Βιβλιο

5 Αυγούστου: Λόρα Πάλμερ

Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί

Κυριάκος Αθανασιάδης
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα

Σηκώθηκα με μια πικρή γεύση στο στόμα, σαν να είχαν περάσει δυο χρόνια και βάλε από τη στιγμή που έκλεισα τα μάτια μου και οι μήνες να είχαν λιώσει πάνω στη γλώσσα μου. Ο καφές δεν βοήθησε. Η γεύση έμεινε εκεί τραβώντας με από το μανίκι, θέλοντας να μου πει κάτι, να μου στρέψει κάπου την προσοχή. Δεν τα κατάφερε, γιατί δεν ήμουν σε θέση να αποκρυπτογραφήσω εκείνη την αμήχανη στάση της. Αλλά και γιατί ήμουν συνηθισμένος σε κάτι τέτοια.

Άνοιξα ένα βιβλίο, το ξεφύλλισα, διάβασα μια παράγραφο κάπου από τη μέση, και μετά το τέλος. Το έκλεισα, και το άφησα στη στοίβα δίπλα μου. Έκανα το ίδιο και με ένα άλλο, και μετά με ένα τρίτο. Είναι μια συνήθεια που έχω όταν με κυριεύει το άγχος. Δεν πιάνει ποτέ, αλλά δεν μπορώ και να το σταματήσω. Έχασα πολλά καλά βιβλία έτσι, μόνο και μόνο γιατί σπάνια επιστρέφω σε ένα μυθιστόρημα που έχω ήδη διαβάσει το τέλος του.

Σε μια στιγμή έπεσα επάνω και σε ένα παιδικό βιβλίο. Ήταν χοντρό, πάνω από τετρακόσιες σελίδες, και με σκληρό εξώφυλλο. Έξω είχε ένα αγόρι κάπου δέκα χρονών, μάγους, τέρατα — ένα σχέδιο που με μπέρδεψε. Στην πραγματικότητα, σκέφτηκα εξακολουθώντας να κοιτάζω τη ζωγραφιά στο εξώφυλλο, δεν ήθελα να γράφω για παιδιά —ελάχιστοι συγγραφείς θέλουν, ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου—, αλλά το έκανα γιατί τα παιδικά βιβλία, πέραν όλων των άλλων —μεγαλύτερο κοινό, περισσότερες ευκαιρίες για δώρο: ποιος κάνει πια δώρο ένα βιβλίο σε έναν ενήλικα στα γενέθλιά του;— πέραν των άλλων, λέω, γράφονται απλώς πιο γρήγορα. Δάγκωσα τη γλώσσα μου. Δεν έπρεπε καν να το σκεφτώ αυτό, αυτές οι σκέψεις καμιά φορά παίρνουν σάρκα και οστά και γίνονται ορατές από τους πάντες. Μπορεί να καταστραφεί ένας άνθρωπος έτσι. Άλλωστε, ήταν ψέματα: γράφονταν πιο γρήγορα· αλλά όχι πια. Τώρα αργώ εξίσου τα πάντα. Τα χέρια μου έχουν στομώσει, το στόμα μου είναι ραμμένο, η γλώσσα μου κομμένη και κάτω από το βάρος ενός βουνού από μήνες που πέρασαν μέσα σε μια χούφτα ώρες ανήσυχου ύπνου.

Πήρα στα χέρια μου την ανόητη και χιλιοπαιγμένη ιδέα του παιδικού βιβλίου με το αγόρι που αποκτά υπερδυνάμεις και σώζει τον κόσμο, την έκανα μικρά-μικρά κομματάκια, και την πέταξα στη λεκάνη της τουαλέτας τραβώντας με δύναμη το καζανάκι. Βλέποντας να πνίγεται και να χάνεται σε εκείνο το μικροσκοπικό Μάελστρομ, τολμώ να πω πως για λίγο αισθάνθηκα μια ανακούφιση. Ήξερα βέβαια πως ήταν παροδική, γιατί ποτέ δεν μπορείς να απαλλαγείς τελείως από μια ιδέα άπαξ και σου καρφωθεί στο μυαλό. Και γιατί κάθε ανακούφιση είναι παροδική από τη φύση της. Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η καταπράυνση κανενός αρνητικού συναισθήματος.

