- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Βιβλία για παιδιά: Γράφοντας για το παιδί που υπάρχει
Μια μεγάλη (και ιδιαίτερα χρήσιμη) συζήτηση με τη συγγραφέα και μεταφράστρια Βασιλική Νίκα για την παιδική λογοτεχνία, τον διδακτισμό και την ηθικολογία
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας. Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Διαβάσαμε το βιβλίο του Μακ Μπαρνέτ, «Η μυστική πύλη» (μετάφραση Βασιλική Νίκα, Εκδόσεις Πατάκη), και, με μια λέξη: ενθουσιαστήκαμε. Ο πολύ γνωστός και τρομερά επιτυχημένος αυτός συγγραφέας βιβλίων για παιδιά γράφει πρώτη φορά για ενήλικες — ένα βιβλίο όμως που μιλά ακριβώς για την παιδική λογοτεχνία, τον τομέα του. Και λέει τα πάντα με το όνομά τους, σε ένα κείμενο που διαβάζεται με πραγματική απόλαυση.
Έχουμε να κάνουμε με ένα μανιφέστο που υπερασπίζεται με πάθος την αξία και τη σοβαρότητα της παιδικής λογοτεχνίας. Ο Μπαρνέτ, ξαναλέμε, δεν μασά τα λόγια του. Αμφισβητεί —και χαιρόμαστε πολύ γι’ αυτό— την ωφελιμιστική αντίληψη της παιδικής λογοτεχνίας και την αφόρητη, και εν πολλοίς αντιπαιδαγωγική, ηθικολογία, και μας λέει με γλαφυρά προκλητικό τόνο ότι η υποτίμηση των παιδικών βιβλίων ισοδυναμεί με την υποτίμηση των ίδιων των παιδιών ως «πραγματικών ανθρώπων» ικανών να προσλάβουν «πραγματική τέχνη». Υποστηρίζοντας, ανάμεσα σε πολλά άλλα, ότι τα παιδιά είναι συχνά ανώτεροι αναγνώστες λογοτεχνικής μυθοπλασίας σε σχέση με τους ενήλικες, χάρη στην έμφυτη ικανότητά τους να αναστέλλουν το τείχος δυσπιστίας που συχνά εμποδίζει εμάς να βυθιζόμαστε πλήρως στις ιστορίες, παραδίδει ένα εγχειρίδιο απαραίτητο σε συγγραφείς, εκδότες και εκπαιδευτικούς, αλλά και σε κάθε άνθρωπο που έχει παιδιά ή βρίσκεται κοντά σε παιδιά.
Με αφορμή λοιπόν αυτό το σημαντικό βιβλίο, συζητάμε σήμερα —σε αυτό το κατ’ ανάγκην μονοθεματικό Ημερολόγιο— με τη Βασιλική Νίκα, έναν από τους λίγους ανθρώπους στη χώρα μας με τόσο βαθιά, πολύπλευρη και μακρά τριβή με το παιδικό βιβλίο, για την παιδική λογοτεχνία. Την ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο της, αλλά και για όλη της τη δουλειά στον χώρο.
* * *
Κ.Α.: Ο Μπαρνέτ θεωρεί ότι τα παιδιά είναι το ιδανικό κοινό για την τέχνη και οι ιδανικοί αναγνώστες λογοτεχνίας. Ποια στοιχεία από την εμπειρία σας ως παιδαγωγού και μεταφράστριας παιδικής λογοτεχνίας επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη;
Β.Ν.: Tα παιδιά δεν παραξενεύονται ποτέ αν σε μία ιστορία υπάρχει για παράδειγμα μία πόρτα που έχει μάτια και στόμα ή αν ένα ζώο μιλάει. Και αυτό δεν είναι αφέλεια. Είναι ικανότητα. Όπως λέει και ο Μπαρνέτ, τα μικρά παιδιά ακροβατούν με μεγάλη ευκολία ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Μέχρι να τους πει κάποιος ότι «αυτά δεν γίνονται».
Τα πρωτάκια έρχονται στο σχολείο γεμάτα χαρά και περιέργεια, με ένα βλέμμα ευρύ που χωράει και την πραγματικότητα και τη φαντασία. Κι όσο προχωρούν, αυτό το βλέμμα στενεύει. Η φαντασία θεωρείται χάσιμο χρόνου… Το σχολείο, η πίεση του καθημερινού προγράμματος, όλα «φωνάζουν» στα παιδιά να αφήσουν στην άκρη ό,τι δεν είναι «χρήσιμο». Η τέχνη και η λογοτεχνία μπορούν, όμως, να λειτουργήσουν ως καταφύγια, βοηθώντας τα να διατηρήσουν αυτήν την αίσθηση της ελευθερίας τους.
