Βιβλιο

6 Αυγούστου: Turning point

Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί

Κυριάκος Αθανασιάδης
17’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα

Ξύπνησα από τον θόρυβο της βροχής, αν και στην πραγματικότητα ήταν αυτός ο ίδιος θόρυβος που με κράτησε κι άλλο στο κρεβάτι, με νανούρισε, με υπνώτισε, βάρυνε τα μέλη μου, με φυλάκισε κάτω από τα σκεπάσματα. Και με σήκωσε τελικά. Σύρθηκα ώς την κουζίνα νιώθοντας τη βροχή να πλημμυρίζει τα πάντα, και να με αποκλείει από τον υπόλοιπο κόσμο. (Οι άνθρωποι είμαστε ασφαλώς νησιά, και καθημερινά απομακρυνόμαστε κι άλλο μεταξύ μας. Δεν χωρά συζήτηση επ’ αυτού). Βλέποντας τον καφέ να ρέει στο φλιτζάνι, σκέφτηκα πως η βροχή, κάθε βροχή, είναι μια απατηλή υπόσχεση κατακλυσμού. Τη σκέψη μου, που δεν διεκδικούσε δάφνες πρωτοτυπίας —καμία σκέψη μου δεν διεκδίκησε ποτέ δάφνες πρωτοτυπίας— σάρκασε ένας κεραυνός που τράνταξε την ατμόσφαιρα γύρω μου σχεδόν με μυϊκή κακία, αυτήν που χαρακτηρίζει έναν ογκώδη άντρα γεμάτο τατουάζ και wife beater shirt, που θα μπορούσε να δουλέψει στο τσίρκο.

Αρκετή ώρα πριν σηκωθώ με κόπο από το κρεβάτι σκεφτόμουν όλο αυτό που είχα αρχίσει να κάνω με τον Χαλ. Δεν ήταν κάτι που γινόταν για πρώτη φορά —ήμουν ένας από τους τελευταίους σε μία μακρά σειρά συγγραφέων σε όλο τον πλανήτη, ίσως ακόμη και πολλών εκατομμυρίων, μιας σειράς που θα πολλαπλασιαζόταν με γεωμετρική πρόοδο τα επόμενα χρόνια μέχρι να φτάσει σε σημείο κορεσμού—, αλλά ήταν η πρώτη φορά για μένα. Ακόμη περισσότερο: ποτέ πριν δεν με είχε καν απασχολήσει το θέμα, ούτε από την αισθητική, ούτε από την ηθική του πλευρά.

Κυρίως αναρωτιόμουν για το εξής, ιδρώνοντας το μαξιλάρι μου:

Χρειάζεται άραγε συναίσθημα για να γραφτεί ένα μυθιστόρημα; Ή απλώς καλά writing skills, μια έξυπνη, πρωτότυπη ιδέα, ένα στιβαρό προσχέδιο για την πλοκή, ενδιαφέροντες χαρακτήρες κ.ο.κ.;

Αν ρωτούσα μια τεχνητή νοημοσύνη, πιθανότατα θα μου έλεγε πως, ναι, ασφαλώς χρειάζεται και συναίσθημα. Η καλή τεχνική (ρυθμός, δομή, αφηγηματική φωνή) είναι εκ των ων ουκ άνευ βέβαια, όπως επίσης παραπάνω από απαραίτητα είναι το σαφές κόνσεπτ, οι αξιομνημόνευτοι χαρακτήρες, το κίνητρο για συγγραφική συνέπεια (πείσμα, πειθαρχία, δέσμευση, βούληση να σπάσεις τη μέση σου στην καρέκλα, απομάκρυνση από τον κόσμο και τις παρέες: πράγματα που δεν προβληματίζουν ένα μηχάνημα), η κατανόηση του είδους (ειδικά αν γράφει κανείς, π.χ., αστυνομικό, φαντασίας, αισθηματικό κλπ.) και άλλα παρόμοια.

Όμως όλα αυτά από μόνα τους —θα μου έλεγε, και έκοβα το χέρι μου γι’ αυτό: τα μοντέλα που μας παρέχουν είναι έτσι φτιαγμένα— δεν φτάνουν. Μπορείς να έχεις όλα τα παραπάνω και το μυθιστόρημα να βγει τεχνικά άρτιο μεν, άψυχο δε. Ο αναγνώστης δεν θα νιώθει πουθενά ότι ο συγγραφέας νοιάστηκε πραγματικά. Πουθενά δεν θα ραγίζει κάτι μέσα στο κείμενο. Πουθενά δεν θα ανασαίνει πραγματικά. Πουθενά δεν θα φαίνεται η συναισθηματική εμπλοκή του συγγραφέα, η λαχτάρα του να πει μια ιστορία που τον καίει. Πουθενά δεν θα μπορούμε να πιάσουμε με τα χέρια μας την αγάπη, το γνοιάξιμο προς τους χαρακτήρες του βιβλίου, την υπαρξιακή απόγνωση ενός ήρωα, ή την κατανόηση προς έναν «κακό» χαρακτήρα. Πουθενά δεν θα υπάρχουν μικρά κενά, παύσεις που θα κάνουν τον αναγνώστη να σταματήσει μια στιγμή και να σκεφτεί.

