Βιβλιο

Η Σωσάννα του Μάρκου Δεφαράνα: Ένα λογοτεχνικό διαμάντι από τη Βενετία του 16ου αιώνα

Το βιβλίο εκπροσωπεί τα ήθη και τις προτιμήσεις της εποχής του και αποτελεί γοητευτικό παράδειγμα της πρώιμης νέας ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας.

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 963
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Παρουσίαση του βιβλίου «Ιστορία της Σωσάννης» του Μάρκου Δεφαράνα, που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης είναι εχέγγυο για ένα καλό βιβλίο. Αυτή τη φορά αποφάσισαν να παραδώσουν στον αναγνώστη μια επιστημονικήέκδοση με εισαγωγή, σχόλια και επίμετρο του Ντέιβιντ Χόλτον και της Τασούλας Μ. Μαρκομιχελάκη.

Πρόκειται για τη βιβλική ιστορία της Σωσάννας, μιας καλλιπύγου παντρεμένης, η οποία απέρριψε τις σκαιές προτάσεις δυο μορμολυκείων της εβραϊκής κοινότητας που παρεπιδημούσε στη Βαβυλώνα. Η πρωτότυπη αφήγηση βρίσκεται στο τελευταίο προφητικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το βιβλίο του Δανιήλ.

Πολλοί συγγραφείς ανά τους αιώνες έκριναν σκόπιμο να πάρουν το κείμενο του Δανιήλ και να το προσαρμόσουν στα γούστα τους αλλά και στην εποχή. Η ιστορία είναι αρκετά πικάντικη για να της αντισταθεί κανείς. Η Σωσάννα αρέσκεται να κάνει το λουτρό της στο ύπαιθρο, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε δυο πρεσβύτες να τη λιμπιστούν, κρυμμένοι πίσω από δέντρα, και στη συνέχεια να εμφανιστούν μπροστά της αποθέτοντας στα γυμνά της πόδια την καρδιά τους αλλά και τον πόθο τους – που αναζωπύρωσε η σφριγηλή της σάρκα. Η Σωσάννα, ωστόσο, δεν ενδίδει στη μαραγκιασμένη σάρκα τους και τους καταδίδει φωνάζοντας τις υπηρέτριές της (διότι, εκτός των άλλων, είναι και πλουσία). Οι γέροντες την απειλούν ότι θα την εγκαλέσουν για μοιχεία με κάποιον άγνωστο νεανία, κάτι που κάνουν στη συνέχεια.

Το πλήθος των Εβραίων δίνει βάση στα λόγια των δύο γεροσαλιάρηδων και συγκεντρώνεται για να λιθοβολήσει τη διαπομπευμένη. Τότε, και πριν ο πρώτος τον λίθο βαλέτω, επεμβαίνει ο Θεός και διαμέσου κάποιου βυζανιάρικου κατακεραυνώνει τους γέρους και αποκαλύπτει, με ένα έξυπνο τέχνασμα, ότι εκείνοι είχαν ψευδομαρτυρήσει κι ότι αυτοί έπρεπε να λιθοβοληθούν. Το πλήθος, που έχει κουραστεί να κρατάει στα χέρια τις πέτρες, τις εκσφενδονίζει κατά των δύο πορνόγερων με το σύνηθες αιματηρό αποτέλεσμα. Η Σωσσάνα επιστρέφει άσπιλη στη συζυγική εστία και την αγκαλιά του άνδρα της.

Το ποίημα –γιατί περί αυτού πρόκειται– τελειώνει με μια συλλογιστική περί νηστείας. Ιδού κάποιοι στίχοι σχετικά:

Νηστεύγεις και καταλαλείς,
νηστεύγεις και υβρίζεις,
νηστεύγεις και μνησικακείς και σωτηρία ολπίζεις;
Ποια σωτηρία της ψυχής τάχατες απαντέχεις,
όταν νηστεύγεις και δεν τρως, κι αγάπη
να μην έχεις;

Έλα, ντε, τα λέει κι ο απόστολος Παύλος (στην αγάπη αναφέρομαι).

Ο συγγραφέας Μάρκος Δεφαράνας είναι Έλλην της διασποράς, ασχολείται με τα ναυτικά και το εμπόριο και διαμένει στη Βενετία λίγο μετά τον Μεσαίωνα. Το πόνημά του εκδίδεται για πρώτη φορά το 1596 και έκτοτε γνωρίζει δεκάδες ανατυπώσεις. Για τριακόσια χρόνια παρέμεινε ένα από τα πιο αγαπημένα κείμενα του ελληνικού αναγνωστικού κοινού. Για τον σημερινό αναγνώστη, το έργο εκπροσωπεί τα ήθη και τις προτιμήσεις της εποχής του και αποτελεί γοητευτικό παράδειγμα της πρώιμης νέας ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας.

Τα συνοδευτικά κείμενα του Χόλτον και της Μαρκομιχελάκη αποδεικνύουν για μια ακόμη φορά τον υψηλό βαθμό της επιστημοσύνης τους.

Στο μεταξύ, κατανοώ τα λιθοβοληθέντα γερόντια. Τι να πεις, η ομορφιά καθηλώνει.