Το σχολείο, η πίεση του καθημερινού προγράμματος, όλα «φωνάζουν» στα παιδιά να αφήσουν στην άκρη ό,τι δεν είναι «χρήσιμο»
Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι τα παιδιά εκτιμούν τις καλές και απαιτητικές ιστορίες, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν οι ενήλικες που θεωρούν ότι προτιμούν τα απλοϊκά, εύπεπτα κείμενα. Και αυτό το καταλαβαίνουμε όσοι διαμεσολαβούμε την ανάγνωση διαβάζοντας μεγαλόφωνα στα παιδιά. Σπάνια, σχεδόν ποτέ, ένα παιδί θα μείνει αδιάφορο ή θα φοβηθεί μια δύσκολη, απαιτητική ιστορία.
Κ.Α.: Ο Μπαρνέτ μιλά πολύ όμορφα για τη μυστική πύλη που ανοίγουν τα βιβλία, επιτρέποντας την αναστολή της δυσπιστίας και την εμβάθυνση του αναγνώστη στη μυθοπλασία, στην ιστορία. Τονίζει επίσης ότι η φαντασία είναι ένας από τους λίγους χώρους αυτονομίας των παιδιών. Πώς μπορεί η παιδική λογοτεχνία να προστατεύσει και να ενισχύσει αυτή την αυτονομία, αντί να την περιορίζει με επιβολή από τους ενήλικες;
Β.Ν.: Η λογοτεχνία είναι ένας από τους ελάχιστους χώρους όπου ένα παιδί μπορεί να είναι μόνο του, χωρίς να είναι μόνο. Μπορεί να έχει μία «κρυφή» ζωή: με αόρατους φίλους, φανταστικές περιπέτειες, αγωνίες που δεν χρειάζεται να τις εξηγήσει σε κανέναν. Μέσα σε ένα βιβλίο, σε μια ιστορία, μπορεί να δοκιμάσει ρόλους, να σκεφτεί χωρίς να νιώθει τον έλεγχο των ενηλίκων, να νιώσει χωρίς να εκτεθεί.
Πολλοί γονείς ή εκπαιδευτικοί δίνουν βιβλία στα παιδιά με την προσμονή να μάθουν κάτι που εκείνοι δεν προλαβαίνουν ή δεν μπορούν ή νιώθουν αδύναμοι να τους διδάξουν. Μπερδεύουν δηλαδή ένα εκπαιδευτικό εργαλείο με την αληθινή λογοτεχνία.
Οι συγγραφείς που πιστεύουν ότι τα παιδιά είναι αληθινοί άνθρωποι χαρίζουν στα παιδιά αληθινές λογοτεχνικές ιστορίες
Επίσης, στο σπίτι ή στο σχολείο ή στις βιβλιοθήκες το παιδί αναγκαστικά θα επιλέξει ανάμεσα σε βιβλία που πριν έχουν επιλέξει ενήλικες, οι οποίοι αξιολογούν τι «πρέπει» να διαβάσουν τα παιδιά. Την ίδια στιγμή βέβαια κανένας δεν ελέγχει τι βλέπουν τα παιδιά στις οθόνες, στο TikTok ή στο YouTube. Εκεί η εξουσία των ενηλίκων καταρρέει. Ζούμε σε έναν αντιφατικό, παράλογο κόσμο όπου το βιβλίο περνάει από δεκάδες φίλτρα ή μπορεί να θεωρηθεί απειλή (δεν είναι λίγα τα βιβλία που λογοκρίνονται σήμερα, κυρίως στην Αμερική), αλλά η ασυδοσία στις οθόνες περνά σχεδόν απαρατήρητη. Αλλά και στην Ελλάδα, αρκετοί εκδότες λαμβάνουν επιστολές από ανήσυχους γονείς που πιστεύουν ότι ένα συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι κατάλληλο για τα παιδιά τους. Παρόμοιες παρατηρήσεις απευθύνονται και στους εκπαιδευτικούς, και κάποιες φορές οι γονείς ασκούν έντονη πίεση.
