Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 8ο

Μυθιστόρημα - 8ο Μέρος (08/12/23)

Μυρσίνη Ελευθερίου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Είναι δέκα και δέκα, εκείνη η ώρα που τα ρολόγια χαμογελούν. Τα ρολόγια με δείκτες. Δέκα και δέκα: χαμογελάκι· στυλιζαρισμένο μεν, χαμογελάκι δε. Η αγαπημένη ώρα των διαφημιστών κάθεμάρκας ρολογιού με δείκτες. Για να δουν οι καταναλωτές με καλό μάτι τη διαφήμισή τους. Χαμογελάκι. Δέκα και δέκα. Ακριβώς.

Κάτω, η άσφαλτος. Τα αυτοκίνητα.

Πάνω, η Γέφυρα. Άδεια.

Και στη μέση εγώ, να ίπταμαι, να πετώ, να…

Να μετεωρίζομαι.

Ένα χέρι.

Ένα σταθερό, δυνατό, σίγουρο χέρι. Ένα χέρι που με κρατά από τον ώμο, αλλά που μοιάζει ταυτόχρονα να με σφίγγει στην αγκαλιά του.

Πώς γίνεται να σε αγκαλιάζει ένα χέρι μόνο του;

Γυρίζω το πρόσωπό μου, και τον βλέπω. Τα δάχτυλά μου ανοίγουν και το κινητό μου πέφτει στην άσφαλτο, στα αυτοκίνητα, κάνει για μένα όλη εκείνη τη διαδρομή που ήταν να κάνω εγώ. Που έπρεπε να κάνω. Που είχα προγραμματίσει καταλεπτώς να κάνω.

Γυρίζω το πρόσωπό μου, ανοιγοκλείνω τα μάτια και τον βλέπω.

Για μια στιγμή δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά του, γιατί είναι εκείνη ακριβώς η στιγμή που ίπταμαι, πετώ και μετεωρίζομαι. Βρίσκομαι όλη επάνω και έξω από το κιγκλίδωμα.

Δύσκολη στιγμή για να ξεχωρίσεις χαρακτηριστικά.

Όμως η στιγμή περνά —όλες οι στιγμές περνούν, και όλες καταλήγουν στη μεγάλη αποθήκη του σύμπαντος, στη μεγάλη αποθήκη των περασμένων στιγμών—, και ανεβαίνω (με ανεβάζει) πάλι επάνω και μέσα από το κιγκλίδωμα, και πατώ πάλι στη Γέφυρα, και στέκομαι πάλι στα δυο μου πόδια που με πονάνε από το τρέξιμο και από τα στενά, κατάστενά μου παπούτσια με τα συρματάκια. Που σίγουρα θα μου έχουν κάνει φουσκάλες στις φτέρνες και στα δάχτυλα.

Η στιγμή περνά, φεύγει, αποθηκεύεται, και πια τον κοιτάζω, και εκείνος παίρνει το χέρι του που μου κρατούσε τον ώμο ή με αγκάλιαζε και στέκεται και με κοιτάζει κι αυτός, αμίλητος, ατάραχος, σαν άγαλμα, και στεκόμαστε και οι δυο και κοιτιόμαστε, και τα αυτοκίνητα εξακολουθούν να τρέχουν κάτω από τη Γέφυρα, στον δρόμο, στην άσφαλτο, πατώντας τα κομμάτια του κινητού μου, που το ξέρω πως, αν το είχα ακόμη στα χέρια μου, και αν μπορούσα να του ρίξω άλλη μία ματιά, θα έλεγε πάλι 10:10.

Εκείνη την ώρα που τα ρολόγια —τα ρολόγια με δείκτες— χαμογελούν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Το πιο μεγάλο λεπτό της ζωής μου, το πιο μεγάλο λεπτό του κόσμου, το πιο μεγάλο λεπτό της ιστορίας, περνά —δεν ήταν ατέλειωτο, κανένα τους δεν είναι— και είναι πια δέκα και έντεκα λεπτά, το ξέρω κι ας μη βλέπω την ώρα, κι εγώ στέκομαι και κοιτώ εκείνον που με έσωσε, εκείνον τον άντρα που βρέθηκε από το πουθενά στο μέσον της Γέφυρας και άπλωσε ως διά μαγείας το χέρι του και με έπιασε γερά από τον ώμο εμποδίζοντας και αναστέλλοντας την πτώση μου στην άσφαλτο και στα αυτοκίνητα και… και όλα τα άλλα.