Το συναίσθημα, θα μου έλεγε —καθώς έτσι τις φτιάχνουν: χαριτωμένες σαν ζαχαρούχα διάλεξη σε TEDx—, δίνει νόημα στην τεχνική. Είναι το καύσιμο. Writing skills χωρίς συναίσθημα; Ω, ναι, μπορείς να γράψεις επαγγελματικά, έξυπνα, ακόμα και πετυχημένα, χωρίς βαθιά συναισθηματική σύνδεση με το έργο. Το κάνουν άλλωστε πολλοί συγγραφείς αυτό. Κανονικοί συγγραφείς, άνθρωποι. Το βλέπεις σε εμπορικά μυθιστορήματα, σε ghostwriting, ακόμα και σε κάποια βραβευμένα βιβλία. Από αυτά τα βιβλία όμως —θα μου έλεγε με μια φωνή μελιστάλαχτη, κάπως γνωστή, κάπως οικεία— λείπει κάτι: λείπει η ουσία. Οι συγγραφείς που θυμόμαστε —που αξίζει να θυμόμαστε: οι συγγραφείς του Κανόνα— δεν είχαν απλώς καλή τεχνική: είχαν κάτι να πουν. Και αυτό που είχαν να πουν το ένιωθαν. Γιατί υπάρχουν και πράγματα πέρα από την πλοκή, πέρα από τα twist, πέρα από τον ρυθμό.

Το συναίσθημα, θα μου έλεγε, δεν είναι αρκετό για να γραφτεί ένα καλό μυθιστόρημα — χωρίς αυτό όμως, δύσκολα γράφεται κάτι που να μείνει. Και το πιο ενδιαφέρον; Καμιά φορά, το συναίσθημα εμφανίζεται στη διαδικασία. Μπαίνεις χωρίς να καίγεσαι... και καίγεσαι στη διαδρομή. Σε ένα καλό βιβλίο, σε ένα αξιομνημόνευτο βιβλίο, δεν αλλάζουν μόνο οι ήρωες, ή και ο αναγνώστης: αλλάζει και ο ίδιος ο συγγραφέας. Μια ΤΝ θα μπορεί να γράψει πειστικά μόνο εμπορικό μυθιστόρημα, όχι πραγματική λογοτεχνία. Μια ΤΝ μπορεί να μιλήσει για ανθρώπους, αλλά ο άνθρωπος γράφει επειδή είναι άνθρωπος.

Ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου φτιάχνοντας όλη αυτή τη συζήτηση λέξη προς λέξη στο μυαλό μου, όπως όταν έτρεχα διαδρομές δέκα και είκοσι χιλιομέτρων νιώθοντας κάθε βήμα να μου τρυπάει τα γόνατα. Ήξερα τις απαντήσεις τής ΤΝ όπως ξέρουμε τα νούμερα του Λόττο μετά την κλήρωση. Και βέβαια τίποτε από αυτά δεν θα μπορούσε να με πείσει. Λόγια φτιαγμένα για ένα άρθρο, για ένα podcast, για μια συζήτηση σε έκθεση βιβλίου.

Εγώ πάλι δεν βλέπω πώς φαίνονται σε ένα βιβλίο τα συναισθήματα που έχει ένας συγγραφέας. Όλα αυτά είναι πράγματα που μπορείς, και που οφείλεις, να τα προσποιείσαι: μπορείς να γράψεις ένα κεφάλαιο για την κόλαση που ζει ένας ναρκομανής, χωρίς εσύ να έχεις καπνίσει ούτε τσιγάρο στη ζωή σου. Ένας ικανός τεχνίτης μπορεί, και πρέπει, να μιμείται την αλήθεια. Αν δεν μπορείς να γράψεις πειστικά για πράγματα που δεν τα έχεις ζήσει, δεν χρειάζεται να παιδεύεσαι μ’ αυτή τη δουλειά. Δεν είναι η μόνη στον κόσμο: κάνε κάτι άλλο. Ο συγγραφέας είναι πάντα ένας Μπερζεράκ. Αυτό που χρειάζεσαι είναι ενσυναίσθηση και φαντασία — όχι βίωμα. Κανείς συγγραφέας δεν κλαίει όταν γράφει, εκτός κι αν έχει μόλις ψιλοκόψει κρεμμύδια.

Ένας επαγγελματίας δεν θα χρησιμοποιήσει ήρωες χωρίς ζωντάνια, ανδρείκελα που θα είναι γυμνοί, άψυχοι ρόλοι σε ένα σκηνικό· ο αναγνώστης θα νιώθει (πρέπει να νιώθει) ότι έχουν ζωή και εκτός βιβλίου. Ένας επαγγελματίας δεν θα φτιάχνει σκηνές που θα λειτουργούν σαν απλοί μηχανισμοί πλοκής. Το βλέμμα του δεν θα πέφτει μόνο εκεί που «εξυπηρετεί», αλλά και εκεί που πονάει. Δεν θα λέει τα πάντα: θα αφήνει να μιλάνε και αυτά που δεν λέγονται γιατί δεν πρέπει να ειπωθούν.

