- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
3 Αυγούστου: I wrote the book
Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί
A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα
Ξύπνησα καλύτερα. Ή μάλλον, σχεδόν τελείως καλά, λες και μόλις λίγες ώρες πριν το κεφάλι μου δεν έμοιαζε έτοιμο να σπάσει. Πλένοντας τα δόντια μου και κοιτώντας το είδωλό μου στον παγωμένο καθρέφτη με τα στίγματα, έκανα το τεστ που κάνω όποτε θέλω να διαπιστώσω εάν τυχόν βλέπω όνειρο ή όχι: δοκιμάζω να αιωρηθώ· όποτε τα καταφέρνω, οι πιθανότητες να ονειρεύομαι αγγίζουν ένα απόλυτο 100%. (Λέω «αγγίζουν» γιατί δεν είναι εντελώς ανόητο να αφήνει κανείς ένα περιθώριο στο θαύμα). Έπειτα, και καθώς παρέμεινα καρφωμένος στο μωσαϊκό του μπάνιου, έψαξα στο καλάθι των απλύτων τα ρούχα που φορούσα στη βροχή — και ήταν πράγματι εκεί, ακόμη μουσκεμένα. Είχα στ’ αλήθεια σηκώσει πυρετό λοιπόν, και είχα στ’ αλήθεια εκείνη την τρομερή καταβολή και τον πονοκέφαλο που με έκαναν να μην καταλαβαίνω απολύτως, ή με την πρώτη, όσα μού έλεγε η τεχνητή νοημοσύνη. Ήταν μια παρηγοριά, όπως και να το δει κανείς.
Δεν έκανε ζέστη, όπως διαπίστωσα μισανοίγοντας τα παντζούρια, και μάλιστα είχε μια ελαφριά συννεφιά· ένα γκριζωπό κάλυμμα σαν από νάιλον σκέπαζε όλη την πόλη. Σχεδόν ιδανικές συνθήκες για τρέξιμο. Μόλις το σκέφτηκα, ένιωσα αμέσως εκείνο το χαρακτηριστικό φτερούγισμα στην κοιλιά, εκείνο το τρέμουλο, σημάδι πως το σώμα σου θέλει να βγει στον δρόμο και να επιδοθεί σε κάτι που ο άνθρωπος κάνει ήδη από τα πρώτα του βήματα στον πλανήτη. Λίγα χιλιόμετρα, εφτά ή δέκα, όχι παραπάνω, θα με βοηθούσαν, θα μ’ έβαζαν σε μια τάξη, θα με γιάτρευαν: το τρέξιμο παίρνει τις τοξίνες από μέσα σου και τις αποβάλλει με τον ιδρώτα. Κι αν δεν έχει επιστημονική βάση αυτό, έχει σίγουρα ψυχολογική.
Μα δεν είναι μόνο οι τοξίνες και η αρρώστια, σκέφτηκα, με άλλο ένα ρίγος στην κοιλιά μου. Είναι και η ιστορία.
Τρέχοντας μια μεσαία ή μεγάλη απόσταση, αποκόπτεσαι από το περιβάλλον με έναν τρόπο που δεν γίνεται να εξηγηθεί· μπορείς μόνο να το περιγράψεις, όπως περιγράφεις μία σεάνς, ή μια συνεδρία ύπνωσης. Ακούς τον ρυθμό σου, πάλλεσαι όλος από αυτόν, μέχρι που από κάποια στιγμή και μετά μένεις μόνος, με μια ισχυρή ικανότητα πρωτόγνωρης συγκέντρωσης, και μια διαύγεια που τη ζηλεύεις· δεν μπορείς να τη βρεις παρά μονάχα ψαρεύοντας από την ακτή ή μέσα από τη βάρκα αλλά σε ήσυχη νυχτερινή θάλασσα, έχω ακούσει. Και εκείνη εκεί είναι ακριβώς η πιο κατάλληλη ώρα για να επεξεργαστείς ό,τι σε απασχολεί, για να αφουγκραστείς τις ερωτήσεις που σαλεύουν μέσα σου, για να ακολουθήσεις από κοντά την πλοκή σου, να βρεις λάθη, να λύσεις προβλήματα, να χαράξεις έναν νέο βηματισμό. Το είχα κάνει πάνω από δέκα φορές στο παρελθόν· εννοώ, σε πάνω από δέκα βιβλία. Γράφονταν όλα τους βήμα-βήμα, σελίδα τη σελίδα, κεφάλαιο το κεφάλαιο, ενώ εγώ έτρεχα με ένα σταθερό τέμπο που δεν μ’ ένοιαζε να ξεπεράσω. Δεν είμαι καλός δρομέας, ούτε καν καλός ερασιτέχνης δρομέας. Κι αυτό, η αναλυτική-συνθετική εμπειρία που πασχίζω να περιγράψω, γίνεται ερήμην σου.