Όλα τα άλλα.

Τον κοιτώ. Και με κοιτά και εκείνος.

Και δεν λέμε τίποτε.

«Πού…;» πάω να πω εγώ τελικά.

«Είστε…;» πάει να πει εκείνος τελικά, ταυτόχρονα με εμένα.

Και μένουμε κι οι δυο με το στόμα μισάνοιχτο, αμίλητοι, και με την ανάσα μας πιασμένη. Ή τουλάχιστον η δική μου ανάσα είναι πιασμένη, και μάλιστα ώρα τώρα — δεν θυμάμαι από πότε έχω να αναπνεύσω σαν κανονικός άνθρωπος. Ίσως από την ώρα που ξεκίνησα να τρέχω.

Ξεφυσάω αργά και τον κοιτάζω σκύβοντας λιγάκι και ανασηκώνοντας τους ώμους ελαφρώς ερωτηματικά, κάτι που μάλλον δεν έχει λογική, ενόσω εκείνος δεν κάνει τίποτε από το να εξακολουθεί να με κοιτάζει με ένα βλέμμα που μάλλον δηλώνει περιέργεια. Ή ίσως κάτι πιο βαθύ. Κάτι απροσδιόριστο. Ίσως και τίποτε. Δεν είμαι σίγουρη. Γιατί η ανάσα μου είναι πιασμένη. Και γιατί είμαι ακόμα εδώ. Στη Γέφυρα. Και σε όλα τα άλλα.

Και γιατί έχει ήδη περάσει ένα λεπτό από την Ώρα Μηδέν.

«Πού στο καλό βρεθήκατε εσείς;» λέω τελικά. Και αμέσως μετά σπεύδω να το μπαλώσω, γιατί αυτό ακούστηκε πολύ άστοχο: «Πού… πότε ήρθατε; Παρακαλώ;…»

Είναι φανερό πως δεν ξέρω τι λέω.

«Σας είδα που πηγαίνατε να πηδήξετε και σας έπιασα», λέει με έναν απολύτως επίσημο, σοβαρό τόνο, και αμέσως παρατηρώ δύο πράγματα.

Το ένα είναι ότι έχω την εντύπωση πως κανονικά έπρεπε να ξεροβήξει πριν πει οτιδήποτε. Αλλά δεν ξερόβηξε. Κανονικά έπρεπε να καθαρίσει τον λαιμό του. Έτσι γίνεται κανονικά. Έτσι κάνουν όλοι. Αυτό είναι το σωστό σε μία περίπτωση σαν τη δική μας. Όταν σώζεις τη ζωή κάποιας, όταν την αρπάζεις στον αέρα τη στιγμή που είναι έτοιμη να πηδήξει από μια γέφυρα, πόσο δε μάλλον ενώ έχει ήδη πηδήξει από μια γέφυρα, καθαρίζεις τον λαιμό σου πριν της μιλήσεις. Ο καθένας θα το έκανε. Αλλά όχι αυτός. Αυτός δεν τον καθάρισε. Δεν ξερόβηξε.

Το άλλο που παρατηρώ είναι ότι η φωνή του έφτασε στα αυτιά μου σαν να μη μεσολαβούσε η απόσταση που μας χώριζε. Έφτασε… πώς να το πω; Αυτομάτως.Βέβαια, μας χωρίζουν σαράντα-πενήντα εκατοστά όλα κι όλα. Κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να μετρήσει πόσο χρόνο κάνει μία φωνή για να διασχίσει κάτι σαν μισό μέτρο. Υποθέτω πως χρειάζεται ένα πολύ-πολύ μικροσκοπικό κομματάκι χρόνου για να πάει ο ήχος από εδώ εκεί. Αλλά και πάλι…

Αλλά και πάλι παραήρθε γρήγορα στ’ αυτιά μου. Παραήρθε αμέσως.

Λοιπόν, είναι περίεργο όλο αυτό. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί είναι περίεργο· αλλά είναι. Ακόμη πιο περίεργο από το γεγονός ότι δεν ξερόβηξε προτού μού μιλήσει. Ναι. Μου το λέει το ένστικτό μου.

Και ξυπνά ο ιδιωτικός ντετέκτιβ μέσα μου.