Οι συγγραφείς που πιστεύουν ότι τα παιδιά είναι αληθινοί άνθρωποι χαρίζουν στα παιδιά αληθινές λογοτεχνικές ιστορίες. Είναι ευθύνη της επίσημης εκπαίδευσης να κάνει τη λογοτεχνία πεδίο εμπιστοσύνης και όχι αξιολόγησης και να βοηθήσει τα παιδιά να συναντηθούν με αξιόλογα κείμενα.
Κ.Α.: Μία από τις πιο προκλητικές θέσεις του Μπαρνέτ είναι ότι «μια υγιής λογοτεχνία για παιδιά θα πρέπει να περιέχει τέχνη, αλλά θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει και αρκετά σκουπίδια, επειδή τα σκουπίδια είναι ένα απαραίτητο υποπροϊόν της διαδικασίας δημιουργίας τέχνης». Πώς σχολιάζετε αυτή την άποψη, δεδομένης της συζήτησης στην Ελλάδα για την ποιότητα και τον διδακτισμό στην παιδική λογοτεχνία;
Β.Ν.: Αν ένα παιδί διάβαζε είκοσι βιβλία τον χρόνο, δεν θα με πείραζε καθόλου αν κάποια από αυτά ήταν επιφανειακά ή ακόμη και κακογραμμένα. Το πρόβλημα είναι όταν ένα παιδί διαβάζει μόνο δύο βιβλία τον χρόνο. Τότε, κάθε βιβλίο μετράει.
Στη χώρα μας παρατηρείται μία ιδιομορφία όσον αφορά την ελεύθερη πρόσβαση των παιδιών στο βιβλίο. Δεν υπάρχει κουλτούρα βιβλιοθήκης, δεν υπάρχουν βιβλιοθήκες στα σχολεία που να μένουν ανοιχτές όλη την ημέρα (μερικές ώρες την εβδομάδα δεν φτάνουν). Ως αποτέλεσμα, τα παιδιά δεν έχουν την ευκαιρία να βρίσκονται ανάμεσα σε πολλά και καλά βιβλία, καταφεύγοντας συχνά σε ό,τι διαφημίζεται.
Οι γονείς (θα επιμείνω στον ρόλο των γονέων), παρόλο που θέλουν το καλύτερο για τα παιδιά τους, πολλές φορές στερούνται της απαραίτητης γνώσης. Μιλάω πολλά χρόνια με γονείς που μοιράζονται την ανησυχία τους σχετικά με τα παιδιά και την ανάγνωση. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που συγκέντρωσα όσα θα ήθελα να τους πω σε ένα βιβλίο που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις Εκδόσεις Πατάκη. Στόχος μου είναι να ενθαρρύνω τους γονείς να συνεχίσουν την προσπάθεια και να τους βοηθήσω να ισορροπήσουν μεταξύ των προτιμήσεων των παιδιών και της δικής τους γνώσης και ευθύνης.
Κ.Α.: Όπως είπατε και εσείς, ο Μπαρνέτ επισημαίνει επίσης το παράδοξο, κατά το οποίο οι ενήλικες γράφουν, επιλέγουν, πουλάνε, αγοράζουν και τελικώς χαρίζουν βιβλία στα παιδιά, τα οποία βέβαια είναι οι πραγματικοί τελικοί αναγνώστες. Αυτό προφανώς είναι δύσκολο να αλλάξει, αλλά πώς επηρεάζει την εκδοτική παραγωγή; Ποιες είναι οι επιπτώσεις του στην ποιότητα και την ποικιλία των βιβλίων που φτάνουν στα χέρια των παιδιών; Πώς μπορούν οι συγγραφείς και οι εκδότες να διασφαλίσουν ότι σέβονται την οπτική γωνία του παιδιού-αναγνώστη, αποφεύγοντας την παγίδα να γράφουν ή να επιλέγουν βιβλία που απευθύνονται κυρίως στις προσδοκίες των ενηλίκων;
Β.Ν.: Η εξουσία των ενηλίκων στην παραγωγή του βιβλίου είναι δεδομένη. Ελέγχουν τι γράφεται, τι εκδίδεται, τι διαφημίζεται. Αν, λοιπόν, δεν είναι εφικτό να αρνηθούμε αυτήν την εξουσία, θα πρέπει να τη διαχειριστούμε με συνείδηση. Να μη γράφουμε για το καλό, το τέλειο παιδί, αλλά για το παιδί που υπάρχει.
