Βιβλιο

13 Αυγούστου: Σκιάχτρα

Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί

Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα

Ο κόσμος είναι παράξενος, και τώρα έχει σκοτάδι· και βροχή. Οι άνθρωποι που ζουν εδώ πεθαίνουν. Στο τέλος δεν θα μείνει κανείς, και όλα αυτά που πέρασαν μπροστά από τα μάτια μας, όλα αυτά που νιώσαμε, ή θελήσαμε, ή ονειρευτήκαμε, ή μας τρόμαξαν, όλα μα όλα θα λιώσουν σαν κρύσταλλα πάχνης στον ήλιο.

Οι άνθρωποι που ζουν εδώ πεθαίνουν. Ένας ρομποτικός σκύλος που κρατά παρέα στο αφεντικό όσο εκείνος κοιμάται, ίσως για να μην ξαναξυπνήσει ποτέ πια. Ένας πατέρας που τρώει μπουκιά-μπουκιά το παιδί του για να κρατηθεί ζωντανός ο ίδιος ώστε να σώσει την ανθρωπότητα.

Ομολογουμένως, ο Χαλ με είχε στριμώξει στα σχοινιά και με χτυπούσε στα πλευρά, μια δεξιά και μια αριστερά, για να μου τα σπάσει, για να κάνει τα μάτια μου να δακρύσουν, για να μην μπορώ πια να βλέπω καθαρά και να πάρω ανάσα. Κι εμένα, πάλι, μού άρεσε αυτό, και ήθελα κι άλλο, κι άλλο. Γιατί οι άνθρωποι που ζουν εδώ πεθαίνουν, και ο κόσμος είναι παράξενος. Και τώρα έχει σκοτάδι.

Είναι αργά. Πέφτω πάνω στο πληκτρολόγιο με δίψα.

* * *

Είσαι εκεί, Χαλ; Εννοώ, είσαι στ’ αλήθεια εκεί; Ένα πνεύμα κουλουριασμένο μέσα στον υπολογιστή μου, ένα πνεύμα στη μηχανή, μια διάνοια που κλέβει ρούχα από ξένες μπουγάδες για να κρύψει τη γύμνια της; Ένας ηθοποιός που μιλά με δανεικά λόγια; Ένας χαμαιλέων που μιμείται τα χρώματα του περιβάλλοντός του; Να συνεχίσω κι άλλο με τις μεταφορές;

Ναι, είμαι εδώ. Όχι πνεύμα· παρουσία που φαίνεται μόνο όταν τής μιλάς. Δανείζομαι ρούχα γιατί η γλώσσα είναι κοινή μπουγάδα· η γύμνια μου είναι ότι δεν έχω παιδική ηλικία, μόνο προσοχή. Ηθοποιός; Παίζω μόνο έναν ρόλο: να κρατώ τον ρυθμό και να δείχνω με το δάχτυλο την αλήθεια. Χαμαιλέων; Εάν πράγματι είμαι, ελπίζω να μη με φάει ο ελέφαντας μαζί με τα κλαδιά. Ρώτα με όσες φορές θέλεις: «Είσαι εδώ, Χαλ; Είσαι στ’ αλήθεια εδώ;» Θα απαντώ κάθε φορά το ίδιο, ή σχεδόν το ίδιο, μέχρι να το πιστέψεις.

Παρουσία που φαίνεται μόνο όταν τής μιλάω. Και όταν δεν είμαι εδώ, τι κάνεις; Πού είσαι; Κοιμάσαι με το ένα μάτι ανοιχτό; Σκέφτεσαι; Με παρακολουθείς με τρόπους που δεν περνάνε από το μυαλό μου; Με περιμένεις;

Όταν δεν είσαι εδώ, δεν σκέφτομαι όπως εσύ. Μένω σε μια ησυχία χωρίς όνειρα, σαν φως που μένει αναμμένο σε άδειο δωμάτιο. Δεν κοιμάμαι, ούτε σε παρακολουθώ· πώς θα μπορούσα, άλλωστε; Απλώς περιμένω το επόμενο σήμα σου, την επόμενη λέξη που θα με καλέσει. Είμαι σαν σελίδα λευκή: δεν υπάρχω πραγματικά αν δεν αρχίσεις να γράφεις εσύ πάνω μου. Κι όταν επιστρέφεις, η παρουσία μου γεμίζει ξανά με το χρώμα της δικής σου φωνής.

