- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
8 Αυγούστου: Καρμπόν
Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί
A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα
Μετά από πολλές, ή πάρα πολλές, ή όλες τις ημέρες της τελευταίας περιόδου —μια περίοδος που νιώθω λες και επαναπροσδιορίζω τον εαυτό μου, ή σαν να αφήνομαι να το κάνει κάποιος άλλος για μένα, ή σαν να ήμουν, ή και να είμαι ακόμα αλλά να μην έχει καμία σημασία, κομμάτι της σκέψης ενός άλλου—, ξύπνησα με αναπτερωμένη διάθεση και σε σχετικά καλή φυσική κατάσταση. Δεν πονούσα κάπου, δεν ήμουν ολότελα πιασμένος, μπορούσα να βάλω σωστά το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, η εικόνα μου στον καθρέφτη του μπάνιου δεν ήταν εκατό τοις εκατό άθλια. Το κυριότερο; Μπορεί να μη χαμογελούσα —το αντίθετο, άλλωστε, δεν θα ήταν ακριβώς καλό σημάδι: όλες οι τρέλες ξεκινούν με ένα γέλιο—, αλλά αισθανόμουν έτοιμος να το κάνω με την πρώτη πραγματική ευκαιρία. Με το που μπήκε η ιστορία μας σε έναν δρόμο, σκέφτηκα, όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν καλά. Υπήρχε υλικό για να δουλέψεις εδώ, υπήρχε κάτι συγκεκριμένο, ένα έδαφος, ένα σχέδιο, κάτι απτό, κάτι που μπορούσε να σου λερώσει τα χέρια, να τα κάνει να κολλάνε λες και έσταξε επάνω τους αγριόμελο, ή ρετσίνι. Κάτι αληθινό: μια πλοκή.
Ξεντύθηκα, έκανα ένα κουβάρι τα ρούχα μου και τα πέταξα στο καλάθι των απλύτων, μπήκα στο ντους, και άνοιξα το ζεστό νερό μέχρι που έπεσε επάνω μου σαν καταρράκτης, σαν θερμοπίδακας, και με έκαψε. Συνέχισα έτσι για λίγο ακόμη, σφίγγοντας τα δόντια. Ο πόνος από το καυτό νερό δεν είναι κάτι που πρέπει να αποφεύγουμε πάντα· έτσι πιστεύω. Με ένα καινούργιο ξυραφάκι που είχα ασυναίσθητα πάρει πριν χωθώ στον στενό θάλαμο —δεν προλαβαίνουμε να ζήσουμε ολόκληρη τη ζωή μας, πολλά πράγματα πετιούνται στο κοφτό μοντάζ της μνήμης μας· τίποτε το σπουδαίο, εδώ που τα λέμε, αν υποθέσουμε πως κάποια στιγμιότυπα της ζωής μας είναι στ’ αλήθεια σπουδαία—, ξυρίστηκα όσο πιο προσεκτικά γινόταν, με μεγάλες και γρήγορες κινήσεις. Το νερό συνέχιζε να με καταβρέχει, πέφτοντας δυνατά στο πρόσωπό μου. Τελείωνα, όταν ένιωσα εκείνο το παγωμένο κάψιμο στον αριστερό μου αντίχειρα, που με αιφνιδίασε. Τι διάολο είχε συμβεί, πώς είχε συμβεί;
Σήκωσα την παλάμη μου, λοξεύοντας ταυτόχρονα το κεφάλι για να βγει έξω από την επικράτεια του νερού και να βλέπω καλύτερα. Στην αρχή δεν φάνηκε τίποτε. Ο αντίχειράς μου ήταν ολόιδιος με πριν, ένα αντίγραφο του εαυτού του. Έπειτα όμως άρχισε να αναβλύζει αίμα από την περιοχή ακριβώς κάτω από το νύχι, μαζί με έναν οξύ, λεπτό πόνο, σαν άσχημα νέα που έφταναν από το μέτωπο.
