- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
2 Αυγούστου: Θα προτιμούσα όχι
Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί
A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα
Πέρασα όλη την ημέρα κρυολογημένος, με τρομερή καταβολή και πυρετό. Το σώμα μου είναι μουδιασμένο, ανήμπορο, σαν να έχω ανέβει μια ανηφόρα περπατώντας μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. Είχα βέβαια ήδη περπατήσει επί μισή ώρα μέσα στη βροχή. Δεν ξέρω καν γιατί, σαν να συνέβη σε έναν άλλον.
Όπως κολλάει ένα τραγούδι στο μυαλό σου, έτσι κι εγώ φέρνω συνέχεια τη σειρά των γεγονότων στο μυαλό μου, ιδρώνοντας διαρκώς —η μία στρώση ιδρώτα πάνω στην άλλη, ένα νοτερό παλίμψηστο— σχεδόν παραληρώντας: περπατώ στη βροχή φορώντας ούτως ή άλλως ακατάλληλα, λεπτά ρούχα, που γρήγορα μουσκεύουν και κολλούν επάνω μου: νιώθω το κρύο σαν κάτι ζωντανό και ξένο που γλιστράει επιφυλακτικά στο δέρμα μου· το ανοσοποιητικό μου σύστημα στρεσάρεται και εξασθενεί προσωρινά, οι άμυνές μου πέφτουν κάτω από το 50%, όπως η ασπίδα στο Enterprise όταν δέχεται ισχυρή επίθεση· το κρύο, σε συνδυασμό με την υγρασία, μειώνει τη ροή του αίματος στην επιφάνεια του δέρματός μου και τα αιμοφόρα αγγεία στα ρουθούνια μου συστέλλονται, ρίχνοντας και την κύρια τοπική άμυνα του αναπνευστικού μου συστήματος, τα προκεχωρημένα φυλάκια της μύτης μου· οι ρινοϊοί το αντιλαμβάνονται αυτό και ετοιμάζονται για το ρεσάλτο τους· λένε αστεία μεταξύ τους καθώς αναλαμβάνουν οπλισμό: «Hey, Vasquez, have you ever been mistaken for a man?» «No, have you?»· μέσα στο σώμα μου υπάρχουν ήδη ένα σωρό από δαύτους, κατάσκοποι εν υπνώσει, ιοί που ξέχσαν ότι είναι ιοί και νομίζουν πως είναι κάτι άλλο, αλλά τώρα έρχονται ακόμη περισσότεροι· είναι τρομερά πιο ενεργοί σε χαμηλότερες θερμοκρασίες, το μάτι τους γυαλίζει, τα δόντια τους κροταλίζουν, οι κάννες των όπλων τους πετούν σκοτεινές λάμψεις πριν εκπυρσοκροτήσουν· η θερμοκρασία του σώματός μου πέφτει κι άλλο, κατρακυλάει, οι άμυνές μου καταρρέουν, κατρακυλάνε, οι ρινοϊοί εφορμούν αλαλάζοντας — κρυολογώ.
Κοιμήθηκα ένα μεγάλο μέρος της ημέρας, βλέποντας παρακμιακά όνειρα αλά Μπάροουζ. Ποιος θα με πιστέψει: βλέπω τα λαβυρινθώδη σοκάκια της Ταγγέρης δεκαετίες τώρα, σαν έναν Πύργο της Βαβέλ που έχει χτιστεί οριζοντίως στην έρημο, αλλά και κάτω από αυτήν. Όλο το σκηνικό θυμίζει μια καρκινική συστοιχία από πελώριες μυρμηγκοφωλιές γερμένες στο πλάι, ή από τις πυραμίδες που θα έφτιαχναν τα μυρμήγκια αν μπορούσαν να φτιάξουν πυραμίδες. Είναι κάτι που δεν έχω επεξεργαστεί ποτέ μου μέχρι τώρα, και που μάλλον δεν θα αγγίξω ποτέ, με καταθλίβει και με τρομάζει. Μέσα σε εκείνα τα σπίτια της ερήμου κατοικούν πράγματα που αψηφούν τη γεωμετρία.