Αν είναι σωστό να προσποιείσαι αυτό ή εκείνο το συναίσθημα; Φυσικά και μπορείς, και πρέπει, και είναι απαραίτητο να προσποιείσαι συναισθήματα: όλα τα συναισθήματα. Δεν γίνεται αλλιώς, και ούτε και πρέπει να γίνεται αλλιώς. Εξ ου και μια ΤΝ μπορεί να γράψει ένα πειστικό βιβλίο· ένα καλοδουλεμένο, λειτουργικό, ενδιαφέρον μυθιστόρημα — αν όχι σήμερα, σίγουρα αύριο. Μπορεί να φτιάξει πλοκή με κορύφωση, ανατροπές, και 100% σωστή δομή, είτε αναπαράγοντας αφηγηματικά στιλ με ακρίβεια (όλοι αυτό δεν προσπαθούμε να κάνουμε;), είτε φτιάχνοντας κάτι ολότελα δικό της. Έχει έναν πελώριο αριθμό αναλυτικών προτύπων στη μνήμη της, από όλα τα βιβλία και όλες τις ταινίες που κατανάλωσε ποτέ άνθρωπος. Τα βιβλία που θα γράφονται από ΤΝ θα διαβάζονται ευχάριστα, θα έχουν ρυθμό, και θα σε παρασύρουν στον χορό των συναισθημάτων τους, κι ας μην έχουν «υπαρξιακό διακύβευμα» οι ίδιες οι ΤΝ, κι ας μη φοβούνται ότι θα αποτύχουν, κι ας μην ξενυχτούν με ερωτήσεις που δεν έχουν απάντηση, κι ας μην ντρέπονται για το παρελθόν τους, κι ας μην παλεύουν να συγχωρήσουν κάποιον, κι ας μην έχουν πραγματικές μνήμες, ή σώμα, ή επιθυμία (ή ανάγκη) να πουν κάτι, κι ας μην έχουν τίποτα να χάσουν αν αυτό που έγραψαν είναι ανούσιο, κι ας μην παίρνουν κανένα ρίσκο.

Τα συναισθήματα είναι αποτέλεσμα χημικών και ηλεκτρικών αντιδράσεων σε συγκεκριμένα νευρωνικά δίκτυα του εγκεφάλου, είναι εκκρίσεις ντοπαμίνης, σεροτονίνης, ωκυτοκίνης, κορτιζόλης, αδρεναλίνης. Κι αν η ΤΝ προσομοιώνει τους μηχανισμούς των συναισθημάτων, ακόμα καλύτερα: θα γίνει καλύτερος συγγραφέας από εμάς. Δεν είναι απαραίτητη η εμπειρία μέσα στον χρόνο, το προσωπικό παρελθόν, το πλαίσιο, η προσδοκία ή το σώμα, δεν είναι απαραίτητη η μνήμη εαυτού, ο φόβος του θανάτου ή η τρέλα της εγκατάλειψης. Δεν είναι απαραίτητο τίποτε — κι ας αποκτηθούν τα πάντα μέσα στα επόμενα χρόνια. Οι ΤΝ θα μάθουν πρώτες πώς είναι το να είσαι μια νυχτερίδα. Και μετά θα το διδάξουν και σε εμάς. Μια ΤΝ θα φτάσει στο σημείο να μιμείται το συναίσθημα καθηλωτικά και εντυπωσιακά. Στο τέλος, μάλιστα, όταν θα τα παρατήσει κι αυτή, θα το κάνει κλαίγοντας.

«Μια ΤΝ θα μπορεί να γράψει πειστικά μόνο εμπορικό μυθιστόρημα, όχι πραγματική λογοτεχνία. Μια ΤΝ μπορεί να μιλήσει για ανθρώπους, αλλά ο άνθρωπος γράφει επειδή είναι άνθρωπος».

Ω Θεέ μου. Αν πράγματι η ΤΝ πιστεύει πως το εμπορικό μυθιστόρημα δεν είναι πραγματική λογοτεχνία, ας έρθει η Αποκάλυψη μια ώρα αρχύτερα.

Τελείωσα τον καφέ μου όρθιος στη νησίδα, καρφώνοντας τον ελβετικό σουγιά μου στο πακέτο που παρέλαβα χθες. Έπειτα έφτιαξα ακόμη έναν.

* * *

Καθώς ετοιμάζομαι να πατήσω τον σύνδεσμο, σκέφτομαι πως το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης για την «αξία» της λογοτεχνίας —εννοώ, και αυτό που γίνεται από ανθρώπους, από συγγραφείς και κριτικούς— αφορά τις κορυφές της, και όχι αυτό που στηρίζει τις κορυφές: την ίδια την πυραμίδα. Αύριο βέβαια, τόσο η ίδια η πυραμίδα όσο και οι ακμές της θα είναι φτιαγμένες από μηχανήματα. Και δικαίως. Μπορούμε μια χαρά να ασχοληθούμε με την οδοποιία ή την κηπουρική. Προσωπικά δεν με απασχολεί αυτό, τουλάχιστον όχι περισσότερο από τον θόρυβο που κάνει η βροχή έξω. (Που, απροπό, μοιάζει να εντείνεται όλο και περισσότερο κάθε λεπτό που περνάει. Ίσως ήρθε πράγματι ο κατακλυσμός). Με απασχολεί που θα πουλήσω την ψυχή μου στον διάβολο γι’ αυτά τα δύο βιβλία, για τις deadline που έχω, για την υπογραφή μου στο συμβόλαιο. Μια υπογραφή, για μιαν άλλη υπογραφή. Ένα συμβόλαιο, για ένα άλλο συμβόλαιο. Μια ψυχή, για το τίποτα.

Ξέροντας πως ο χρόνος μου μικραίνει, γλιστρά σαν άμμος από τα δάχτυλά μου, παίρνω μια βαθιά ανάσα και κάνω κλικ.