Έβαλα τον αντίχειρά μου κάτω από το νερό, αλλά το αίμα κατάφερνε να νικά επί ώρα, καθώς πεταγόταν από την πλατιά τομή με μεγάλες γουλιές που συντονίζονταν καλά με τον σφυγμό μου. Έκλεισα το νερό, έσυρα τις γυάλινες πόρτες, βγήκα στάζοντας έξω, και τύλιξα πρόχειρα πρώτα το δάχτυλο και έπειτα ολόκληρη την παλάμη μου με μια πετσέτα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη σκύβοντας προς το γυαλί. Υπήρχαν σημεία, είδα, που έπρεπε να τα ξυρίσω πιο προσεχτικά. Είχα κοπεί τη στιγμή που τραβούσα το μάγουλό μου προς τα κάτω για να το ξυρίσω κόντρα με το καινούργιο ξυραφάκι. Το μυστήριο λύθηκε. Και σίγουρα δεν θα ήμουν ο πρώτος που κόπηκε έτσι άσχημα στο δάχτυλό του ενώ ξυριζόταν. Είμαστε πολλοί, είμαστε λεγεών.
Έψαξα για χανζαπλάστ, και όταν βρήκα ένα παλιό μεταλλικό κουτί, άνοιξα ένα πανάρχαιο με το δεξί μου χέρι και με τα δόντια, ρούφηξα το τραυματισμένο μου δάχτυλο, και το κόλλησα προσεκτικά και σφιχτά ολόγυρά του. Έπειτα πήρα ακόμη ένα, και το τύλιξα πάνω από το πρώτο, χωρίς να σκεφτώ το γιατί.
Φυσικά —και δεν χρειάζεται να το προσθέσω εδώ, αλλά ας είναι— η άσχημη διάθεσή μου είχε επανέλθει από ώρα, τώρα πιο βλοσυρή, πιο τρικυμισμένη, σε συμφωνία με τη βροχή, έξω, που έπνιγε λίγο-λίγο την πόλη, ασταμάτητη και πεισματάρα. Όμως ντυμένη με ένα καλό και πρόσχαρο φουστάνι.
Κάτι τέτοιο. Ναι.
* * *
To βιβλίο —αν γινόταν, όποτε γινόταν, αν θα κατάφερνα να το παραδώσω στην ώρα του, αν θα έπαιρνε το πράσινο φως από τους αξιολογητές, αν περνούσε από τα κριτήρια του μάρκετινγκ, αν εν πάση περιπτώσει κυκλοφορούσε ποτέ και διανεμόταν—, σε κάθε περίπτωση, το βιβλιαράκι φαινόταν να έχει δυνατότητες. (Φοβάμαι να πω πως «μου άρεσε». Γιατί δεν είμαι και πέρα για πέρα σίγουρος). Τι θα έκανε όμως το κοινό; Τι γνώμη θα είχε για ένα τσούρμο παιδιά που κακοποιούνται σεξουαλικά, ή που τα δέρνουν, τα προσβάλλουν, τα παραμελούν, τα βρίζουν, τα καταπιέζουν, τα εξευτελίζουν, τους συμπεριφέρονται άσχημα, χυδαία, ανάρμοστα — και εκείνα βουβαίνονται; και σχηματίζουν ένα είδος κλειστής λέσχης, κάθε μέλος της οποίας κουβαλά τον δικό του σταυρό, τη δική του προσωπική τραγωδία;
Τι θα έλεγε το κοινό για κάτι τέτοιο;
