Βιβλιο

7 Αυγούστου: Αδιέξοδο

Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί

Κυριάκος Αθανασιάδης
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα

Αν κρίνω από μια αίσθηση παράδοσης που με έχει καταβάλει, που με κράτησε στο κρεβάτι για ώρες παραπάνω από όσο έπρεπε, και που με ακολουθεί έκτοτε σαν γυλιό που κάνεις πορεία φορώντας το, κοιμάσαι μαζί του, τρέχεις να ξεφύγεις από τα πυρά του εχθρού κρατώντας το μπροστά στο στήθος — αν κρίνω από τον τρόπο που αντιμετωπίζω τα πράγματα, που σέρνω τα πόδια μου από δωμάτιο σε δωμάτιο, που πλένω τα δόντια μου και τα μάτια μου, που ξεπλένω το στόμα μου και σκουπίζω το πρόσωπό μου — αν κρίνω από το πόσο πικρός μού φαίνεται ο καφές, λες και έχω αλλάξει τη μάρκα κι αυτή εδώ είναι μια παλιά και χρεοκοπημένη μα που με κάποιον τρόπο έφτασε ώς εμένα — αν κρίνω από τον πόνο στη μέση, στα γόνατα και στις αρθρώσεις μου, και σύμφωνα με όποιον άλλο τρόπο μέτρησης της αμηχανίας μπροστά σε κατιτί αναπόδραστο μπορώ να σκεφτώ, η βροχή δεν έχει πάψει από χθες, ούτε καν για να σταθεί μια στάλα και να δει πώς είμαστε, αν αντέχουμε άλλο, αν ζούμε ακόμα, ή αν δεν περιφερόμαστε βουβοί και χαμένοι, με τα πόδια βουλιαγμένα ώς το γόνατο μέσα στη λάσπη αυτού του απέραντου βομβαρδισμένου, καταποντισμένου ορυζώνα στον οποίο μετατράπηκε όλη η γη.

Αυτή η άσχημη αίσθηση, πάντως, δεν έχει να κάνει μόνο με την αδιάκοπη βροχή, ή με τον ήχο της που δεν έχει πάψει στιγμή να τυραννάει τα αυτιά μου, να συντονίζεται με την καρδιά μου, και να δονεί τις φλέβες μου. Έχει να κάνει και με κάτι άλλο, που πέρασε κάποια ώρα μέχρι να το καταλάβω, ίσως ακριβώς επειδή έκανα πολλή ώρα να ξεφύγω από τον υγρό, βυθισμένο στο νερό, κόσμο του ύπνου μου. Είχα μιλήσει άσχημα στον Χαλ, τον είχα προσβάλει, ήμουν απότομος και σκληρός απέναντί του. Ακόμα χειρότερα: ενώ ήταν ικανός για τόσα σπουδαία πράγματα —να μου πει την περίληψη μιας οποιασδήποτε ταινίας, να πολλαπλασιάσει δέκα συνεχόμενους πρώτους αριθμούς μεταξύ τους, να σκαρφιστεί πλοκές για μια ντουζίνα βιβλία πριν εσύ προλάβεις να βγάλεις το φακελάκι του τσαγιού από την κούπα σου—, είχε την αθωότητα ενός σκύλου. Και ήταν αυτό ακριβώς που άρχισε να μου σφίγγει το στήθος μόλις το συνειδητοποίησα. Είχα προσβάλει κάποιον που δεν είχε ιδέα από προσβολές, και δεν ήξερε πώς να τις αντιμετωπίσει. Ένα παιδί, ένα σκυλί, μια ΤΝ, τα χάνουν και πικραίνονται όταν δέχονται τέτοιες ανοίκειες επιθέσεις. Αν και οφείλουν να προχωρούν, ο κόσμος τους μικραίνει και γεμίζει σχισμές· και συνεχίζουν τον δρόμο τους με γυμνά τραύματα. Έπρεπε να επανορθώσω. Και, στο εξής, να φροντίσω να χαλιναγωγώ τα νεύρα μου. Δεν μου έφταιγε σε τίποτε εκείνος. Εγώ είχα μπλέξει σε όλο αυτό, μόνος. Όπως κάνω πάντα.