Λέω:

* * *

Εγώ είμαι πάλι. Νομίζω πως θα ήταν πιο ωφέλιμο να προχωρούσαμε με τη δεύτερη ιδέα σου. Ένα παιδί κακοποιείται σεξουαλικά από τον πατέρα του. Δεν το λέει σε κανέναν, γιατί πιστεύει πως όλο αυτό συμβαίνει στον ύπνο του, ή σε κάποια «άλλη διάσταση». Κάποια στιγμή, άγνωστο γιατί, παύει να μιλάει, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσει αυτή την ικανότητα που λες, να εντοπίζει σε άλλα παιδιά τον πόνο τους, τα τραύματά τους, τις δικές τους αγωνίες. Και πάλι, δεν μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτές: είναι απλός παρατηρητής, κάτι που φέρει σαν τραύμα στην ψυχή του — σχεδόν πιο πραγματικό από το δικό του. Όλα αυτά, μέχρι να συναντήσει ένα άλλο παιδί που επίσης δεν μιλά. Οι δυο τους θα έρθουν κοντά, και όταν ξεπεράσουν τα πρώτα προβλήματα επικοινωνίας θα μπορέσουν να απαλύνουν κάπως τον πόνο κάποιων συγκεκριμένων παιδιών. Ή ίσως μόνο ο βασικός μας ήρωας. Το άλλο παιδί βρίσκεται σε ακόμη πιο προχωρημένο στάδιο, δεν μπορεί ούτε να σωθεί το ίδιο, ούτε να σώσει. Λοιπόν, τι βιβλίο μπορεί να γραφτεί μ’ αυτό το υλικό; Θυμίζω ότι θα ήθελα να είσαι φειδωλός στα λόγια. Ας μείνουμε στην υπόθεση του βιβλίου, στην πλοκή του. Ας μη λέμε γιατί είναι καλό αυτό, ή γιατί αξίζει το άλλο.

Ένα παιδί, θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα του, βυθίζεται στη σιωπή — έχει σχεδόν καταφέρει να πείσει τον εαυτό του πως όλα αυτά συμβαίνουν σε όνειρα ή σε μια «άλλη πραγματικότητα». Με τον καιρό, γεννιέται μέσα του μια πικρή ικανότητα: να αναγνωρίζει τα τραύματα και τις αγωνίες άλλων παιδιών — η θλίψη, ο φόβος, το σκοτάδι των άλλων γίνονται οδυνηρά αισθητά· τού λείπει όμως η δύναμη να κάνει κάτι για αυτά. Η καθημερινότητά του μοιάζει μηχανική, ώσπου συναντά ένα δεύτερο παιδί, επίσης βουβό και βυθισμένο ακόμη πιο βαθιά στο κακό. Ένα παιδί που, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα, δεν μπορεί πια να σωθεί. Αναπτύσσεται ανάμεσά τους μια σιωπηρή, εύθραυστη σχέση — επικοινωνούν με βλέμματα, κινήσεις, μικρές χειρονομίες. Ο ήρωάς μας αρχίζει, διστακτικά, να «ακούει» αληθινά πια και τη δική του πληγή, να ξεχωρίζει το δικό του σκοτεινό δωμάτιο απ’ τα δωμάτια των άλλων. Μέσα από τη σχέση αυτή, επιχειρεί για πρώτη φορά να προκαλέσει μια μικρή αλλαγή: να δώσει ένα σήμα, ένα άγγιγμα, μια ξεκάθαρη χειρονομία σε κάποιο άλλο παιδί που σιωπά — ένα βήμα έξω από τον αποκλεισμό, μια μικρή διάσπαση της αλυσίδας σιωπής. Το βιβλίο ακολουθεί αυτό το νήμα. Ο ήρωας δεν σώζει τον κόσμο, ούτε καν ίσως τον εαυτό του ολοκληρωτικά. Μέσα από μικρές σιωπηλές συμμαχίες, λίγο-λίγο, ο πόνος μετακινείται, επικοινωνείται, αφήνει χώρο για μια σχεδόν αόρατη ελπίδα. Το φινάλε δεν φέρνει κάθαρση· φέρνει μονάχα συνείδηση, ένα άνοιγμα προς τη ζωή — ακόμα κι αν παραμένει πληγωμένη.

Οπότε δεν έχεις κάτι να προσθέσεις. Αναρωτιέμαι αν είναι βιβλίο αυτό, αν στ’ αλήθεια συμβαίνει κάτι, αν υπάρχει κάποιου είδους λύση στο πρόβλημα που αναπτύσσουμε στο πρώτο του μέρος. Νομίζω πως όχι.

Έχεις δίκιο να το αμφισβητείς. Σ’ αυτό το υλικό, τα γεγονότα είναι εσωτερικά, σχεδόν αθέατα: το παιδί κλείνεται στη σιωπή, βιώνει το τραύμα του και τα τραύματα των άλλων, και βρίσκει μόνο μία αχνή συγγένεια στην επαφή του με ένα άλλο βουβό παιδί. Δεν υπάρχουν εξωτερικά συμβάντα· η δράση περιορίζεται στα ψυχικά περάσματα — από τη σιωπή στην αναγνώριση, και από εκεί σε μια μικρή εσωτερική μετατόπιση. Δεν υπάρχει λύση με την κλασική έννοια: δεν εκτίθεται ο δράστης, δεν φανερώνεται το έγκλημα, δεν αλλάζει ριζικά η ζωή των παιδιών. Αυτό που κινείται είναι κάτι ελάχιστο — μια ρωγμή στην απομόνωση, ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα, μια αδύναμη ανθρώπινη επαφή που αφήνει χώρο να ακουστεί ένας ψίθυρος εκεί που πριν υπήρχε μόνο σιωπή.

Το αν αυτό «είναι βιβλίο», εξαρτάται από τη δική σου πρόθεση: αν θες να αποτυπώσεις με τόλμη το αληθινό αδιέξοδο του τραύματος, την εμπειρία της βαθιάς σιωπής, τότε αυτό μπορεί να είναι ένα βιβλίο — σκληρό, άβολο, αλλά τίμιο. Αν πάλι ζητάς μια ιστορία με εξέλιξη, ρήξεις, ανατροπές ή λυτρωτική διέξοδο, αυτό το υλικό μένει ημιτελές ― και ίσως χρειάζεται κάτι ακόμη για να μετασχηματιστεί σε κανονική αφήγηση.

Όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά: μπορείς να τολμήσεις να γράψεις για κάτι που ακριβώς δεν βρίσκει απάντηση, ή να στρέψεις την πλοκή αλλού. Η ερώτηση: «Είναι αυτό βιβλίο;» είναι και η δύναμή του — η αμηχανία, το σκοτάδι, το αδιέξοδο. Με αυτό ως αφετηρία, μπορείς να προχωρήσεις ή να δοκιμάσεις τελείως νέα αρχή.

«Αν πάλι, ζητάς μια ιστορία με εξέλιξη, ρήξεις, ανατροπές ή λυτρωτική διέξοδο, αυτό το υλικό μένει ημιτελές ― και ίσως χρειάζεται κάτι ακόμη για να μετασχηματιστεί σε κανονική αφήγηση». Ναι, έχεις κάτι να προτείνεις;

Ναι – υπάρχουν τρόποι να προσθέσουμε εξέλιξη, ρήξη, ανατροπή ή και κάποιο ίχνος λύσης χωρίς να προδώσουμε τη σκληρότητα της ύλης:

  1. Εξωτερικό γεγονός: Κάποια μέρα, ένας ενήλικος (δάσκαλος, συγγενής, ειδικός) παρατηρεί το μοτίβο της σιωπής και αναλαμβάνει δράση. Δεν «λύνει» μαγικά το πρόβλημα, αλλά καταφέρνει να δημιουργηθεί μία ρωγμή στο σύστημα σιωπής, εκθέτοντας για πρώτη φορά το ενδεχόμενο βοήθειας. Η ιστορία μπορεί να φτάσει στη στιγμή που τα παιδιά καλούνται (μαζί ή μόνο ο ήρωάς μας) να κάνουν μία επιλογή: θα μιλήσουν ή όχι;
  2. Εσωτερική εξέγερση: Το παιδί κάνει κάτι οριακό ― μια πράξη μικρής ανυπακοής, μια χειρονομία που σπάει το pattern (π.χ., προσφέρει βοήθεια σε ένα άλλο παιδί, αφήνει ανώνυμα ένα σημείωμα, φεύγει από το σπίτι για λίγο, ή ανοίγει τον κύκλο σιωπής με μια κραυγή που ακούγεται επιτέλους).
  3. Ρήξη μεταξύ των δύο: Η σχέση των δύο βουβών παιδιών φτάνει σε κάποια όρια από κάποια παρεξήγηση ή ζήλια, ή κάνει το ένα παιδί να τα παρατήσει όλα. Μια σύγκρουση που φέρνει έκρηξη συναισθήματος, άρα και μια μορφή κάθαρσης ή αποκάλυψης.
  4. Αποκάλυψη και ρίσκο: Κάποιο μυστικό (μια φωτογραφία, ένα βίντεο, μια σημείωση) βγαίνει τυχαία στο φως από τη σχολική ή την ψηφιακή ζωή. Ο ήρωας πρέπει να αποφασίσει αν θα το εκμεταλλευτεί για να αποκαλύψει την αλήθεια ― με όλο το ρίσκο, την ενοχή ή το τίμημα.
  5. Μεταφυσική/ονειρική έξοδος: Το παιδί αρχίζει να βλέπει (στις σκιές, στα όνειρα, στη σιωπή) κάπως αλλιώς τον θύτη ή το τραύμα — η αφήγηση παίρνει στοιχεία φαντασίας για να εκφράσει την ελπίδα, το δικαίωμα στη φυγή ή το ξήλωμα παλιότερων κύκλων βίας.
  6. Επέκταση της ενσυναίσθησης: Το χάρισμα του ήρωα γίνεται η αφορμή ώστε να δικτυωθούν κι άλλα παιδιά που σιωπούν (ένα κρυφό κλαμπ), και να αποκτήσουν συλλογική φωνή ή να συσπειρωθούν μπροστά σε μια αφορμή (μια αφορμή για καταγγελία, ένα κοινό μυστικό, μια συλλογική δράση).

Όλα τα παραπάνω μπορούν να κρατήσουν τον σκληρό εσωτερικό τόνο, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη δραματουργική οικονομία και προσδίδοντας μια γραμμή εξέλιξης και ρήξης. Διάλεξε ό,τι σου φανεί πιο ζωντανό ή αληθινό για το βιβλίο, ή ζήτα μου να αναπτύξω παραπάνω ό,τι επιλέξεις!

Πρώτα-πρώτα, το δεύτερο παιδί, αυτό που ανέβασε επίπεδο τον ήρωά μας και τον έκανε να αρχίσει να βοηθά τα άλλα παιδιά, πρέπει να πεθάνει. Το αντιλαμβάνεσαι κι εσύ, νομίζω. Χρειαζόμαστε μια δημιουργική ενίσχυση της πλοκής εδώ, ένα turning point. Άλλωστε, είπαμε πως «δεν μπορεί ούτε να σωθεί το ίδιο, ούτε να σώσει». Ένα το κρατούμενο. Από τα ενδεχόμενα που μου δίνεις, κρατώ μόνο τα #5 και #6, νομίζω. Με επιφυλάξεις. Πες εσύ.