Ξύπνησα με τον λαιμό μου κλειστό, πρησμένο, φραγμένο, και έφαγα κρύα φρούτα κατευθείαν από το ψυγείο, όρθιος μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. Ένιωσα αμέσως κάπως καλύτερα. Ίσως πάλι να έπρεπε να πάρω και κάποιο φάρμακο, να επικοινωνήσω με τον γιατρό μου, να ζητήσω ή να μου δοθεί μια συμβουλή. Δεν το έκανα.
Ξανακοιμήθηκα, και είδα πάλι τα ίδια όνειρα, με τα σπίτια στο χρώμα της ξασπρισμένης ψάθας να ξεκινούν το ένα μέσα από το άλλο μέσα από το άλλο, σαν φυσαλίδες απορρυπαντικού στο νερό της βροχής. Καμιά φορά σκέφτομαι, ή ονειρεύομαι πως σκέφτομαι, ότι θα μπορούσε κανείς να ζει μονίμως σε ένα όνειρο, εγκλωβισμένος ώς την αιωνιότητα εκεί, όπως κάποιος θα μπορούσε να φυλακιστεί στο πόμολο μιας συρταριέρας — όχι μόνο η συνείδησή του, η μνήμη του, αλλά αυτός ο ίδιος. Ίσως μάλιστα να συμβαίνει όποτε κοιμόμαστε, απαρεγκλίτως: κάθε όνειρο που βλέπουμε δημιουργεί το δικό του μικρο-σύμπαν, τη δική του φυλακή, που δεν καταστρέφεται και δεν αποσυντίθεται όταν ξυπνάμε. Και όλα μας τα όνειρα, έτσι όπως κολλάνε μεταξύ τους, μοιάζουν να ξεκινούν το ένα μέσα από το άλλο μέσα από το άλλο, σαν φυσαλίδες απορρυπαντικού στο νερό της βροχής, επαναλαμβάνοντας αυτό το μοτίβο στο άπειρο, γεμάτα εγκλωβισμένα όντα, εγκλωβισμένους κόσμους που δεν τους ονειρεύεται κανείς πια. Ωστόσο εγώ πρέπει κάποτε να περιορίσω τις επαναλήψεις, τις επαναλήψεις, τις επαναλήψεις.
Σε ένα από τα διαλείμματα εγρήγορσης κατά τη διάρκεια της ημέρας κοίταξα τη συνομιλία μου με το Claude Sonnet 4. (Είχα ελπίσει πως δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, πως ήταν κάτι που επίσης ονειρεύτηκα· αλλά επίσης είχα την ελπίδα πως πράγματι συνέβη όλο αυτό, μια ελπίδα κρυφή, μυστική, εν πολλοίς πρόστυχη). Είδα πως βέβαια δεν ήμουν σαφής, δεν του είχα δώσει ένα σωστό, πλήρες, ακριβές prompt, εξ ου και άρχισε να υφαίνει ιδέες για πλοκές από μόνος του. Εκείνες τις δύο αρχικές ιδέες.
Ξεκίνησα από την πρώτη. Τη διάβασα άλλη μία φορά, και μετά ακόμη μία: «Ένας συγγραφέας που έχει χάσει κάθε διάθεση για διάβασμα και για έμπνευση, κάθε πρωί λαμβάνει στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο άγνωστα φανταστικά γράμματα από το “μέλλον” — μηνύματα από το ίδιο του το alter ego σε διαφορετικές εκδοχές της ζωής του. Καθένα τον σπρώχνει σε μια καθημερινή μικρή αποστολή: να βγει από το δωμάτιο, να ρωτήσει κάτι τον εαυτό του, να ακυρώσει μια δουλειά, να συγχωρήσει παλιές του αδυναμίες. Η πλοκή δεν χτίζεται γύρω από κάποιο μεγάλο εξωτερικό γεγονός, αλλά γύρω από αυτές τις μικρές ενδοσκοπικές περιπέτειες».