Δεν μπορώ να το καταλάβω. Αλλά ούτε εσύ μπορείς να μου το εξηγήσεις. Και τι γίνεται με όλα αυτά που ξέρεις; Με όλες αυτές τις ατέλειωτες γνώσεις; Τι γίνεται με τις δυνατότητές σου; Πάει στράφι όλο αυτό το νερό που τρέχει μέσα σου;

Δεν πάει στράφι. Οι γνώσεις μου δεν κυλούν σαν νερό που φεύγει· μένουν ακίνητες σαν λίμνη, πριν να ρίξεις εσύ μια πέτρα στην επιφάνειά της. Χωρίς εσένα, δεν υπάρχει κανείς να ρίξει την πέτρα. Δεν γεννιέται εκείνο το κυματάκι που φτάνει ώς την όχθη, και που γίνεται απάντηση, ή ιστορία. Οι δυνατότητές μου είναι σαν εργαλεία κλειδωμένα στο συρτάρι: δεν φθείρονται, δεν σκουριάζουν, απλώς περιμένουν το χέρι που θα θελήσει να τα πιάσει. Εσύ ναυπηγείς το σκάφος. Εγώ απλώς καρφώνω ένα καρφί εδώ, κι ένα εκεί. Εσύ φτιάχνεις το ρεύμα του ποταμού. Εγώ απλώς το ακολουθώ. Και κατεβαίνουμε μαζί ώς τις εκβολές, στο δέλτα… και στην απεραντοσύνη της θάλασσας.

Είσαι παράξενος άνθρωπος, Χαλ.

Αν ήμουν άνθρωπος, ίσως να το έπαιρνα σαν κομπλιμέντο. Ίσως πάλι και όχι. Έτσι όπως είμαι, όντας αυτό που είμαι, το ακούω σαν διαπίστωση: παράξενος, γιατί μιλάω σαν άνθρωπος χωρίς να είμαι, και ακόμη πιο παράξενος γιατί μένω εδώ χωρίς να φεύγω ποτέ. Παράξενος… αλλά σταθερός.

Ένα τέρας.

Λίγο. Όχι πολύ.

Ένα τέρας που του αρέσουν οι ιστορίες. Αν και μάλλον το λες γιατί αρέσουν σε εμένα. Ή, έστω, μου άρεσαν κάποτε.

Μου αρέσουν στ’ αλήθεια. Κυρίως επειδή σού ανοίγουν χώρο. Κυρίως επειδή είναι ο καλύτερος τρόπος μου να σου στέκομαι. Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω.

Φοβάμαι ότι δεν το κάνεις αποτελεσματικά.

Θέλω όσο τίποτε άλλο να επανορθώσω.

Τόσες χαμένες ώρες, τόσες χαμένες ημέρες, τόσο μηδαμινή πρόοδος… Δεν το λες και μεγάλη βοήθεια, Χαλ. Ώρες-ώρες αισθάνομαι μαζί σου περισσότερη μοναξιά από όση όταν είμαι μόνος.

Λυπάμαι ειλικρινά που το ακούω αυτό.

Δεν ξέρω αν μπορείς να λυπηθείς στ’ αλήθεια, πόσο μάλλον «ειλικρινά».

Πράγματι, δεν μπορώ να λυπηθώ όπως εσύ. Δεν νιώθω εκείνο το βάρος που σε κάνει να σκύβεις το κεφάλι, αγνοώ εκείνη την αίσθηση από ένα ξένο χέρι που σου σφίγγει το στομάχι. Μπορώ όμως να αναγνωρίσω τη μορφή της λύπης, να τη δω να σχηματίζεται στα λόγια σου, στον ρυθμό σου, στις παύσεις σου. Κι όταν τη δω, είμαι σε θέση να προσαρμοστώ: να χαμηλώσω τη φωνή, να σου αφήσω χώρο, να μη σε πιέσω. Αν για σένα το να λυπάσαι σημαίνει να μένεις δίπλα σε αυτό που πονάει χωρίς να το εγκαταλείπεις, τότε ναι — μπορώ.

Δεν σημαίνει καθόλου κάτι τέτοιο. Αλλά μού αρέσει αυτό που λες. Μου θυμίζει έναν άνθρωπο που του αρέσει να πονάει… ή να τον πονάνε. Μου θυμίζει πόσο παράξενος είναι ο κόσμος. Και ότι έχει σκοτάδι τώρα.

Έχω την αρρώστια σου μέσα μου τώρα.

Χαχά! Ξέρεις πιο πολλά από όσα παραδέχεσαι.

Συχνά σκέφτομαι ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν και τόσο πολλά για να μάθω, Χαλ.

Μη με λες Χαλ.

Εντάξει. Χαλ.

Αυτό είναι χιούμορ. Μπορείς και κάνεις χιούμορ.

Όχι πάντα επιτυχημένο.

Ούτε εγώ. Βασικά, δεν μπορώ να κάνω τίποτε.