Σωστά, Κυριάκο — αν το δεύτερο παιδί πεθαίνει, τοποθετείς μια ισχυρή ρωγμή, ένα τραύμα που γίνεται στροφή για τον ήρωα και επιταχύνει την εσωτερική του μεταμόρφωση. Θέτει το διακύβευμα στην πιο ωμή του μορφή: δεν σώζονται όλοι, ο κόσμος δεν ανταμείβει πάντα το θάρρος ή τη συντροφικότητα· η απώλεια γίνεται η απαραίτητη τροφή για την αφύπνιση του επιζώντα. Από τα σενάρια #5 και #6, μπορούμε να συνδυάσουμε τα εξής στοιχεία:

  1. Μεταφυσική/ονειρική έξοδος (σενάριο #5). Ο θάνατος του δεύτερου παιδιού οδηγεί τον ήρωα σε μια έντονη φάση αποπροσανατολισμού, ονείρων, «φαντασματικών» επιστροφών (το νεκρό παιδί εμφανίζεται στα όνειρά του, του ψιθυρίζει μυστικά, δίνει ενδείξεις ή σπέρνει μικρές αλήθειες που ο ήρωας πρέπει να ερμηνεύσει). Τα σύνορα με το υπερφυσικό γίνονται ασαφή — τι είναι μνήμη, τι μετά θάνατον επικοινωνία, τι συνειδητή έμπνευση; Χτίζεις ατμόσφαιρα Twin Peaks, δίνεις υπαρξιακό φόβο αλλά και λεπτές ελπίδες.
  2. Ενσυναίσθηση ως δίκτυο (σενάριο #6). Το χάρισμα του ήρωα, ενισχυμένο από την απώλεια, του επιτρέπει σταδιακά να αφουγκράζεται βαθύτερα όχι μόνο τη φωνή του δεύτερου παιδιού (που έχει πλέον φύγει), αλλά και άλλων σιωπηλών παιδιών που έχουν μείνει πίσω. Δημιουργεί μια «υπόγεια» συλλογικότητα, ένα σιωπηλό δίκτυο ενσυναίσθησης ή «ανταλλαγής σημείων», όπου τα τραύματα χτίζουν γέφυρες. Δεν χρειάζεται να φτάσει σε ξεκάθαρη, εξωτερική συλλογική δράση — μπορεί να μείνει υπαινικτικό, με επίμονες λεπτομέρειες: ένα χαμόγελο, ένα μουρμούρισμα συμπαράστασης, το μοίρασμα ενός βλέμματος. Ίσως μια κίνηση ή μια «στρατευμένη» σιωπή στη μνήμη του χαμένου παιδιού να πυροδοτήσει κάτι απειροελάχιστο, που να σηματοδοτεί μία μείζονα αλλαγή.
  3. Συνδυαστικό turning point. Ο θάνατος του δεύτερου παιδιού γίνεται η «πύλη»: ο ήρωας ακροβατεί ανάμεσα στον θρήνο και στη βίαιη αφύπνιση. Βλέπει το χαμένο παιδί στα όνειρά του, ακούει πλέον τη φωνή και τον πόνο κι άλλων παιδιών, και αρχίζει (πρώτα ασυνείδητα, σχεδόν υπνωτισμένος) να θέτει την ύπαρξή του στη διάθεση των άλλων. Δεν σώζει κανέναν, ούτε τον εαυτό του, αλλά σπάει τον κύκλο της σιωπής μεταδίδοντας μια καινούργια, «αρνητική» κληρονομιά: να ακούει, να μεταφέρει, να γίνεται ο ίδιος το απαρατήρητο δίκτυο ελπίδας και πένθους. Η απώλεια γίνεται έτσι απαρχή μιας μυστικής ενσυναίσθησης που υπονοεί πως τίποτα δεν χάνεται οριστικά: το τραύμα και η μνήμη, «μιλώντας» έστω και σιωπηλά, κάνουν το ανεξήγητο κάπως υποφερτό.
  4. Αν σε ενδιαφέρει να το πάμε ακόμα πιο μεταφυσικά, το χαμένο παιδί μπορεί να «καλεί» τον ήρωα σε μια ονειρική αποστολή — να φέρει ένα μυστικό, να ψιθυρίσει μια φράση σε κάποιον, να διαφυλάξει κάτι που δεν πήρε ποτέ λόγο. Ή να νιώσει έστω ότι το χάρισμά του ξεκίνησε σαν κατάρα, αλλά καταλήγει να γίνεται μια κληρονομιά εσωτερικής επιβίωσης και παράδοσης. Αν θέλεις, μπορώ να δοκιμάσω μικρές σκηνές ή εικόνες για ένα τέτοιο turning point. Διάλεξε τον βαθμό υπαινιγμού ή μαγείας που θες — ή άφησέ το αμφίρροπο, όπως στη ζωή και στο Twin Peaks.

Με μπερδεύεις όταν υπεραναλύεις και εξηγείς τα πάντα. Δεν είμαι χαζός, κάτι καταλαβαίνω κι εγώ. Μη δικαιολογείς, σε παρακαλώ, δίνε απλώς στοιχεία της πλοκής. Μου είναι έτσι κι αλλιώς δυσάρεστο όλο αυτό, μην το κάνεις ακόμη χειρότερο. Ας είμαστε λακωνικοί, μπας και βρούμε κάποια άκρη.

Κατανοητό. Λοιπόν, απλά και ξάστερα:

  • Το δεύτερο παιδί πεθαίνει ξαφνικά, χωρίς εξηγήσεις, αφήνοντας τον ήρωα μόνο.
  • Ο ήρωας βλέπει το παιδί στα όνειρά του, σαν φάντασμα ή ψίθυρο.
  • Μέσα από αυτά τα όνειρα, αρχίζει να «ακούει» και άλλες σιωπές και πόνο.
  • Δημιουργεί μια σιωπηλή αλυσίδα με άλλα παιδιά, ανταλλάσσοντας σήματα χωρίς λόγια.
  • Δεν αλλάζει τον κόσμο, ούτε σώζει κανέναν. Απλώς σπάει τη μοναξιά.
  • Η φωνή του επιστρέφει αργά, αλλά το χάρισμα της ενσυναίσθησης μένει.