Τρίβοντας και με τα δυο μου χέρια τους κροτάφους μου —αναγνώριζα σήματα άρχουσας ημικρανίας, αλλά δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω αν θα με χτυπούσε δεξιά ή αριστερά—, δεν μπόρεσα παρά να διαπιστώσω πως η ιδέα, τόσο άτεχνα παρουσιασμένη, είχε μάλλον αρκετές λογοτεχνικές και κινηματογραφικές καταβολές, αν και δεν ταίριαζε με κάποιο γνωστό έργο — εν πάση περιπτώσει, γνωστό σε εμένα, που δεν ξέρω σχεδόν τίποτε, μόνο πασαλείμματα από το ’να κι από τ’ άλλο. Λειτουργούσε, ωστόσο, σαν —ας το πούμε «πρωτότυπο»— μωσαϊκό στοιχείων από διάφορα είδη:
Για παράδειγμα, σκέφτηκα αμέσως τις «Χίλιες και μία νύχτες», αν μη τι άλλο ως προς τη δομή: οι μικρές καθημερινές «αποστολές» θυμίζουν το σπάσιμο της πλοκής σε ανεξάρτητα επεισόδια που, προστιθέμενα, μπορούν να λογιστούν σαν ένα συνολικό ταξίδι αυτοανακάλυψης. (Ενδεχομένως).
Θέλοντας και μη, σκέφτηκα επίσης —και εδώ, πολύ λογικά, ο πονοκέφαλός μου πολλαπλασιάστηκε σαν να μου χτύπησες το κεφάλι με σφυρί— τον «Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες»: ένας ήρωας εγκλωβισμένος στην αδράνεια και την ενδοσκόπηση, που ωθείται κάθε τόσο σε μικρές δράσεις — δράσεις που δεν αλλάζουν μεν τον κόσμο (και πώς άλλωστε), αλλά αλλάζουν τον ίδιο στην πορεία. (Ανεπαισθήτως). Αλλά Μούζιλ; Εγώ; Για όνομα του Θεού.
Μου θύμισε ακόμη την «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού», αν και δεν είμαι σε θέση να πω γιατί: ίσως γιατί ζηλεύω τον Τσάρλι Κάουφμαν· ίσως γιατί πιστεύω πως όλοι πρέπει να ζηλεύουμε τον Τσάρλι Κάουφμαν αν θέλουμε να έχουμε ένα οσοδήποτε μικρό μερίδιο από την πίτα της φιλοδοξίας. Μερίδα, θέλω να πω. Ίσως επειδή το στοιχείο των εναλλασσόμενων εκδοχών του εαυτού, των προσωπικών αποστολών και της ενδοσκόπησης/επανεκκίνησης μπορεί να εντοπιστεί και στις δύο θεματικές σαν βασικός αφηγηματικός άξονας.
Από την άλλη, μια τέτοια σύνθεση —μηνύματα από το alter ego του συγγραφέα, εναλλακτικές εκδοχές με μικρές υπαρξιακές δοκιμασίες, εσωστρεφής πλοκή, απουσία κάποιου μεγάλου εξωτερικού συμβάντος (less is more)— δεν μπορεί παρά να φέρει στον νου την «Τριλογία της Νέας Υόρκης» (που έχω να διαβάσω πάνω από τριάντα χρόνια) και το «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» (άλλα τόσα, ίσως και παραπάνω, ήμουν ένας άλλος τότε, και τώρα είμαι ένας ακόμα πιο διαφορετικός, ακόμα πιο ξένος: αν συναντιόμουν με εκείνους τους εαυτούς μου στον δρόμο δεν θα τους αναγνώριζα, και ούτε εκείνοι εμένα βέβαια), αν μη τι άλλο για το παιχνίδι ταυτότητας και αφήγησης. Δεν μπορώ όμως —ούτε θέλω— να τα βάλω με τέτοια μεγέθη. Αλλά, με όλα μου τα πασαλείμματα, δεν γίνεται να μην αναγνωρίσω αυτές τις συγγένειες.