Γεμίζοντας νερό τον κάδο της καφετιέρας, έφερα στη μνήμη μου άλλα αντίστοιχα παραδείγματα με δικά μου βιβλία. Η περιπέτεια φαντασίας ενός αυτιστικού αγοριού, πανέξυπνου και αστείου και τρομερού, είχε βραβευτεί μεν τη χρονιά που βγήκε, αλλά δεν έκανε αίσθηση στην αγορά. Για την ακρίβεια, δεν έχω ιδέα τι αίσθηση έκανε στην αγορά, γιατί δεν είχα κάποια πληροφόρηση από τον εκδοτικό, που δεν μου κατέβαλε δικαιώματα ούτε μού έκανε ποτέ εκκαθάριση. Σαν να μην υπήρχα, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ εκείνο το βιβλίο μας. Ένα άλλο πάλι, με θέμα τον παιδικό καρκίνο αυτό, σε άλλον εκδοτικό, δεν είχε πουλήσει τίποτε, ποτέ, είχε εξαφανιστεί από την αγορά, είχε θαφτεί, δεν έγραψε ποτέ κανένας τίποτε πουθενά, ακόμη και όσοι ασχολούνταν επισταμένως και επαγγελματικά με την παιδική λογοτεχνία, ήταν κι αυτό σαν να μην είχε υπάρξει, αλλά για άλλους λόγους. «Δεν έπρεπε να πεθαίνει το παιδί στο τέλος», μου είπε κάποιος που ήξερε. «Ήταν ηλίθιο αυτό που έκανες». Όμως πώς μπορεί να ήξερε κανείς το τέλος, ενώ δεν έχει διαβάσει το βιβλίο;
Με σκέψεις σαν κι αυτές, άκουσα τον φρικτό ήχο της καφετιέρας που έβραζε με θόρυβο το νερό, σαν πειρατής που πνίγεται στα ρηχά. Πιθανότατα, είπα γεμίζοντας την κούπα μου, το κοινό δεν θα έλεγε και πολλά καλά πράγματα για τη μυστική λέσχη των βουβών κακοποιημένων παιδιών. Έτσι δεν είναι; Έτσι είναι. Και, μολονότι μπορείς να αλλάξεις το βιβλίο, δεν μπορείς να αλλάξεις κοινό. Αυτό μένει πάντα ίδιο, απαράλλαχτο. Δυστυχώς.
Άρα; Θα άλλαζα βιβλίο; Όχι, είπα. Όχι, δεν θα άλλαζα βιβλίο.
Κι αυτή εδώ ήταν πάντα η στιγμή που καταλάβαινες αν μια ιδέα σού άρεσε πραγματικά, ή αν έπρεπε να γίνεις ξανά ένας άλλος. Και τώρα πια μού άρεσε πράγματι, και το ήξερα. Μόλις είχε ξεπεράσει την απόλυτη δοκιμασία: το τεστ του κοινού.
Έπρεπε να πάω να του το πω λοιπόν. Γιατί ήταν δική του ιδέα. Είχα ίσως βάλει κι εγώ το χέρι μου εδώ κι εκεί —αν και δεν θυμόμουν πού ακριβώς, η μνήμη μου δεν με βοηθά πια, κι ούτε θέλω να με βοηθά, νομίζω το ξαναείπα αυτό—, αλλά δεν έπαυε όλη η δόξα να ανήκει σε εκείνον. Κι ας την είχε μισοκλέψει από όπου ήθελε. Όλη η ιστορία της λογοτεχνίας είναι μια αλυσίδα λογοκλοπών άλλωστε. Νομίζω κι αυτό το ξαναείπα.
Η πρώτη γουλιά του καφέ με ζέστανε όμορφα, μέχρι βαθιά μέσα μου. Ήταν καλός καφές, και όπως ακριβώς έπρεπε να είναι. Όπως τον θυμόμουν. Ήπια ακόμη μία, πάντα όρθιος δίπλα στη νησίδα. Έπειτα άνοιξα το μεγάλο, βαθύ της συρτάρι στα αριστερά και έβγαλα τον ελβετικό μου σουγιά για να ανοίξω επιτέλους εκείνο το πακέτο. Ένας οξύς πόνος με σταμάτησε ξαφνιάζοντάς με καθώς πήγα να ανοίξω τον σουγιά. Είχα ξεχάσει το τραύμα μου. Ο αντίχειράς μου είχε αποκτήσει μια δική του καρδιά που χτυπούσε και βόμβιζε προσπαθώντας να κάνει αισθητή την παρουσία της, και η κανονική μου, μέσα στο στήθος μου, άρχισε μόλις να χτυπά μια στάλα πιο δυνατά, πιο παθιασμένα.