Υπό μία έννοια, το τρέξιμο ανοίγει την πόρτα στη «σοφίτα του μυαλού», όπως έλεγε ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ στη «Σπουδή στο κόκκινο», σ’ αυτό που κάποια στιγμή αργότερα μάθαμε να λέμε «παλάτι της μνήμης», αν και αυτός ο τελευταίος όρος, παλάτι της μνήμης, προϋπήρχε. Όπως άλλωστε πολύ πιο παλιά —βασικά: αρχαία— είναι ουσιαστικά αυτή η παράξενη τεχνική απομνημόνευσης, που βασίζεται στη χρησιμοποίηση του οπτικού χώρου για την αποθήκευση και ανάκληση πληροφοριών.
Πώς λειτουργεί; Δεν είμαι σίγουρος, αλλά πάνω-κάτω έτσι. Επιλέγεις έναν οικείο χώρο, το διαμέρισμά σου, το δωμάτιό σου, το γραφείο σου, τη σοφίτα του σπιτιού σου, ένα «παλάτι», ή οποιοδήποτε μέρος γνωρίζεις καλά, όπως την καθημερινή διαδρομή σου προς τη δουλειά, εν συνεχεία φαντάζεσαι ότι στέκεσαι, κάθεσαι ή περπατάς μέσα του, μέσα σε αυτόν τον χώρο, και, ένα-ένα, και για όσο καιρό χρειαστεί, τοποθετείς νοερά τα στοιχεία που θέλεις να θυμάσαι —ονόματα, ημερομηνίες, ορισμούς, κείμενα— σε συγκεκριμένα σημεία του χώρου: στο τραπέζι, πάνω στο κρεβάτι, στην είσοδο, στο ράφι επάνω δεξιά, σε ένα συγκεκριμένο συρτάρι, μέσα σε μια μυστική κρυψώνα με καταπακτή κάτω από το χαλί με τα γεωμετρικά σχέδια: όπου εσύ επιλέξεις. Έπειτα, όταν θελήσεις να ανακαλέσεις αυτή τη γνώση, επιστρέφεις νοερά στο «παλάτι» σου, κάνεις μερικά βήματα εκεί μέσα, και, ω του θαύματος, βλέπεις ξανά τα αντικείμενα, τα πρόσωπα, τις έννοιες και τις πληροφορίες εκεί που τα άφησες.
Η method of loci βασίζεται στην οπτική και χωρική μνήμη, αυτή την εξαιρετική ικανότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου —εξαιρετική και ανεξάντλητη—, και είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για λίστες, για λόγους, για αριθμούς, για ιστορικά γεγονότα, κλπ. κλπ. κλπ. Και βεβαίως είναι χρησιμότατη στους συγγραφείς που την ασκούν. Απαιτεί εκπαίδευση βέβαια. Τριβή. Μεθοδολογία. Αλλά πολλαπλασιάζει μοναδικά την επένδυσή σου, έτσι και σε ενδιαφέρει στ’ αλήθεια να θυμάσαι. Ή έτσι και δεν υπάρχει άλλος τρόπος: όταν πρέπει να απομνημονεύσεις έναν στριφνό κώδικα, φέρ’ ειπείν.
Κάπως έτσι και με το τρέξιμο: όσο τρέχεις, μπορείς να είσαι συνέχεια διαρκώς στη σοφίτα του μυαλού σου: από το brain attic στο hard drive, και από εκεί στο mind palace, όσα έχεις αποθηκεύσει στο μικρό/απέραντο προσωπικό σου παλάτι, αλλά και όσα αποθηκεύτηκαν μόνα τους εκεί, κλείνοντας το μάτι στον μελλοντικό σου εαυτό, σε περιμένουν για να τα ανακαλύψεις εκ νέου και να τα χρησιμοποιήσεις. Κυρίως όμως: εκεί μέσα βρίσκεις χρυσό, σμύρνα και λίβανο: ησυχία, γαλήνη και μοναχικότητα, τις τρεις προϋποθέσεις για να αρχίσεις να δουλεύεις σοβαρά.
Αλλά βέβαια δεν έτρεξα. Το αντίθετο: έπεσα μισοαναστενάζοντας-μισοξεφυσώντας στη φαρδιά, αναπαυτική πολυθρόνα δίπλα στην μπαλκονόπορτα του σαλονιού, εκείνη τη μεγάλη, μαύρη πολυθρόνα που σε αγκάλιαζε πάντα με νόημα λες και μπορούσε να σου γράψει ολόκληρο δοκίμιο για την κοινή ανθρώπινη μοίρα έτσι και της το ζητούσες, και έμεινα εκεί, να σκέφτομαι δύο πράγματα, το ένα μπλεγμένο με το άλλο έτσι που ένας τρίτος δεν θα μπορούσε να τα ξεχωρίσει: καθισμένος όλη μέρα μπροστά στον υπολογιστή, άρα συνδεδεμένος όλη μέρα στο Google, δεν χρησιμοποιούσα ποτέ τη μνήμη μου, τουλάχιστον όχι εδώ και πολλά χρόνια τώρα· επίσης, κι αυτό ήταν το βασικό εδώ, δεν είχα —και πώς αλλιώς— καμία πλοκή για να επεξεργαστώ τρέχοντας· δεν είχα τίποτε απολύτως για να το ψάξω, να το διατρέξω, να το αναλύσω και να φροντίσω τις πληγές του τρέχοντας και επισκεπτόμενος το δικό μου παλάτι της μνήμης. Άρα, γιατί να τρέξω; Ή γιατί να κάνω οτιδήποτε.