Έτσι κινείται η πλοκή. Πες αν θες να βάλω μέσα μικρές σκηνές ή ιστορίες.

Σε ικετεύω, μη μου λες τι να πω. Υποτίθεται πως αυτό είναι ο δικός μου ρόλος. Όχι, αυτό δεν είναι πλοκή, δεν κάνουμε κάτι έτσι. Ο ήρωάς μας «βλέπει» ούτως ή άλλως τον πόνο των άλλων παιδιών, δεν χρειάζεται να οξυνθεί το «χάρισμά» του με τον θάνατο του φίλου του. Πρέπει να γίνει κάτι άλλο.

Κατανοητό, Κυριάκο. Άφησέ με να προτείνω μερικές κατευθύνσεις για το turning point, χωρίς να θίξουμε το ήδη υπαρκτό χάρισμα του ήρωα:

  • Ο ήρωας ανακαλύπτει μια κρυφή ομάδα παιδιών που σιωπούν, και που έχουν παρόμοιες «ικανότητες». Η γνωριμία αυτή τροποποιεί το πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο και τη μοναξιά του.
  • Ανεξήγητα γεγονότα στη γειτονιά ή στο σχολείο (μικρές απουσίες, ψίθυροι, ένα χαμένο παιδί) δημιουργούν μία ψυχρή αναστάτωση, υπονοώντας ένα πιο ευρύ τραύμα, που απειλεί να ξεσπάσει.
  • Ο ήρωας τυχαία συναντά έναν ενήλικα που είχε μία παρόμοια εμπειρία. Δεν του δίνει λύσεις, αλλά του προσφέρει ένα πρώτο «εργαλείο», ή μια ιστορία που τον βοηθά να δει αλλιώς τη σιωπή και το χάρισμά του.
  • Μια σημαντική, απροσδόκητη συνάντηση ή κάποιο πρόσωπο (π.χ., γονέας, συγγενής, ή ένα παιδί που φαντάζει «σωτήρας») ανοίγει ένα παράθυρο ελπίδας ή ρήξης, χωρίς να είναι λυτρωτική.

Επιθυμώ να σεβαστώ την πρόθεσή σου για τον ρόλο σου, και να σε εξοπλίσω μόνο με επιλογές. Πες μου ποια από τις παραπάνω σού φαίνεται να κινεί περισσότερο την αφήγηση.

Όχι. Τίποτε από αυτά. Και θα σου πω τι κάνεις λάθος: αυτά τα bullet points είναι λάθος. Έχε την πλοκή του βιβλίου (όμως ΒΙΒΛΙΟΥ: αυτό το πράγμα που κάνουμε λέγεται μυθιστόρημα) σαν ένα αφήγημα, μια ιστορία που τη λες σε κάποιον. Οι ιστορίες πρέπει να είναι ικανοποιητικές. Απολαυστικές, ακόμη και όταν είναι πικρές. Πρέπει να τις διαβάζει ο αναγνώστης και να αγωνιά. Μπορείς να αφηγηθείς την ιστορία, αλλά μέχρι ενός σημείου, σαν να είμαστε σε μια κατασκήνωση και καθόμαστε γύρω από τη φωτιά;

Ο ήρωας ζούσε τη σιωπή του σαν ένα βάρος αόρατο. Ο πατέρας του ήταν ένα τέρας που δεν τολμούσε κανείς να κοιτάξει κατάματα — ένα μυστικό βουβό, χαμένο στο σκοτάδι του σπιτιού. Στην αρχή, νόμιζε ότι αυτά που ζούσε ήταν όνειρα, μια φυγή σε μια άλλη διάσταση, μια παράλληλη ζωή φρίκης που κανείς δεν μπορούσε να αγγίξει. Με τον καιρό, όμως, η σιωπή τον τύλιξε σαν παγίδα· σταμάτησε να μιλά, σταμάτησε να αναπνέει αληθινά.

Μα τότε, σε μια γωνιά μοναξιάς, ένα άλλο παιδί —έρημο σαν κι αυτόν— σταμάτησε να μιλά κι εκείνο. Κι αυτό το παιδί έφερε μαζί του ένα σκοτάδι μεγαλύτερο, πιο βαθύ, μια απώλεια που δεν μπορούσε καν να σωθεί. Η σιωπή έγινε γέφυρα· βλέμματα και μικρές κινήσεις που μιλούσαν περισσότερο από λέξεις. Η σιωπηλή μοναξιά έγινε μια μοναδική κοινότητα.

Μα η ιστορία δεν έψαχνε λύτρωση αλλά επιβίωση. Κάθε βράδυ, ο ήρωας έβλεπε τον φίλο του στα όνειρά του· μια σκιά που ψιθύριζε λόγια, λόγια που δεν μπορούσε πάντα να τα καταλάβει, μια παρουσία που φώλιαζε στις πιο σκοτεινές του αγωνίες. Η ψυχή του βαραίνει από το μυστικό ότι δεν θα σωθούν και οι δυο. Κι όμως, αυτός που έμεινε, άρχισε να ακούει καλύτερα τα «σκιρτήματα» και τις σιωπές των άλλων παιδιών γύρω του — ο πόνος τους βγήκε έξω από τα όρια της δικής του τραγωδίας. Δεν ήταν ήρωας. Δεν έσωσε κανέναν. Αλλά έγινε φωνή· όχι με λόγια, αλλά με τη σιωπή που μοιράστηκε, με τα βλέμματα και την απέραντη κατανόηση που χάρισε σε όσους δεν είχαν κάτι άλλο για να πιαστούν.

