Βιβλιο

Ο Λάκης Παπαστάθης και το Παρασκήνιο: Η μεγάλη των εικόνων σχολή

Προδημοσίευση από την έκδοση «Λάκης Παπαστάθης. Γενικό πλάνο», εκδόσεις Μουσείο Μπενάκη, που συνοδεύει την έκθεση «Λάκης Παπαστάθης. Αναζητώντας τη χαμένη εικόνα»

Παύλος Τσίμας
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD
Λάκης Παπαστάθης. Γενικό πλάνο: Το κείμενο του δημοσιογράφου Παύλου Τσίμα από την έκδοση του Μουσείου Μπενάκη για την πολυσχιδή καλλιτεχνική προσωπικότητα του σκηνοθέτη.

Λάκης Παπαστάθης. Γενικό πλάνο: Το κείμενο του δημοσιογράφου Παύλου Τσίμα από την έκδοση του Μουσείου Μπενάκη για την πολυσχιδή καλλιτεχνική προσωπικότητα του σκηνοθέτη.

Τον Δεκέμβριο του 1975 ο Ροβήρος Μανθούλης, σκηνοθέτης σημαντικός, με εμπειρία στη γαλλική τηλεόραση, αναλάμβανε αναπληρωτής γενικός διευθυντής της νεοσύστατης τότε ΕΡΤ. Όπως περιγράφει ο ίδιος: «Η πρώτη μας σκέψη ήταν να ψάξουμε για κρυμμένα μικρόφωνα. Ανακαλύψαμε συνολικά 9 μικρόφωνα, τα 3 μέσα στο γραφείο μου. Όλα τα τηλέφωνα των βασικών υπευθύνων της τηλεόρασης ήταν παγιδευμένα. Είχαν ξεμείνει άραγε από την εποχή της δικτατορίας; Ή ήταν πρόσφατα τοποθετημένα;»

Ήταν μια εποχή μεταιχμιακή. Ο πυρετός της πρώτων μηνών της Μεταπολίτευσης είχε πέσει σε δέκατα. Οι μεγάλες θεσμικές τομές που όριζαν τη μορφή του πολιτεύματος είχαν ολοκληρωθεί. Οι νέοι θεσμοί έπρεπε τώρα να γεμίσουν με περιεχόμενο, ο σκελετός να γίνει σώμα. Αυτό ήταν το πεδίο της ιδεολογικής, πολιτικής, αλλά και εσωκομματικής μάχης, που διαδέχθηκε το σύντομο ειδύλλιο της δημοκρατικής συναίνεσης. Και πουθενά η μάχη αυτή δεν ήταν πιο έντονη, πιο λυσσαλέα και αδελφοκτόνος από ό,τι στην τηλεόραση.

Ήταν ένας πόλεμος με προϊστορία. Από το 1951, καθώς η εποχή της τηλεόρασης είχε ανατείλει στην Ευρώπη, στην Ελλάδα ανακοινώνονταν σχέδια, δημοσιεύονταν νόμοι, προκηρύσσονταν διεθνείς διαγωνισμοί και προσδιορίζονταν ημερομηνίες κατά τις οποίες «και η Ελλάς, επιτέλους, αποκτά τηλεόρασιν». Τα σχέδια ματαιώνονταν το ένα μετά το άλλο. Κανείς δεν ήθελε ένα μέσο, το οποίο όλοι φαντάζονταν δαιμονικά ισχυρό, παντοδύναμο, το οποίο δεν θα είχε υπό τον απόλυτο έλεγχό του. Αν είναι να μην την ελέγχουμε εμείς την τηλεόραση, ας μην υπάρξει καθόλου.

Η ελληνική τηλεόραση είχε την ατυχία να γεννηθεί στα χέρια της δικτατορίας

Η πρώτη πειραματική εκπομπή του ΕΙΡΤ το 1966, δεκαπέντε χρόνια μετά τον πρώτο περί τηλεόρασης νόμο, εξέπεμψε τις ημέρες της «αποστασίας» και χωρίς να έχει αποφασιστεί το μέλλον της. Το οποίο παρέμενε εκκρεμές μέχρι την 21η Απριλίου του 1967. Και έτσι η ελληνική τηλεόραση είχε την ατυχία να γεννηθεί στα χέρια της δικτατορίας, να μεγαλώσει στα στρατιωτικά θρανία της και να γαλουχηθεί στις αντιλήψεις της. Όχι ως δημόσια υπηρεσία ενημέρωσης, ψυχαγωγίας και πολιτισμού, αλλά ως υπηρεσία απολύτως υποταγμένη στην εκάστοτε κυβέρνηση, για «λόγους εθνικής ασφαλείας».

Η Μεταπολίτευση διατύπωσε τη φιλοδοξία μιας δημοκρατικής ανασυγκρότησης στην τηλεόραση. Επιστρατεύθηκαν οι καλύτεροι: Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο του ΕΙΡΤ είχε Πρόεδρο τον Οδυσσέα Ελύτη και μέλη όπως τον Παύλο Ζάννα, τον Παντελή Βούλγαρη, τον Γιώργο Βέλτσο και την Τατιάνα Μιλιέξ. Ο Δημήτρης Χορν ανέλαβε γενικός διευθυντής, με αναπληρωτή τον Παύλο Μπακογιάννη, διευθυντή της Ντόιτσε Βέλε στα χρόνια της δικτατορίας. Ο Μάνος Χατζιδάκις ανέλαβε διευθυντής Ραδιοφωνίας. Μια σπουδαία μορφή, ο σερ Χιου Γκριν, αδελφός του συγγραφέα Γκράχαμ Γκριν, θρυλικός ανταποκριτής στη Γερμανία του Χίτλερ και μετά, επί 10 χρόνια, επικεφαλής του BBC, ανέλαβε να εκπονήσει ένα σχέδιο για μια σύγχρονη τηλεόραση της Δημοκρατίας, απαλλαγμένη από την επαχθή κληρονομιά της χούντας.

Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο του ΕΙΡΤ είχε Πρόεδρο τον Οδυσσέα Ελύτη και μέλη όπως τον Παύλο Ζάννα, τον Παντελή Βούλγαρη, τον Γιώργο Βέλτσο και την Τατιάνα Μιλιέξ

Αλλά η ΕΡΤ βρισκόταν υπό πολιορκία. Ανήσυχοι πολιτευτές και υπουργοί αγωνιούσαν πως αυτά τα φιλελεύθερα ανοίγματα υπονομεύουν την κυβέρνηση και το έθνος. Ο Τάκης Λαμπρίας, ως αρμόδιος για τον Τύπο υπουργός, διαβεβαίωνε τους συναδέλφους του στη βουλή ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούν για τον πολιτικό έλεγχο της τηλεόρασης, διότι το «λεγόμενον κατά κόρον ότι ο ελέγχων την τηλεόρασιν ελέγχει τα πάντα δεν είναι ορθόν επιστημονικώς». Εις μάτην. Τα λαμπρά πρόσωπα άρχισαν να εγκαταλείπουν απογοητευμένα τον αγώνα για μια τηλεόραση απαλλαγμένη από την πολιτική κηδεμονία. Το κόμμα ζητούσε το κεφάλι τους στο πιάτο, με πρώτο εκείνο του Μάνου Χατζιδάκι. Το νέο Σύνταγμα του 1975 διατήρησε ανέπαφη την παλιά διάταξη που εξαιρούσε τη ραδιοτηλεόραση από την προστασία της ελευθερίας του λόγου και την υπήγαγε σε κρατικό έλεγχο. Ο οποίος στην πράξη ασκείτο ως μια ασφυκτική κυβερνητική επιτροπεία, όπου τα κείμενα των εκπομπών δακτυλογραφούνταν και υποβάλλονταν για την εκ των προτέρων έγκριση του εποπτεύοντος Υπουργείου. Και η αντιπολίτευση μόνη έγνοια είχε να διαμαρτύρεται, γιατί δεν της παραχωρούνταν λίγος χρόνος παραπάνω στα δελτία ειδήσεων.

Σε αυτό το περιβάλλον μικρά θαύματα έλαμπαν κάθε τόσο, κυρίως στο πεδίο της ψυχαγωγίας, των σίριαλ, μα το όλο πράγμα πήγαινε κατά διαβόλου. Οι νέοι κομματικοί φεουδάρχες συνασπίστηκαν με τους παλιούς ανθρώπους (τους συνδικαλιστές προπάντων) ενός οργανισμού που πέρασε από τη δικτατορία στη δημοκρατία χωρίς να ανοίξει ρουθούνι, χωρίς να αλλάξει στο εσωτερικό του.

Εκείνος ο Δεκέμβριος του 1975, όμως, ήταν ακόμα μια εποχή ελπίδων. Είχε μόλις ψηφιστεί ο νόμος που μετέτρεπε το αμαρτωλό ΕΙΡΤ στη νέα ΕΡΤ (αν και ο Γκριν έλεγε ότι δεν ανταποκρινόταν ο νόμος ούτε στο 50% των προτάσεών του). Και ο Μανθούλης ανέβαινε στην Αγία Παρασκευή χωρίς πολλές εξουσίες, αλλά με ένα όνειρο: Να δημιουργήσει μια δημόσια τηλεόραση ποιοτική και ταυτόχρονα δημοφιλή. «Η εύκολη λύση», έλεγε, θα ήταν «να δημιουργήσουμε ένα κανάλι για εύκολους τηλεθεατές, με ελκυστικό και ταυτόχρονα χυδαίο πρόγραμμα (την ΥΕΝΕΔ) και δίπλα της ένα κανάλι-ξερονήσι, όπου θα εξορίζονται οι δύσκολοι, απαιτητικοί θεατές». Δοκίμασε μια άλλη λύση. Και για λίγο πέτυχε: Η τηλεθέαση της «ποιοτικής» ΕΡΤ ξεπέρασε για πρώτη φορά την «εύκολη», «λαϊκή» ΥΕΝΕΔ. Το πέτυχε με μια γκάμα νέων, πρωτότυπων προγραμμάτων, με πιο σημαντικό ανάμεσά τους, διαμάντι του στέμματος, το Παρασκήνιο. Μια εκπομπή εβδομαδιαία, που δημιούργησε ένα καινούργιο είδος στην ελληνική τηλεόραση ‒ το πολιτιστικό ντοκιμαντέρ, ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ με αξιώσεις σινεμά.

Ήταν μια άνοιξη σύντομης διάρκειας. Ο Μάνος Χατζιδάκις καθαιρέθηκε τον Σεπτέμβριο του 1976 ‒ κράτησε μόνο το Τρίτο Πρόγραμμα. Και ο Ροβήρος Μανθούλης υπέβαλε, μπαφιασμένος, την παραίτησή του μόλις 13 μήνες από την ανάληψη των καθηκόντων του. «Στην ΕΡΤ», δήλωνε, «επικρατεί μια ψύχωση μακαρθική, τα ανώνυμα γράμματα και τηλεφωνήματα δίνουν και παίρνουν... Υπάρχει ανελευθερία στην τηλεόραση».

Ήταν μια άνοιξη σύντομης διάρκειας. Ο Μάνος Χατζιδάκις καθαιρέθηκε τον Σεπτέμβριο του 1976 ‒ κράτησε μόνο το Τρίτο Πρόγραμμα. Και ο Ροβήρος Μανθούλης υπέβαλε, μπαφιασμένος, την παραίτησή του μόλις 13 μήνες μετά

Τι έμεινε λοιπόν από εκείνη τη σύντομη άνοιξη; Ελάχιστα πράγματα. Ίσως μόνον ένα. Η εκπομπή Παρασκήνιο, η οποία έμεινε στον αέρα της δημόσιας τηλεόρασης για σχεδόν 40 χρόνια. Αληθινό θαύμα. Ή κατόρθωμα.

