Βιβλιο

Ένας αποχαιρετισμός στον Πολ Όστερ

Αναμνήσεις από τη Νέα Υόρκη με αφορμή τον θάνατό του

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 915
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πολ Όστερ: Αποχαιρετισμός σε έναν από τους σημαντικότερους διανοούμενους και συγγραφείς της γενιάς του

Πρωτοσυνάντησα τον Πολ Όστερ στο Μπρούκλιν, τον Νοέμβριο του 2013. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει δυο μήνες πριν κι εγώ είχα πάει στην Αμερική με την ελπίδα ότι θα έβρισκα κάποια δουλειά για να μπορέσω να σηκώσω τα οικονομικά βάρη που είχε αφήσει πίσω του. Κοιμόμουν στον καναπέ ενός αδελφικού μου φίλου στο Μανχάταν και προσπαθούσα να καταλάβω πώς να σταθώ στα δυο μου πόδια.

Για να τα εξασκήσω, έπαιρνα τους δρόμους και αλώνιζα τις γειτονιές. Ένα απόγευμα, σκοτάδι ήδη, κατέβηκα με το μετρό σε κάποιο σταθμό στο Μπρούκλιν, ούτε που θυμάμαι ποιον, κι άρχισα να περπατώ ασκόπως. Λίγες ώρες πριν, το κορίτσι μου με είχε χωρίσει από το τηλέφωνο, κι εγώ ήθελα να χαθώ, να χαθώ σε μια Νέα Υόρκη που δεν γνώριζα, να μπω στις ζωές άλλων, στα φωτεινά τους παράθυρα, να τους χαζεύω να έχουν βγει ν’ αγοράσουν γάλα από τη γωνία, με τον σκύλο για βόλτα, και να ξεχνάω τον εαυτό μου. Περπατούσα, περπατούσα, μπήκα σ’ ένα καφέ, διάβασα λίγο, μετά σ’ ένα ανθοπωλείο, χάζεψα· τα πάντα γύρω μου κυλούσαν σαν ταινία πίσω από οθόνη.

Σε μια αναπάντεχη στροφή κάπου στο DUMBO, βρέθηκα μπροστά σε μια μεγάλη τζαμαρία. Πάνω της ήταν κολλημένο ένα απλό φύλλο χαρτί από εκτυπωτή: Απόψε στις 8 μ.μ. ο Πολ Όστερ διαβάζει κι υπογράφει αντίτυπα από το νέο του βιβλίο, «Report from the Interior».

Τον Πολ Όστερ τον είχα πρωτογνωρίσει το 2004 ανάμεσα στις σελίδες του «Oracle Night», την ιστορία ενός συγγραφέα που, έχοντας αναπάντεχα αναρρώσει από μια σχεδόν θανατηφόρο ασθένεια, αγοράζει, κατά τύχη, ένα βράδυ στο Μπρούκλιν, ένα μπλε σημειωματάριο κι αρχίζει να γράφει την ιστορία ενός άνδρα του οποίου η ζωή καταρρέει και μεταμορφώνεται όταν συνειδητοποιεί πόσο πολύ την κυβερνά η τυχαιότητα.

Τότε δεν ήμουν ακόμη συγγραφέας· αναγνώρισα όμως στη γραφή του Όστερ κάτι που έμελλε να με σημαδέψει: ότι πολλά βιβλία γράφονται ακριβώς για να αναμετρηθούν με την τυχαιότητα των γεγονότων, για να αφεθούν οι συγγραφείς τους στα χέρια της. Επειδή, διά μέσω τους, οι συγγραφείς προσπαθούν να καταλάβουν πώς η γραφή είναι ίσως ο μοναδικός τρόπος να μεταβολίσεις το τυχαίο και τις συνέπειές του.