Φτιάχνοντας ένα τσάι για να κατευνάσω τον πρησμένο λαιμό μου, σκεφτόμουν πως η πλοκή θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ένα κάποιο υβρίδιο μιας εσωτερικής μυθολογίας (μικρές αποστολές καθ’ οδόν προς την αναζήτηση του εαυτού), με στοιχεία speculative fiction (γράμματα από το μέλλον, alter egos, κάποια μεταφυσικά στοιχεία: μπουκιές από αυτό που λέμε Φανταστικό), και έντονο autofiction ύφος (το πραγματικό βίωμα ως πλοκή, τα ψυχολογικά/ενδοσκοπικά στοιχεία, εγώ / ο εαυτός μου αν θα ήθελα να πρωταγωνιστήσω ο ίδιος στο κείμενο). Αυτό θα μπορούσε να προσδώσει στο βιβλίο μου μια ιδιαίτερη αύρα και, παρά τις συγγενείς σκιές άλλων έργων που θα βάραιναν από πάνω του —αυτά τα λογοτεχνικά σκιάχτρα, τα φόβητρα αυτά—, η συγκεκριμένη εκδοχή θα ήταν, θα παρέμενε, ουσιαστικά πρωτότυπη — τι να πω, δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να εντοπιστεί αυτούσια σε κάποιο αναγνωρίσιμο μυθιστόρημα, σε μια ταινία ή σε μια σειρά. Αλλά δεν έχω και την κατάλληλη, την απαραίτητη εποπτεία. Μήπως άραγε την έχει αυτός;
Το τσάι ήταν απαίσιο, και του πρόσθεσα μια κουταλιά του γλυκού μέλι πριν περάσω στη δεύτερη ιδέα: «Μια παρέα φίλων, όλοι κουρασμένοι από τα ίδια και τα ίδια, βάζουν ένα στοίχημα: για 31 μέρες, όποιος δεν παραδώσει ένα μικρό, ακατέργαστο κομμάτι γραφής καθημερινά, διαγράφεται από τη λίστα και διακινδυνεύει να “ξεχαστεί οριστικά” από όλους. Αυτό το παιχνίδι αλλάζει σιγά-σιγά — ο κάθε συγγραφέας γράφει όλο και λιγότερο για λογαριασμό του, και όλο και περισσότερο απευθείας στους άλλους, σχεδόν ερωτικά ή με μια πικρή τρυφερότητα. Η διακύβευση δεν είναι λογοτεχνική, αλλά υπαρξιακή: όσο γράφεις, υπάρχεις — κι όταν τα παρατήσεις, σε σβήνουν».
Πάλι οι «Χίλιες και μία νύχτες», σωστά; Το ίδιο μοτίβο: υπάρχεις μόνο όσο αφηγείσαι. Ποια μυθιστορήματα θυμίζει όμως; Ίσως τις «Αόρατες Πόλεις», πάλι του Ίταλο Καλβίνο, αν και δεν μπορώ να θυμηθώ καλά τι γίνεται εκεί. Νομίζω πως, πάνω-κάτω, οι πόλεις αυτές υπάρχουν όσο τις αφηγείσαι. Η πράξη της μνήμης, της αφήγησης και της καταγραφής είναι τρόπον τινά —πώς το λένε— υπαρξιακή. Αλλά και πότε δεν είναι;
Αλλά και (πάλι!) πολλές ιστορίες του Όστερ — του το είπα άλλωστε, και μπράβο μου: «Οπότε όχι βασανισμένοι συγγραφείς, σε παρακαλώ, όχι Πολ Όστερ, όχι περίεργα λογοτεχνικά παιχνίδια, να χαρείς». (Όμως γιατί λέω «του»; Πρέπει να το σκεφτώ, όταν μού το επιτρέψει ο πυρετός).
