Βιβλιο

«Αλάνια», ένα βιβλίο του Πιερ Πάολο Παζολίνι που θυμίζει ταινία

Ο συγγραφέας και κορυφαίος σκηνοθέτης καταγράφει την υποβαθμισμένη και «σκοτεινή» πλευρά της Ρώμης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 945
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: «Αλάνια» του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Παρουσίαση του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδ. Gutenberg

Εμείς οι παλαιοί των ημερών θυμόμαστε με νοσταλγία τις ταινίες του Παζολίνι, όταν σπεύδαμε να δούμε το «Ακατόνε», το «Θεώρημα», το «Μάμα Ρόμα», αλλά και το «Κατά Ματθαίον» (γυρισμένο στην απίστευτη τοποθεσία Ματέρα στην Ιταλία, ένα ταξίδι που κάθε ιδαλγός περιηγητής οφείλει στον εαυτό του). Κανείς βέβαια δεν ξεχνάει τον «Οιδίποδα», τη «Μήδεια» και το κύκνειο άσμα του, το «Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα». Τις περισσότερες από αυτές τις ταινίες μάς τις είχε προσφέρει η κρατική τηλεόραση αλλά και οι κινηματογραφικές αίθουσες της πρωτεύουσας.

Τον Παζολίνι ήρθαν να μας υπενθυμίσουν οι εκδόσεις Gutenberg με το μυθιστόρημά του «Aλάνια». Ο τίτλος τα λέει όλα. Το βιβλίο περιγράφει τη χαμοζωή των νεαρών κατοίκων της Ρώμης σε εποχές ασπρόμαυρες. Ο μεταφραστής Γιώργος Κεντρωτής αποβάλλει εδώ τον βαθυκύανο μανδύα που φορούσε όταν μετάφραζε Μπροχ και γίνεται δημιουργός μιας εξαιρετικής δουλειάς. Το μυθιστόρημα του Παζολίνι δημιουργεί στον αναγνώστη εικόνες ενός καιρού αλλοτινού, φτιάχνοντας σκηνές που θυμίζουν τις ταινίες του, ιδανικές για τις κρύες νύχτες του χειμώνα.

Για να πάρετε μια ιδέα της αφήγησης αλλά και της μετάφρασης, μεταφέρω εδώ μια σελίδα από το βιβλίο:

«Ο Λέρας σύχναζε στα μέρη της Βία Τουσκολάνα, στην Πιάτσα Ρε ντι Ρόμα, στη Βία Τάραντο, εκεί όπου υπήρχε όλο και καμιά μικρούλα συνοικιακή λαϊκή αγορά, κάνα στρατόπεδο ή κάνα μοναστήρι που μοίραζαν οι μοναχοί συσσίτιο. Όταν την κοπάναγε απ’ το σπίτι του, τα ’βγαζε πέρα δουλεύοντας λίγο (όσο λιγότερο μπορούσε) σε κάναν ψαρά ή σε καμιά πιτσαρία, αλλά και ξαφρίζοντας πού και πού τίποτα ψιλά από κάναν πάγκο ή μες στο τραμ. Όποτε του ’κανε κέφι, έμενε σε συνοικισμούς της ρωμαϊκής περιφέρειας, στην Πρενεστίνα, δίπλα στο Κουαντράτο, και είχε ένα καταξεφτισμένο τσουβάλι για να κουβαλάει όσα παλιοσίδερα ή κομμάτια μολύβι μάζευε από τους σκουπιδότοπους· μα και τούτη τη δουλειά σπάνια την έκανε, γιατί του πονούσε η μέση απ’ το σκύψε σκύψε, άσε που απ’ όλη κείνη τη σκόνη που ’τρωγε του κόλλαγε έπειτα ο λαιμός, οπότε και χρειαζόταν να κατεβάσει μια μποτίλια κρασί για να τον απολυμάνει, κι έτσι του ’φευγαν τα μισά από τα φράγκα που ’χε κονομήσει. Μα και τον Σγουρομάλλη –και μάλλον επειδή ήταν δουλειά για μικρά παιδάκια– δεν τον πολυενθουσίαζε τούτ’ η ιστορία με τα παλιοσίδερα· κι έτσι, στην περιφέρεια πήγαιναν μόνο για να κοιμηθούν στους κάδους, κι όλη τους τη μέρα την έτρωγαν μέσα στη Ρώμη. Αν, λοιπόν, κονομούσανε μια μέρα μπόλικα όβολα και την άλλη δεν έβγαζαν μία, την παράλλη κινούσανε με το πάσο τους να πάνε για δουλειά, να βγουν στον μόχθο…»

Ένα από εκείνα τα αλάνια, ένας δεκαεπτάχρονος σεξεργάτης, τον σκότωσε μια νύχτα στην παραλία της Όστια με τρόπο βάναυσο. Τα ξημερώματα της άλλης μέρας βρήκαν το πτώμα του. Πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε. Ας τον τιμήσουμε διαβάζοντας το βιβλίο του.