Βιβλιο

Μελίσσα Στοΐλη, Στους 44 υπό σκιάν: Καύσωνας και φόνοι στη Θεσσαλονίκη του 1987

Μια νουβέλα με κέντρο την πλατεία Αντιγονιδών, τη ζέστη και το αίμα

Στέφανος Τσιτσόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρουσίαση της νουβέλας Στούς 44 υπό σκιάν της Μελίσσας Στοΐλη, που κυκλοφορεί από την Κίχλη

Θεσσαλονίκη, πλατεία Αντιγονιδών, καλοκαίρι του 1987. Ο καύσωνας είναι ανελέητος, οι ανεμιστήρες φουρφουρίζουν υπερωρίες και η εφημερίδα «Νέα του Θερμαϊκού» προειδοποιεί να αποφεύγονται οι άσκοπες μετακινήσεις. Η πόλη, όπως όλη η χώρα, μαστίζεται από συνεχόμενους θανάτους λόγω ζέστης, αληθινό το γεγονός. Μήπως όμως εκτός από τις υψηλές θερμοκρασίες, που κάνουν ως και το σιντριβάνι της πλατείας να κοιτά ψηλά ζητιανεύοντας από τον ουρανό να ελεήσει με βρόχινη δροσιά, η αιτία κάποιων θανάτων δεν είναι το φονικό νταλαούρι και οι 44 βαθμοί Κελσίου που ξεπαστρεύουν τους αδύναμους οργανισμούς, αλλά ένας σίριαλ κίλερ, που βρήκε την ευκαιρία να εξοντώνει για ανεξήγητους λόγους; 

Ο Αντρέας σέρνει τα βήματά του στην άσφαλτο που καίει. Αυτός είναι ο πρωταγωνιστής, και από τις 22 Ιούλιου ως τις 28, τις έξι μέρες και τις έξι νύχτες που εντός τους διαδραματίζεται η νουβέλα της Μελίσσας Στοΐλη, θα διασταυρωθεί με πληθώρα ανθρώπων. Γειτόνων του στην πλατεία Αντιγονιδών ή με ξένους διάφορους που η μοίρα θέλησε να τρακάρουν οι ζωές τους και να οσμώθουν με καλό ή άγριο τρόπο τα είναι τους. Σαν την κυρία Άννα, μέλος της οργάνωσης Καλός Σαμαρείτης, που προσεύχεται νυχθημερόν να πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες της, τον αινιγματικό γέρο στο απέναντι μπαλκόνι που μουρμουρίζει ακατάληπτα πράγματα, ή τη Μαγδαληνή, που προσπαθώντας να σταματήσει τα σχέδια του γιου της που ζει στην Αυστραλία, ανεβαίνει στο ΚΤΕΛ και τραβά για το χωριό Γάζωρο Σερρών, να πάρει συμβουλή από τσαρλατάνο μάγο. Είναι και η μάνα του Αντρέα στο χωριό, που στα κρίσιμα ζητήματα με τον πατέρα του επίσης απευθύνεται και αυτή στο μέντιουμ Μαλίκα, που επεμβαίνει στο μέλλον. 

Η συγγραφέας Μελίσσα Στοΐλη

«Χτύπησες;» ρώτησε. «Είναι παλιό το τραύμα, είπε διστακτικά ο Αντρέας. «Αν το ξεχάσεις, θα σε ξεχάσει κι αυτό, αλλιώς όλο θ’ ανοίγει», του είπε δείχνοντας με το ρυτιδιασμένο χέρι του την πληγή και φεύγοντας πρόσθεσε, «είναι μερικές πληγές, από εφτά χρόνια κλεισμένες που ανοίγουν ξαφνικά μόνες τους όταν τις θυμηθείς». Περισσότερο σασπένς, μεγαλύτερες παραισθήσεις και μερικά ακόμα αξιοσημείωτα ανταμώματα του Αντρέα, του ήρωα που στο προηγούμενο βιβλίο της Στοΐλη, «Από το μπαλκόνι να φύγεις», τον δάγκωσε Βιετναμέζος κόκορας. «Στους 440 υπό σκιάν», επιστρέφει με την ίδια μοναξιά και ψυχική αντάρα να τον χτυπάνε κατακεφαλα, εκτός από τη μεγάλη ζέστη εκείνου του καύσωνα του 1987. Ο Κόκκινος Μάγος Καραμπατάκης, που κόβεται με τα μαχαίρια χωρίς να πονά, τον υπνωτίζει και με το που ξυπνά τον προσκαλεί να αναλάβει floor manager στο παραπηγματικό τσίρκο του. Ο Αντρέας δέχεται, παρατά την προηγούμενη δουλειά του (βοηθός σε θεατρικό μπουλούκι που ανέβαζε στα χωριά το Όνειρο Θερινής Νύχτας του Σαίξπηρ), και στο πλαίσιο των νέων καθηκόντων του στα μαγικά του Καραμπατάκη, γνωρίζει την άκαυστη Μαίρη, ένα κορίτσι που εκτελεί λογής νούμερα με τα αναμμένα κάρβουνα. Φιλιππινέζοι γιατροί που εγχειρίζουν σώματα και ψυχές χωρίς εργαλεία, πλοία καταμεσής του Θερμαϊκού που ένεκα αχνιστής και ζέουσας ατμόσφαιρας αιωρούνται αλά Fata Morgana σαν νησίδες μεταξύ ουρανού και νερού, μάστορες που διατηρούν επισκευαστήριο εντός του διάσημου Κόκκινου Σπιτιού της Ερμού: Αλλόκοτο, μυστηριακό και μεταφυσικό, το υπέροχο νέο βιβλίο της Στοΐλη σε γραπώνει και δεν σε αφήνει λεπτό να το αφήσεις με τα παράδοξα που ξεπηδούν, καθώς η Θεσσαλονίκη του 1987 καίγεται, οι φόνοι ανεβαίνουν σε αριθμό και στις ανήσυχες μέρες και νύχτες του Αντρέα είναι σαν ένα τραγούδι του Μάρκου Βαβακάρη να παίζει στο βάθος, «Αφότου εγεννήθηκα, φωτιά με τριγυρίζει, / αν μ’ έκαιγε θα γλίτωνα, μ’ αυτή με βασανίζει».