Στο μεταξύ, συμβαίνει και κάτι ακόμη. Μετά από όλα αυτά, παρατηρώ και ένα τρίτο γεγονός εδώ πέρα, κάτι πολύ πιο χειροπιαστό από την ταχύτητα της φωνής του ή από το γεγονός ότι δεν ξερόβηξε πριν μιλήσει· κάτι που υπήρχε, ή που μάλλον δεν υπήρχε μέχρι τώρα, κάτι που θυμάμαι μόλις εκείνη τη στιγμή: ο άντρας αυτός δεν ήταν στη Γέφυρα όταν πήγα να πέσω. Δεν ήταν καν όταν ανέβηκα στη Γέφυρα από τα σκαλάκια. Δεν ήταν πουθενά.

Δεν είμαι τυφλή. Θα τον θυμόμουν. Αν μη τι άλλο, θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα είχα δει. Ο τελευταίος άνθρωπος.

Ε λοιπόν, όχι. Δεν ήταν εδώ.

Η Γέφυρα είναι άδεια, όπως έπρεπε να είναι. Είμαι μόνη εδώ.

«Δεν ήσασταν εδώ», του λέω. Και του το λέω με ένα ύφος σαν να έχω τιςγροθιές μου στη μέση και να τον κοιτώ με το ένα φρύδι υψωμένο. Και έχω κάθε δίκιο να του το λέω έτσι.

«Εδώ ήμουν», μου λέει. Ατάραχα.

Και η φωνή του φτάνει στα αυτιά μου αυτομάτως, χωρίς να διασχίζει πρώτα εκείνη την, έστω μηδαμινή, απόσταση που μας χωρίζει. Εκείνα τα σαράντα-πενήντα εκατοστά. Έρχεται μέχρι σε μένα, ίσια μέσα στα αυτιά μου, αμέσως.

«Ακριβώς εδώ», επαναλαμβάνει, εξίσου ατάραχα, βλέποντας το έκπληκτο, ερωτηματικό, ίσως ακόμα και εχθρικό βλέμμα μου.

«Πού εδώ;» του λέω.

«Εδώ που είμαι και τώρα».

Το σκέφτομαι. Αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Καμία μνήμη δεν ξυπνά μέσα μου. Καμία εικόνα της φιγούρας του δεν σχηματίζεται στο μυαλό μου. Και σίγουρα δεν με πείθει. Οπότε οφείλω να επιμείνω πάνω σ’ αυτό.

«Μάλιστα», του λέω. «Καλώς. Και τότε γιατί δεν σας είδα, μου λέτε; Είστε δυο μέτρα άντρας».

«Ήσαστε ταραγμένη», μου εξηγεί, και η ήρεμη φωνή του κάνει βέβαια πάλι το ίδιο κόλπο· παραέρχεται γρήγορα σε μένα.Πρέπει να το συνηθίσω αυτό, υποθέτω.

«Ταραγμένη;» ρωτάω. «Ήμουν ταραγμένη;»

«Μάλιστα».

«Και πού το ξέρετε εσείς πως ήμουν ταραγμένη;» Σταματώ και σκέφτομαι αυτό που είπα. Μοιάζει να είναι βλακεία, αλλά ίσως και να μην είναι τελικά. «Ναι, το υποθέτετε επειδή πήγα να αυτοκτονήσω. Το υποθέτετε εκ των υστέρων δηλαδή. Ή εκ του αποτελέσματος. Αλλά δεν ήμουν καθόλου ταραγμένη, σας βεβαιώ. Ποτέ δεν υπήρξα περισσότερο ήρεμη στη ζωή μου. Ήμουν μόνο κάπως λαχανιασμένη. Από το τρέξιμο. Είχα αργήσει και έπρεπε να τρέξω. Και τα παπούτσια μου με χτυπάνε».

Έλεγα πράγματα που δεν έπρεπε να πω. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να απολογούμαι ή να του αποκαλύπτω πράγματα που δεν είχαν σημασία παρά μόνο για μένα. Ή ίσως να είχαν και για την Αυστηρή, Βαριεστημένη Φωνή. Αλλά για κανέναν άλλον. Μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι γι’ αυτό.

«Όμως ταραγμένη; Όχι. Ήρεμη και λαχανιασμένη μόνο. Αντιλαμβάνεστε», του λέω χωρίς να καταλάβω ακριβώς γιατί, ή τι εννοούσα. Ίσως το είπα μόνο και μόνο για να σταματήσω να μιλάω.

«Μάλιστα», μου λέει πάλι. Και πάλι ατάραχα. Στο μέτωπό του δεν σχηματίζεται ούτε μία ρυτίδα. Μα τι άνθρωπος είναι;

«Οπότε», επιμένω εγώ,«δεν ήσασταν εδώ. Αλλιώς θα σας έβλεπα».