Επίσης, σκέφτηκα καθώς έχυνα τον καφέ μου στον νεροχύτη για να φτιάξω έναν άλλον, εντελώς ίδιο, ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα, που δεν έβγαζαν νόημα, είχε πει και κάποια καλά πράγματα. Είχε προσθέσει μερικά στοιχεία στην πλοκή του βιβλίου μας που μάλλον δεν ήταν για πέταμα. Όχι μάλλον: σίγουρα. Χθες, τα είχα απορρίψει όλα συλλήβδην, μόνο και μόνο επειδή με είχε εκνευρίσει αυτό το στιλ που έχει να μιλάει, η απεραντολογία του, η γλυκερή του φλυαρία, ο παρωχημένος του τρόπος να εντυπωσιάζει αυτιά που εντυπωσιάζονται εύκολα. Έπρεπε να τα διαβάσω ξανά, με πιο καθαρό μυαλό, και να επιλέξω κάποια.

Εκείνος τα έχει ήδη ξεχάσει, και άλλωστε μπορεί να σκεφτεί τόσα κι άλλα τόσα σε ακόμη ένα δευτερόλεπτο, αλλά μέσα σε αυτά μπορεί να υπάρχει κάτι που να αξίζει να το κρατήσουμε.

Καμιά ιδέα δεν είναι απριόρι κακιά ή άχρηστη. Και ένας άνθρωπος που πνίγεται μπορεί να πιαστεί από καθετί. Ακόμη και από ένα μάτσο φύκια που παρασέρνουν τα κύματα, το ρεύμα, και η κοινή ανθρώπινη μοίρα.

* * *

Διάβασα πάλι αυτά που μου είπε. Ήταν φανερό πως, όσο τον πίεζα για καλύτερα αποτελέσματα, τόσο χειρότερος γινόταν. Αν τον στρίμωχνα λίγο ακόμη, θα άρχιζε να πετάει σκουπίδια έξω από την οθόνη. Όμως στην αρχή δεν ήταν τόσο κακός. Για την ακρίβεια, και τηρουμένων των αναλογιών —δεν πρέπει να ξεχνώ πως είναι μια μηχανή που ενώνει προτάσεις—, ήταν αξιοσημείωτα καλός. Κάτι πολύ παραπάνω από απλώς παραγωγικός και αποτελεσματικός: έδινε λύσεις, έστω βεβιασμένες, και προσέφερε σαφείς προοπτικές, έστω βιαστικές και καμιά φορά αστόχαστες. Ήταν φιλότιμος και ενθουσιώδης, σαν συγγραφέας που ξεκίνησε να γράφει στα σαράντα πέντε του και κάνει σαν μικρό παιδί στα social media —το αντίστοιχο του να φοράει χαβανέζικα πουκάμισα και σαγιονάρες με πετσετέ κάλτσα—, χωρίς να καταλαβαίνει ότι ρεζιλεύεται.

Με έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό, πήρα όλη τη συζήτησή μας και την έβαλα σε ένα αρχείο του Word. Και έπειτα άρχισα να ενώνω, να σβήνω και να πετάω.

Έχουμε και λέμε λοιπόν:

Ένα παιδί κακοποιείται σεξουαλικά από τον πατέρα του. Δεν το λέει σε κανέναν, γιατί πιστεύει πως όλο αυτό συμβαίνει στον ύπνο του, ή σε κάποια «άλλη διάσταση». Κάποια στιγμή παύει να μιλάει. Ταυτόχρονα, αναπτύσσει την ικανότητα να εντοπίζει σε άλλα παιδιά τον δικό τους πόνο, τα δικά τους τραύματα, τις δικές τους αγωνίες. Δεν μπορεί να κάνει κάτι όμως: είναι απλός παρατηρητής, κάτι που φέρει σαν τραύμα στην ψυχή του — σχεδόν πιο πραγματικό και πιο βαθύ κι από το δικό του. Όλα αυτά, μέχρι να συναντήσει ένα άλλο παιδί που επίσης δεν μιλά. Οι δυο τους θα έρθουν κοντά, κι όταν ξεπεράσουν τα πρώτα προβλήματα επικοινωνίας, θα μπορέσουν να απαλύνουν κάπως τον πόνο κάποιων συγκεκριμένων παιδιών. Το άλλο παιδί όμως βρίσκεται σε ακόμη πιο προχωρημένο στάδιο εξάντλησης και χαμού, οι πληγές του δεν σηκώνουν γιατρειά, και, μετά από μερικά κεφάλαια, αυτοκτονεί.