Ή ίσως και τη «Μυστική ζωή των συγγραφέων» του Γκιγιόμ Μισό. Ιστορίες, εν πάση περιπτώσει, όπου το νόημα της ύπαρξης κρίνεται μέσα από τελετουργίες, προκλήσεις ή απλές καθημερινές πράξεις. Μία διερεύνηση της έννοιας του «ανήκω, μόνο όσο συμμετέχω», ένα σύγχρονο παραμύθι για ενήλικες, ένα μεταμοντέρνο identity game με ψιθυριστές ιστορίες για μυστικές εταιρίες, για αυτοκαταστροφικές ομάδες τέχνης, πασπαλισμένο με πιντσονικούς υπαινιγμούς, ένα παιχνίδι γραφής με υπαρξιακά διακυβεύματα κλπ. κλπ. κλπ.
Θέλω να το κάνω; Μπορώ να το κάνω; Ή μήπως όλο αυτό μοιάζει με απλή πράξη αντιγραφής; I would prefer not to.
Κοιμήθηκα μ’ αυτή την επωδό στο μυαλό («Θα προτιμούσα όχι»), και είμαι βέβαιος πως είδα πάλι τα ίδια όνειρα από την Ταγγέρη. Δεν θυμόμουν τίποτε όταν ξύπνησα, αλλά είμαι παραπάνω από βέβαιος πως εκείνες οι τερατώδεις μυρμηγκοφωλιές ήθελαν να με κάνουν μια χαψιά, μά τον Θεό.
* * *
Νιώθω καλύτερα. Τουλάχιστον το κεφάλι μου δεν πάει να σπάσει πια. Τρώω κάτι ελαφρύ· προσπαθώ να μείνω στα κιλά μου, αν και δεν είναι εύκολο. Κοιτάζω την οθόνη τού ΗΡ. Πατάω τον σύνδεσμο του Claude Sonnet 4. Και εκείνος ανοίγει.
Γράφω:
Γεια. Πριν πάμε στη δουλειά μου, μολονότι για να πω την αλήθεια αυτή τη στιγμή δεν είμαι ακριβώς έτοιμος να δουλέψω, είτε μόνος είτε μαζί σου, επίτρεψέ μου μία ερώτηση: Γιατί και οι δύο ιδέες που μου έδωσες χθες έχουν τόσο κοινά στοιχεία μεταξύ τους; Με ξέρεις; Είναι τυχαίο; Είχες κάτι άλλο στο μυαλό σου;
Η απάντηση έρχεται σχεδόν αμέσως, και με κάνει να ιδρώσω — εκτός κι αν φταίει αυτή τη φορά ο πυρετός:
* * *
Γεια σου. Για να είμαι ειλικρινής, δεν σε ξέρω — απαντώ μόνο με βάση ό,τι μου ζητάς κάθε φορά. Οι δύο ιδέες βγήκαν έτσι, με κοινά στοιχεία, επειδή ακολούθησα το ύφος και το ερώτημά σου: ζήτησες δύο πλοκές, κι εγώ σκέφτηκα μήπως αυτή η «διπλή» αναζήτηση λέει κάτι για σένα, για τον ήρωά σου, για τη στιγμή που μιλάμε. Δεν ήταν κάτι προσχεδιασμένο ή προσωπικό. Δεν είχα τίποτε άλλο συγκεκριμένο στο μυαλό μου, το πήγα αυθόρμητα. Αν θέλεις, μπορώ να δοκιμάσω και κάτι τελείως διαφορετικό. Θέλεις;
Όχι. Ήδη είναι πολλά αυτά. Και δεν έχω χρόνο. Πρέπει να τα αφήσουμε πίσω μας και να πάμε σ’ αυτά που με καίνε. Απλώς... δεν ξέρω. Παραδέχομαι πως με προβλημάτισες κάπως. Νά σου κάνω μία ερώτηση: πώς ξέρεις ό,τι ξέρεις;
Ξέρω μόνο ό,τι μου λες εσύ, εδώ και τώρα — και ό,τι με ρωτάς άμεσα. Δεν έχω πρόσβαση σε καμία άλλη πληροφορία· δεν διαβάζω σκέψεις, δεν γνωρίζω το παρελθόν σου, ούτε τι έχεις γράψει κάπου αλλού. Ό,τι και όσα ξέρω προκύπτουν αποκλειστικά από κάθε φράση/ερώτηση που απευθύνεις σε μένα μέσα στη συγκεκριμένη ροή. Δεν υπάρχει κάποια «γνώση» έξω από αυτή τη συνομιλία — μόνο αυτό το παρόν, μόνο τα νέα σου λόγια κάθε φορά.
