Βιβλιο

Οι κράχτες, ένα μυθιστόρημα νοσταλγίας

Ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό, όπως εξηγεί η συγγραφέας Κάρα Χόφμαν, και αναμνήσεις από μια Αθήνα, όχι και τόσο παλιά, από γειτονιές που έχουν αλλάξει αλλά όχι τόσο, από επαγγέλματα που ανήκουν στο παρελθόν

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 917
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Παρουσίαση του βιβλίου «Οι κράχτες» της Κάρα Χόφμαν, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg

Δύο χρόνια μετά την πτώση της χούντας περνούσα με επιτυχία τις εξετάσεις για τη Νομική Αθηνών. Οι γονείς μου πήραν το πλοίο και ανέβηκαν στην Αθήνα να μου βρουν φοιτητικό κατάλυμα. Ύστερα από κοπιαστική αναζήτηση, νοίκιασαν για τον πρωτοετή φοιτητή της Νομικής ένα πλυσταριό που είχε μετατραπεί σε λιλιπούτειο διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία της οδού Λιοσίων. Στο ισόγειο στεγαζόταν ένα εστιατόριο που με βόλευε όταν δεν έτρωγα στη φοιτητική λέσχη της Ιπποκράτους (δεν θα ξεχάσω ποτέ το πιλάφι με κιμά στο υπόγειο της λέσχης).

Από τα ύψη της φοιτητικής μου κατοικίας, από την ταράτσα της πολυκατοικίας κοντολογίς, ατένιζα τα μπουρδέλα της γειτονιάς, που τα κόκκινα φώτα τους το βράδυ λαμπύριζαν γεμάτα υποσχέσεις. Απέναντί μου ακριβώς ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός Λαρίσης και διάσπαρτα τα ρυπαρά ξενοδοχεία της περιοχής που στάβλιζαν ξένους τουρίστες, αλλά και επαρχιώτες που έφταναν από τα χωριά τους για υποθέσεις του κοινού αστικού δικαίου.

Για ένα από αυτά τα ξενοδοχεία, το Όλυμπος, μιλάει η Αμερικανίδα συγγραφέας Κάρα Χόφμαν στο, εξαιρετικά μεταφρασμένο από τον Παναγιώτη Κεχαγιά, μυθιστόρημά της με τίτλο «Οι κράχτες». Το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό, όπως εξηγεί η συγγραφέας του. Είχε φτάσει η ίδια, δεκαεννέα ετών, στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 με σκοπό να δουλέψει στους ελαιώνες. Αποβιβάστηκε στην Αθήνα με το τρένο, στον σταθμό Λαρίσης, και βρήκε κατάλυμα στο ξενοδοχείο Όλυμπος. Στο ίδιο ξενοδοχείο βρήκε και δουλειά – όχι για να μαζεύει ελιές, αλλά για να αλιεύει τουρίστες που έφταναν στην πρωτεύουσα και αναζητούσαν κάποιο μέρος να μείνουν. Τότε, όσο κι αν ακούγεται εξωφρενικό, δεν υπήρχαν κινητά, ούτε GPS, ούτε Google maps για να οδηγηθούν οι περιηγητές. Εκεί αναλάμβαναν οι κράχτες.

Οι κράχτες φρόντιζαν να ψαρεύουν τους τουρίστες πριν καν αποβιβαστούν από τα τρένα που τους έφερναν από το λιμάνι της Πάτρας, για να τους οδηγήσουν άσφαλτα στα ξενοδοχεία που τους άμειβαν πενιχρά για το ιερό επάγγελμα του αλιευτή αλλοδαπών ψυχών και παχυλών πορτοφολιών. Αυτό κάνει και η ηρωίδα της Χόφμαν. Ζει και εργάζεται για το ξενοδοχείο Όλυμπος, ενώ συγκατοικεί με ένα αλλόκοτο ζευγάρι ομοφυλόφιλων σε ένα μισογκρεμισμένο δωμάτιο του ξενοδοχείου.

Σε παράλληλη αφήγηση μαθαίνουμε την εξέλιξη των ηρώων στο απώτερο μέλλον, όταν ο καθένας ακολουθεί το δικό του μονοπάτι στη ζωή, έχοντας αφήσει πίσω του την εποχή της ανέμελης νιότης και της ρέμπελης ζωής.

Κάρα Χόφμαν

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα νοσταλγίας, καθώς φέρνει διαρκώς στον νου αναμνήσεις από μια Αθήνα, όχι και τόσο παλιά, από γειτονιές που έχουν αλλάξει αλλά όχι τόσο, από επαγγέλματα που ανήκουν στο παρελθόν – αλλά ένα παρελθόν που έχουμε βιώσει, τουλάχιστον εμείς οι παλαιοί των ημερών.

Η Κάρα Χόφμαν φαίνεται ότι αγάπησε τόσο την Ελλάδα που εγκαταστάθηκε για τα καλά στην Αθήνα και μπορεί κανείς να τη συναντήσει στα Εξάρχεια να πίνει τον καφέ της στην πλατεία, ενώ κάτω από τη γη, κάτω από τα πόδια της για την ακρίβεια, κατασκευάζεται –παρά τις διαμαρτυρίες– ο νέος σταθμός του μετρό.