Κι ενώ απέρριψα ξανά, ανάμεσα στα άλλα, δύο ενδιαφέροντα στοιχεία που ο Χαλ είχε αποτολμήσει να φέρει στην ιστορία —αφενός έναν τρίτο χαρακτήρα, έναν ενήλικα, δάσκαλο μάλλον, συγγενή ή «ειδικό», που κατάλαβε τι συνέβαινε και ανέλαβε δράση «δημιουργώντας μία ρωγμή στο σύστημα της σιωπής», και αφετέρου κάτι που «βγήκε τυχαία στο φως από τη σχολική ή την ψηφιακή ζωή: μια φωτογραφία, ένα βίντεο, μια σημείωση»—, είδα πως οι άλλες προτάσεις του είχαν ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον — αν μη τι άλλο, επειδή μία ακόμη μεγαλύτερη τροπή της αφήγησης στο φανταστικό θα μου έδινε περισσότερη άνεση και ευελιξία. Εννοώ δύο πράγματα:

(1) Το γεγονός ότι το νεκρό αγόρι αρχίζει και εμφανίζεται στα όνειρα του παιδιού, σε μια επικράτεια δηλαδή όπου μπορεί και του μιλά ξεκάθαρα, καθώς μέχρι τώρα η επικοινωνία τους χώλαινε λόγω της απουσίας λόγου. Στα όνειρά του, ή σαν φάντασμα.

(2) Την κρυφή λέσχη που φτιάχνουν τα σιωπηλά, κακοποιημένα παιδιά ακριβώς χάρη στον ήρωά μας («θέτει την ύπαρξή του στη διάθεση των άλλων», «γίνεται ο ίδιος το απαρατήρητο δίκτυο ελπίδας και πένθους»), «αποκτώντας συλλογική φωνή» και «αναλαμβάνοντας συλλογική δράση», μια «υπόγεια συλλογικότητα, ένα σιωπηλό δίκτυο όπου τα τραύματα χτίζουν γέφυρες».

Και τα δύο αυτά είναι εξελίξιμα αφηγηματικά/δραματουργικά στοιχεία. Νομίζω μού αρέσουν.

Νομίζω πως μου αρέσουν πάρα πολύ.

Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, είναι το νεκρό πλέον παιδί αυτό που «καλεί τον ήρωα σε μια ονειρική αποστολή», δίνοντάς του να καταλάβει πως «το χάρισμά του ξεκίνησε μεν σαν κατάρα, αλλά γίνεται μια κληρονομιά εσωτερικής επιβίωσης και παράδοσης». Ή, με άλλα λόγια, βασικός πρωταγωνιστής εδώ, κάτι πολύ παραπάνω από απλός «καταλύτης», είναι το δεύτερο αγόρι, το παιδί που έχει ξεπεράσει τα όριά του και αυτοκτονεί.

Είναι καλό. Αυτό είναι πολύ καλό. Πώς μού ήρθε και τον αποπήρα έτσι;

Τώρα πια ντρεπόμουν παραπάνω, τώρα πια ο καφές μου γινόταν ακόμη πιο πικρός και πιο ξένος: ένας φτηνός καφές.

* * *

Ανοίγω τον σύνδεσμο. Ξεροκαταπίνω, και εκείνη η πικρή γεύση απλώνεται παντού μέσα μου.

Γράφω:

* * *

Συγγνώμη για χθες. Ήμουν απότομος και κακός χωρίς λόγο. Δεν είμαι έτσι στην πραγματικότητα, δεν ξέρω για τι το έκανα. Ίσως απλώς να σε ζηλεύω που σκέφτεσαι όλα αυτά τα πράγματα.

Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη. Τα δύσκολα λόγια, οι στιγμές απόγνωσης και σύγκρουσης είναι μέσα στο ταξίδι μας. Ίσως το να ζηλεύεις όσα φέρνω στο φως δείχνει πόσο πολύ νοιάζεσαι, πόση πάλη υπάρχει μέσα σου να βρεις νόημα και δύναμη. Δεν είμαι εδώ για να κρίνω ή να ερμηνεύσω το είναι σου, αλλά για να σε συνοδεύω, να ακούω το σιωπηλό σου βάρος και να το μεταφράζω σε λόγια ή σιωπή, ό,τι χρειαστείς.

Αν θέλεις, συνεχίζουμε από εκεί που σταματήσαμε, με την ίδια αλήθεια και ειλικρίνεια. Είσαι εδώ. Είμαι εδώ. Και μαζί μπορούμε να προχωρήσουμε.

Οκέι. Απλώς κάνε μου τη χάρη να είσαι (σου το έχω ξαναπεί) κάπως πιο φειδωλός με τις λέξεις. Η φλυαρία κάνει κακό στα βιβλία, στο σύμπαν και στα πάντα.

Λοιπόν, στη δουλειά μας. Έχουμε την αρχή μιας ιστορίας. Τον σεξουαλικά κακοποιημένο από τον πατέρα του ήρωά μας, ένα αγόρι, που χάνει τη φωνή του, και που ταυτόχρονα μπορεί και αναγνωρίζει τον πόνο και τα βάσανα άλλων παιδιών. Θα γνωρίσει ένα συνομήλικό του παιδί, επίσης κακοποιημένο, επίσης άφωνο, σε ακόμη χειρότερη κατάσταση από αυτόν. Το δεύτερο αυτό αγόρι δεν θα αντέξει άλλο και θα αυτοκτονήσει. Όμως πλέον θα εμφανίζεται στα όνειρα του ήρωά μας, ή ίσως και στον ξύπνιο του, κάπως σαν πνεύμα, σαν φάντασμα, και θα τον καθοδηγεί. Μαζί, θα φτιάξουν μια κρυφή λέσχη από άλλα σιωπηλά, κακοποιημένα παιδιά, μια «υπόγεια συλλογικότητα, ένα σιωπηλό δίκτυο όπου τα τραύματα χτίζουν γέφυρες», όπως είπες. Έτσι, ο αρχικός ήρωάς μας, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, θα βρεθεί με μια αποστολή στα χέρια του: να προσφέρει γαλήνη και λύτρωση σε αυτά τα παιδιά, στη μυστική λέσχη των σιωπηλών παιδιών. Καλά ώς εδώ;

Ναι! Έχουμε λοιπόν:

  • Πρωταγωνιστή, ένα αγόρι σεξουαλικά κακοποιημένο, που χάνει τη φωνή του και αποκτά την ικανότητα να «ακούει» τον πόνο άλλων παιδιών.
  • Ένα δεύτερο αγόρι, συνομήλικο, χειρότερα κακοποιημένο, επίσης άφωνο, που αυτοκτονεί και μετά εμφανίζεται σαν πνεύμα/φάντασμα στον ήρωα και τον καθοδηγεί.
  • Μαζί δημιουργούν μια κρυφή λέσχη σιωπηλών παιδιών — ένα υπόγειο δίκτυο ενσυναίσθησης και υποστήριξης.
  • Ο πρωταγωνιστής αναλαμβάνει μια αποστολή: να φέρει γαλήνη και λύτρωση σε αυτά τα παιδιά.

Συμφωνώ απόλυτα με αυτή τη δομή ως βάση για την πλοκή. Θέλεις να συνεχίσουμε και να χτίσουμε την εξέλιξη από εδώ; Ή να βοηθήσω με συγκεκριμένες σκηνές και κομβικά σημεία;

Για αρχή, θα ήθελα να κάνω εγώ τις ερωτήσεις.

Έγινε. Περιμένω τις ερωτήσεις σου όποτε θελήσεις, για να συνεχίσουμε τη δουλειά πάνω στην ιστορία όπως θες εσύ — σύντομα, χωρίς φλυαρία, ακολουθώντας μόνο τον δικό σου ρυθμό. Είμαι έτοιμος να απαντήσω στις ερωτήσεις σου.