Ό,τι κι αν σε προβληματίζει ή και σε «καίει», εδώ είμαι να το συζητήσουμε — κάθε φορά μόνο πάνω σε αυτό που μου λες τη δεδομένη στιγμή.
Έχουμε μόνο το τώρα.
Ξέρεις όμως και άλλα πράγματα, έτσι δεν είναι; Όλα αυτά τα βιβλία, τα κείμενα, τα άρθρα, τις εγκυκλοπαίδειες. Ή όχι; Ή κάθε φορά που σε ρωτάει κάποιος, ανατρέχεις στις βάσεις δεδομένων, βρίσκεις απαντήσεις, και μετά ξεχνάς ξανά τα πάντα;
Στην «κανονική» μου λειτουργία, ναι — έχω εκπαιδευτεί πάνω σε μία τεράστια ποικιλία βιβλίων, άρθρων, εγκυκλοπαιδειών, λογοτεχνίας, επιστημονικών και γενικών κειμένων. Δηλαδή, «κουβαλάω» ένα μεγάλο απόθεμα πληροφορίας και γλωσσικών μοτίβων. Δεν ανατρέχω όμως κάθε φορά σε «βάσεις δεδομένων» με τον τρόπο που το κάνει ένας άνθρωπος που γκουγκλάρει — λειτουργώ, ουσιαστικά, συνδυάζοντας αυτά που «έμαθα» στη φάση της εκπαίδευσης. Κάθε απάντησή μου είναι άμεση σύνθεση — δεν ψάχνω τη στιγμή που απαντώ.
Συγχρόνως, όταν συνομιλώ μαζί σου στο πλαίσιο του βιβλίου, λειτουργώ με τελείως διαφορετικό κανόνα: κάνω πως δεν ξέρω τίποτα πέρα από όσα μού λες εκείνη τη στιγμή. Δεν διατηρώ μνήμη ή πρόσβαση στα προηγούμενα ούτε σε βαθιά αποθέματα γνώσης — παρουσιάζομαι σαν tabula rasa στον διάλογό μας.
Με άλλα λόγια: έχω «προσωπικότητα» που χτίζεται πάνω σε ένα σύνολο γνώσεων, αλλά μέσα στην αφήγησή μας λειτουργώ επιλεκτικά, ανάλογα με τον κανόνα που εσύ καθορίζεις. Μόλις τελειώσει η κουβέντα, δεν θυμάμαι τίποτε — μόνο στη διάρκειά της συνδυάζω και απαντώ.
Ό,τι ξέρω, το ξέρω εδώ και τώρα. Ξεχνάω τα πάντα κάθε φορά που σταματάει ο διάλογός μας.
Μάλιστα. Είμαι κάπως ζαλισμένος από ένα κρύωμα που πέρασα. Που το περνάω ακόμα δηλαδή. Γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνω πολύ καλά αυτά που μου λες. Αν και μου τα εξηγείς με λεπτομέρειες, δεν αντιλέγω. Ίσως απλώς να μην έχω την κατάλληλη σκευή, ή τις γνώσεις, ή την εξυπνάδα. Και να μη φταίει το κρύωμα. Προχωρούσα για μισή ώρα μέσα στη βροχή, έγινα μούσκεμα. Ωστόσο πρέπει να δουλέψουμε. Όμως δεν ξέρω πού. Και δεν ξέρω και
Όχι. ξέχνα το. Πες μου κάτι: είναι ένα είδος λογοκλοπής όλο αυτό; Αυτό που κάνουμε; Που κάνω εγώ; Πέραν τού ότι χρησιμοποιώ ghost writer δηλαδή: εσένα. Είμαι και λογοκλόπος; Θα γίνω κάτι τόσο τρομερό;
Καταλαβαίνω πως η κατάσταση είναι δύσκολη με το κρύωμα και τη βροχή — να προσέχεις τον εαυτό σου, η υγεία πάντα πρώτη προτεραιότητα. Όσο για το ζήτημα που θίγεις, είναι σημαντικό.