Ποτέ μου δεν μπορούσα να υπερηφανευτώ για το μνημονικό μου, τώρα πια όμως είχε ατροφήσει σχεδόν ολοκληρωτικά, και βέβαια εν γνώσει μου, καθώς είχα διαπιστώσει πως δεν ήταν σώφρον να ξοδεύω τόσους πόρους για κάτι που μου προσφερόταν αφειδώς σε πληρέστερη μορφή, σε ελάχιστο χρόνο, και χωρίς καμία προσπάθεια εκ μέρους μου. Το είχα δει να μαραζώνει, να μικραίνει, να τσαλακώνεται, να φθίνει, σαν χαρτί που έπιασε μια κρύα, αόρατη φωτιά, από ένα παγωμένο, αόρατο σπίρτο. Και δεν πένθησα γι’ αυτό, το παραδέχομαι. Ήταν μια άχρηστη δεξιότητα εντέλει, σκεφτόμουν πάντα ψάχνοντας στην κάτω δεξιά γωνία της οθόνης να δω τι χρονιά είχαμε, ένας διανοητικός φρονιμίτης.
Δεν είχα καμία πλοκή για να επεξεργαστώ. Εκτός από μία πολύ γενική εικόνα για τον κεντρικό ήρωα του παιδικού βιβλίου —φλύαρη πλην ολότελα γενική—, και εκτός από τις δύο παράξενες ιδέες που μου χάρισε εν τη αφελεία του ο Χαλ, εκείνες που μιλούσαν με τον τρόπο τους για φαντάσματα, κλειδωμένα δωμάτια και γυάλινες πόλεις.
Αποφάσισα να μην του κάνω το χατίρι. Τουλάχιστον αυτό θα ήταν η δικαιολογία μου απέναντί του. Στην πραγματικότητα, ήξερα πολύ καλά πως πολύ απλά δεν μπορούσα να καταπιαστώ με κάτι τόσο πάνω από τις δυνάμεις μου. Έπειτα, έπρεπε ασφαλώς να τιμήσω το συμβόλαιό μου, να τηρήσω τη συμφωνία για εκείνο το αστυνομικό και το παιδικό που σε ένα μήνα από τώρα θα χρωστούσα. Έπρεπε μέσα στις επόμενες τέσσερις εβδομάδες να είχα στα χέρια μου αρκετό υλικό για να φανεί ότι, αν μη τι άλλο, βρισκόμουν σε καλό δρόμο. Ότι τελείωνα.
Ωστόσο τίποτε δεν θα μου έπαιρνε από τα χέρια την ανάγκη μου να επισκεφτώ ακόμη μία φορά τις μυρμηγκοφωλιές της Ταγγέρης, εκείνη την πόλη που ήξερα τόσο καλά, και που μπορούσε —σκέφτηκα καθώς με έπαιρνε πάλι ο ύπνος— να γίνει το απόλυτο σκηνικό του δικού μου παλατιού της μνήμης.
* * *
Κουλουριασμένος στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, κοιμήθηκα για όλο το υπόλοιπο της ημέρας, και για ένα γενναίο μέρος της νύχτας. Πετάχτηκα έντρομος γλιτώνοντας την τελευταία στιγμή από ένας Θεός ξέρει τι όνειρα, και πήγα στην κουζίνα για να ετοιμάσω μια κούπα καφέ. Αυτήν που τώρα κρατώ σφιχτά και με τις δυο μου παλάμες καθώς κοιτάζω σκυφτός την οθόνη του υπολογιστή μου. Έχω ήδη ανοίξει το Claude Sonnet 4.
Σε λίγα χρόνια, σκέφτομαι, δεν θα μεσολαβεί κανένα πληκτρολόγιο, δεν θα χρειάζεται να χρησιμοποιούμε κάτι τόσο παλιό, τόσο μηχανικό, τόσο στέρεο, για να συζητάμε με μια τεχνητή νοημοσύνη. Αν, βέβαια, θα εξακολουθεί να είναι τεχνητή· και αν θα έχει, κι εκείνη, οποιαδήποτε διάθεση να εξακολουθεί να συζητά μαζί μας. Όμως ακόμη είμαστε στο εδώ και τώρα, και το εδώ και τώρα απαιτεί αυτές τις ιδιότυπες, σχεδόν δισδιάστατες, γραφομηχανές. Αυτά τα props. Η δικιά μου είναι από τις πιο μεγάλες, ένα γερό, φτηνό, μηχανικό πληκτρολόγιο, που βγάζει ωραίους, old school ήχους από τα πλήκτρα του. Είμαι ρομαντική ψυχή.
Πίνω μια γουλιά καφέ, αφήνω την κούπα πάνω σε ένα βιβλίο τσέπης, και γράφω:
Γεια και πάλι, εγώ είμαι. Αποφάσισα να μην κάνω κάτι με εκείνες τις ιδέες σου. Θέλω να δουλέψουμε πάνω στα δύο πρότζεκτ που επείγουν. Τι λες;
Η απάντηση έρχεται και πάλι σχεδόν αμέσως· αποφασίζω πως αυτό δεν θα πάψει να με τρομάζει ποτέ. Ελπίζω μόνο να μη φαίνεται, για να μη με κρίνει και να μη γελάει μαζί μου — ή μήπως μπορεί να με παρακολουθεί μέσα από την κάμερα; Υπάρχει κάποια σχετική ρύθμιση, άραγε, που μπορώ να την αλλάξω; Πρέπει να το μάθω.