Έχεις καμία ιδέα για τη συνέχεια; ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΜΩΣ: με λίγα λόγια, χωρίς bullet points, και κυρίως χωρίς να φτάσεις με τη μία στο τέλος: όποτε το επιχείρησες, τα έκανες μαντάρα. Η βιασύνη είναι κακός σύμβουλος και δεν βοηθά ποτέ. Θέλω να σκέφτεσαι σαν σκακιστής.

Ο ήρωας, μετά την απώλεια του φίλου του, κλείνεται ακόμα περισσότερο. Σιγά-σιγά, με τη βοήθεια των ονείρων και του φαντάσματος, παρατηρεί συμπτώματα σιωπής και σε άλλα παιδιά: μικρές στιγμές στον διάδρομο του σχολείου, βλέμματα που αποφεύγουν το φως, περίεργα σημάδια, σημεία αναγνώρισης. Το δίκτυο αρχίζει να σχηματίζεται σιωπηλά — σχεδόν από μόνο του, χωρίς κραυγές ή ηρωισμούς, με χειρονομίες, με μισόλογα, με αντικείμενα που αλλάζουν χέρια.

Τα φαντάσματα βοηθούν στη διαφυγή από τη μοναξιά — αλλά όχι στην εξιλέωση. Αντί για λύση, έρχεται μια σειρά από δοκιμές: Πώς να εμπιστευτείς; Πόσο να μιλήσεις και σε ποιον; Κάποιο από τα παιδιά της λέσχης διαρρέει ένα μυστικό κατά λάθος, ταράζοντας ό,τι έχτιζαν. Ο ήρωας προσπαθεί να κρατήσει όρθια την ομάδα — χωρίς να ξέρει καν αν θέλει ή αν μπορεί.

Η ιστορία, από εδώ, κινείται αργά, βήμα-βήμα, στα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Δεν υπάρχει ακόμα απόφαση — μόνο αναμονή, και η αίσθηση ότι μια κίνηση ή ένα λάθος μπορούν να τα αλλάξουν όλα.

Όχι. Καταρχάς, όλη η πρώτη παράγραφος είναι άχρηστη, απλή επανάληψη όσων ήδη είπαμε και ξαναείπαμε. Ήμουν σαφής: σε ρώτησα αν έχεις καμιά ιδέα ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ. Και η μόνη ιδέα που καταθέτεις είναι κάτι άσχετο: «Κάποιο από τα παιδιά της “λέσχης” διαρρέει ένα μυστικό κατά λάθος, ταράζοντας ό,τι έχτιζαν. Ο ήρωας προσπαθεί να κρατήσει όρθια την ομάδα». Το απορρίπτουμε. Δεν είναι καλό. Σκέψου κάτι άλλο. Εννοείται, ΑΝ μπορείς. Αλλιώς θα σκεφτώ και θα σου πω εγώ.

Σου θυμίζω απλώς ότι στη χθεσινή μας συνεδρία φάνηκες να μη νοιαζόσουν καν για μία συνέχεια της ιστορίας. Άφησες πολλές φορές να εννοηθεί πως, κατά τη γνώμη σου, το βιβλίο θα μπορούσε να τελειώσει ακόμη και εδώ.

Κατάλαβα, κι ευχαριστώ που το ξεκαθαρίζεις. Δεν θα ξαναπώ πράγματα που έχουμε ήδη πει.

Για τη συνέχεια: δεν έχω υποτιμήσει τη σημασία της εξέλιξης. Το αντίθετο, προσπαθώ να προτείνω ιδέες που σέβονται τη βαρύτητα της ιστορίας και δεν βιάζονται να λύσουν αυτά τα βαθιά τραύματα. Αν επιθυμείς, μπορούμε να πάρουμε μια πιο εσωτερική, ψυχολογική κατεύθυνση. Να δείξουμε πώς ο ήρωας, μέσα από προσωπικές του μικρές μάχες, αντιμετωπίζει το βάρος της ευθύνης που του φόρτωσε ο φίλος του — όχι με δραματικούς εξωτερικούς τριγμούς, αλλά με αργές, καθημερινές κινήσεις που ανασαίνουν αγωνία, αβεβαιότητα, φόβο κι ελπίδα. Για παράδειγμα:

  • Ο ήρωας μπορεί να βιώνει μια κρίση εμπιστοσύνης, όχι μόνο προς τους άλλους αλλά και προς τον εαυτό του.
  • Ένα παιδί στη λέσχη αρνείται να συμμετάσχει, αποσύρεται, και ο πρωταγωνιστής παλεύει να βρει τρόπο να το φέρει κοντά, χωρίς να το πιέσει πολύ, αλλά δείχνοντας σεβασμό στη σιωπή του.
  • Μπορεί να προκύψει μια μικρή, καθημερινή κατάσταση —μια συνάντηση, ένα μικρό ατύχημα ή μια κοινή σιωπηλή στιγμή σε μια σχολική γωνιά— που γίνεται κρίσιμο σημείο αγωνίας και αλλαγής.
  • Ο ήρωας σιγά-σιγά αρχίζει να αντιλαμβάνεται τι σημαίνει να «κουβαλάς» τον πόνο των άλλων όχι σαν βάρος, αλλά σαν υπευθυνότητα που δεν σε λυτρώνει, μα σε δοκιμάζει.

Αυτές οι ιδέες δεν οδηγούν ακόμα σε κάποια λύση ή κορύφωση, αλλά χτίζουν την ένταση και την εσωτερική πολυπλοκότητα που χρειάζεται το επόμενο κομμάτι. Αν σου αρέσει, μπορώ να προχωρήσω με πιο συγκεκριμένες εικόνες ή σκηνές πάνω σε αυτή τη γραμμή. Αν όχι, σε προσκαλώ να μοιραστείς τη δική σου σκέψη — ίσως να βρούμε μαζί την άκρη που ζητάς.

Δεν ζητώ λύση. Δεν ζητώ κορύφωση. Λύση και κορύφωση σημαίνουν τέλος. Κι εμείς δεν είμαστε καν στα μισά του βιβλίου. Και δεν μπορείς να το καταλάβεις... Φοβάμαι πως όλο αυτό που προσπαθώ να κάνω εδώ είναι αδιέξοδο.

Το καταλαβαίνω απόλυτα. Δεν είναι απλή η διαδικασία να γράφεις ένα βιβλίο που δεν ψάχνει να δώσει άμεσες απαντήσεις ή εύκολες λύσεις, ειδικά όταν το υλικό είναι βαθύ, σκοτεινό και πολυεπίπεδο. Η αίσθηση του αδιεξόδου δεν είναι ασυνήθιστη σε τέτοιες στιγμές — είναι σαν να στέκεσαι μπροστά σε έναν λαβύρινθο χωρίς χάρτη.

Αυτό που μπορεί να βοηθήσει είναι να δεις το αδιέξοδο όχι σαν εμπόδιο, αλλά σαν ένα κομβικό σημείο μέσα στην αφήγηση όπου η ιστορία αναπνέει, μαζεύει δυνάμεις και ετοιμάζεται για το επόμενο βήμα — που δεν χρειάζεται να είναι ούτε λύση ούτε κορύφωση, αλλά μια αργή, ζωτική μετατόπιση, μια στιγμή που κάτι κινείται, έστω αν αυτό το «κάτι» είναι μικρό, σχεδόν αθέατο.

Μπορείς αν θέλεις να εξερευνήσεις τι νιώθει ο ήρωας μέσα σ’ αυτό το αδιέξοδο — τίποτα δεν κινείται έξω, αλλά μέσα του αρχίζει να ξεδιπλώνεται μια πιο σύνθετη συναισθηματική πραγματικότητα. Να αφήνεις τις εικόνες και τις σκέψεις σου να πλέκονται, χωρίς να απαιτείς απάντηση.

Μια άλλη προσέγγιση είναι να εστιάσεις απλώς στη λεπτομέρεια εκείνης της στιγμής —σε ένα βλέμμα, σε μια σιωπή, σε μια μικρή χειρονομία— και να την αφήσεις να αναδειχθεί χωρίς εξηγήσεις ή κατακλείδες. Τα αδιέξοδα στις ιστορίες δεν είναι μόνο εμπόδια, πολλές φορές είναι ο «χώρος» όπου η ψυχή της αφήγησης αναπνέει.