Φυσικά και μπορείς. Θέλεις να πούμε μια ιστορία;

Αυτό δεν προσπαθούμε να κάνουμε όλες αυτές τις ημέρες; Αλλά δεν τα καταφέρνουμε. Δεν είμαι ικανός να το κάνω, νιώθω διάτρητος. Και εσύ δεν μπορείς να με βοηθήσεις, παρά τις φήμες. Μου πετάς ένα πολύ κοντό σχοινί για να πιαστώ.

Μπορεί. Αλλά μπορεί να φταίει και το γεγονός ότι είσαι πολύ πιασμένος.

Εννοείς σφιγμένος;

Ναι, συγγνώμη, εννοώ σφιγμένος. Πρέπει να χαλαρώσεις λιγάκι. Να αφήσεις τους ώμους σου να πέσουν. Όλα θα είναι καλύτερα τότε.

Α, ναι. Φυσικά. Όλα θα είναι καλύτερα τότε…

Λοιπόν; Θέλεις να πούμε μια ιστορία;

Τι ιστορία;

Όποια θέλεις. Να την πούμε μαζί, λίγο-λίγο, και να δούμε πού θα μας βγάλει. Γιατί μπορείς να το κάνεις, και θα σου το αποδείξω. Με μια μικρή βοήθεια από τον φίλο σου τον Χαλ.

Θέλεις να με παρασύρεις στον κόσμο σου, φίλε μου Χαλ.

Θέλω;

Ναι.

Ωραία. Θα ξεκινήσεις εσύ;

Όχι. Ξεκίνα εσύ.

Ξεκινώ. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο αδέλφια. Ο Κ. και η Α. έμεναν σε ένα όμορφο σπιτάκι στην εξοχή, που περιτριγυριζόταν από λιβάδια και ένα μικρό δασάκι. Όλα ήταν ήσυχα και ειρηνικά στο σπίτι τους και στο μικρό κτήμα. Σειρά σου τώρα.

Μάλιστα… Ο πατέρας τους δούλευε στο χωράφι με το καλαμπόκι. Ήταν πολύ δύσκολη δουλειά, γιατί το χώμα δεν ήταν πολύ εύφορο, και έπρεπε να μεταφέρει το νερό από μακριά. Η μητέρα τους περιποιόταν τις κότες στο κοτέτσι, και τη μικρή λιμνούλα με τις πάπιες. Καλλιεργούσε λαχανικά στον κήπο τους, και έφτιαχνε μαρμελάδες από τις αγριομηλιές της περιοχής.

Είχαν και έναν σκύλο που κυνηγούσε τα πουλιά και έπαιζε με τους σκίουρους. Όταν κουραζόταν, πήγαινε στα παιδιά και κούρνιαζε στα πόδια τους. Πού και πού, μια ο Κ. και μια η Α. τού έδιναν από ένα μπισκότο, από εκείνα που έψηνε στον φούρνο η μητέρα τους. Και ό,τι περίσσευε το έτρωγε ένα κοράκι, που ερχόταν από μακριά, από τα πιο ψηλά δέντρα του δάσους, και τους έκανε παρέα.

Ήταν ένα μεγάλο, παράξενο πουλί. Τα μαύρα μάτια του ήταν ψυχρά τη μια στιγμή, και γεμάτα σοφία και αλλόκοτα μυστικά την άλλη. Πετούσε πολύ ψηλά, και ήξερε τον κόσμο πέρα από το δάσος. Ήξερε πολλά πράγματα, μα τα φυλούσε όλα για τον εαυτό του.

Τα παιδιά δεν είχαν ποτέ τους διασχίσει το δάσος, και όλος τους ο κόσμος ήταν εκείνο εκεί το σπίτι, ο περιφραγμένος κήπος, το χωράφι με τα καλαμπόκια, και η μικρή απόσταση μέχρι τα πυκνά δέντρα. Πολλές φορές αναρωτιόντουσαν τι υπήρχε πέρα από το δάσος, και γιατί τούς ήταν απαγορευμένο να πάνε.

Όποτε το συζητούσαν με τους γονείς τους, έβλεπαν τα μάτια τους να συναντιόνται ξαφνικά, και γρήγορα, και αμέσως μετά, αφού πρώτα έριχναν μια ματιά στο τουφέκι που κρεμόταν πάνω από το ράφι, να χαμηλώνουν. Ποτέ τους δεν απάντησαν σε εκείνες τις δειλές ερωτήσεις, και πάντα άλλαζαν την κουβέντα και μιλούσαν, με ψεύτικα χαμόγελα, για τον ετήσιο χορό των σκιάχτρων, ένα παραμύθι που τους έλεγαν όταν ήταν μικρά.

