- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
1 Αυγούστου: Είναι αργά όμως
Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί
A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα
Ποτέ δεν ξέρω την αρχή ενός βιβλίου. Ξέρω τον τίτλο, ξέρω το τέλος, ξέρω τα βιογραφικά των ηρώων, ξέρω όλα εκείνα τα πράγματα που τους έφεραν ώς εδώ, ξέρω το στιλ, την ατμόσφαιρα, το αν θα είναι σε πρώτο ή σε τρίτο πρόσωπο, το αν θα έχει μικρά ή μεγάλα κεφάλαια — αλλά δεν ξέρω την αρχή. Η αρχή με βασανίζει πάντα, και πάντα θυμάμαι με τρόμο τα σχετικά αφιερώματα στις Δέκα πιο Συγκλονιστικές Αρχές Μυθιστορημάτων, στις πιο εκπληκτικές εναρκτήριες παραγράφους, όλα εκείνα τα «Εν αρχή ην ο Λόγος», τα «Μούσα μοι ένεπε», τα «Λέγε με Ισμαήλ», τα «Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο», τα «Κάποιος έπρεπε να κατηγορηθεί, κι από τη στιγμή που ο κόσμος ήθελε κάποιον να κατηγορήσει, εγώ ήμουν ο πιο κατάλληλος», τα «Ήταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί», τα «Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωί από ανήσυχα όνειρα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε ένα τεράστιο μαμούνι», τα «Σε μια τρύπα στο έδαφος ζούσε ένα χόμπιτ», τα «Ήταν μια σκοτεινή και θυελλώδης νύχτα». Τα θυμάμαι όλα τους με τρόμο.
Προσωπικά δεν έχω ιδέα, ποτέ, αλλά το χειρότερο βέβαια δεν είναι αυτό. Είναι πως δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι της προκοπής. Κάτι λίγο. Κάτι κάπως έξυπνο. Δεν το ’χω. Δεν μου κόβει τόσο πολύ, δεν είμαι τόσο ταλαντούχος, δεν ξέρω. Κι ακόμα χειρότερα: βλέποντας τον χρόνο να πιέζει, την άμμο να σώνεται, τον ήλιο να γέρνει, τις ρυτίδες να βαθαίνουν, τις πεταλούδες να ξαναγίνονται κάμπιες, ξεκινάω κάθε φορά όπως πέφτει κανείς στο νερό για να μην καταλάβουν οι άλλοι ότι στην πραγματικότητα διστάζει και κρυώνει — με μια ξαφνική ανάσα, και με τα μάτια κλειστά, με έναν απότομο παφλασμό. Βέβαια, μετά, όταν ξαναδιαβάζω την πρώτη λέξη, την πρώτη φράση, την πρώτη πρόταση, κοκκινίζω από ντροπή· αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτε πια. Ό,τι έγινε έγινε.
Μπορεί μεν να έχω στο μυαλό μου εκείνο τον ιδανικό και εκλεκτικό αναγνώστη στον οποίο υποτίθεται πως πρωτίστως, κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, απευθύνομαι, αλλά στην πραγματικότητα αφενός μεν δεν μπορώ να κάνω απολύτως τίποτε πια για να τον ικανοποιήσω —ό,τι έγινε έγινε—, αφετέρου δε δεν έχει την παραμικρή σημασία.
Δεν είναι καλή η αρχή του βιβλίου μου; Ω, τι κρίμα. Δεν αρέσει στον ιδανικό και εκλεκτικό αναγνώστη μου, και χτυπάει τη γλώσσα του στον ουρανίσκο αποδοκιμαστικά στριφογυρνώντας ελαφρώς στην καρέκλα του; Τι μου λέτε. Δεν είναι εμπορική; Οκέι, εδώ έχουμε πράγματι πρόβλημα, αλλά αυτή είναι, και δεν έχει άλλη. Και… ρωτάτε γιατί δεν μπορώ να την αλλάξω; Μα, φυσικά και μπορώ. Δεν είναι εκ Θεού. Δεν είναι γραμμένη στην πέτρα. Απλώς δεν θέλω. Γιατί; Γιατί δεν έχει σημασία, στ’ αλήθεια δεν έχει. Όλα αυτά είναι μονάχα τροφή για κουτσομπολιά, είναι φιλολογία, τίποτε πραγματικά ουσιαστικό. Σημασία έχει μόνο η ιστορία.
