Βρεθήκαμε σε μια K-Pop βραδιά και μιλήσαμε με τους φανς
Στιγμές με τον Βασίλη Βασιλικό
Βασίλης Βασιλικός (1933 - 2023): Ο αποχαιρετισμός του Άρη Σφακιανάκη στον μεγάλο συγγραφέα
«Εσύ θα πρέπει να πάρεις κάποια στιγμή το επόμενο Νόμπελ Λογοτεχνίας», του είχα πει όταν τον είχα πρωτογνωρίσει στο Φίλιον της Σκουφά. Με είχε κοιτάξει λοξά, κάπως πικρόχολα, και μου είχε απαντήσει μασώντας την πίπα του, «Δεν είναι τόσο απλό».
Διάβαζα τα βιβλία του από τα μαθητικά μου κιόλας χρόνια στο Ηράκλειο της Κρήτης. Εκείνες οι τρεις νουβέλες του που είχαν κυκλοφορήσει μαζί σε ένα βιβλίο, «Το φύλλο, το πηγάδι, τ’ αγγέλιασμα», μου είχαν κάνει ισχυρή εντύπωση και συχνά πυκνά τις διάβαζα ξανά καθώς ετοιμαζόμουν για το πανεπιστήμιο. Στην πορεία διάβασα και τα επόμενα βιβλία του, άλλα μου άρεσαν περισσότερο άλλα λιγότερο, κανένα όμως δεν είχε εντυπωθεί μέσα μου όπως εκείνο «Το φύλλο, το πηγάδι, τ’ αγγέλιασμα». Μάλιστα, έζησα το δικό μου «αγγέλιασμα» στον τόπο που περιγράφει το βιβλίο, τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού, στο Ηράκλειο. Θυμάμαι είχα ξυρίσει το μουστάκι μου κατεβαίνοντας με το πλοίο στην Κρήτη από τον Πειραιά –δεν γινόταν να μπεις μυστακοφόρος στο πεδίο εκείνο της κολάσεως. (Το αρκτικόλεξο ΣΕΑΠ σήμαινε για εμάς τα στραβάδια: Σήμερα Έρχομαι, Αύριο Πεθαίνω).
***
Όταν πέθανε η μεγάλη του αγάπη, η Μιμή, στην οποία αφιέρωνε όλα τα βιβλία του, είχε κατέβει στην Κρήτη συνοδευόμενος από μια κρητικιά καλλονή, μια κοπέλα που είχε φέρει κάποτε τον Σαρτρ στην Ελλάδα, και με είχαν πάρει μαζί τους σε μια εκδρομή στο νησί. Οδηγούσε η κοπέλα ένα μακρύ, φανταχτερό αυτοκίνητο που λες και είχε μόλις φτάσει από την Κούβα. Ο Βασιλικός είχε μεγάλα κέφια, έκανε σαν παιδάκι, από το κατεβασμένο τζάμι του συνοδηγού είχε βγάλει έξω το χέρι του και έκανε πως πυροβολεί τα διερχόμενα αμάξια. Φορούσε κι ένα στέτσον στο κεφάλι κι ήταν λες να έπαιζε σε ταινία της Άγριας Δύσης. Θυμάμαι ακόμα ότι στο χέρι του, περασμένα στον καρπό, φορούσε δυο ρολόγια. Τον ρώτησα τι είδους παραξενιά ήταν πάλι αυτή. «Το ένα είναι δικό μου», εξήγησε, «το άλλο ήταν της Μιμής».
Σε κάποια συνέντευξή του είχε πει πως όταν ζούσε με τη Μιμή στο Παρίσι, εκείνη δεν τον άφηνε να ξεπροβάλλει από την κρύπτη όπου έγραφε κάποιο βιβλίο αν πρώτα δεν της παρέδιδε έναν ορισμένο αριθμό σελίδων κάθε μέρα. Αν δεν είχε τελειώσει τον απαιτούμενο αριθμό σελίδων, του έσπρωχνε ένα πιάτο φαί κάτω από την πόρτα.
***
Στον εκδοτικό οίκο Λιβάνη, συναντηθήκαμε ένα πρωινό που είχε περάσει να δει τον Λαλιώτη. Μιλούσαμε ανάμεσα στους πάγκους όταν τον ρώτησα τι κάνει όταν του ζητάνε σε κάποιο σπίτι να υπογράψει τα βιβλία του που έχει στη βιβλιοθήκη ο οικοδεσπότης. «Θα πιάνετε το χέρι σου, με τόσα βιβλία που πρέπει να υπογράψεις», σχολίασα με το ανερυθρίαστο της νιότης.
«Μα, δεν υπογράφω ένα ένα τα βιβλία», μου είπε γελώντας. «Υπογράφω το ράφι!»
***
Στην περίφημη εκπομπή του για τα βιβλία «Άξιον εστί». Ήμουν καλεσμένος να μιλήσω για τη συλλογή διηγημάτων μου «Η νόσος των κινέζικων εστιατορίων». Κρατούσε την πίπα του στο χέρι και κάποια στιγμή σχολίασε, «Εσύ θα μπορούσες να γράφεις διαφημιστικά σποτάκια. Αλήθεια, τι δουλειά κάνεις;»
«Ελεγκτής εναερίου κυκλοφορίας», του λέω.
Του έπεσε η πίπα από το χέρι.
***
Αγαπούσε τους συγγραφείς και με είχε καλέσει –όπως και αρκετούς άλλους- στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής που έκανε στην Ανοιχτή Τέχνη να μιλήσουμε για την τέχνη του γραψίματος. Με την εκπομπή του «Άξιον εστί» είχε συνδράμει πολλούς νέους συγγραφείς να βρουν το μονοπάτι τους προς το αναγνωστικό κοινό. Εκ μέρους όλων εκείνων –αλλά και προσωπικά εγώ- του απευθύνω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την απλόχερη βοήθεια αλλά και την απόλαυση που μας έδωσε με τα μυθιστορήματά του.
Κι ενώ εκείνος φεύγει πια για το δικό του «αγγέλιασμα», εγώ θα πιάσω πάλι να διαβάσω το βιβλίο.
Δειτε περισσοτερα
Ύπνος με σαρανταποδαρούσες, δωμάτια χωρίς κρεβάτια και φαγητό που δεν τρωγόταν: το νησί-καραντίνα για χολέρα και πανώλη δίπλα στη Σαλαμίνα
Ο πιο εκκεντρικός φούρνος της ελληνικής επικράτειας είναι μια σύνοψη από πολλές διαφορετικές ιστορίες σε αιρετική γραφή. Αν δεν ήταν φούρνος, θα ήταν ο Οδυσσέας του Τζέιμς Τζόις στη διάλεκτο των ζυμαριών
Ξεκίνησε το «ταξίδι» της από το 1910 για να συντελέσει ένα πρωτοποριακό για τις τότε εποχές γήπεδο. Ένα ταξίδι στο οποίο είναι συνοδοιπόρος του Παναθηναϊκού
Ο κληρονόμος του θρυλικού ξενοδοχείου έζησε μια συναρπαστική ζωή και ο Γιώργος Παυριανός που τον γνώρισε τη διηγείται μέσα από την ιστορία του ξενοδοχείου
Οι δρόμοι και τα κτίρια της Αθήνας στην πιο ονειρική εκδοχή τους