 Από εκείνη τη μοιραία συνάντηση με το «Oracle Night» το 2004, έγινα φανατική αναγνώστρια του Όστερ. Άρχισα ν’ αγοράζω και να διαβάζω ό,τι βιβλίο του έπεφτε στα χέρια μου: την κρυπτική «Τριλογία της Νέας Υόρκης», το «In the Country of Last Things», ακόμα και το σπαρακτικό (όπως το θυμάμαι) «Timbuktu», την πρωτοπρόσωπη ιστορία ενός σκύλου που συνοδεύει το αφεντικό του στο τελευταίο του ταξίδι ― μία από τις τρυφερότερες ιστορίες για ζώα που έχω διαβάσει ποτέ. Λίγο αργότερα, όταν πρωτογνωρίστηκα με τον εκδότη μου, Νίκο Γκιώνη, με συμβούλεψε να διαβάσω το «Λεβιάθαν»· το θεωρούσε το καλύτερο μυθιστόρημά του. Καταλαβαίνω τώρα ότι του άρεσε επειδή είναι το βιβλίο του Όστερ που θυμίζει περισσότερο απ’ όλα Φίλιπ Ροθ ― τον δικό του αγαπημένο συγγραφέα. Και ναι, είναι ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα. Αλλά όχι, κατά τη γνώμη μου, το καλύτερό του.

Τα βιβλία του Πολ Όστερ από τη βιβλιοθήκη μου. Λείπουν, ανεξήγητα, το Mr. Vertigo, το Sunset Park, και το The Music of Chance.

Αν ρωτήσετε φανατικούς αναγνώστες του Όστερ, ίσως σας πουν ότι τα πεζά του έργα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στα «μεγάλα» του μυθοπλαστικά μυθιστορήματα, τύπου «Brooklyn Follies», «Αόρατος», «Σάνσετ Παρκ», «4 3 2 1», ίσως και το «Λεβιάθαν» ― όπου ο Όστερ, εν πλήρη συγγραφικό έλεγχο, εξερευνά τον παραλογισμό και τη μαγεία της ζωής στις ΗΠΑ σε διάφορες χρονικές στιγμές και γεωγραφικά πλάτη· και στις περίεργες, κρυπτικές του νουβέλες, σαν αυτές στην «Τριλογία της Νέας Υόρκης», το «Oracle Night», το «Travels in the Scriptorium», το «Man in the Dark», όπου τον κύριο λόγο έχουν οι συμπτώσεις, οι χαρακτήρες είναι συχνά περίεργα alter ego του συγγραφέα (ο Ντάνιελ Κουίν, ο Πωλ Μπέντζαμιν, ο ιδιοκτήτης του Γραφείου Ερευνών Πολ Όστερ) και συνδέονται με τους χαρακτήρες άλλων βιβλίων του, λες κι ο Όστερ δεν γράφει ξεχωριστές νουβέλες, αλλά ξεχωριστά κεφάλαια σε έναν τεράστιο αφηγηματικό ιστό που εκδίδεται αποσπασματικά και ρίχνει εναλλάξ φως σε κλειστά δωμάτια που δεν εφευρέθηκαν απ’ το μυαλό του συγγραφέα, μα ήταν πάντα εκεί, πριν αυτός τα γράψει.

(Χαρακτηριστικά, λ.χ., η Άννα Μπλουμ, πρωταγωνίστρια του δυστοπικού «In the Country of Last Things» βρίσκεται αργότερα παντρεμένη με τον πρωταγωνιστή του «Βιβλίου των Ψευδαισθήσεων»· ενώ ο συγγραφέας ενός μυστηριώδους βιβλίου στο «Travels in the Scriptorium», εμφανιζόταν επίσης στην «Τριλογία της Νέας Υόρκης», 21 ολόκληρα χρόνια πιο πριν, να τον παρακολουθεί ο ντετέκτιβ Κουίν, τον οποίο όλοι περνούν για ένα άσχετο συγγραφέα που λέγεται Πολ Όστερ.)

Είμαστε οι εαυτοί απέναντι στους άλλους, πιόνια μιας επώδυνης ή μαγικής τυχαιότητας, φορείς μιας συνεχούς μοναξιάς. Αυτό μου έμαθε ο Όστερ.