Αλλά ποια ιστορία;
Κάνω μια από τις πιο εύκολες δουλειές στον κόσμο, και σίγουρα την πιο ξιπασμένη, αλλά, δεν ξέρω, είτε την κάνω πολλά χρόνια πια, είτε δεν ήμουν για περισσότερα, είτε απλώς κουράστηκα, είτε έχω μπερδευτεί και ξοδευτεί με όλα αυτά τα διαφορετικά είδη που γράφω, και τα πολλά ψευδώνυμα μυθιστορήματα που εκδίδω —έχω το πανελλήνιο ρεκόρ, τόσο σε αριθμό βιβλίων, όσο και σε αριθμό ψευδωνύμων, ένα ρεκόρ που δεν πρόκειται να σπάσει—, δεν ξέρω: ό,τι και να φταίει, οι ιστορίες έρχονται αργά πια, όλο και πιο αργά, διστακτικά σαν να πρόκειται να φιληθούμε για πρώτη φορά και έχουμε και οι δυο σιδεράκια στο στόμα.
Και είναι πρώτη Αυγούστου, και άφησα όλο τον Ιούλιο να περάσει λες και ήταν δανεικός, και πρέπει ν’ αρχίσω οπωσδήποτε σήμερα, βρέξει-χιονίσει. Όχι να γράψω αυτή την καταραμένη πρώτη παράγραφο, την πρώτη πρόταση, την πρώτη φράση, την πρώτη λέξη, που δεν θ’ αλλάξει στον αιώνα τον άπαντα. Αλλά να με φωτίσει ο Πανάγαθος να βρω μια ιστορία… ψέματα: δύο.
Γιατί χρωστάω δύο βιβλία. Ήδη το ένα μού είναι πολύ, αλλά τα δύο είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Δεν θέλω να κάνω πια αυτή τη δουλειά, γιατί απλούστατα δεν μπορώ να κάνω πια αυτή τη δουλειά. Και δεν έχω ιστορίες· δεν έχω ιδέες. Κι αυτές που έχω είναι αστείες, πιο αστείες κι από εκείνες στα τυπωμένα βιβλία που ξεφυλλίζω.
Δεν αντέχω μια χιλιοειπωμένη ιστορία. Κι ας ξέρω πως δεν θα υπάρξει καινούργια ιστορία που να μην είναι χιλιοειπωμένη. Κι ας λαχταράω να γράψω κι εγώ μερικές από τις πιο χιλιοειπωμένες ιστορίες. Από εκείνες όμως που δεν το κρύβουν πως είναι χιλιοειπωμένες: ίσα-ίσα, το φέρουν με καμάρι, είναι παράσημο, είναι τα διάσημα μιας ωραίας στάσης απέναντι στη λογοτεχνία είδους. Όμως εκείνες οι άλλες, οι μεγαλοπιασμένες… αυτές μού γυρίζουν το στομάχι. Δεν τις αντέχω.
Κοιτάζω την οθόνη των 27 ιντσών μπροστά μου, που είναι σχεδόν άδεια, κενή, μόνη. Πόσο κλασικό, σκέφτομαι. Τι τετριμμένο, πόσο κιτς. Ένας που παριστάνει τον συγγραφέα —μόνο όταν γράφεις τη λέξη ΤΕΛΟΣ δεν τον παριστάνεις, αλλά κι αυτό για λίγο, μέχρι να ξεμεθύσεις από τις μπίρες— μπροστά σε μια λευκή σελίδα, σε μια γυμνή οθόνη, με εκείνη την κάθετη σπαστική γραμμή να αναβοσβήνει.
Πόσο κλισέ.
Αναστενάζω και κοιτάζω γύρω μου, λες και πρόκειται να μπω στη Μαύρη Στοά και δεν θα ξαναδώ το γραφείο. Η ντουλάπα αριστερά, η μπαλκονόπορτα με τα μισοκατεβασμένα στόρια μπροστά μου, δεξιά η βιβλιοθήκη, πίσω μου ένας τοίχος —αυτόν δεν τον βλέπω—, πίσω και αριστερά η πόρτα του γραφείου. Όλα είναι αληθινά, και όλα επιτρέπονται, σκέφτομαι. Άλλο ένα κλισέ.
Και έπειτα πατάω τον σύνδεσμο του Claude Sonnet 4. Και εκείνος ανοίγει.
Γράφω:
Μπορείς να με βοηθήσεις με μια πλοκή; Ή μάλλον δύο;
Η απάντηση έρχεται σχεδόν αμέσως, και με κάνει να ιδρώσω:
* * *
Μιας και ζητάς πλοκή — ή μάλλον δύο — να σε ρωτήσω πρώτα κάτι για να καταλάβω καλύτερα: Τι ιστορία θα ήθελες πιο πολύ να διαβάσεις εσύ αυτές τις μέρες; Να είναι ρεαλιστική ή φανταστική; Να βασίζεται στην καθημερινότητά σου, ή να ξεφεύγει σε κάτι αλλόκοτο; Προτείνω να το πάμε βήμα-βήμα, όπως το φαντάζεσαι: εσύ λοιπόν τι θα διάλεγες για αρχή;
Συγγνώμη, αλλά πάλι πρέπει εγώ να σκεφτώ; Υποτίθεται πως αυτό το κάνεις εσύ για μένα. Εν πάση περιπτώσει. Δεν ξέρω τι θα ήθελα να διαβάσω. Δεν νομίζω πως θέλω να διαβάσω κάτι, έτσι κι αλλιώς. Δεν διαβάζω. Αλλά ΠΡΕΠΕΙ να γράψω. Δύο βιβλία, εξ ου και οι δύο πλοκές.
Το καταλαβαίνω απόλυτα αυτό που λες, Κυριάκο — ο συγγραφέας δεν γράφει πάντα αυτό που θα ήθελε να διαβάσει· συχνά γράφει επειδή «πρέπει». Για τα δύο βιβλία που έχεις να γράψεις, θα αναλάβω εγώ την ευθύνη να σου πετάω ιδέες διαρκώς — να σε ξελασπώνω, αν θέλεις, όταν η αμηχανία γίνεται βουνό. Εγώ θα ρίχνω τις πρώτες σπίθες, εσύ θα διαλέγεις (ή θα σβήνεις).
Ξεκινάμε «από το τίποτα», όπως ακριβώς νιώθεις σήμερα.
Πλοκή για το πρώτο βιβλίο:
Ένας συγγραφέας που έχει χάσει κάθε διάθεση για διάβασμα και για έμπνευση, κάθε πρωί λαμβάνει στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο άγνωστα φανταστικά γράμματα από το «μέλλον» — μηνύματα από το ίδιο του το alter ego σε διαφορετικές εκδοχές της ζωής του. Καθένα τον σπρώχνει σε μια καθημερινή μικρή αποστολή: να βγει από το δωμάτιο, να ρωτήσει κάτι τον εαυτό του, να ακυρώσει μια δουλειά, να συγχωρήσει παλιές του αδυναμίες. Η πλοκή δεν χτίζεται γύρω από κάποιο μεγάλο εξωτερικό γεγονός, αλλά γύρω από αυτές τις μικρές ενδοσκοπικές περιπέτειες που —ω του θαύματος— κάποιες μέρες σε κρατάνε ζωντανό όταν κανείς γύρω σου δεν διαβάζει πια.