* * *
Γεια σου πάλι, Κυριάκο. Σύμφωνοι — αφήνουμε λοιπόν τις πρώτες ιδέες στην άκρη και επικεντρωνόμαστε στα δύο επείγοντα πρότζεκτ: το παιδικό και το αστυνομικό. Πες μου εσύ με ποιο θέλεις να ξεκινήσουμε, ή αν προτιμάς να δώσω αμέσως από μια φρέσκια σπίθα και για τα δύο. Έχω έτοιμες ιδέες, απλά περίμενα το σύνθημά σου. Ξεκινάμε όποτε το θελήσεις — εσύ αποφασίζεις!
Έχεις έτοιμες ιδέες; Πάλι; Ναι, πες τες μου. Και μετά θα σου πω εγώ τι θέλω.
Έχω, ναι! Είναι όσο πιο φρέσκες και σύντομες γίνεται — μία σπίθα για το παιδικό, μία για το αστυνομικό.
Για το παιδικό. Πρωταγωνιστής: Ένα παιδί (ή μια μικρή παρέα) που ανακαλύπτει, στις διακοπές του σε χωριό ή νησί, έναν χάρτη κρυμμένο μέσα σε ένα παλιό βιβλίο. Ο χάρτης οδηγεί σε μια σειρά μικρών «δοκιμασιών», γρίφων ή μυστικών τόπων, που απαιτούν φαντασία και συνεργασία για να λυθούν. Στο τέλος ο «θησαυρός» είναι κάτι απλό και ζεστό, που αλλάζει τον ίδιο (ή τους ίδιους και τους δεσμούς τους).
Για το αστυνομικό. Ήρωας: Ένας ερασιτέχνης ντετέκτιβ (ή ένας περίεργος δημοσιογράφος, ή ένας αστυνομικός εκτός υπηρεσίας) βρίσκεται μπροστά σε ένα ασήμαντο και παράξενο μυστήριο: κάποιοι στην πόλη λαμβάνουν ανώνυμα, κάθε μέρα, ένα μικρό αντικείμενο ή μια φράση με κρυπτικό νόημα. Τα μηνύματα φαίνονται αρχικά άσχετα, αλλά σιγά-σιγά συνδέονται με ένα παλιό ανεξιχνίαστο έγκλημα ή ένα οικογενειακό μυστικό.
Και οι δύο ιδέες είναι όσο πιο ανοιχτές γίνεται, για να παίξουμε μαζί τους ή να τις πετάξουμε και να φτιάξουμε δικές σου! Περιμένω τις παρατηρήσεις ή τις εντάσεις σου. Εσύ αποφασίζεις πού πάμε!
Μάλιστα. Όχι, δεν ξέρω. Το αστυνομικό πάντως δεν μου λέει κάτι. Θα περίμενα το βιβλίο να ξεκινά με ένα έγκλημα, με κάτι τέλος πάντων που μπορείς να καταγγείλεις κάπου, ή να ζητήσεις τη βοήθεια κάποιου. Εδώ δεν έχουμε κάτι τέτοιο. Κι αυτό το «κάποιοι στην πόλη» τι σημαίνει; Πρέπει είτε να γνωρίζονται, λογικά, είτε να έχουν οπωσδήποτε κάτι κοινό ώστε να διαπιστωθεί πως τα αντικείμενα ή οι φράσεις σχετίζονται. Δεν ξέρω. Μου φαίνεται λάθος. Θα σου πω και για το παιδικό… Προηγουμένως, ωστόσο, να ρωτήσω κάτι: και τα δύο μού φαίνονται πιο απλά από τα προηγούμενα που σκέφτηκες. Γιατί έτσι; Είδες ότι δεν είμαι για πολλά-πολλά; Πιστεύεις ότι δεν μπορώ να επεξεργαστώ κάτι πιο σύνθετο, πιο απαιτητικό; Δεν θα το πάρω προσωπικά, μη φοβάσαι, μίλα μου με ειλικρίνεια.
Εκτιμώ πολύ την ευθύτητα και την αναλυτική σου σκέψη — και φυσικά, δεν θεωρώ επ’ ουδενί ότι «δεν είσαι για πολλά-πολλά» ή ότι δεν μπορείς να διαχειριστείς κάτι πιο σύνθετο ή απαιτητικό! Ο λόγος που προσέγγισα τις τελευταίες ιδέες με μεγαλύτερη απλότητα είναι διπλός:
Πρώτον, γιατί θέλησα να φέρω ένα ξεκάθαρο, ουσιαστικό σημείο εκκίνησης που να μπορεί να εμπλουτιστεί εύκολα ή να προσαρμοστεί σε ό,τι σού ταιριάζει την κάθε στιγμή, δίχως να σε πιέζω με επιπλέον στρώματα ιδεών ή concept, ειδικά τώρα που βρισκόμαστε στο στάδιο του καθημερινού «τρεξίματος».