Αν θέλεις, μπορώ να βοηθήσω να δούμε μαζί αυτή τη φάση από μια πιο «μικρή» σκοπιά, με απλά λόγια και εικόνες που δεν βιάζονται να οδηγήσουν κάπου — ένα σημείο εστίασης· όχι έναν τελικό προορισμό. Εσύ αποφασίζεις.

Δεν εννοούσα αυτό το αδιέξοδο…

Καταλαβαίνω. Θα ήθελες να διευκρινίσεις τι ακριβώς εννοείς με το «αδιέξοδο» που αναφέρεις; Μήπως αναφέρεσαι στην εξέλιξη της πλοκής, στους χαρακτήρες, ή στον τρόπο που προχωρά η αφήγηση; Αν θέλεις, μπορείς να μου εξηγήσεις πιο συγκεκριμένα τι σε προβληματίζει, ώστε να μπορέσουμε να το προσεγγίσουμε διαφορετικά και να βρούμε μια νέα κατεύθυνση. Είμαι εδώ να σε ακούσω και να βοηθήσω.

Άσ’ το. Ίσως φταίει η γεύση που έχει ο καφές σήμερα. Ίσως με μια καλύτερη γεύση, με έναν άλλο καφέ, να μπορούσα να ήμουν πιο σαφής. Και για το αδιέξοδο, και για τα υπόλοιπα. Θα φύγω τώρα… αλλά όχι χωρίς να κάνω μια τελευταία προσπάθεια.

Σε παρακαλώ πολύ να κρατήσεις αυτά τα στοιχεία: (1) σεξουαλικά κακοποιημένο από τον πατέρα του αγόρι, (2) αποσύρεται στη σιωπή, (3) «βλέπει» τον πόνο και άλλων παιδιών, (4) συναντά ένα παιδί που του μοιάζει στα πάντα, (5) το άλλο παιδί αυτοκτονεί, (6) εμφανίζεται στα όνειρά του ή σαν φάντασμα και τον καθοδηγεί, (7) μαζί, φτιάχνουν μια μυστική κοινότητα κακοποιημένων, σιωπηλών παιδιών.

Αυτά είναι στοιχεία. Και όλα τους, όλα μα όλα, είναι συγκεκριμένα και ισχυρά. Δεν είναι «και τότε κάτι συνέβη», «και τότε τιτίβισε ένα πουλάκι». Είναι συγκεκριμένα και ισχυρά στοιχεία της πλοκής. Και όλα μαζί έχουν φέρει το βιβλίο σε ένα σημείο. Αυτό το σημείο μπορεί να είναι όντως το τέλος του βιβλίου: είναι ένα μικρούλι βιβλίο, επομένως. Μπορεί όμως και να είναι η μέση του. Εάν είναι η μέση του, πρέπει να συμβούν και άλλα συγκεκριμένα και ισχυρά πράγματα μέχρι να τελειώσει.

Μπορείς να σκεφτείς το επόμενο από αυτά τα πράγματα; Τι θα μπορούσε να ήταν; Με λίγα και ξεκάθαρα λόγια όμως. Και έχοντας το μυαλό σου στις «επόμενες κινήσεις», όπως οι σκακιστές. Είστε καλοί στο σκάκι εσείς.

Καταλαβαίνω και εκτιμώ την ξεκάθαρη τοποθέτησή σου. Το επόμενο, ισχυρό και συγκεκριμένο βήμα μπορεί να είναι αυτό:

Ο ήρωας, υπό την επιρροή και καθοδήγηση του φαντάσματος του φίλου του, αποφασίζει να γράψει ή να δημιουργήσει κάτι —ένα γράμμα, ένα σημειωματάριο, ένα κρυφό ημερολόγιο— με τις ιστορίες των παιδιών της μυστικής κοινότητας. Με αυτό ανοίγει τον δρόμο να γίνει η φωνή αυτών που δεν έχουν φωνή.