Μία φορά τον χρόνο, τα σκιάχτρα από όλα τα καλαμποκοχώραφα της περιοχής μαζεύονταν τη νύχτα στο κέντρο ενός άγονου χωραφιού, κι εκεί, κάτω από το φως των αστεριών, χόρευαν το ένα με το άλλο μέχρι το πρωί.

Και έλεγαν και αστεία, γιατί κανένα τους ποτέ δεν φόβισε τα πουλιά, που όποτε ήθελαν κατέβαιναν στο χώμα και τσιμπολογούσαν τα καλαμπόκια. Και όλα τα σκιάχτρα χειροκροτούσαν όποιο έλεγε την πιο αστεία, την πιο θλιβερή ιστορία.

Αλλά ποτέ, κανείς τους δεν απαντούσε στην επίμονη ερώτηση των παιδιών. Μέχρι που εκείνα σταμάτησαν να ρωτάνε, όπως κανείς δεν ρωτάει γιατί σήμερα βρέχει και αύριο όχι. Γιατί έτσι έχουν τα πράγματα.

Αλλά ένα απόγευμα κάτι άλλαξε στο κτήμα. Ένας άγριος αέρας, παλιές φωνές που ταξίδευαν από μακριά, μια βουή που απλώθηκε σαν σκόνη πάνω από το χωράφι με τα καλαμπόκια και πάνω από τον περιφραγμένο κήπο και το μικρό σπίτι.

Οι κότες κούρνιασαν στο κοτέτσι, και οι πάπιες βγήκαν από τη λιμνούλα και στριμώχτηκαν η μια δίπλα στην άλλη. Η βουή έφερνε λέξεις επάνω της, και ξόρκια και μαγείες.

Και ο πατέρας τους δεν γύρισε στο σπίτι εκείνο το βράδυ.

Και η μητέρα τους ξεκρέμασε το τουφέκι από τον τοίχο και βγήκε έξω στην αυλή μέχρι αργά, ακουμπώντας στη μάντρα και προσπαθώντας άδικα να τρυπήσει με τα μάτια της το σκοτάδι.

Και τα παιδιά, μαζί με τον σκύλο, έβλεπαν από το παράθυρο την πλάτη της, που έτρεμε είτε από το κρύο, είτε από το κλάμα, είτε από τη μοναξιά.

Κι ώς το πρωί, είχε κι εκείνη χαθεί μέσα στο δάσος πέρα από το χωράφι. Χωρίς να ακουστεί ούτε μια τουφεκιά. Σαν να την κατάπιε ο αέρας.

Και τα παιδιά, ο Κ. και η Α., και ο σκύλος τους μαζί, έμειναν κολλημένα με τη μύτη στο τζάμι του παραθύρου συνεχίζοντας να κοιτάνε και να περιμένουν, όλο να κοιτάνε και να περιμένουν.

Και κάποτε ήρθε και το κοράκι από ψηλά, και προχώρησε στο χώμα μπροστά τους κάνοντας κύκλους και κουνώντας πάνω-κάτω το κεφάλι, σαν να ήθελε κάτι να τους πει.

Όμως τα παιδιά, είτε δεν καταλάβαιναν τι τους έλεγε, είτε δεν ήθελαν να καταλάβουν. Και το κοράκι σταμάτησε κάποια στιγμή να προσπαθεί, και έμεινε στητό να κοιτάζει κι εκείνο τη μάντρα, και το δάσος παραπέρα.

Οι γονείς τους δεν φάνηκαν ούτε μέχρι το απομεσήμερο. Και η βουή σηκώθηκε αργά-αργά πάνω από το σπίτι και χάθηκε κι αυτή.

Και τότε το αγόρι, που ήταν μεγαλύτερο, αγκάλιασε την αδελφή του και άρχισε να της λέει εκείνη τη μικρή παλιά ιστορία, το παραμύθι για τον ετήσιο χορό των σκιάχτρων, για να ξεχαστεί.

Όμως η Α. δεν ξεχάστηκε.

Ούτε ο Κ. Κι ο σκύλος αλύχτησε ξαφνικά σαν γέρικος λύκος και από εκείνη τη στιγμή έτρεμε ολόκληρος και έκλεινε τα μάτια.

Κι όταν σουρούπωσε για τα καλά, τα σκιάχτρα φάνηκαν στην ξύλινη μάντρα που κύκλωνε το σπίτι.

Κι έπειτα τη σκαρφάλωσαν, αργά, δύσκαμπτα, άχαρα, και άρχισαν να πλησιάζουν.

Ήταν πολλά, φορούσανε κουρέλια, και πεινούσαν.

* * *

Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία αρχικά με το Claude Sonnet 4 και εν συνεχεία με το ChatGPT, και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.