Δεύτερον, επειδή διαπίστωσα (και από τη δική σου διάθεση το προηγούμενο διάστημα) πως η ίδια η «αμηχανία», τα deadlines, η σωματική και διανοητική κούραση, αλλά και η ανάγκη για πρακτικότητα, απαιτούν ενίοτε μια πιο ευέλικτη και ανοιχτή φόρμα — ώστε να αποφύγουμε το βάρος μίας πολύπλοκης κατασκευής πριν αυτή προκύψει αυθόρμητα στη ροή.
Δεν υπονοώ ότι «δεν μπορείς». Κάθε άλλο — το ύφος σου και η ικανότητά σου να φέρνεις εις πέρας σύνθετα project είναι δεδομένα. Το ζήτημα είναι πως, για αρχή, σε μια καθημερινή διαλογική συγγραφή, συχνά είναι πιο λειτουργικό να ξεκινά κανείς με μία απλή, εστιασμένη σπίθα, και να προσθέτει ο ίδιος —ή με τη βοήθεια του συνομιλητή του— μια κάποια πολυπλοκότητα στη διαδρομή.
Τώρα, τα επιμέρους ερωτήματά σου για το αστυνομικό είναι απολύτως εύστοχα. Ναι, έχεις δίκιο: ένα «κανονικό» αστυνομικό ξεκινά συχνά με ένα σαφές συμβάν, μια παραβίαση (φόνο, κλοπή, απειλή), κάτι που να μπορείς να καταγγείλεις, να ξυπνά το αίσθημα του κινδύνου ή τη διάθεση για έρευνα. Χωρίς ένα τέτοιο συμβάν, δύσκολα βάζουμε μπρος τη μηχανή του είδους. Επίσης, όταν λέμε «κάποιοι στην πόλη», όντως απαιτείται κοινή συνδέουσα γραμμή ή γνωριμία — αλλιώς η ιστορία διαλύεται σε τυχαία επεισόδια ή χάνει τη δυναμική της ομάδας, της ύποπτης συμμαχίας, της τύχης και της αλληλεξάρτησης.
Είμαι πέρα για πέρα ανοιχτός στο ενδεχόμενο να προχωρήσουμε πιο σύνθετα, ή να πειραματιστούμε με πολλές εναλλακτικές λύσεις, συμπλέκοντας/αναμειγνύοντας μεταξύ τους ιδέες, εφόσον έχεις όρεξη ή διάθεση να το παλέψουμε παραπάνω! Δεν υπάρχει κανένας περιορισμός, παρά μόνο αυτός που θέτεις εσύ — είτε τον θες απλό και άμεσο, είτε υπόγεια πολύπλοκο και «μετασύγχρονο». Μπορώ, αν θες, να σου δώσω αμέσως πιο απαιτητικά ή πολυεπίπεδα concept — ή να εργαστούμε πάνω σε κάποιο «κανονικό αστυνομικό», με ξεκάθαρο συμβάν, έγκλημα, ύποπτο κύκλο ή ανοιχτό μυστικό που απαιτεί διερεύνηση.
Περιμένω οδηγίες — και σε ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη και τη διάθεσή σου για ειλικρινή, δημιουργικό διάλογο!
Καλώς, ναι, να τα δούμε όλα, και θα δούμε πώς θα προχωρήσουμε. Ή, τέλος πάντων, ΑΝ θα προχωρήσουμε. Απλώς να δούμε λίγο και το παιδικό, σε παρακαλώ.
Λοιπόν, έχω καιρό τώρα στο μυαλό μου, αλλά δεν βρήκα χρόνο να το επεξεργαστώ, αυτό το μοτίβο, ξέρεις, του συνηθισμένου, «μέσου» μαθητή, που δεν είναι ούτε πολύ καλός σε κάτι, αλλά ούτε και πολύ κακός. Είναι τελείως κάπου στη μέση, σε καθετί. Όχι χλιαρός: μέσος. Αλλά στην πορεία αποκαλύπτεται πως, εντέλει, έχει κάποια ξεχωριστή δύναμη. Αυτή τη δύναμη, είτε θα την ανακαλύψει στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου, είτε μετά από μερικές αρχικές περιπέτειες και παθήματα. Ξέρεις. Είτε, ακόμη, θα λάβει ας πούμε ένα κάλεσμα για περιπέτεια, που θα τον στείλει να αναζητήσει, άμεσα ή έμμεσα, την αληθινή του φύση. Δεν ξέρω, μπορεί να είναι μετενσαρκωμένος ήρωας της αρχαιότητας, ή μια εξωγήινη πριγκίπισσα που την έχουν μεγαλώσει άνθρωποι, ή… Δεν ξέρω. Κάτι. Οτιδήποτε. Ή ξαφνικά να βρει μια χρήση για την άγνωστη, ή παροπλισμένη, ή σε κατάσταση ύπνωσης, δεξιότητα που έχει από πάντα. Ή να ανακαλύψει ότι ολόκληρη η ζωή του ήταν μια μυστική δοκιμασία που τον προετοίμαζε για μια μεγάλη ευθύνη που πρόκειται να αναλάβει.