«Όχι», μου λέει. Είναι τρομερά επίμονος κι αυτός. «Εδώ ήμουν. Απλώς εσείς ήσασταν επικεντρωμένη σε αυτό που πηγαίνατε να κάνετε».

Το σκέφτομαι. Α, ώστε έτσι.

«Α, ώστε έτσι», λέω. «Οπότε; Τι ήμουν τελικά; Ταραγμένη ή επικεντρωμένη; Πού θα ποντάρατε τα λεφτά σας;»

«Επικεντρωμένη».

Φαίνεται δίκαιος άνθρωπος.

«Οπότε ισχυρίζεστε ότι με είδατε να… να κάνω αυτό που έκανα. Και με προλάβατε».

«Ακριβώς».

«Πολύ περίεργο».

«Περίεργο; Πού είναι το περίεργο;»

«Πού είναι το περίεργο; Σε όλα. Μα σε όλα! Όλα είναι περίεργα. Όλος ο κόσμος είναι περίεργος».

Τον κοιτάζω, για να δω αν με καταλαβαίνει. Νομίζω πως όχι.

«Και σίγουρα δεν γινόταν να με προλάβετε», λέω μετά.

«Τι εννοείτε;» Τα μάτια του έχουν μέσα τους αστέρια. Είναι περίεργο. Θέλω να πω, το ότι μόλις τότε το συνειδητοποιώ. Γιατί το ίδιο το γεγονός είναι…

Δεν ξέρω τι να πω.

Μαγικό, ίσως.

Τα μάτια σας έχουν μέσα τους αστέρια, σκέφτομαι να του πω. Είναι κάτι… μαγικό. Αλλά δεν του το λέω.

«Εννοώ ότι…» Ξεροκαταπίνω. Και ξαφνικά διψάω πολύ. «Εννοώ ότι… έεε… Δεν ξέρω. Είχα πέσει. Το θυμάμαι. Ήμουν στον αέρα. Δηλαδή… δεν με προλάβατε ακριβώς. Με πιάσατε αφού είχα πέσει».

«Δεν νομίζω», λέει αυτός.

«Το νομίζω εγώ», του λέω, με τα χείλη μου σμιχτά. «Ήμουν ήδη…» Κάνω μία κίνηση με το χέρι. Κάπως κυματιστή. «Ήμουν στον αέρα», ξαναλέω. «Νά, κάπως έτσι».

Γιατί πράγματι ήμουν, δεν ήμουν; Είχα αρχίσει όντως να πέφτω. Ναι. Σωστά. Φυσικά και ήμουν! Αυτά τα πράγματα δεν μπορείς να τα μπερδέψεις. Ξέρεις πότε αρχίζεις να πέφτεις στο κενό.

«Έστω», μου λέει.

«Έστω; Έστω; Μα πώς το λέτε αυτό! Είμαι σχεδόν εξήντα κιλά. Με τα ρούχα, δηλαδή», σπεύδω να προσθέσω, κοκκινίζοντας ελαφρά. «Άρα δεν μπορούσατε να με πιάσετε στον αέρα με το ένα χέρι και να με σηκώσετε πάνω από το κιγκλίδωμα. Δεν μπορούσατε, μπορούσατε;»

Τον κοιτάζω που με κοιτάζει με εκείνα τα μάτια που έχουν αστέρια μέσα τους. Δεν μιλάει. Απλώς με κοιτάζει. Και τον κοιτάζω κι εγώ.

Μπορούσατε;

Ναι, μάλλον μπορούσε τελικά. Ίσως να μπορεί τα πάντα. Ίσως να είναι έτσι φτιαγμένος. Έτσι πλασμένος.

Και τότε καταλαβαίνω τι συμβαίνει.

«Πώς σας λένε;» τον ρωτάω.

Η φωνή του φτάνει στ’ αυτιά μου αυτομάτως.

«Ισμαήλ».

Ισμαήλ.

«Είστε άγγελος», λέω. Και μετά: «Είσαι άγγελος λοιπόν».

Δεν μου λέει κάτι. Δεν απαντά. Δεν κινείται. Δεν σαλεύει. Στο μέτωπό του δεν σχηματίζεται ούτε μία ρυτίδα.

Και τότε ξέρω πως, ναι, είναι πράγματι.

Είναι ένας άγγελος.

Και τον λένε Ισμαήλ.

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.