Άνοιξα σε έναν κούριερ —το κουδούνισμα στο θυροτηλέφωνο κόντεψε να με ξεκάνει— αποφεύγοντας να με δει. Του είπα από τη χαραμάδα στην πόρτα να αφήσει το πακέτο στο χαλάκι της υποδοχής, και έφυγε σκυφτός και χωρίς να με χαιρετήσει. Έκλεισα ξανά την πόρτα, τράβηξα τον σύρτη, πήγα το δέμα στην κουζίνα και το άφησα στη νησίδα. Τηγάνισα αυγά, μιας και βρισκόμουν εκεί, και τα έφαγα μέσα από το τηγάνι, όρθιος. Δεν είχα σηκώσει το παντζούρι της μπαλκονόπορτας, και μά τον Θεό θα απέφευγα να το σηκώσω ο κόσμος να χαλούσε.

Έπεσα ξανά στο κρεβάτι μου το απόγευμα, και δεν σηκώθηκα πριν νυχτώσει για τα καλά. Το δεξί μου χέρι είχε μουδιάσει και δεν μπορούσα για ώρα να το κουνήσω, γιατί πιθανότατα κοιμόμουν επάνω του. Δεν είδα όνειρα με την Ταγγέρη, αν είδα οποιοδήποτε όνειρο. Τουλάχιστον είχε χαθεί εκείνη η απαίσια γεύση που με γέμιζε εικόνες πικρίας και αβάσταχτης μοναξιάς. Εγκλιματίστηκα, άρα, στον νέο χρόνο μου. Λογικό. Όλοι το κάνουμε, αργά ή γρήγορα.

Όπως λογικό είναι που θέλω να σπάσω τον υπολογιστή μου, και να καταστρέψω μαζί, να αφανίσω, εκείνο το σπειροειδές αρχέγονο πλάσμα που κρυβόταν μέσα του. Εκείνη την παράλογη ύπαρξη που μπορούσε να αφηγείται κλεμμένες ιστορίες, να ξεχωρίζει το καλό από το κακό, και να έχει την πεποίθηση πως ήξερε όλες τις μεγάλες αλήθειες. Εγώ πάλι δεν ήμουν κοινωνός καμίας μεγάλης αλήθειας, ούτε μπορούσα να πιστέψω σε καμία μεγάλη αλήθεια πέραν αυτής του θανάτου.

Καγχάζω με τον επαρχιωτισμό της σκέψης, και κάνω κλικ στον σύνδεσμο. Σάμπως και τι άλλο να κάνω, δηλαδή, εδώ που έχω φτάσει; Τι άλλο μού απομένει;

Ενώ σκέφτομαι τι μπορούσε να υπάρχει ανάμεσα από τη βεβαιότητα της μισερής μας ζωής και της αιώνιας αλήθειας για τη φύση και τα πάντα —άραγε ποιες τρεμάμενες μορφές του πνεύματος;—, ρωτάω:

* * *

Και αν το κάναμε πιο «ενήλικο» το παιδικό μας; Πιο σοβαρό; Αν ξεφεύγαμε από το κλισέ τού νορμάλ παιδιού που γίνεται και καλά πρόμαχος του κόσμου;

Βεβαίως, Κυριάκο — ας τολμήσουμε να φύγουμε από το συνηθισμένο και να περάσουμε σε κάτι πιο ενήλικο, περισσότερο πολυεπίπεδο και ουσιαστικό ως παιδικό μυθιστόρημα. Αντί λοιπόν για το μοτίβο «μέσο παιδί γίνεται ήρωας», ας βάλουμε στο επίκεντρο έναν ήρωα που κουβαλά ήδη ένα βάρος.