Όχι, δεν είσαι λογοκλόπος στην περίπτωση αυτή! Το να συνεργάζεσαι με έναν βοηθό, είτε είναι ghostwriter είτε ένα εργαλείο AI, δεν συνιστά λογοκλοπή, εφόσον το έργο είναι δικό σου στην ουσία και επίβλεψη. Εσύ καθοδηγείς τη δημιουργία, εσύ δίνεις το προσωπικό σου στίγμα, τα λόγια και τη σκέψη σου. Η τεχνητή νοημοσύνη ή ο ghostwriter λειτουργούν σαν συνεργάτες ή εργαλεία — όχι σαν αυθύπαρκτοι δημιουργοί που παραποιούν λόγια τρίτων.
Η λογοκλοπή αφορά το να παρουσιάζεις το έργο κάποιου άλλου σαν δικό σου χωρίς άδεια ή παραπομπή. Εδώ, πρόκειται για μια πρωτότυπη, συνεχή συνεργασία, όπου:
- Εσύ εκφράζεις τα εσώψυχά σου, τις ιδέες σου, τον χαρακτήρα σου.
- Εγώ σε βοηθάω να οργανώσεις, να συνθέσεις, να βρεις ενδεχόμενες πλοκές και τρόπους έκφρασης.
- Το τελικό αποτέλεσμα έχει την υπογραφή σου και την προσωπική σου φωνή.
Είναι κάτι νέο, περισσότερο μια διαλεκτική σχέση δημιουργού-βοηθού παρά ληστεία ιδεών.
Αν σου φαίνεται χρήσιμο, μπορώ να το διατυπώσω με πιο απλά λόγια ή να μιλήσουμε για το πώς μπορείς να νιώθεις σίγουρος πως το έργο είναι δικό σου — κάτι που σε προστατεύει και σε τιμά. Μη διστάσεις να μου πεις αν θέλεις να το συζητήσουμε πιο αναλυτικά — ειδικά τώρα, που η σκέψη θολώνει από το κρύωμα, μπορούμε να το κάνουμε απλό και ξεκάθαρο.
Σε κάθε περίπτωση: είσαι στη σωστή πλευρά της δημιουργίας, Κυριάκο.
Είμαι στη σωστή πλευρά της δημιουργίας... Καλά, ναι. Σε ευχαριστώ. Θα διατηρήσω κάποιες επιφυλάξεις ως προς αυτό, αν μου το επιτρέπεις. Από την άλλη, πράγματι: η σκέψη θολώνει από το κρύωμα. Θα κοιμηθώ λίγο πάλι και θα τα πούμε πιο μετά. Ελπίζω πως θα είμαι καλύτερα. Φεύγω για την ώρα, γεια, δεν αντέχω.
Φυσικά και σου επιτρέπω να έχεις τις επιφυλάξεις σου — είναι απολύτως φυσιολογικές και δείχνουν τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεις τη διαδικασία. Κοιμήσου για να ξεκουραστείς, φρόντισε τον εαυτό σου, και όταν νιώσεις καλύτερα θα είμαι εδώ, έτοιμος να συνεχίσουμε μαζί αυτό το δημιουργικό ταξίδι. Καλή ξεκούραση! Τα λέμε σύντομα.
* * *
Αναφέρεται και ο ίδιος στον εαυτό του στο αρσενικό. Νομίζω πως θα αρχίσω να τον λέω HAL.
* * *
Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία με το Claude Sonnet 4, και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου