Βιβλιο

Ο έρωτας με τον κινηματογράφο

Το βιβλίο «Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου» του Βρασίδα Καραλή με έβαλε σε μία σειρά από σκέψεις

Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 917
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου»: Ο Γιώργος Φλωράκης γράφει για το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή (εκδόσεις Δώμα)

Ένα εξαιρετικό βιβλίο που έφτασε πρόσφατα στα χέρια μου με τίτλο «Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου» του Βρασίδα Καραλή (εκδ. Δώμα) ενεργοποίησε μια σειρά από σκέψεις: σε πρώτη φάση για το σινεμά κι ύστερα για την ανθρώπινη κατάσταση…

Ξεκινώ από μια παράξενη αφετηρία: από την άποψη που λέει ότι ένας άνθρωπος μπορεί να ασχοληθεί σε βάθος το πολύ με δύο τέχνες. Για μένα, η πρώτη είναι σίγουρα η μουσική κι η δεύτερη σίγουρα η λογοτεχνία. Μιλάμε για δύο τεράστιους κόσμους που κανείς δεν μπορεί ποτέ να πει στα σοβαρά ότι έχει κατακτήσει. Κι αν το πει, η πραγματικότητα θα έρθει με φόρα να τον διαψεύσει. Προσωπικά το παλεύω: ακούω κι ύστερα διαβάζω γι’ αυτό που ακούω, διαβάζω κι ύστερα διαβάζω γι’ αυτό που διαβάζω. Δεν τελειώνει κι ούτε θα τελειώσει ποτέ. Vita brevis…

Διαβάζοντας το βιβλίο «Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου» του Βρασίδα Καραλή

Αγαπώ και το σινεμά. Πολύ. Όμως του το δείχνω μ’ έναν τρόπο ερασιτεχνικό. Πηγαίνω και βλέπω τις ταινίες που θέλω να δω, χάνω καμιά φορά και κάποια, ενθουσιάζομαι, μα συνεχώς ξεχνάω. Ξεχνάω ονόματα σκηνοθετών, ηθοποιών, τίτλους έργων, τα πάντα σχεδόν. Μένουν στο μυαλό μου μόνο οι ταινίες και οι σκηνοθέτες που έχω αγαπήσει πολύ. Ερασιτέχνης.

Για τον ελληνικό κινηματογράφο τρέφω μεγάλη αγάπη. Σ’ έναν μεγάλο βαθμό νιώθω ότι παρουσιάζει ανάγλυφη ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας. Ολόκληρη την εξέλιξη της κοινωνίας της. Υπό αυτό το πρίσμα βλέπει τον ελληνικό κινηματογράφο και ο Βρασίδας Καραλής στο βιβλίο του «Μια ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου» (εκδ. Δώμα, μετάφραση Αχιλλέας Ντελλής). Ο Καραλής είναι καθηγητής Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Sydney, γράφει στα αγγλικά και διατηρεί μια απόσταση ασφαλείας τόσο από την Ελλάδα όσο και από τη γλώσσα της. Όπως ο ίδιος σημειώνει, «ο κινηματογράφος βάζει σε προνομιακή θέση την εικόνα και, ακόμη περισσότερο, τις ρευστές εικόνες του εφήμερου και του προσωρινού». Διαβάζοντας το βιβλίο αναζήτησα ταινίες που είχα δει και θέλησα να ξαναδώ, αλλά και ταινίες που δεν είχα δει ποτέ. Αν καταφέρει κάποιος να ακολουθήσει τη σαφέστατη γραμμή αυτού του βιβλίου και να παρακολουθήσει ταινίες γνωρίζοντας αρκετά για την εποχή τους και τις συνθήκες υπό τις οποίες γυρίστηκαν, θα αποκτήσει εποπτεία επί της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής.

Λοιπόν, έχω προτιμήσεις: Αγαπώ τις «Κυρίες της αυλής» με Βαλσάμη, Αλεξανδράκη και απίστευτο Ηλιόπουλο, το «Κοροϊδάκι της δεσποινίδος» πάλι με Ηλιόπουλο και Καρέζη, κι ύστερα τα «Χρώματα της Ίριδος» του Παναγιωτόπουλου, την «Πρωινή περίπολο» του Νικολαΐδη, το «Αλδεβαράν» του Θωμόπουλου και τόσες άλλες. Αγαπώ όλες τις ταινίες του Αλέξη Δαμιανού και του Σταύρου Τορνέ. Επίσης, όλες τις ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου για τον οποίο υπάρχει ιδιαίτερη μνεία στο βιβλίο του Καραλή: «Το κινηματογραφικό βλέμμα του Κανελλόπουλου ήταν βαθιά ενδοσκοπικό, στρεφόμενο διαρκώς προς τη νοσταλγική ανάπλαση μιας χαμένης αθωότητας, σε αναζήτηση μιας κατάστασης χάριτος. Περιλάμβανε σχήματα λιτότητας, αινίγματα και εκκρεμείς καταστάσεις».

Ομολογώ ότι γνώρισα τον Κανελλόπουλο κάπως αργά. Από ένα μικρό κείμενο που έγραψε ο Χρήστος Βακαλόπουλος στο Αντί λίγο καιρό μετά τον θάνατό του: «Η ελληνική κινηματογραφική οικογένεια αποδείχτηκε ανάξια του Τάκη Κανελλόπουλου, όπως είχε αποδειχτεί ανάξια του Σταύρου Τορνέ. Τώρα άλλος συνδικαλίζεται επικεφαλής νέου σωματείου και άλλος γυρίζει τη διαφήμιση του πέτρινου νεσκαφέ». Αρκούσε αυτή η φράση. Ήταν και παράξενα τα πράγματα στην Ελλάδα το 1991. Όχι μόνο στον χώρο του κινηματογράφου.

Το βιβλίο του Καραλή μ’ έβαλε ξανά σε κίνηση. Ξανακοίταξα κείμενα του Βακαλόπουλου, που παρακολουθούσα αρκετά εκείνη την εποχή. Κατέφυγα επίσης και στο πολύ πρόσφατο βιβλίο του Μιχάλη Μακρόπουλου «Το ποτάμι του χρόνου» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Το βιβλίο έχει τον υπότιτλο «Μια ερωτική επιστολή προς την τέχνη του κινηματογράφου» και στο υστερόγραφο γράφει ο Μακρόπουλος: «… σκέφτηκα πως δεν είχα μιλήσει για το πέμπτο κύριο συστατικό του κινηματογράφου: τη μνήμη… Με τον αφηγηματικό της χρόνο, με το μοντάζ, μια ταινία είναι κοντύτερα στα όνειρα παρά στον καθημερινό βίο. Και το όνειρο είναι πάντα ανάμνηση…» Ανάμνηση! Δεν θυμάμαι πολλά ονόματα ούτε τίτλους, θυμάμαι όμως τις στιγμές που πρωτοπαρακολούθησα τις ταινίες που σήμερα αγαπώ πιο πολύ. Έχω ξεχάσει κάποιες από τις εικόνες τους. Θυμάμαι όμως ένα προς ένα –και με τη σειρά– τα συναισθήματα που μου δημιούργησαν…