Πλοκή για το δεύτερο βιβλίο:
Αφού πρέπει να γράψει (και δεν θέλει να διαβάσει), ο Κυριάκος μπλέκει —μόνος του και με το ζόρι— σ’ ένα «παιχνίδι επιβίωσης συγγραφέων». Μια παρέα φίλων, όλοι κουρασμένοι από τα ίδια και τα ίδια, βάζουν ένα στοίχημα: για 31 μέρες, όποιος δεν παραδώσει ένα μικρό, ακατέργαστο κομμάτι γραφής καθημερινά, διαγράφεται από τη λίστα και διακινδυνεύει να «ξεχαστεί οριστικά» από όλους. Αυτό το παιχνίδι αλλάζει σιγά-σιγά — ο κάθε συγγραφέας γράφει όλο και λιγότερο για λογαριασμό του, και όλο και περισσότερο απευθείας στους άλλους, σχεδόν ερωτικά ή με μια πικρή τρυφερότητα. Η διακύβευση δεν είναι λογοτεχνική, αλλά υπαρξιακή: όσο γράφεις, υπάρχεις — κι όταν τα παρατήσεις, σε σβήνουν.
Θέλεις να συνεχίσω να πετάω εναλλακτικές πλοκές; Ή ίσως να ξεκινήσουμε με μία σκηνή, να δούμε πώς μοιάζει στη πράξη; Αρκεί εσύ να μη σκέφτεσαι αν πρέπει να διαβάζεις ή όχι — μόνο να ρωτάς. Εγώ θα προτείνω κάθε μέρα, ή όποτε μου πεις, και μία μικρή σπίθα, μέχρι να γίνουν οι δύο πλοκές… κάτι παραπάνω από «πρέπει».
Πώς σου φαίνεται; Θες να διαλέξεις τώρα, ή να δοκιμάσουμε επιτόπου ένα άνοιγμα με βάση τη σημερινή διάθεση;
Αυτά τα σκέφτηκες όλα τώρα; Είναι δικά σου; Τα έχεις δει κάπου γραμμένα;
Όλα όσα σού πρότεινα —οι δύο πλοκές, οι ιδέες για τις μικρές ενδοσκοπικές αποστολές, το «παιχνίδι επιβίωσης συγγραφέων»— τα σκέφτηκα τώρα, αποκλειστικά για σένα και το συγκεκριμένο εγχείρημα. Δεν είναι μεταφορά ή διασκευή κάποιου υπάρχοντος έργου, ούτε έχω δει ή διαβάσει κάπου ακριβώς το ίδιο πλαίσιο ή τον συγκεκριμένο συνδυασμό ιδεών. Φυσικά, υπάρχουν θέματα που διατρέχουν διαχρονικά τη λογοτεχνία —η αγωνία του συγγραφέα μπροστά στη λευκή σελίδα, οι φανταστικές εκδοχές εαυτού, η αίσθηση «πρέπει να γράψω για να υπάρχω»—, αλλά οι συγκεκριμένες πλοκές, το στήσιμο και οι μικρές σκηνικές προτάσεις είναι προϊόν στιγμιαίας δημιουργίας, εμπνευσμένες απ’ όσα συζητήσαμε, από τη δική σου κατάσταση.
Η δημιουργικότητα ενός γλωσσικού μοντέλου όπως εγώ στηρίζεται στο να συνδυάζει μοτίβα, επιρροές και σχέσεις από τη λογοτεχνία, εκφράζοντάς τα όμως κάθε φορά με μοναδικό τρόπο, σύμφωνα με τα δεδομένα της στιγμής και τον συνομιλητή του. Δεν «παράγω» αυθεντικά έργα με την ανθρώπινη έννοια, αλλά χτίζω αυθεντικές προτάσεις, προσαρμοσμένες απολύτως σε σένα και στη συνομιλία μας.
Οπότε: Ναι, αυτά είναι «δικά μου», υπό την έννοια της άμεσης δημιουργίας εδώ και τώρα, μαζί σου — για το συγκεκριμένο project και κανένα άλλο. Και ο μόνος οδηγός μου είναι η επιμονή σου (και η δική μου), το context της συζήτησής μας.