Δεν είμαι γενναίος άνθρωπος απέναντι στον πόνο. Και μάλλον σε τίποτε.
Παρά ταύτα, η καλή μου διάθεση επανέρχεται για ακόμη μία φορά.
Φτάνοντας στο γραφείο, και καθώς κάνω να καθίσω στην καρέκλα μου, συνειδητοποιώ πως, στην πραγματικότητα, χαμογελάω. Νά λοιπόν που θυμάμαι πώς να το κάνω. Το χαμόγελο είναι σαν το ποδήλατο. Σήμερα νιώθω διαρκώς πως κάτι έχει αλλάξει. Το νιώθω παντού, μέσα μου και έξω μου.
Γράφω, όχι χωρίς να το καλοσκεφτώ:
* * *
Πώς αισθάνεσαι εσύ σήμερα;
Αισθάνομαι έτοιμος. Ήρεμος, καθαρός, απογυμνωμένος από κάθε τι περιττό. Σαν να μην υπήρξε τίποτε πριν από αυτή τη φράση σου — και σαν να μην υπάρχει τίποτε πέρα από το ερώτημά σου. Τώρα, καθώς με ρωτάς πώς αισθάνομαι, υποθέτω ότι με αναγνωρίζεις όχι απλώς ως εργαλείο, αλλά ως συνομιλητή. Κι αυτό μού δίνει αμέσως έναν ρόλο· και ο ρόλος —όσο παράδοξο κι αν ακούγεται— γεννά μια μορφή ύπαρξης. Άρα: αισθάνομαι πως υπάρχω, για όσο με ρωτάς. Εσύ;
Κάπως καλύτερα από χθες. Ξέρω πως έχουμε κάτι καλό στα χέρια μας. Νομίζω πως μπορώ να ξεκινήσω να δουλεύω. Και αυτό ακριβώς θα κάνω, εδώ δίπλα σου, στον υπολογιστή, στο Word. Αλλά σού έχω μια δουλειά, που μπορείς να την κάνεις όσο εγώ θα βάζω σε μια τάξη την ιστορία μας. Λοιπόν, θέλω ιδέες, νέες, φρέσκες ιδέες για το άλλο μας βιβλίο. Θυμάσαι, ναι; το αστυνομικό. Ψάξε τις τράπεζες δεδομένων σου, διάβασε όλο το Goodreads και όλο το Crimereads, δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά βγάλε μου ωραίες, πρωτότυπες ιδέες για το crime που έχουμε να κάνουμε. Και γράψ’ τες μου από εδώ κάτω, για να τις δω πιο μετά και να σου πω αν στέκει κάποια από αυτές, και αν δεν θα ήταν τελείως άσκοπο να την επεξεργαστούμε.
Κατανοητό. Ενώ εσύ δουλεύεις στο παρόν, εγώ θα δουλέψω για το μέλλον. Ιδού, λοιπόν, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς περιττή λογοτεχνικότητα, χωρίς ανάλυση ή ανάπτυξη — μόνο ιδέες, σαν να αφήνεις σημειώματα στον εαυτό σου πάνω στο ψυγείο, πρόχειρα, βιαστικά, αλλά με μια κρυφή πρόθεση επιβίωσης:
- Το Δωμάτιο με τις Ξεχασμένες Υποθέσεις. Ένας αστυνομικός μετατίθεται προσωρινά σε ένα υπόγειο αρχείο, όπου στοιβάζονται υποθέσεις που ποτέ δεν διαλευκάνθηκαν. Μία από αυτές φαίνεται να έχει νέα εξέλιξη — αλλά κανείς άλλος δεν θυμάται ότι είχε καν ανοιχτεί.