Όσοι ενήλικοι καταφέρνουν να γράφουν ή να εκδίδουν κρατώντας ζωντανή την ανάμνηση του παιδιού που υπήρξαν, γίνονται σύμμαχοι σε αυτόν τον σκοπό. Υπερασπίζονται το παιδί, του δίνουν χώρο, δεν το εγκλωβίζουν στις δικές τους προσδοκίες. Εξάλλου και οι εκδότες κρίνονται για την ποιότητα των βιβλίων που εκδίδουν.
Η ποικιλία των βιβλίων που εκδίδονται δεν έχει πληγεί. Το αντίθετο θα έλεγα. Εκδίδονται πολλά και καλά βιβλία. Ωστόσο, είναι απαραίτητο οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί να ενημερώνονται κατάλληλα, ώστε τα βιβλία αυτά να φτάσουν στα χέρια των παιδιών. Οι γονείς έχουν τον κρίσιμο ρόλο να οδηγήσουν τα παιδιά στις βιβλιοθήκες ή στα τοπικά βιβλιοπωλεία.
Υπάρχουν αξιόλογες πρωτοβουλίες, όπως για παράδειγμα η Καλοκαιρινή Εκστρατεία Ανάγνωσης και Δημιουργικότητας η οποία σχεδιάζεται κάθε καλοκαίρι από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος και το ΕΚΠΑ και υλοποιείται από το Δίκτυο Ελληνικών Βιβλιοθηκών. Σε κάθε γωνιά της Ελλάδας οι βιβλιοθήκες κάνουν ό,τι μπορούν για να υποδέχονται παιδιά που διαβάζουν και απολαμβάνουν δημιουργικές δραστηριότητες, πολλές φορές με πενιχρά μέσα.
Όσοι ενήλικοι καταφέρνουν να γράφουν ή να εκδίδουν κρατώντας ζωντανή την ανάμνηση του παιδιού που υπήρξαν, γίνονται σύμμαχοι σε αυτόν τον σκοπό. Υπερασπίζονται το παιδί, του δίνουν χώρο, δεν το εγκλωβίζουν στις δικές τους προσδοκίες
Επιπλέον, η στήριξη των μικρών, τοπικών βιβλιοπωλείων είναι απαραίτητη, ώστε να μπορέσουν να αντέξουν και να επιλέγουν βιβλία που συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παιδιών.
Κ.Α.: Από την οπτική σας ως παιδαγωγού, πώς αντιλαμβάνεστε την ψυχοσυναισθηματική διεργασία των παιδιών κατά την ανάγνωση; Πώς μπορούν τα βιβλία να υποστηρίξουν την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης, αίφνης, ή του χιούμορ, πράγματα που τονίζει συχνά ο Μπαρνέτ στο βιβλίο του;
Β.Ν.: Αυτό που συμβαίνει όταν ένα παιδί διαβάζει είναι ένα μικρό θαύμα: ένα είδος συντονισμού. Δεν είναι απλώς κατανόηση νοημάτων. Είναι ενσυναίσθηση, ταύτιση, μετακίνηση. Το παιδί γίνεται άλλος και ταυτόχρονα παραμένει ο εαυτός του.
Οι λογοτεχνικές ιστορίες προσφέρουν στον αναγνώστη έναν τρόπο να βιώσει ακόμη και συναισθήματα που δεν αντέχει στην πραγματική του ζωή. Να γελάσει ενδεχομένως με πράγματα που απαγορεύονται. Να λυπηθεί χωρίς να εκτεθεί. Ο Μπαρνέτ έχει δίκιο: το χιούμορ και η ενσυναίσθηση βοηθούν τα παιδιά να μεγαλώσουν. Είναι τρόποι να μπουν στον κόσμο των άλλων, χωρίς να χάσουν τον δικό τους. Αλλά όλα αυτά επιτυγχάνονται όχι χάρη στην πρόθεση ενός μεγάλου να «διδάξει» κάτι, αλλά με ωραίες αφηγήσεις, ρυθμό και συναίσθημα. Με ιστορίες που σέβονται ακόμη και τη σιωπή, τη χαρά, το παράλογο… Επιπλέον, είναι σημαντικό οι γονείς να θυμούνται ότι τα θετικά αποτελέσματα της ανάγνωσης απαιτούν χρόνο για να εμφανιστούν. Αυτά θα γίνουν ορατά καθώς τα παιδιά τους μεγαλώνουν.