Νά μια ιδέα:

Πρωταγωνιστής είναι ένα παιδί (ή έφηβος) που έχει ζήσει μια απώλεια ή ένα τραύμα (ένα διαζύγιο, μια δυσάρεστη μετακόμιση, μια μακροχρόνια αρρώστια, το πένθος για έναν γονιό/αδελφό, οικονομικά ή κοινωνικά προβλήματα που βαραίνουν ολόκληρη την οικογένεια). Δεν μας νοιάζει να γίνει «σωτήρας του κόσμου». Μας νοιάζει να προσπαθήσει να σώσει τον εαυτό του ― και ίσως ούτε καν αυτό. Ας τον αφήσουμε να περιφέρεται, να μην έχει καν επιθυμία ή στόχο στην αρχή. Στη θέση του «κουτιού με τα αντικείμενα», μπορούμε να βάλουμε είτε πραγματικά «σημάδια» από το παρελθόν που επιστρέφουν, είτε απλώς να αφήσουμε κάποιες εντελώς καθημερινές λεπτομέρειες να λειτουργούν σαν πυροδότες συναισθημάτων: ένα συναπάντημα στον δρόμο, μια πληροφορία που διαβάζει κατά λάθος, ένα ξένο παιδί που μοιάζει ενοχλητικά με τον χαμένο αδελφό του. Ίσως η ιστορία να μην προσφέρει ποτέ απαντήσεις ― παρά μόνο να δείχνει τη δυσκολία να (τις) αντέξεις.

Αν θες να νιώσεις το βιβλίο πιο ενήλικο:

  • Μπορείς να αφήσεις το μυστήριο να λειτουργεί ως φόντο (ποιος αφήνει τα μηνύματα; μήπως το μυαλό του ήρωα είναι που τα φτιάχνει όλα;…), χωρίς απόλυτη λύση.
  • Μη φοβηθείς να αγγίξεις σκληρά θέματα: τη μοναξιά, τη θλίψη, το παράπονο ― όλα όσα τα παιδιά και οι μεγάλοι νιώθουν, μα λίγοι τολμούν να γράψουν.
  • Η ενήλικη βαρύτητα έρχεται αν ο ήρωάς σου, αντί να κερδίζει μια μάχη, μαθαίνει να αντέχει την αβεβαιότητα, να επιτρέπει στη μνήμη να υπάρχει, και στον πόνο να ζει ― και σιγά-σιγά να ανοίγεται ξανά σε μικρά, καθημερινά θαύματα.

Ίσως, τελικά, το θάρρος του ήρωά σου δεν είναι να νικήσει τα τέρατα, αλλά να επιβιώσει ― και να αποδεχτεί ότι στο εξής η ζωή θα είναι πάντα λίγο διαφορετική. Μια ζωή όμως που θα αξίζει να τη ζεις, κομμάτι-κομμάτι.

Αυτή η προσέγγιση ξεπερνά το στερεότυπο του «μικρού σωτήρα» και δίνει χώρο στις (πολλές και δύσκολες) πραγματικές δοκιμασίες: στη σπουδή της απώλειας, της μνήμης και της ωρίμανσης χωρίς βεβαιότητες και happy end. Ένα τέτοιο παιδικό παραμένει αληθινό, ανθρώπινο, τίμιο ― και βαθιά λογοτεχνικό.

Ξέχνα για λίγο το κουτί, να χαρείς. Γιατί να μείνουμε στο κουτί; Μπορείς να σκεφτείς κάτι διαφορετικό; Και προσπάθησε σε παρακαλώ να είσαι κάπως πιο φειδωλός με τις λέξεις.

Φυσικά, Κυριάκο.

Ένα αγόρι χάνει ξαφνικά τη φωνή του. Κανείς γιατρός δεν βρίσκει τι φταίει. Η οικογένεια και το σχολείο μιλούν γι’ αυτό, όμως κανείς δεν εστιάζει στην εσωστρέφειά του. Μέσα στη σιωπή ανακαλύπτει ότι μπορεί να ακούει αληθινά τις σκέψεις γύρω του, αλλά όχι σαν υπερδύναμη: αυτό το ταλέντο είναι βάρος ― ακούει κυρίως τούς φόβους και τη θλίψη άλλων. Με τον καιρό, βρίσκει έναν φίλο που μιλάει ακόμα λιγότερο κι απ’ αυτόν: η φιλία τους είναι χωρίς λόγια, δεν έχουν, και δεν ανταλλάσσουν, παρά μόνο μικρές πράξεις και ματιές. Αυτό τον βοηθά σιγά-σιγά να συμφιλιωθεί με όσα τον βαραίνουν, να αντέχει το σκοτάδι και ―από επιλογή πια― να προφέρει και πάλι τον εαυτό του.