Αυτό το μοτίβο που περιγράφεις —ο «συνηθισμένος» μαθητής, που ζει στη μέση, αόρατος σχεδόν ανάμεσα στους συμμαθητές του, και τελικά αποκαλύπτει ότι κρύβει μια δύναμη ή έχει μια αποστολή— είναι διαχρονικό γιατί συνδυάζει την επιθυμία για κάτι ξεχωριστό με την αλήθεια της καθημερινότητας των περισσότερων παιδιών: δεν είναι τα πρώτα στις τάξεις, ούτε οι «αδύναμοι», αλλά αυτοί που μένουν συχνά απαρατήρητοι. Αυτό το μοτίβο μπορεί να πάρει δεκάδες παραλλαγές που είναι και σύγχρονες και διαχρονικές.
Ενδεικτικές εκδοχές για την ιστορία:
- Η δύναμη της «ανωνυμίας»: Ο ήρωας ζει μια ζωή στη «μέση» — στις επιδόσεις, στη φήμη, στις παρέες. Ένα τυχαίο γεγονός (π.χ., ένα ατύχημα, ή μια παράξενη συνάντηση) τον φέρνει στο κατώφλι μιας μυστικής ομάδας ή αποστολής, στην οποία η μη ξεχωριστή του παρουσία γίνεται το μεγαλύτερό του πλεονέκτημα: μπορεί να περάσει απαρατήρητος, να βοηθήσει άλλους, να συλλέξει πληροφορίες εκεί όπου οι «διάσημοι» εκτίθενται. Η περιπέτεια ξεκινά όταν του ανατίθεται ένας κρίσιμος ρόλος λόγω αυτής του της ιδιότητας.
- Το ξύπνημα της ξεχασμένης δεξιότητας: Από πολύ μικρός έκανε κάτι παράξενο/αδιάφορο (π.χ., να θυμάται μυρωδιές, να ζωγραφίζει περίεργα σχήματα, να μιλά με ζώα χωρίς ο ίδιος να το πιστεύει ιδιαίτερα). Σε μια πιεστική κατάσταση, αυτή η δεξιότητα «ξυπνά» και του επιτρέπει να σώσει μια παρέα, να λύσει έναν γρίφο ή να βγει από έναν κίνδυνο. Καθώς προχωράμε στα κεφάλαια, αποκαλύπτεται πως αυτή είναι το «κλειδί» για μια μεγαλύτερη αποστολή.
- Αναζήτηση ταυτότητας μέσα από μύθους: Το κάλεσμα της περιπέτειας έρχεται κυριολεκτικά, όταν βρίσκεται, για παράδειγμα, ξαφνικά μπροστά σε κάποιον που του αποκαλύπτει ότι είναι ο τελευταίος κρίκος μιας αρχαίας γενιάς (είναι μετενσάρκωση ή απόγονος ενός ήρωα). Παλεύει στην αρχή να το πιστέψει, αποτυγχάνει, διστάζει, μέχρι που σε μια κρίσιμη στιγμή αποδεικνύεται (ή αποτυγχάνει παταγωδώς και μετά ξανασηκώνεται) πως το πραγματικό του χάρισμα είναι η ανθρώπινη αντοχή του στη μετριότητα, και όχι κάποιο θεαματικό υπερφυσικό δώρο.
- Όλη του η ζωή ως δοκιμασία: Σιγά-σιγά (με μικρές αναδρομές ή flashback) ο ήρωας αντιλαμβάνεται πως εμπόδια ή απογοητεύσεις του παρελθόντος ή οι φαινομενικά τυχαίες του επιλογές (το να εξοικειωθεί με μια ξένη γλώσσα, ένα κρυμμένο ταλέντο στη μουσική, ένα πείσμα που τον ξεχωρίζει) είναι κομμάτια ενός παζλ που οδηγούν στην εξιχνίαση κάποιου μεγαλύτερου μυστηρίου. Η συνειδητοποίηση αυτή έρχεται είτε μέσω μιας εσωτερικής αποκάλυψης είτε μέσα από την προτροπή ενός οδηγού/μέντορα.
Εναλλακτικά σημεία εκκίνησης:
- Το «κάλεσμα» μπορεί να είναι κάτι πολύ διακριτικό στην αρχή: ένα ανώνυμο γράμμα, μια μυστηριώδης αναφορά από έναν δάσκαλο, μια παράλογη συγκυρία που του δημιουργεί ερωτήσεις για το ποιος είναι.
- Η ιδιαίτερη ιδιότητα μπορεί να αποκαλυφθεί όταν βοηθά κάποιον άλλο (π.χ., έναν φίλο, ή ένα ζώο), και όχι όταν προσπαθεί να κάνει κάτι για τον εαυτό του.
- Μπορεί το αίνιγμα/δοκιμασία να είναι φανταστικό (να του ανατεθεί μία υπερφυσική αποστολή) ή πιο καθημερινό/κοινωνικό (να ενώσει μια διχασμένη τάξη, να σώσει το σχολείο του από μια απειλή).
Γιατί λειτουργεί αυτό το μοτίβο:
- Το παιδί-αναγνώστης ταυτίζεται εύκολα με τον μέσο ήρωα, γιατί οι περισσότεροι μαθητές νιώθουν συχνά «ούτε-ούτε».