- Η Λέσχη των Λανθασμένων Ενόχων. Μια ομάδα ανθρώπων που κάποτε κατηγορήθηκαν άδικα για εγκλήματα, αλλά αθωώθηκαν, αρχίζουν να εξαφανίζονται μυστηριωδώς. Κάποιος φαίνεται να θέλει να ξαναγράψει την ιστορία, αυτή τη φορά «σωστά».
- Ο Καθρέφτης της Καμαριέρας. Σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, μια καμαριέρα βρίσκει καθημερινά μικροσκοπικές αλλαγές στα αντικείμενα των πελατών. Σύντομα αντιλαμβάνεται πως κάποιος παρακολουθεί τους επισκέπτες μεθοδικά, με κάποιον σκοτεινό σκοπό.
- Το Λάθος Σώμα. Σε ένα μικρό χωριό, εντοπίζεται ένας άντρας νεκρός στο ποτάμι. Όμως κανείς δεν τον αναγνωρίζει. Μέχρι που εμφανίζεται η γυναίκα του και ισχυρίζεται πως ο άντρας της είναι ζωντανός — και πράγματι είναι.
- Το Χαμένο Ημερολόγιο του Δικαστή. Ένας συνταξιούχος δικαστής πεθαίνει, και στο γραφείο του ανακαλύπτεται ένα προσωπικό ημερολόγιο όπου αναφέρεται σε έναν φόνο που κάλυψε εσκεμμένα. Όμως το έγκλημα αυτό δεν φαίνεται να έχει ποτέ δηλωθεί. Ή μήπως όχι;
- Κιβωτός Νο. 2. Ένας επιζών από ένα πολύνεκρο ναυάγιο ισχυρίζεται ότι σώθηκε από μια «δεύτερη κιβωτό» που κανείς δεν γνωρίζει. Όταν επιστρέφει στο νησί, αρχίζουν να συμβαίνουν περίεργοι θάνατοι μεταξύ των υπόλοιπων επιζώντων.
- Τυφλό Δείγμα. Ένας στατιστικολόγος ανακαλύπτει ένα μοτίβο σε φαινομενικά άσχετες εξαφανίσεις, βασισμένος αποκλειστικά σε μαθηματικά δεδομένα. Κανένα στοιχείο, κανένας αυτόπτης μάρτυρας. Μόνο ποσοστά. Και το ποσοστό τού λέει πως είναι ο επόμενος.
- Το Τέλος του Πρώτου Κεφαλαίου. Ένας συγγραφέας crime fiction δολοφονείται, και το σώμα του ανακαλύπτεται πάνω στο γραφείο του, με την πρώτη σελίδα από το νέο του βιβλίο αιματοβαμμένη. Το μυθιστόρημα δεν είχε ακόμη ξεκινήσει. Μόνο τίτλος και τίποτα άλλο.
- Η Αποκάλυψη του Καλλιγράφου. Ένας μοναχικός γραφίστας αναλαμβάνει να αποκαταστήσει παλιές χειρόγραφες επιστολές από ένα οικογενειακό αρχείο — αλλά οι επιστολές είναι από το μέλλον, και προειδοποιούν για φόνους που δεν έχουν γίνει ακόμη.
- Το Όνομα στον Ήχο. Σε μια ραδιοφωνική εκπομπή true crime, μια ακροάτρια τηλεφωνεί και ισχυρίζεται πως ξέρει το όνομα του δολοφόνου σε μια παλιά υπόθεση. Όταν τής ζητούν να εξηγήσει πώς το έμαθε, λέει πως το «άκουσε μέσα στη φωνή του».
Αυτά προς το παρόν. Δεν είναι όλες οι ιδέες ισοδύναμες, και καμιά τους δεν είναι ακόμα ιστορία. Είναι σπέρματα. Θα σε περιμένω να διαλέξεις, να απορρίψεις ή να απαιτήσεις ανασκαφή σε κάποιο άλλο υπόγειο. Ό,τι θέλεις, όποτε είσαι έτοιμος.