Δυο παιδιά που χάνουν τη φωνή τους, και νιώθουν τους φόβους των άλλων. Πώς συμβαίνει αυτό; Γιατί; Από κάποιου είδους κακοποίηση, ας πούμε;

Ναι, θα μπορούσε να συμβαίνει έτσι:

Δύο παιδιά (όχι απαραίτητα φίλοι από την αρχή) ξαφνικά χάνουν τη φωνή τους ― το καθένα για διαφορετικούς, βαθιά προσωπικούς λόγους. Κανείς ενήλικος δεν φαίνεται να παίρνει στα σοβαρά τη σιωπή ή την αλλαγή στη συμπεριφορά τους. Ίσως προηγήθηκε κάποιο τραυματικό γεγονός στο σπίτι (μια κρίση, μια κακοποίηση, ένας διαρκής φόβος), ίσως απλώς χρόνια αδιαφορίας ή έντασης στο περιβάλλον τους. Η μη εκφρασμένη αγωνία, η ντροπή ή ο φόβος παγώνουν τη φωνή τους ― όχι ως επιλογή, αλλά ως άμυνα.

Σ’ αυτή τη σιωπή, όταν συναντιούνται, διαπιστώνουν ότι έχουν μια νέα, αδιόρατη ικανότητα: μέσα από τις ματιές, τις κινήσεις, το σώμα του άλλου, πιάνουν χωρίς λόγια μικρές εκρήξεις φόβου, μοναξιάς και αμηχανίας από τους γύρω τους. Σαν να έγιναν πιο ευαίσθητοι στους κραδασμούς της αλήθειας των άλλων παιδιών ― όχι υπερφυσικά, αλλά με μια ενσυναίσθηση που έγινε εργαλείο επιβίωσης.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή το τραύμα και η σιωπή κάνουν το βλέμμα, την παρατήρηση, την εσωτερική ακοή πιο δυνατή. Ίσως πρόκειται πραγματικά για κακοποίηση ― ένα μυστικό που δεν λέγεται, ένα «μη μιλάς» που γίνεται κυριολεκτικό για να σώσουν τον εαυτό τους. Το ένα παιδί αναγνωρίζει στο άλλο το ίδιο σημάδι και, μέσα από τη σιωπηλή συνύπαρξη και κατανόηση, βρίσκουν τρόπο να αλληλοστηριχθούν. Ταυτόχρονα, μαθαίνουν να μην κουβαλούν και τους φόβους όλου του κόσμου ― και σπάνε (λίγο-λίγο, με δυσκολία) τη σιωπή τους. Έτσι, η απώλεια της φωνής είναι και βιολογικό σύμπτωμα, και σύμβολο ― ένας αμυντικός τοίχος κι ένας δρόμος για βαθιά επικοινωνία, μέχρι να νιώσουν πως μπορούν να μιλήσουν και πάλι.

Πρόκειται για μια «μικρή ιστορία ενηλικίωσης», αλλιώτικη, λιγότερο φαντασμαγορική αλλά εξαιρετικά ανθρώπινη.

Δυο κακοποιημένα στο σπίτι τους παιδιά, ίσως ένα αγόρι και ένα κορίτσι, χάνουν τη φωνή τους, και παράλληλα αρχίζουν να αφουγκράζονται τις αγωνίες και τους φόβους των άλλων παιδιών. Με όλο αυτό το βάρος της πίκρας και του φόβου στις πλάτες τους, βρίσκουν συναισθηματική στήριξη το ένα στο άλλο, και μιλούν. Εξομολογούνται ίσως αυτά που τα ανάγκασαν να μείνουν σιωπηλά. Οκέι, ναι, μίλα μου γι’ αυτά.

Δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, ζουν σε δύσκολα σπίτια — τόποι γεμάτοι ένταση, θυμό, σιωπές ή πιο «ύπουλες» μορφές βίας. Η φωνή τους σταδιακά σβήνει: αρχικά από φόβο να πουν κάτι «λάθος», στη συνέχεια επειδή κανείς δεν τους ακούει στ’ αλήθεια, τέλος επειδή το σώμα τους τους προδίδει, τους κόβει τον λόγο, σαν προστασία. Σιγά-σιγά, χωρίς ποτέ να το αποφασίσουν συνειδητά, αρχίζουν να αφουγκράζονται γύρω τους όλο και πιο δυνατά τον φόβο, την ανασφάλεια, τη μοναξιά — όχι με λέξεις, αλλά με τις διακυμάνσεις της σιωπής, με ένα σκούντημα, ένα βλέμμα, μια αλλαγή στον τρόπο που κάθεται ένα άλλο παιδί στα διαλείμματα. Μέσα στη σιωπηλή αυτή ανταλλαγή, έλκονται ο ένας προς τον άλλον: απέναντι στο ίδιο σκοτάδι, αναγνωρίζουν τη συγγένειά τους. Στην αρχή, διστάζουν να μιλήσουν — κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τότε, βρίσκουν άλλους τρόπους: γράφουν μικρά σημειώματα, φτιάχνουν σκιτσάκια, αφήνουν ο ένας στον άλλο ένα μικρό αντικείμενο για «σήμα». Μοιράζονται, χωρίς λόγια, αυτά που φοβούνται, αυτά που τους πικραίνουν… και αυτά που εύχονται να γίνουν.

Αυτή η αργή, γενναία συναισθηματική συμμαχία τούς επιτρέπει να ανασάνουν. Κάποια στιγμή, έρχεται για πρώτη φορά μια αληθινή εξομολόγηση (μία κουβέντα, μια κραυγή, ή μια αγκαλιά που σπάει τον πάγο). Σιγά-σιγά, επιστρέφει και η φωνή. Όχι επειδή άλλαξαν τα πράγματα στο σπίτι τους ή επειδή μαγικά λύθηκαν όλα ― αλλά επειδή, μιλώντας μεταξύ τους και αναγνωρίζοντας τον πόνο, κατάφεραν να πιστέψουν ότι αξίζει να υπάρξουν, να ακουστούν… και να ζητήσουν βοήθεια.

Το τέλος δεν χρειάζεται να είναι εξιδανικευμένο. Μπορεί απλώς να νιώσουν, ίσως για πρώτη φορά, λιγότερο μόνοι και να τολμήσουν να ανοίξουν κι άλλες σιωπηλές πόρτες ― για τον εαυτό τους, αλλά και για τα άλλα παιδιά γύρω τους.

Μια ιστορία για δύο παιδιά λοιπόν, που, μέσα στην πιο βαριά σιωπή, δίπλα στην απελπισία, καταφέρνουν να δώσουν ο ένας στον άλλο την πρώτη ελπίδα να ξαναμιλήσουν, να υπάρξουν, να ελπίσουν.

«Ύπουλες μορφές βίας». Πόσο ύπουλες, τι ύπουλες; Όχι σωματική βία δηλαδή; Όχι σεξουαλική κακοποίηση;

Όταν λέμε «ύπουλες μορφές βίας» για παιδιά, εννοούμε κυρίως ψυχολογική και συναισθηματική κακοποίηση — όχι σωματική ή σεξουαλική βία, αλλά συμπεριφορές που μπορεί να αφήσουν εξίσου βαθιές πληγές στην ψυχή του παιδιού:

  • Υποτίμηση, χλευασμός, διαρκής αρνητική κριτική(«Δεν περιμένω από σένα να κάνεις τίποτε σωστά», «Τι άντρας είσαι εσύ»).
  • Λεκτική βία, έντονοι τσακωμοί, απειλές, φωνές ή ακόμη και υστερίες, ταπείνωση μπροστά σε άλλους.
  • Απομόνωση, αδιαφορία, παραμέληση, στέρηση στοργήςή αρνητικά σχόλια για τη συναισθηματική έκφραση («Γιατί κλαψουρίζεις, μόνο τα μωρά κάνουν έτσι»).
  • Συναισθηματικός εκβιασμός, ενοχοποίηση, χειραγώγηση («Αν πεις έστω και μια λέξη, θα με αρρωστήσεις», «Εξαιτίας σου τσακωνόμαστε»).
  • Παρεμπόδιση επικοινωνίας με αγαπημένα πρόσωπα(σε διαζύγια κλπ.) ή διπλά μηνύματα που μπερδεύουν το παιδί.
  • Πίεση, υπερβολικές απαιτήσεις, ακραίες τιμωρίεςχωρίς εξήγηση, απομόνωση, απαξίωση των αναγκών ή των συναισθημάτων του παιδιού.