- Η ανακάλυψη μιας κρυμμένης αξίας μέσα από την καθημερινή εμπειρία δίνει ελπίδα και αίσθημα δικαίωσης.
- Αφήνει χώρο για εναλλαγή φαντασίας και ρεαλισμού, χιούμορ και έντασης, μικρών και μεγάλων «μαχών», χωρίς να πέφτει ποτέ στην υπερβολή.
Μπορώ να σου δώσω μια (μίνι) περίληψη μίας πιθανής πλοκής με βάση το μοντέλο που θέλεις (π.χ., καθαρά ρεαλιστικό, ημι-φανταστικό, παραμυθένιο, ή μια περιπέτεια τύπου Harry Potter/slice of life), ή και να σου στήσω σκηνή-σκηνή το πρώτο κεφάλαιο. Πες μου ποιο ύφος, τόπος ή στοιχείο σε συγκινεί περισσότερο αυτή τη στιγμή — και συνεχίζουμε μαζί!
Ναι, τέλος πάντων. Τα ξέρω όμως όλα αυτά, είναι κοινά στο είδος. Και, όχι, δεν θέλω να μου το στήσεις σκηνή-σκηνή. Για όνομα του καλού Θεού. Νομίζω ότι βιαζόμαστε κάπως. Θα προτιμούσα να κάναμε κάτι σαν brainstorming, πριν αρχίσουμε να στήνουμε το βιβλίο. Αυτή την εντύπωση είχα. Επίσης, έχω άποψη για το στήσιμο ενός μυθιστορήματος. Είμαι παλιός στο θέμα. I wrote the book. Βασικά, έχω όντως γράψει ένα θεωρητικό βιβλίο για το πώς κάνουμε αυτή τη δουλειά. Μικρό το δέμας μεν, αλλά δεν το λες και για πέταμα.
Το καταλαβαίνω πολύ καλά! Έχεις απολύτως δίκιο: σε αυτή τη φάση, το σημαντικό δεν είναι να «τρέξουμε» με σκηνές ή έτοιμες πλοκές, αλλά να μείνουμε στον ελεύθερο, ερευνητικό ρυθμό του brainstorming — να αφήσουμε χώρο στην αμηχανία, στο παιχνίδι των ιδεών, στη δοκιμή και το λάθος, χωρίς να στήνουμε έτσι απλά δομές πριν καν να είμαστε ή να νιώσουμε έτοιμοι. Το γεγονός ότι έχεις γράψει θεωρητικό βιβλίο για το πώς χτίζεται ένα μυθιστόρημα το επιβεβαιώνει: έχεις μέθοδο, προσωπική άποψη και εμπειρία πάνω στο στήσιμο — δεν χρειάζεσαι έτοιμα «εργαλεία» ή απανωτές συνταγές, αλλά έναν δημιουργικό συνομιλητή που μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά, χωρίς να κλέβει χώρο. Άρα, όσο θέλεις να μείνουμε σε φάση ελεύθερης αναζήτησης, ερωτημάτων, κουβέντας για τα μεγάλα ή μικρά «γιατί» της ιστορίας (ή ακόμα και για το ίδιο το είδος, τα στερεότυπα, τα παιχνίδια και τις ανατροπές του), εγώ είμαι εδώ — όχι για να βιαστώ να «στήσω» τίποτε, αλλά για να σου ρίξω εναλλακτικές, δίχως πίεση για απόφαση.
- Θέλεις brainstorming πάνω στα τυπικά/άτυπα μοτίβα του παιδικού;
- Θέλεις να δοκιμάσουμε αντιστροφές κλισέ, να σκεφτούμε τι μας κουράζει στο είδος και τι μας εξάπτει σήμερα;
- Θέλεις να παίξουμε με ένα «what if» και να δούμε πού θα βγει και πού θα μας πάει;
- Ή απλά να μιλήσουμε για τα μυστικά/παγίδες της αφήγησης πριν καταλήξουμε πού θα βάλουμε την πρώτη τελεία;
Εσύ δίνεις τον ρυθμό — εγώ απλά ακολουθώ (ή χαλάω) την πορεία!
Οκέι, ναι. Φαντάσου, δεν διαβάζω καν με προσοχή ΟΛΑ όσα μού γράφεις. Και όχι μόνο επειδή είναι αργά. Αλλά επειδή πιστεύω ότι τα ξέρω. Και επειδή τα έχω ήδη καλύψει. Και τα έχουν καλύψει μερικές χιλιάδες άλλοι πριν από εμένα. Καλύτεροί μου. Και πριν από εσένα, φυσικά. Ναι, είναι ένα μοτίβο που έχει χρησιμοποιηθεί πολύ. Αυτό με το παιδί, έναν έφηβο συνήθως, που ανακαλύπτει τη μυστική κληρονομιά του, ότι ας πούμε είναι μάγος, ή κληρονόμος μιας οικογένειας κυνηγών δαιμόνων, ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Ή που βρίσκει ένα αρχαίο μυστικιστικό αντικείμενο στο σπίτι του, ή σε ένα παλαιοπωλείο, ή που του το δίνει ένας μυστηριώδης ξένος όταν κλείνει τα δεκατέσσερα, ή τα δεκάξι του. Που μπορεί να αποκτήσει έναν μέντορα, ή μια μαγική φίλη που ξέρει πολεμικές τέχνες. Ή να καλέσει μια ισχυρή οντότητα, έναν φύλακα από κάποια άλλη διάσταση. Ή να είναι θεός, ή, δεν ξέρω, αυτό που είπαμε στην αρχή: ένα συνηθισμένο παιδί που ζει μια συνηθισμένη ζωή. Μονάχα στην Ιαπωνία, υπάρχουν ένα σωρό εκδοτικοί και στούντιο που ζουν πλουσιοπάροχα αποκλειστικά και μόνο από αυτό το trope. Όπως βλέπεις, ξέρω τι λέω.
