Βιβλιο

«Η ανακωχή» του Πρίμο Λέβι: Ο επιζήσας του Άουσβιτς βαδίζει πάνω στα ερείπια της Ευρώπης

Μια αυτοβιογραφική κατάθεση, με στοιχεία πικρής σάτιρας παρά το τραγικό του θέμα

A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Στην «Ανακωχή» ο Πρίμο Λέβι γράφει την περιπέτεια της επιστροφής του στην Ιταλία, μετά την εκκένωση του Άουσβιτς λόγω της προέλασης των σοβιετικών στρατευμάτων, τον Ιανουάριο του 1945.

«Η Ανακωχή» του Πρίμο Λέβι είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουμε, εμείς οι άνθρωποι του 21ου αιώνα που δεν γνωρίσαμε τον πόλεμο. Πρόκειται για το δεύτερο μέρος της τριλογίας μαρτυρίας του Ιταλού συγγραφέα (και χημικού) που συνεχίζει την αφήγηση από το σημείο όπου τελειώνει το «Αν αυτό είναι άνθρωπος». Το πρώτο μέρος ήταν η μαρτυρία του εγκλεισμού στο Άουσβιτς· αυτό, το δεύτερο, είναι η μαρτυρία της επιστροφής: ο Λέβι αφηγείται τις περιπέτειες της επανένταξης στην ανθρώπινη κατάσταση, από τη μέρα που οι Σοβιετικοί απελευθερώνουν το Άουσβιτς (27 Ιανουαρίου 1945) έως την αφιξή του στο Τορίνο, τον Οκτώβριο του 1945.

Ο αφηγητής διασχίζει την κατεστραμμένη Ανατολική Ευρώπη περνώντας από νοσοκομεία, στρατόπεδα προσφύγων, ερειπωμένες πόλεις· το τοπίο του ολέθρου συμπληρώνουν κατακερματισμένες ταυτότητες, ακατάληπτες γλώσσες, εφήμερες κοινότητες επιβίωσης. Η επαναφορά στη ζωή μοιάζει με ανακωχή —προσωρινή, επισφαλής, σιωπηλή. Ο επιζήσας των στρατοπέδων βρίσκεται σ’ ένα μεταίχμιο· σ’ ένα κενό ιστορίας γεμάτο ανθρώπινα θραύσματα που επιβίωσαν χωρίς να ξέρουν πού ανήκουν. Το ταξίδι του Λέβι τον φέρνει στη σοβιετοποιημένη Πολωνία όπου τα ερείπια δεν είναι μόνο τοίχοι και στέγες, είναι το ηθικό των ανθρώπων που πέρασαν δια πυρός και σιδήρου. Στην Ουκρανία, στη Λευκορωσία, στη Μολδαβία, οι πρόσφυγες πασχίζουν να ριζώσουν· στα στρατόπεδα του Κόκκινου Στρατού συνωστίζονται πολίτες χωρίς κράτος· στην Τσεχοσλοβακία, στην Ουγγαρία, στην Αυστρία, επανακάμπτει σιγά σιγά η ιδέα της «Ευρώπης».

Στην «Ανακωχή», ο Λέβι δεν εγκαταλείπει την ειρωνεία του «Αν αυτός είναι άνθρωπος», αλλά οι χαρακτήρες του, ανάμεσά τους ένας Έλληνας Μορδώνης κι ένας Τσέχος παρτιζάνος, θυμίζουν μορφές του Μπρεχτ ή του Τόμας Μαν. Το παράλογο τον έχει κατακλύσει: δεν προσπαθεί να κατανοήσει τον παράλογο μεταπολεμικό κόσμο, ούτε φαίνεται «ευτυχισμένος» για την απελευθέρωσή του. Το κακό έχει γίνει, έχει ολοκληρωθεί· δεν υπάρχει «χειρότερο»: ξέρει ότι η ελευθερία είναι εύθραυστη, ότι δεν υπάρχει σωτηρία· και παρ’ όλ’ αυτά, η ανθρωπινότητα είναι ακατάβλητη· ο άνθρωπος συνεχίζει να μαγειρεύει, να γελά, να παζαρεύει, να αφηγείται ιστορίες. Ο κόσμος είναι το αντίθετο του τίποτα, ένα τίποτα γεμάτο ανθρώπους που περιμένουν κάτι που ποτέ δεν έρχεται ποτέ.