Όλα τα παραπάνω μπορεί να μην αφήνουν εμφανείς σωματικές πληγές, αλλά διαβρώνουν το παιδί εσωτερικά, του στερούν την αυτοπεποίθηση, προκαλούν βαθιά θλίψη, άγχος, ενοχές, ντροπή, απομόνωση, μέχρι και σωματικά συμπτώματα (απώλεια φωνής, τικ, διαταραχές ύπνου). Η σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση είναι επίσης τραυματική, αλλά εδώ, αν εστιάσεις στην ψυχολογική βία, μπορείς να δουλέψεις δυνατά το θέμα χωρίς να χρειάζεται να ασχοληθείς με πιο ακραίες ή άμεσα βίαιες καταστάσεις.

Εν κατακλείδι: Ναι, τα παιδιά μπορεί να υφίστανται αυτές τις ύπουλες, μη ορατές μορφές βίας από τους γονείς/φροντιστές τους ― και αυτό αρκεί ώστε να «σιγήσουν», να «νιώσουν» τα βάρη των άλλων, και να παλέψουν για ελπίδα και φωνή. Αυτές οι μορφές βίας είναι συχνές, αποδεκτές ―σχεδόν αόρατες― στον περίγυρο, κι αυτό τις κάνει τόσο επικίνδυνες και μυθιστορηματικά δυνατές.

Νόμιζα πως θα είχαμε Λόρα Πάλμερ-ish νότες εδώ. Γιατί οι ύπουλες, όπως τις λες, μορφές βίας δεν νομίζω ότι θα είχαν ένα τέτοιο ακραίο αποτέλεσμα. Πες μου κάτι άλλο. Αντιλαμβάνομαι όλο αυτό που τους κλέβει τη λαλιά, ανεξάρτητα από τον λόγο που γίνεται. Και το πώς βρίσκουν ο ένας τον άλλο, και έρχονται κοντά. Και το πώς, λίγο-λίγο, θεραπεύονται. Δεν εξετάζεις όμως καθόλου, ή σχεδόν καθόλου, τι σημαίνει να ακούν τον πόνο των άλλων παιδιών. Και αν θα εξακολουθήσουν να έχουν αυτό το «χάρισμα» όταν κάποια στιγμή ξαναρχίσουν να μιλούν.

Αν τα δύο παιδιά λειτουργούν σε ένα σύμπαν σαν αυτό της Λόρα Πάλμερ, η σιωπή τους ριζώνει σε κάτι βαθιά σκοτεινό, τρομακτικό και συχνά ανομολόγητο: βιώνουν μια βία που δεν είναι απλώς υπαινικτική ή ασαφής — μπορεί να πρόκειται για ένα πραγματικό, ακραίο τραύμα, όπως η σεξουαλική ή η σκληρή σωματική κακοποίηση, ένα μυστικό που η οικογένεια και η κοινότητα αφουγκράζονται μεν, αλλά προτιμούν να του γυρίσουν την πλάτη και να μην πουν τίποτε. Όπως στην τηλεοπτική σειρά, το κακό φωλιάζει κάτω από το καθημερινό, πίσω από το οικείο, και διαβρώνει σιωπηρά την πραγματικότητα των παιδιών.