Οι λογοτεχνικές ιστορίες προσφέρουν στον αναγνώστη έναν τρόπο να βιώσει ακόμη και συναισθήματα που δεν αντέχει στην πραγματική του ζωή. Να γελάσει ενδεχομένως με πράγματα που απαγορεύονται
Κ.Α.: Ο Μπαρνέτ υποστηρίζει ότι τα παιδιά είναι ικανά να κατανοούν βαθιές αλήθειες και σύνθετες αφηγήσεις. Πώς μπορούν οι συγγραφείς και οι εκδότες να εμπιστευτούν περισσότερο αυτή την ικανότητα των παιδιών, προσφέροντάς τους βιβλία που δεν φοβούνται να θίξουν δύσκολα θέματα, χωρίς όμως να υποπέσουν σε διδακτισμό;
Β.Ν.: Ο διδακτισμός εισχωρεί εκεί που ο συγγραφέας δεν εμπιστεύεται τον αναγνώστη του. Του λέει τι να σκεφτεί, τι να νιώσει, ποιο είναι το σωστό. Η λογοτεχνία όμως είναι πάντα υπαινικτική. Δεν κραυγάζει. Ψιθυρίζει θα έλεγα. Όταν εμπιστεύεσαι το παιδί, του δίνεις χώρο να συναντήσει το δύσκολο χωρίς να το υποτιμήσεις, αλλά και χωρίς να το τραυματίσεις. Δεν χρειάζεται να του εξηγείς κάθε λέξη. Αρκεί να του δώσεις μία ιστορία που αντέχει την αλήθεια και την κρατάει κρυφή όσο πρέπει. Ένα παιδί μπορεί να δεχθεί την απώλεια, τη μοναξιά, τον θάνατο, την ενοχή, με τον δικό του μυστηριώδη και ειλικρινή τρόπο που είναι διαφορετικός από τον τρόπο των ενηλίκων.
Οι καλοί συγγραφείς δεν γράφουν με το βλέμμα στον γονιό ή στον εκπαιδευτικό, αλλά με την καρδιά δίπλα σε κείνο το παιδί που θα σταθεί σε μία πρόταση και θα μείνει σιωπηλό όχι γιατί δεν την κατάλαβε αλλά γιατί το άγγιξε βαθιά.
Ένα παιδί μπορεί να δεχθεί την απώλεια, τη μοναξιά, τον θάνατο, την ενοχή, με τον δικό του μυστηριώδη και ειλικρινή τρόπο που είναι διαφορετικός από τον τρόπο των ενηλίκων
Κ.Α.: Με δυο λόγια, τι είναι για εσάς ένα λογοτεχνικά άρτιο βιβλίο;
Ένα καλό βιβλίο είναι αισθητικά πλήρες, αφηγηματικά ζωντανό, συναισθηματικά τίμιο. Είναι ένα έργο τέχνης που μέσα από τη φόρμα, τον ρυθμό, το ύφος και τις εικόνες του χαρίζει στον αναγνώστη (παιδί ή ενήλικα) μια συνολική εμπειρία.
Κ.Α.: Στην ψηφιακή εποχή, όπου τα παιδιά εκτίθενται σε πληθώρα ερεθισμάτων, πώς βλέπετε να εξελίσσεται το μέλλον του έντυπου παιδικού βιβλίου; Ποιες προκλήσεις αλλά κυρίως ποιες ευκαιρίες αναδύονται για τους συγγραφείς, τους εικονογράφους και τους εκδότες; Πώς μπορούν τα βιβλία να παραμείνουν ελκυστικά και ανταγωνιστικά έναντι των ψηφιακών μέσων, διατηρώντας παράλληλα την ποιότητα και την καλλιτεχνική τους αξία;
Β.Ν.: Δεν φοβάμαι τόσο για το έντυπο βιβλίο. Και ειδικά αυτό που απευθύνεται σε παιδιά. Όχι γιατί είναι ανώτερο από το ψηφιακό, αλλά γιατί είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα. Το ψηφιακό μέσο έχει τη δύναμή του, αλλά το έντυπο έχει κάτι που δύσκολα μεταφέρεται στην οθόνη: τη σωματική εμπειρία της ανάγνωσης. Το γύρισμα της σελίδας, τη μυρωδιά του χαρτιού, τη σιωπή μεταξύ των λέξεων, την προσοχή που δεν διακόπτεται από διάφορες ειδοποιήσεις. Τον αργό, απολαυστικό χρόνο της ανάγνωσης.
Το περιεχόμενο όμως του βιβλίου θα πρέπει να είναι καλογραμμένο και ενδιαφέρον ώστε ο αναγνώστης να θέλει να συνεχίσει την ανάγνωση. Είτε το βιβλίο είναι χάρτινο είτε ψηφιακό, πρέπει να είναι ποιοτικό και να επικοινωνεί αποτελεσματικά με τον αναγνώστη.