Συνέβη κάπως έτσι. Ο Μανθούλης κάλεσε δύο νέους κινηματογραφιστές, τον Λάκη Παπαστάθη και τον Τάκη Χατζόπουλο, που είχαν συστήσει μια εταιρεία και γύριζαν διαφημιστικά φιλμ, για να χρηματοδοτούν τις ταινίες που ήθελαν να δημιουργήσουν. Ο Παπαστάθης αργότερα το διηγήθηκε ως εξής: «Μας έδειξε κάποιες γαλλικές εκπομπές που σχετίζονταν με πολιτιστικά θέματα. Το κύριο χαρακτηριστικό των εκπομπών αυτών ήταν πως παρακολουθούσαν τα γεγονότα από τη μεριά των παρασκηνίων, πίσω από αυτά που έβλεπε το κοινό. Είχαν ένταση και πρωτοτυπία, αλλά κατά τη γνώμη μας δεν ξεπερνούσαν ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ. Περισσότερο ενδιαφέρον μας φάνηκε το γεγονός πως δεν πολυφαίνονταν οι δημοσιογράφοι και οι σκηνοθέτες που υπέβαλλαν τις ερωτήσεις».

Έτσι γεννήθηκε το Παρασκήνιο. Πρώτο επεισόδιο, 24 Φεβρουαρίου του 1976, με τρία θέματα, ένα αφιέρωμα στον Θανάση Βέγγο, ένα στον Μίνω Βολανάκη και ένα πορτρέτο του Γιάννη Μαρκόπουλου. Η εκπομπή, σύμφωνα με τον Παπαστάθη, δεν είχε πρότυπα, τα δημιουργούσε η ίδια. Είχε όμως ένα αντι-πρότυπο. Το δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ που στηριζόταν σε «σταρ» δημοσιογράφους. Και ο ίδιος πρόσθετε: «Εννοείται πως είχαμε την αίσθηση της αποστολής. Φανατικά και ανένδοτα. Και μάλιστα της επικίνδυνης αποστολής».

Επικίνδυνη, χωρίς αμφιβολία. Στο πρώτο επεισόδιο κόπηκε μια σκηνή από παράσταση της Μάνας Κουράγιο του Μπρεχτ σε αυλή εργοστασίου. Σε ένα από τα επόμενα κόπηκε το τραγούδι του Καλδάρα «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», διότι εξάπτει τα πολιτικά πάθη. Και μια φράση του Κώστα Γεωργουσόπουλου στο αφιέρωμα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη ‒πως η καλλιτεχνική της άνοδος συνδέεται με την ανάπτυξη μιας μικροαστικής τάξης, στα χρόνια της οικονομικής ανάπτυξης της πρώτης καραμανλικής οκταετίας, που «αφού χόρτασε άρτον, άρχισε να ζητάει και θεάματα»‒ κόπηκε, για να μην πέσει, λέει, η κυβέρνηση. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει πως «η βλακεία και η ανικανότητα αποτελεί πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης».

Και όμως. Το Παρασκήνιο επιβίωσε σχεδόν 40 χρόνια, σε καλύτερους και σε χειρότερους καιρούς. Επέζησε χάρις στο πάθος, στην αφοσίωση και στον επαγγελματισμό των δημιουργών της. Και με αυτά έχτισε έναν μύθο γύρω από το όνομά του.

Ήταν μια εκπομπή που παρακολουθούσα και θαύμαζα. Μα αναρωτήθηκα, εκ των υστέρων, αν ο μύθος του Παρασκηνίου ανταποκρίνεται στις πραγματικές αρετές του ή είναι μια νοσταλγική εξιδανίκευση. Ξαναείδα δεκάδες επεισόδια, που ψηφιοποιημένα πια φυλάσσονται στη Νήσο των Θησαυρών, που είναι το αρχείο της ΕΡΤ. Είδα την αφήγηση του Ταχτσή για τη γειτονιά των παιδικών του χρόνων και την ξενάγηση του Γιώργου Ιωάννου, είδα τον Ζιλ Ντασέν να αφηγείται τη ζωή του, τον Λεωνίδα Κύρκο να μιλά για τις ιδέες που οδήγησαν τη δική του ζωή και είδα επίσης το πολυσυζητημένο αφιέρωμα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη ‒ το πιο ολοκληρωμένο, το πιο συναρπαστικό από όσα έχουν γίνει γι’ αυτή και ένα από τα πιο μοντέρνα, με σημερινούς όρους, πράγματα που έχω δει ποτέ. Και βεβαιώθηκα πως όχι, δεν εξιδανικεύω από νοσταλγία. Αντίθετα. Ούτε καν υποψιαζόμουν την αληθινή αξία αυτού του θησαυρού.

Τι ήταν λοιπόν το Παρασκήνιο;

Ήταν πρώτα το σήμα. Η μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου και η μορφή του κάμεραμαν με την παλιά, βαριά κάμερα στον ώμο. Ήταν το ύφος, το στιλ. Ο δημοσιογράφος ή ο σκηνοθέτης που ρωτά δεν εμφανίζεται ποτέ, δεν ακούγεται καν, παρά μόνο όταν η ερώτηση είναι αναγκαία για να γίνει κατανοητή η απάντηση. Ήταν η επιλογή των θεμάτων και των προσώπων. Ήταν η χρήση του αρχείου, διακριτική, μα συστηματική και καίρια. Ήταν ο τρόπος που οι εκπομπές σκάλιζαν την επιφάνεια για να βγει στο φως, χωρίς να την εκβιάσει κανείς, μια κρυμμένη αλήθεια. Και ήταν η γραφή, η γλώσσα. Μια νέα γλώσσα για την ελληνική τηλεόραση, που δεν βρήκε πολλούς άλλους να τη μιλήσουν. Ένα βλέμμα αυθεντικά κινηματογραφικό. Σαν η τηλεόραση να εξοφλούσε το χρέος απέναντι στον γεννήτορά της.

Και ήταν, προπάντων, η συνέπεια, επί 40 χρόνια, χωρίς ούτε μία παραχώρηση στη φλυαρία, στην επίδειξη, στην αυτοπροβολή ή στη συμβατικότητα. Κάπως έτσι χτίστηκε ο μύθος του Παρασκηνίου. Της πιο μακρόβιας εκπομπής στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Που έγινε μια πινακοθήκη των ηρώων του ελληνικού πολιτισμού. Ανατρέχεις στο αρχείο της και είναι σαν να κάνεις βόλτα κάτω από τις προτομές των ηρώων της Επανάστασης στο Πεδίον του Άρεως: Ο Ταχτσής, ο Ιωάννου, ο Αναγνωστάκης, ο Αλεξάνδρου ή ο Καββαδίας, ο Αξελός, ο Καστοριάδης, ο Τσαρούχης και ο Άρης Κωνσταντινίδης, ο Κουν, η Λαμπέτη, ο Βέγγος και η Βουγιουκλάκη. Μια πινακοθήκη ηρώων, αλλά προπάντων ένα σχολείο δημιουργών. Μια γενιά σκηνοθετών, κοντά 120, πέρασαν και υπέγραψαν κάποια από τα εννιακόσια τόσα θέματά της. Και έκαναν το Παρασκήνιο τη Μεγάλη των Εικόνων Σχολή της ελληνικής τηλεόρασης.

Η έκδοση «Λάκης Παπαστάθης. Γενικό πλάνο» αποτελεί τον συνοδευτικό κατάλογο της έκθεσης με τον τίτλο «Λάκης Παπαστάθης. Αναζητώντας τη χαμένη εικόνα», η οποία φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη, την άνοιξη του 2025. Μέσα από την πλούσια εικονογράφηση του βιβλίου, μέσα από κείμενα του ίδιου του σκηνοθέτη, αλλά και μέσα από τις πολυάριθμες μαρτυρίες φίλων, συνεργατών και ανθρώπων του πνεύματος σκιαγραφείται η πορεία του σπουδαίου σκηνοθέτη από τα χρόνια των σπουδών του και τα πρώτα του κινηματογραφικά βήματα, κατά τη δεκαετία του 1960, μέχρι τον θάνατό του, το 2023. Η έκδοση δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα όχι μόνο να παρακολουθήσει τη διαδρομή του Λάκη Παπαστάθη στον χώρο του κινηματογράφου, του τηλεοπτικού πολιτιστικού ντοκιμαντέρ και της λογοτεχνίας, αλλά και να τοποθετήσει τη συμβολή του μέσα στον μεγάλο χρόνο της Μεταπολίτευσης.