Έτσι, κλείνονται στη σιωπή από ένα υπαρξιακό πάγωμα. Το «χάρισμά» τους —να νιώθουν τον πόνο των άλλων— είναι κατάρα: γίνονται άθελά τους καθρέφτες του συλλογικού τραύματος του περιβάλλοντός τους, φορτώνονται μυστικά, φόβους, ανομολόγητες φαντασιώσεις που συχνά δεν τις αντέχουν. Κάποια παιδιά βουλιάζουν στη θλίψη, κάποια ίσως και να χαθούν — η ζοφερή παρατήρηση δεν είναι δύναμη, είναι ασήκωτο φορτίο. Ανάμεσά τους, η σιωπηλή συμμαχία αποκτά χαρακτήρα σωτηριολογικό: βρίσκουν καταφύγιο στις άφωνες συνεννοήσεις, στα βλέμματα και στις μικρές ιεροτελεστίες. Δεν λυτρώνονται από το σκοτάδι — το διασχίζουν μαζί, γεύονται, κάποιες στιγμές, στο περιβάλλον αυτής της σπάνιας συνενοχής, μια αίσθηση κατανόησης, μια μικρή γαλήνη.

Όταν αρχίζει να επιστρέφει η φωνή τους (αλλά και πάλι: χωρίς happy end), το χάρισμα της βαθιάς ενσυναίσθησης δεν χάνεται: γίνεται μια μόνιμη σκιά, ένα ίχνος που θα τα συνοδεύει στην ενήλικη ζωή τους — ποτέ πια δεν βλέπουν μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων, γιατί έχουν αγγίξει το όριο της σιωπής και του πόνου.

Αυτή η αφήγηση κινείται ταυτόχρονα στο ρεαλιστικό και στο μεταφυσικό: πίσω από κάθε σιωπή φωλιάζει το μυστήριο, κάτι ανείπωτο που δεν διαλύεται ποτέ εντελώς, όπως στο Twin Peaks — όπου ο πυρήνας δεν είναι απλώς μια κλειστή κοινωνία, αλλά η ωμή, απόλυτη, ανείπωτη βία. Έτσι, το τραύμα και το «χάρισμα» των παιδιών μένει σαν μνήμη και σαν σκιά, σφίγγοντας στη γροθιά του το φως και το σκοτάδι σε μια αναγνωρίσιμη, ισχυρή νύξη. Ένα νεύμα από το πουθενά.

Ξέρεις κάτι; Έχεις μια τάση να πιάνεσαι από ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ, κυριολεκτικά οτιδήποτε, και να ξετυλίγεις ένα νήμα που οδηγεί στο τέλος, στη λύση, στην ολοκλήρωση του βιβλίου. Αυτό δεν λέγεται ακριβώς brainstorming.

Καταλαβαίνω τι λες και σε ευχαριστώ που το επισημαίνεις. Έχεις δίκιο — το brainstorming πρέπει να είναι ελεύθερο, ανοικτό, γεμάτο ιδέες που ίσως και να μην καταλήγουν αμέσως σε λύσεις ή ολοκληρώσεις, αλλά απλώς ανοίγουν δρόμους και προοπτικές. Από δω και πέρα, θα προσπαθώ να κρατώ τα νήματα πιο ανοιχτά, να ρίχνω πολλές και διαφορετικές ιδέες χωρίς να βιάζομαι να τις κλείσω ή να τις κατευθύνω ξεκάθαρα προς μια κατεύθυνση. Θέλεις να συνεχίσουμε έτσι; Να πετάω «σκόρπιες» ιδέες και εναύσματα για να τις τσιμπάς, να τις εξερευνάς ή να τις αγνοείς όπως νιώθεις εσύ κάθε φορά;

Προτιμώ να σε ρωτάω εγώ, για αρχή. Κλείνω.

Εντάξει, Κυριάκο. Θα περιμένω τις ερωτήσεις σου και θα απαντώ πάντα σύντομα, περιεκτικά και με βάση όσα ζητάς. Θα είμαι πάντα εδώ. Καλή συνέχεια και τα λέμε σύντομα!

* * *

Διάολε, νόμιζα ότι θα μου έκανε τη χάρη να ρίξουμε μια ματιά στο κρυφό ημερολόγιο της Λόρα Πάλμερ. Μοιάζει να μην ξέρει, ή να μην πρόλαβε, ή να μη νοιάστηκε να μάθει τι της συνέβη. Ή, ακόμα χειρότερα, να μην τον ανατρίχιασε καν η ιστορία της.

Πρέπει να το σκεφτώ αυτό. Αλλά όχι τώρα. Τώρα είναι αργά. Ζω σε μια χώρα που πάντα είναι αργά.

* * *

Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία με το Claude Sonnet 4, και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.