Το ψηφιακό μέσο έχει τη δύναμή του, αλλά το έντυπο έχει κάτι που δύσκολα μεταφέρεται στην οθόνη: τη σωματική εμπειρία της ανάγνωσης
Η ποιότητα είναι σημαντική και για τα βιβλία γνώσεων, τα οποία αντιμετωπίζουν αυξανόμενο ανταγωνισμό από ψηφιακές πηγές. Η εποχή των εγκυκλοπαιδειών έχει παρέλθει προ πολλού και φαίνεται πως οι εκδότες έχουν διδαχτεί πολλά από αυτή την εμπειρία. Σήμερα, εκδίδονται εξαιρετικά βιβλία γνώσεων που χρησιμοποιούν σύγχρονες αφηγηματικές μεθόδους ώστε να διατηρούν το ενδιαφέρον των παιδιών, τα οποία διαθέτουν μεγάλη περιέργεια για τον κόσμο γύρω τους. Επιπλέον, υπάρχουν βιβλία γνώσεων για πολύ μικρά παιδιά, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να εξερευνήσουν γνωστικά θέματα που τους ενδιαφέρουν, κάτι που δεν ήταν τόσο σύνηθες στο παρελθόν. Τα σύγχρονα βιβλία γνώσεων προσφέρουν μια πιο ελκυστική και εμπνευσμένη προσέγγιση από ό,τι οι αυτοματοποιημένες λύσεις.
Κ.Α.: Ποιο είναι το όραμά σας για την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας από την παιδική ηλικία, ώστε να δημιουργηθούν «διά βίου αναγνώστες»;
Β.Ν.: Να διαβάζει ένα παιδί όχι γιατί του το επέβαλε κάποιος αλλά γιατί βρήκε σε μία ιστορία κάτι που το αφορά. Αυτό ονειρεύομαι. Να δημιουργήσουμε συνθήκες, εμπειρίες, σχολεία και σπίτια που να προσφέρουν το βιβλίο και τις ιστορίες όχι ως υποχρέωση αλλά ως χαρά. Οι εκπαιδευτικοί να μη ζητάνε μετά την ανάγνωση περίληψη και δέκα ερωτήσεις κατανόησης, αλλά να αφήνουν χώρο στο γέλιο, στο δάκρυ, στο «θέλω να το ξαναδιαβάσω» ή και στο «δεν μου άρεσε καθόλου». Και οι καλύτεροι συγγραφείς της χώρας να γράφουν για παιδιά.
Για μένα η φιλαναγνωσία δεν είναι ένα πρόγραμμα. Είναι στάση ζωής. Είναι το παιδί που πιστεύει ότι η ανάγνωση είναι μια πράξη ελευθερίας και αφορά την αληθινή ζωή. Είναι όμως και οι μεγάλοι όλων των ηλικιών που ξέρουν ότι μπορούν να βρουν καταφύγιο σε ένα καλό βιβλίο.
Να διαβάζει ένα παιδί όχι γιατί του το επέβαλε κάποιος αλλά γιατί βρήκε σε μία ιστορία κάτι που το αφορά. Αυτό ονειρεύομαι
Αν θέλουμε «αναγνώστες για μια ζωή», πρώτα πρέπει να τους δώσουμε το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης σε βιβλία και μετά την ευκαιρία να αγαπήσουν αληθινά την ανάγνωση.
Η Βασιλική Νίκα γεννήθηκε στην Χαλκίδα το 1963. Σπούδασε παιδαγωγικά και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη μεταφρασεολογία. Είναι διδάκτωρ Κοινωνικής Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Τα τελευταία χρόνια διδάσκει στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΕΚΠΑ, όπου υπηρετεί ως ΕΔΙΠ. Από το 2001 μεταφράζει βιβλία, κυρίως από τα ιταλικά. Το 2007 τιμήθηκε από την Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας με το Βραβείο Μετάφρασης ξένου λογοτεχνικού έργου για παιδιά, ενώ το 2006 αναγράφηκε στον Τιμητικό Πίνακα Άντερσεν 2006. Παράλληλα, είναι συγγραφέας πολλών εκπαιδευτικών βιβλίων, ενώ διευθύνει και τις λογοτεχνικές σειρές “Χωρίς Σωσίβιο” και “Στα Βαθιά” που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πατάκη.
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.