«Τριγυρνώντας στους δρόμους του Μονάχου που ήταν γεμάτοι ερείπια, γύρω από τον σταθμό όπου γι’ άλλη μια φορά το τρένο μας είχε μείνει καθηλωμένο, μου φαινόταν πως περιπλανιόμουν σ’ έναν όχλο από ασυνεπείς οφειλέτες, λες και καθένας τους μου χρωστούσε κάτι και αρνιόταν να πληρώσει. Ήμουν ανάμεσά τους, στο πεδίο της μονομαχίας του Αγραμάντη, ανάμεσα στον λαό των Ευγενών· όμως οι άντρες ήταν λιγοστοί, πολλοί ακρωτηριασμένοι, πολλοί ντυμένοι με κουρέλια όπως εμείς. Μου φαινόταν πως καθένας όφειλε να μας ρωτήσει, να διαβάσει στο πρόσωπό μας ποιοι ήμασταν και ν’ ακούσει ταπεινά την ιστορία μας. Όμως κανείς δε μας κοίταζε στα μάτια, κανείς δεν δέχτηκε την αντιπαράθεση. Ήταν κουφοί, τυφλοί και μουγκοί, ταμπουρωμένοι στα ερείπιά τους σαν μέσα σ’ ένα φρούριο ηθελημένης άγνοιας, δυνατοί ακόμα, ικανοί ακόμα για μίσος και περιφρόνηση, αιχμάλωτοι ακόμα του παλιού συμπλέγματος υπεροψίας και ενοχής.

Έπιασα τον εαυτό μου να ψάχνει ανάμεσά τους, σ’ εκείνο το ανώνυμο πλήθος των ερμητικά κλειστών προσώπων, άλλα πρόσωπα, πολύ συγκεκριμένα, πολλά εφοδιασμένα με ένα όνομα: ανθρώπους που δεν μπορούσαν να μη γνωρίζουν, να μη θυμούνται, να μην απαντούν· ανθρώπους που είχαν διοικήσει και υπακούσει, που είχαν σκοτώσει, ταπεινώσει, διαφθείρει. Προσπάθεια μάταιη και ανόητη: γιατί όχι αυτοί, κάποιοι άλλοι, οι λιγοστοί δίκαιοι, θα είχαν απαντήσει αντί γι’ αυτούς. Αν στο Σομπ είχαμε φορτώσει έναν επιβάτη, μετά το Μόναχο αντιληφθήκαμε ότι είχαμε φορτώσει ολάκερο τσούρμο: τα βαγόνια μας δεν ήταν πια εξήντα, ήταν εξήντα ένα. Στην ουρά του τρένου ταξίδευε μαζί μας προς την Ιταλία ένα καινούριο βαγόνι, τίγκα από νέους Εβραίους, αγόρια και κορίτσια, που προέρχονταν από όλες τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Κανείς τους δεν έδειχνε πάνω από είκοσι χρονών, ήταν όμως ένα πλήθος με εξαιρετική αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα: ήταν νεαροί σιωνιστές, πήγαιναν στο Ισραήλ, περνώντας απ’ όπου μπορούσαν και ανοίγοντας δρόμο όπως μπορούσαν. Ένα πλοίο τούς περίμενε στο Μπάρι. Το βαγόνι το είχαν αγοράσει και το να το κοτσάρουν στο τρένο μας ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, δεν είχαν ζητήσει την άδεια κανενός· το είχαν γαντζώσει κι αυτό ήταν όλο. Ξαφνιάστηκα, εκείνοι όμως γέλασαν με την έκπληξή μου: «Μήπως δεν πέθανε ο Χίτλερ;» μου είπε ο αρχηγός τους, με το έντονο γερακίσιο βλέμμα. Ένιωθαν απεριόριστα ελεύθεροι και δυνατοί, αφέντες του κόσμου και του πεπρωμένου τους. Μέσω του Γκάρμις-Παρτενκίρχεν, φτάσαμε το βράδυ στο στρατόπεδο ενδιάμεσης στάσης του Μίττενβαλντ, ανάμεσα στα βουνά, στα αυστριακά σύνορα, σε μια υπέροχη αναμπουμπούλα. Διανυκτερεύσαμε εκεί και ήταν η τελευταία νύχτα που ξυλιάσαμε. Την επόμενη μέρα το τρένο κατέβηκε στο Ίνσμπρουκ και εδώ γέμισε με Ιταλούς λαθρέμπορους, οι οποίοι, ελλείψει επίσημων αρχών, μας έφεραν χαιρετισμούς από την πατρίδα και μοίρασαν γενναιόδωρα σοκολάτες, γκράπα και ταμπάκο».

«Η  ανακωχή» πρωτοεκδόθηκε από τον Einaudi τον Απρίλιο του 1963, πήρε εξαιρετικές κριτικές, ήταν υποψήφιο για το βραβείο Strega αλλά κέρδισε το βραβείο Campiello το οποίο απονεμήθηκε για πρώτη φορά εκείνο το έτος. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Άννας Παπασταύρου.