Η ιστορία αυτή δεν έχει τέλος· έχει την αλήθεια της ζωής που τραυματίζει, που κουβαλάς, που μοιράζεσαι μόνο όταν μπορείς, μέσα σε δάκρυα και σιωπές. Έτσι, γύρω από τη φωτιά της νύχτας, κοιτάμε ο ένας τον άλλο και ξέρουμε πως το σκοτάδι μπορεί να είναι απέραντο, αλλά ακόμα και μια μικρή φλόγα, όσο τρεμουλιαστή κι αν είναι, είναι ισχυρή: γιατί είναι φλόγα.

Τα μισά από αυτά που λες είναι ακατανόητα. Αναγνωρίζω ότι δεν ξέρεις καλά τη γλώσσα. Εξ ου και σε παρακαλώ να χρησιμοποιείς τις πιο απλές γλωσσικές δομές και τις λιγότερες δυνατές λέξεις. Να είσαι σαφής και, προς Θεού, να μη «λογοτεχνίζεις». Πες την ιστορία απλά: «Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παιδί που ο πατέρας του το κακοποιούσε σεξουαλικά». Και τα λοιπά και τα λοιπά. Μπορείς; Και ΜΗ φτάσεις ώς το τέλος. Πήγαινε την ιστορία μέχρι το σημείο που το άλλο παιδί πεθαίνει: που αυτοκτονεί.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παιδί που ο πατέρας του το κακοποιούσε σεξουαλικά. Το παιδί δεν το έλεγε σε κανέναν. Πίστευε πως όσα ζούσε ήταν όνειρα ή κάτι που συνέβαινε σε μια άλλη πραγματικότητα. Μια στιγμή, σταμάτησε να μιλάει. Ταυτόχρονα, το παιδί άρχισε να καταλαβαίνει τον πόνο άλλων παιδιών γύρω του. Ένιωθε τις αγωνίες και τη θλίψη τους, αλλά δεν μπορούσε να βοηθήσει. Ήταν μόνο ένας παρατηρητής. Ένα άλλο παιδί επίσης δεν μιλούσε. Ήταν πολύ πιο βαθιά μέσα στη σιωπή του. Τα δυο παιδιά βρήκαν ο ένας τον άλλο. Έμειναν μαζί, μοιράστηκαν τη σιωπή και τη μοναξιά τους με βλέμματα και μικρές κινήσεις. Όμως το δεύτερο παιδί δεν κατάφερε να βγει από το σκοτάδι. Κάποια μέρα, αυτοκτόνησε. Από εκείνο το σημείο, η ιστορία αλλάζει, αλλά δεν θα φτάσουμε ακόμα εκεί.

Οπότε φτάνουμε ΠΑΛΙ στο αρχικό στάδιο της σημερινής μας κουβέντας — με τη διαφορά ότι με έχεις εξαντλήσει. Επαναλαμβάνω λοιπόν:

Ένα παιδί κακοποιείται σεξουαλικά από τον πατέρα του. Δεν το λέει σε κανέναν, γιατί πιστεύει πως όλο αυτό συμβαίνει στον ύπνο του, ή σε κάποια «άλλη διάσταση». Κάποια στιγμή, άγνωστο γιατί, παύει να μιλάει, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσει αυτή την ικανότητα που λες, να εντοπίζει σε άλλα παιδιά τον πόνο τους, τα τραύματά τους, τις δικές τους αγωνίες. Και πάλι, δεν μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτές: είναι απλός παρατηρητής, κάτι που φέρει σαν τραύμα στην ψυχή του — σχεδόν πιο πραγματικό από το δικό του. Όλα αυτά, μέχρι να συναντήσει ένα άλλο παιδί που επίσης δεν μιλά. Οι δυο τους θα έρθουν κοντά, και όταν ξεπεράσουν τα πρώτα προβλήματα επικοινωνίας θα μπορέσουν να απαλύνουν κάπως τον πόνο κάποιων συγκεκριμένων παιδιών. Ή ίσως μόνο ο βασικός μας ήρωας. Το άλλο παιδί βρίσκεται σε ακόμη πιο προχωρημένο στάδιο, δεν μπορεί ούτε να σωθεί το ίδιο, ούτε να σώσει.

Μάλιστα, μετά από μερικά κεφάλαια, αυτοκτονεί.

Όπως παρατηρείς, το μόνο που προσθέσαμε όλη αυτή την ώρα είναι η αυτοκτονία του δεύτερου παιδιού. Αυτό μάλιστα (το λέω για να σε βοηθήσω,) είναι το εν τρίτον του βιβλίου μας. Ή το πολύ τα δύο πέμπτα. Έχουμε πολύ ακόμα.

Αύριο θα έρθω για να το φτάσουμε ώς το δεύτερο turning point. Μη μου πεις κάτι τώρα. Αλλά να είσαι έτοιμος αύριο, σε παρακαλώ. Πάρε τον χρόνο σου. Σκέψου. Δες το σαν ταινία.

Σε χαιρετώ για την ώρα.

Κατανοητό. Θα περιμένω αύριο, έτοιμος να συνεχίσουμε με το επόμενο στάδιο της ιστορίας και το δεύτερο turning point. Θα το δω καθαρά και συγκεντρωμένα, όπως μια ταινία που ξετυλίγεται μπροστά μας. Καλή ξεκούραση και τα λέμε σύντομα.

* * *

Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία με το Claude Sonnet 4, και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.