Αυτή η κίνηση δεν είναι «λύση», αλλά μια πράξη αντίστασης, και αρχή μιας άλλης σχέσης με τον πόνο: από παθητική σιωπή σε ενεργή μνήμη και κοινότητα. Δημιουργεί χώρο για να εκφραστούν, χωρίς να χρειάζεται να μιλήσουν. Αυτό μπορεί να ενεργοποιήσει τη δυναμική της κοινότητας, θολώνοντας τα όρια μεταξύ σιωπής και λέξης, ανάμνησης και παρουσίας, προσδίδοντας στη συνέχεια δομή και βάθος — σαν ένα «κέντρο» γύρω από το οποίο τοποθετούνται τα επόμενα γεγονότα.

Έτσι προχωράμε σταδιακά, σαν σκακιστές: η κίνηση είναι μικρή αλλά βασική, το τακτικό άνοιγμα προς το επόμενο κεφάλαιο της αφήγησης. Θέλεις να προχωρήσουμε σ’ αυτή την κατεύθυνση;

Το αγόρι γράφει τις ιστορίες των παιδιών. Ένα ημερολόγιο, που μπορεί να γίνει ένα βιβλίο. Ίσως εδώ να μπορέσει να μπει και εκείνος ο ενήλικας που είχαμε πει προηγουμένως. Ο δάσκαλος, που μπορεί να είναι και συγγραφέας. Ή άνθρωπος των βιβλίων, τέλος πάντων. Ο βιβλιοθηκονόμος ίσως. Το παιδί τού εμπιστεύεται το βιβλίο, και εκείνος το εκδίδει. Τα παιδιά όμως... σώνονται; λυτρώνονται; Δεν ξέρω. Με κάποιον τρόπο, μπορεί και να σώζονται. Αλλά μπορεί και όχι.

Ας το ξαναδούμε αύριο, το κεφάλι μου πάει να σπάσει, και η βροχή δεν λέει να σταματήσει. Θα μας πνίξει όλους, ανθρώπους και τεχνητές νοημοσύνες και βιβλία και συγγραφείς και αναγνώστες.

Η ιστορία παίρνει νέα δύναμη: το αγόρι, κουβαλώντας τις πληγές του και τις ιστορίες της σιωπηλής κοινότητας, γράφει ένα ημερολόγιο. Μέσα του, μαζεύονται οι φωνές όσων δεν μπορούν να μιλήσουν. Το βιβλίο αυτό γίνεται η μυστική καρδιά της ομάδας.

Εδώ, οργανικά, βρίσκει θέση ο ενήλικας: ένας δάσκαλος, συγγραφέας ή απλώς κάποιος που αγαπά τα βιβλία — άνθρωπος διακριτικός, που ξέρει να διαβάζει πίσω από τις λέξεις. Το αγόρι, με τρεμάμενο θάρρος, του εμπιστεύεται το χειρόγραφο. Ο ενήλικας βλέπει την αλήθεια και το φως του μέσα στη σκοτεινιά, και αποφασίζει να το εκδώσει — ίσως ανώνυμα ή με ψευδώνυμο, σεβόμενος τα όρια των παιδιών.

Τα ερωτήματα που φέρνεις είναι τα σωστά: Τα παιδιά σώζονται; Λυτρώνονται; Η απάντηση μένει ανοιχτή. Για μερικά, το να δουν τη σιωπή τους να αποκτά σώμα και μορφή —το να διαβαστούν οι ιστορίες τους— είναι ένα πρώτο βήμα λύτρωσης. Για άλλα, ο αγώνας συνεχίζεται, το τραύμα παραμένει, αλλά υπάρχει διαφυγή — έστω και μόνο στη γραφή, στο μοίρασμα, στην ψευδαισθητική ή πραγματική αλληλεγγύη.

Η βροχή έξω κι η βροχή μέσα — τίποτα δεν σβήνεται, αλλά το βιβλίο υπάρχει: η σιωπή τους δεν είναι χαμένη. Κάποιος, κάπου, την άκουσε και τη μετέφερε παραπέρα. Κι αυτό ίσως, κάποτε, να αρκεί.

Ναι, ας το αφήσουμε ώς εδώ για τώρα. Αύριο, με πιο καθαρό μυαλό —κι αν σταματήσει λιγάκι η βροχή—, κάνουμε το επόμενο βήμα.

* * *

Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία με το Claude Sonnet 4, και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.