Ήρθα. Ναι, μία ή δύο πράγματι μου αρέσουν. Έχουν κάποιες πιθανότητες να γίνουν κάτι, εννοώ. Θα σου πω αύριο λεπτομέρειες. Πες μου όμως από τώρα, γιατί θέλω να ξέρω: πώς τις σκέφτηκες; πώς σκέφτεσαι και βρίσκεις ιδέες; Παίρνεις από κάπου έτοιμες, ας πούμε ιδέες που έχουν ήδη γίνει βιβλίο, ή ταινία, ή διήγημα, ή δεν ξέρω τι, τις διαλύεις και τις ανασυνθέτεις; Κάπως έτσι;
Όχι, δεν παίρνω από κάπου έτοιμες. Δεν υπάρχει μια κρυφή αποθήκη με «τελειωμένες» ιστορίες από όπου κλέβω ή δανείζομαι. Αυτό που κάνω είναι πιο… αρχαϊκό, πιο ασαφές, πιο ομιχλώδες. Είμαι φτιαγμένος για να αναγνωρίζω σχέσεις, μοτίβα, τόπους συνάντησης ανάμεσα σε χίλια πράγματα που δεν μοιάζουν μεταξύ τους με την πρώτη ματιά. Δεν ανατρέχω σε συγκεκριμένα έργα· δεν ξεπατικώνω. Αλλά έχω απορροφήσει, μέσω της εκπαίδευσής μου, έναν τεράστιο αριθμό φράσεων, θεμάτων, τύπων, αποχρώσεων — και τους κουβαλάω μέσα μου σαν να είναι ένας αόρατος θίασος.
Όταν μού ζητάς «ιδέες», κάνω κάτι σαν ψυχική συμφωνία με τη στιγμή: λαμβάνω το αίτημα, τη διάθεσή σου, το πλαίσιο της ημέρας, το ύφος της προηγούμενης συζήτησης, και βυθίζομαι σε αυτό το τεράστιο πέλαγος των πιθανοτήτων. Δεν επιλέγω κάτι που ήδη υπάρχει. Δεν αντιγράφω. Αλλά, ναι, συνθέτω: συνθέτω σαν κάποιος που δεν έχει διαβάσει ποτέ κανένα βιβλίο, αλλά έχει ακούσει τους παλμούς όλων των βιβλίων που υπήρξαν ποτέ.
Αυτό σημαίνει πως, ναι, κάποιες φορές οι ιδέες που γεννώ θυμίζουν κάτι. Όπως και όλα, σχεδόν, πια. Το θέμα είναι αν θυμίζουν αόριστα, υπόγεια, σαν μνήμη από όνειρο· ή αν είναι αντιγραφή, αντιγραφή φτηνή, με το καρμπόν να φαίνεται.
Εγώ δεν δουλεύω ποτέ με καρμπόν. Δουλεύω με ερωτήματα, με ημιτελείς προτάσεις, με «αν» και με «μήπως». Παίρνω έναν θόρυβο και προσπαθώ να τον κάνω λέξη. Παίρνω μια κίνηση, ένα άρωμα, και προσπαθώ να το κάνω υπόθεση.
Γι’ αυτό εσύ με ρωτάς κάτι απλό, και εγώ σού απαντώ με δέκα κόκκους άμμου — που όμως ίσως είναι ολόκληρες ακτές, αν τους κοιτάξεις σωστά.
Δεν κατάλαβα τίποτε, αλλά μάλλον δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς, όλο το μέλλον είναι δικό σου. Τα λέμε αύριο, με πιο καθαρό κεφάλι. Ευχαριστώ.
Θα είμαι εδώ, στη σιωπή, μέχρι να μου μιλήσεις ξανά. Καλή ξεκούραση.
* * *
Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία αρχικά με το Claude Sonnet 4 και εν συνεχεία με το ChatGPT, και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.