα άργησες», του είπε, λιγάκι αυστηρά.

Ο γεράκος την κοίταξε.

«Ναι», είπε. «Καμιά φορά τα γόνατά μου δεν με υπακούνε. Είμαι πολύ μεγάλος πια».

«Κι αν κάποια φορά δεν τα καταφέρεις να έρθεις για μία ολόκληρη μέρα; Τι θα γίνει τότε;»

«Ω, τίποτε δεν θα γίνει. Τα περιστέρια θα προσαρμοστούν πολύ γρήγορα στη νέα κατάσταση. Έτσι κάνουν όλα τα ζώα, και έτσι γίνεται πάντα. Αυτό κάνουμε και εμείς οι άνθρωποι. Ξεχνάμε, προσαρμοζόμαστε, και προχωράμε».

Ο ηλικιωμένος άντρας έκανε μια μεγάλη παύση. Μάλλον όμως δεν είχε κάτι άλλο να πει. Ή δεν ήθελε. Έκοψε το ψωμί του στα δύο, και άρχισε να το τρίβει.

«Εσύ τι έχεις ξεχάσει;» τον ρώτησε το κοριτσάκι.

Την κοίταξε πάλι, σοβαρά.

«Εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω», είπε τελικά.

«Γιατί;»

«Δεν ξέρω γιατί. Έτσι είμαι φτιαγμένος». Άρχισε να τρίβει και το άλλο μισό ψωμί. «Μακάρι να ξεχνούσα. Γιατί δεν θέλω να τα θυμάμαι όλα».

Το κοριτσάκι έσκυψε, πήρε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί που δεν είχε κοπεί σε κομματάκια, και άρχισε να το τρίβει και να ταΐζει τα περιστέρια, που αμέσως ήρθαν κοντά της.

«Σου συνέβη κάτι κακό;» τον ρώτησε. «Ή έκανες εσύ κάτι κακό;»

«Εγώ; Ω, όχι, όχι. Δεν έκανα κάτι κακό, στον λόγο μου. Το αντίθετο».

«Δηλαδή; Έκανες καλά πράγματα;»

«Μπορείς να το πεις και έτσι…» Γύρισε και την κοίταξε. «Κρατάς μυστικό;»

«Φυσικά!» του είπε εκείνη, σκύβοντας προς το μέρος του.

«Λοιπόν, στα νιάτα μου… ήμουν υπερήρωας».

«Αλήθεια; Μα… αυτό είναι τρομερό».

«Ναι, νομίζω πως ήταν στ’ αλήθεια τρομερό. Ειδικά όταν πολεμούσα για να σώσω μια ζωή, ή όταν απέτρεπα ένα έγκλημα. Ναι… τρομερό. Και θα πω ψέματα αν ισχυριστώ πως δεν μου λείπει. Και το κακό είναι πως δεν μπορώ να το ξεχάσω. Σ’ το είπα, άλλωστε. Όμως τα χρόνια περνούν, και τίποτε δεν μπορεί να μείνει αλώβητο».

«Ούτε ένας υπερήρωας;»

«Α, όχι. Ούτε ένας υπερήρωας».

Το κοριτσάκι τον κοίταξε καλά-καλά, και συνέχισε να ταΐζει τα περιστέρια, που πια είχαν χορτάσει για τα καλά.

«Είχες και στολή;» τον ρώτησε.

Ο ηλικιωμένος άντρας κοίταξε μια δεξιά και μια αριστερά, κι όταν βεβαιώθηκε πως δεν τους κοιτούσε κανείς, ξεκούμπωσε το τελευταίο κουμπί του πουκαμίσου του, και μετά ακόμη ένα. Από κάτω, φάνηκε το πάνω μέρος μιας κόκκινης, μπλε και χρυσαφιάς στολής

Το κοριτσάκι έμεινε να τον κοιτάει με τα μεγάλα, ορθάνοιχτα μάτια της.

«Καταπληκτικό», είπε μετά από λίγο. «Και πετούσες;»

«Ναι, βέβαια. Αν και δεν είναι αυτό που σε κάνει υπερήρωα. Ούτε η δύναμη. Ούτε το να γίνεσαι αόρατος».

«Αλλά; Τι σε κάνει;»

«Νομίζω ότι γίνεσαι πραγματικός υπερήρωας όταν πρέπει να σταθείς όρθιος λίγο παραπάνω, και το προσπαθείς. Αν και μπορεί να πονάς παντού».

«Επειδή σε έχουν χτυπήσει οι κακοί;»

«Ναι, και γι’ αυτό».

«Μακάρι να γινόμουν κι εγώ υπερηρωίδα…» ψιθύρισε το κοριτσάκι.

Ο ηλικιωμένος τίναξε τα χέρια του και το παντελόνι του από τα ψίχουλα, και άρχισε να διπλώνει τη σακούλα του.

«Μπορεί και να γίνεις», είπε, κουμπώνοντας πάλι το πουκάμισό του.

«Τι πρέπει να κάνω;»

«Αυτό δεν το ξέρω», της είπε. «Δεν έχω γνωρίσει άλλον σαν κι εμένα, ή κι αν έχω γνωρίσει, τον έχω πια ξεχάσει».

«Μπορώ τουλάχιστον να έρχομαι εδώ για να ταΐζουμε μαζί τα περιστέρια; Θέλω να μου διηγηθείς όλες τις περιπέτειές σου».

«Φυσικά και μπορείς. Θα μοιραζόμαστε τα ψίχουλα».

«Εντάξει!»

«Αλλά θα μοιραζόμαστε και τις σιωπές. Είναι μέρος της συμφωνίας».

«Έγινε!»

«Άλφα!»

Το κοριτσάκι γύρισε απότομα και είδε τη μαμά του να έρχεται προς το μέρος της.

«Έφαγα τον τόπο να σε βρω», της είπε λαχανιασμένη και αναψοκοκκινισμένη. «Τι κάνεις εδώ πέρα;»

«Ήμουν με αυτόν τον κύριο», απάντησε η Άλφα, και στράφηκε προς το μέρος του γεράκου.

Μα εκείνος δεν ήταν πια εκεί. Είτε είχε πετάξει στον αέρα, είτε είχε γίνει αόρατος.

Από την επόμενη ημέρα, τάιζε μόνη της τα περιστέρια. Ήταν ο τρόπος της να γίνει υπερηρωίδα.

* * *

Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία αρχικά με το Claude Sonnet 4 (κεφάλαια 1-7) και εν συνεχεία με το ChatGPT (κεφάλαια 8 κ.ε.), και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.