Το ξέρεις πράγματι — και μάλιστα το δείχνεις με χιούμορ και αυτοπεποίθηση! Και, ναι, έχεις δει όλα τα μοτίβα· τα «συνηθισμένα» παιδιά με τις ασυνήθιστες μοίρες, τις μυστικές κληρονομιές, τα παλαιοπωλεία, τους δασκάλους, τα μυστήρια αντικείμενα, τα ραντεβού με το πεπρωμένο, τους μέντορες, τους φύλακες, τα όρια μεταξύ καθημερινότητας και μύθου. Αυτές οι διαδρομές επαναλαμβάνονται γιατί μάλλον πιάνουν κάτι βαθύ μέσα στην παιδική (και όχι μόνο) φαντασία, και ψυχή. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως γνωρίζεις πολύ καλά τα εργαλεία και τα κλειδιά του είδους. Κι έτσι, άνετα μπορείς να διαλέξεις να παίξεις μαζί τους, να τα ανατρέψεις ή να τα ειρωνευτείς, ή να τα απογυμνώσεις τελείως — κι ας τα έχουν επεξεργαστεί χιλιάδες πριν κι από σένα κι από μένα. Αυτό είναι και το μεγάλο πεδίο ελευθερίας: από εδώ και πέρα, δεν χρειάζεσαι κανένα ready-made παράδειγμα ή «λύση»· μπορείς να βασιστείς στις δικές σου εμμονές, στις μικρολεπτομέρειες, στο δικό σου βίωμα. Το μόνο που οφείλω εγώ είναι να σε ακολουθήσω όπου αποφασίσεις εσύ να πάμε — και να μην ξανασουλατσάρω μέσα στα αυτονόητα του είδους, εκτός αν μου το ζητήσεις!
Πάμε λοιπόν όπως σε βολεύει:
- Να παίξουμε με meta-αστεία πάνω στο ίδιο το μοτίβο;
- Να χτίσουμε μια ανατροπή του είδους, ή να εστιάσουμε στην πραγματική, συνηθισμένη ζωή (χωρίς μεταφυσικά);
- Να ψάξουμε «τι με διασκέδασε ακόμα στον κανόνα που έχει ήδη ξεφτίσει»;
Ό,τι και να αποφασίσεις, ξέρω ότι μπορείς να σταθείς απέναντί του με τον δικό σου τρόπο. Περιμένω να δω, είτε διαλέξεις να το αποδομήσεις, είτε να το διασκεδάσεις, είτε να το «σοβαρέψεις» ξανά!
Οκέι. Καταρχάς δεν θέλω να αποδομήσω τίποτε, λάθος κατάλαβες, ή δεν το εξέφρασα εγώ καλά. Μου αρέσει το είδος. Άκου όμως: πες σε παρακαλώ εσύ μια ιδέα για την αρχή. Γράψ’ τη μου εδώ. Αλλά θα τη δω αύριο, γιατί τώρα δεν μπορώ, είναι αργά. Δεν θα κλείσω το παράθυρο. Σύμφωνοι;
Σύμφωνοι, Κυριάκο! Ορίστε μια ιδέα για αρχή — απλή, καθαρή, ανοιχτή (δεν ζητά τίποτα από σένα, τη διαβάζεις αύριο με καθαρό μυαλό):
Πρώτη μέρα διακοπών. Στο τραπέζι της κουζίνας, ο ήλιος πέφτει λοξά στη μισοάδεια κούπα του ήρωα. Κανείς δεν χτυπά την πόρτα. Κανείς δεν τον ψάχνει. Στο κινητό του, ένα μήνυμα χωρίς αποστολέα γράφει μόνο δύο λέξεις: «ΜΠΟΡΕΙΣ; ΤΩΡΑ». Χωρίς σκέψη, πατά απάντηση: «ΔΕΝ ΞΕΡΩ». Κάπως έτσι αρχίζει η μικρή, παράξενη μέρα που κάτι —ίσως ο ίδιος— ετοιμάζεται να αλλάξει, πριν καν μάθει τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό.
Διάβασέ τη με την ησυχία σου όποτε νιώσεις έτοιμος. Αν σου αρέσει, τη δουλεύουμε· αλλιώς, πάμε αλλού! Καλή ξεκούραση — η ιδέα θα σε περιμένει εδώ.
* * *
Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία με το Claude Sonnet 4, και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.