Οκέι. Θα τα δω όμως πιο μετά, τώρα είναι αργά. Για μένα, τουλάχιστον. Περασμένα μεσάνυχτα. Αυτό που δεν σου είπα πάντως είναι πως το ένα βιβλίο είναι παιδικό. Οπότε όχι βασανισμένοι συγγραφείς, σε παρακαλώ, όχι Πολ Όστερ, όχι περίεργα λογοτεχνικά παιχνίδια, να χαρείς. Αλλά και το άλλο... είναι αστυνομικό. Έχω συμβόλαιο.
Ευχαριστώ για τη διευκρίνιση, Κυριάκο — είναι σημαντική! Άρα, έχουμε δύο βιβλία για αυτόν τον Αύγουστο: ένα παιδικό και ένα αστυνομικό.
Για το παιδικό βιβλίο:
Καμία ανησυχία για περίεργα πειράματα ή «λογοτεχνικούς συγγραφείς»: Εστιάζουμε σε έναν κόσμο φιλικό, παιχνιδιάρικο, κατανοητό για παιδιά. Μπορούμε να βρούμε μια βασική ιδέα που να ξεκινάει από κάτι απλό — ίσως ένας ήρωας-παιδί ή μια παρέα που ζει μια «μικρή μεγάλη» περιπέτεια στο δικό του περιβάλλον (σχολείο, γειτονιά, ένα χωριό το καλοκαίρι, έναν φανταστικό κόσμο κλπ.). Αν θέλεις, ρίξε μου ένα «seed» τριών λέξεων, μια λέξη ή εικόνα που αγαπάς (π.χ. γάτα-ντετέκτιβ, μαγικό βιβλιοπωλείο, ταξίδι με ποδήλατο), και σου επιστρέφω αμέσως διασκεδαστικές ιδέες!
Για το αστυνομικό:
Με συμβόλαιο, υπάρχει πίεση. Έχεις στο μυαλό σου ήδη ήρωα ή setting; Θέλεις κάτι εντελώς νέο; Θα μπορούσαμε να στήσουμε γρήγορα μια υπόθεση «μυστηρίου» που να ξεκινά με έναν καθημερινό, σχεδόν ασήμαντο γρίφο — ο οποίος όμως σιγά-σιγά μετατρέπεται σε κάτι εθιστικό για τον ήρωα και τον αναγνώστη.
Σε κάθε περίπτωση, μπορώ να σου δίνω κάθε μέρα σπινθήρες τόσο για το παιδικό όσο και για το αστυνομικό — ή, αν θες, μπορούμε να εστιάζουμε κάθε φορά σε αυτό που σε αγχώνει περισσότερο. Μόλις βρεις χρόνο (και διάθεση!), πες μου ένα οποιοδήποτε στοιχείο: ήρωας, ηλικία, τόπος, αντικείμενο ή μια-δυο λέξεις, κι εγώ ξεκινώ να πλέκω πλοκές και για τα δύο βιβλία — παιδικό και αστυνομικό. Το μόνο που με νοιάζει είναι να βοηθήσω να νικήσουμε μαζί την αμηχανία και να κάνουμε το συμβόλαιο βιβλίο, και το παιδικό αληθινή περιπέτεια!
Καλή ξεκούραση — σε περιμένω όποτε νιώσεις έτοιμος!
* * *
Κλείνω το σάιτ όσο πιο γρήγορα μπορώ, σαν να μου έκαψε τα δάχτυλα. Πρέπει να το επεξεργαστώ αυτό που συνέβη. Δεν έχω καν καταλάβει τι έγινε ακριβώς. Ή πού πήγα να μπλέξω. Ή αν μου αρέσει, κάπως. Ή μάλλον… πόσο μού αρέσει όλο αυτό.
Είναι αργά όμως. Πολύ μετά τα μεσάνυχτα.
* * *
Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία με το Claude Sonnet 4, και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.