Αυτά ακριβώς τα Μπορχεσιανά, διανοητικά, διακειμενικά παιχνίδια με συγγραφείς και με τη συγγραφή είναι που με μάγεψαν εξ αρχής στο έργο του Όστερ και σ’ αυτά γυρνώ ξανά και ξανά. Τολμώ να πω ότι ο Όστερ είναι «ο» συγγραφέας των συγγραφέων: ο άνθρωπος που σε κάθε του βιβλίο ―μυθιστόρημα, νουβέλα, αυτοβιογραφία, δοκίμιο― ακόμα και στις συνεντεύξεις του, εξερευνά το πώς ο συγγραφέας γράφει και το τι μπορεί να αποκαλύψει η συγγραφή για τις σκιές της ζωής και τις ψευδαισθήσεις της, και για το πώς, σαν άλλοι Ρίπλεϊ, αλλάζουμε ρόλους συνεχώς και κρυβόμαστε πίσω από τις μάσκες που φοράμε.

Σε μια χαρακτηριστική του συνέντευξη στον Τζόσεφ Μαλία το μακρινό 1987, ο Όστερ, μιλώντας για τον ξαφνικό θάνατο το πατέρα του και την προσπάθεια να γράψει κάτι για εκείνον, λέει: «Άρχισα να καταλαβαίνω το πόσο προβληματικό είναι να νομίζεις ότι ξέρεις οτιδήποτε για τον οποιοδήποτε. Παρόλο που το κείμενο είναι γεμάτο συγκεκριμένες λεπτομέρειες, εμένα δεν μου μοιάζει τόσο με βιογραφία, όσο με μία εξερεύνηση του πώς μπορεί κανείς ν’ αρχίσει να μιλάει για κάποιον άλλον ― κι αν, ακόμα ακόμα, αυτό είναι δυνατόν ή όχι».

Εκείνο το βράδυ στο Μπρούκλιν δεν είχα ιδέα πώς θα μπορούσα κάποτε ν’ αρχίσω να μιλώ για τον δικό μου πατέρα και για το ποιος ήταν ή δεν ήταν· και για το ποια ήταν τελικά εκείνη η γυναίκα που μόλις με είχε χωρίσει κι ήξερα, τελικά, μόνο μία από τις ταυτότητές της. Και για το ποιος τελικά ήταν εκείνος ο γκριζομάλλης συγγραφέας που, με σταθερή μπάσα φωνή, άρχισε να διαβάζει στο Powerhouse Arena από το «Report from the Interior», μία πέμπτη (!) συγγραφική προσπάθειά του να αυτοβιογραφηθεί.

Ο ίδιος ο Πολ Όστερ έβλεπε ότι η δική του ταυτότητα ―ακόμα και οι παιδικές του αναμνήσεις― μεταβάλλονταν συνεχώς· αποκτούσαν ή έχαναν χρώματα και ήχους κι έπρεπε να τα γράψει και να τα ξαναπεριγράψει στα βιβλία του, από την «Επινόηση της μοναξιάς» και το «Κόκκινο σημειωματάριο» μέχρι το «Hand To Mouth» και «Το ημερολόγιο του χειμώνα», ώστε να συμπληρώσει ένα μονίμως εναλλασσόμενο μωσαϊκό προσωπικής ταυτότητας. Όλοι του οι χαρακτήρες είναι μωσαϊκά από τέτοια βιογραφικά και αυτοβιογραφικά θραύσματα, μια προσπάθειά του να συλλάβει και να αποκαλύψει την ψευδαίσθηση ότι είμαστε ένας εαυτός.

Γιατί δεν είμαστε. Είμαστε οι εαυτοί απέναντι στους άλλους, πιόνια μιας επώδυνης ή μαγικής τυχαιότητας, φορείς μιας συνεχούς μοναξιάς. Αυτό μου έμαθε ο Όστερ. Κι ότι η καλλιτεχνική δημιουργία είναι μια συνεχής προσπάθεια να συμφιλιωθεί κανείς και να εκφράσει αυτήν την τόσο υπαρξιακά συγκλονιστική απώλεια ελέγχου.