Βιβλιο

Τάσος Γερμενής: Η ποιητική ταυτότητα ενός ανοσολόγου

Μια συζήτηση για την ποίηση και το ποιητικό και ιατρικό του έργο

Θανάσης Δρίτσας
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο καρδιολόγος Θανάσης Δρίτσας συνομιλεί με τον ομότιμο καθηγητή ανοσολογίας Τάσο Γερμενή με αφορμή το ποιητικό του έργο

Ο Τάσος Γερμενής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κεφαλονιά. Είναι Ομότιμος Καθηγητής Ανοσολογίας του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Ιδρυτικό Τακτικό Μέλος της Ιονικής Ακαδημίας 1808 και Τακτικό Μέλος της Rencontres Interdisciplinaires Franco-hellénique. Πέραν της ερευνητικής και της ιατρικής του δραστηριότητας, έχει εκδώσει δύο πραγματείες πάνω στη Φιλοσοφία της Επιστήμης («Από τον Γουτεμβέργιο στο Internet» και «Ανοσία: Αλληγορία και πραγματικότητα») καθώς και τρεις ποιητικές συλλογέςΜπορεί και να λεγόταν… Beagle», «Εμός ει συ» και «Σε ουρανώ»). Ποιήματά του έχουν, επίσης, δημοσιευθεί στα περιοδικά «Κασταλία», «Αιολικά Γράμματα» και «Νέα Εστία».

Ο Τάσος Γερμενής είναι ένας σπουδαίος επιστήμονας και στοχαστής, στα οποία αυτά δύο έχω να προσθέσω (ως τρίτο και τέταρτο γνώρισμα) το ήθος και την σπάνια ανθρωπιά του. Χωρίς αμφιβολία μπορεί να καταταγεί με βάση τα ουσιώδη προσόντα του και στο γένος των φιλοσόφων. Ο μεγάλος κίνδυνος που διατρέχουν οι διανοητές επιστήμονες είναι να αφανίσουν το συναίσθημα και να γίνουν καθαρά εγκεφαλικά όντα. Ο Γερμενής έχει όμως (λόγω του φίλτρου της Ανθρωπιστικής του Παιδείας) διαφύγει αυτόν τον κίνδυνο και έχει καταφέρει πιστεύω αυτό που απετέλεσε στόχο ζωής των χριστιανών ασκητών της ερήμου, να βάλει τελικά τον Νου μέσα στην Καρδιά. Γράφει λεπτής αίσθησης ποίηση που αφήνει ιδιαίτερο στίγμα και κυρίως αποπνέει ένα μεθυστικό άρωμα πολιτισμού του συγγραφέα-ποιητή.

Θα παραθέσω ένα ποίημα του με τίτλο «Ποίηση», διότι εδώ μας λέει καθαρά αυτό που κάνει, δηλαδή αποπειράται να δώσει έναν εξαιρετικά δύσκολον ορισμό: «Ποίηση, στεναγμός ατελεύτητος καθώς μες την ομίχλη μικραίνουν τα παράθυρα κι εκδίκηση των πληγωμένων λέξεων που περιμένουν στο κατώφλι του ανείπωτου να εξαγοράσουνε τις ενοχές. Πόνος του κόσμου που γδέρνει την πόρτα του παραδείσου κι ένα φιλί στης αμαρτίας το στόμα. Λυγμοί για την ανυπόφορη διαιώνιση του θανάτου που σπαταλιέται κι η μπουκαμβίλια που αγκαλιάζει το καμπαναριό σε ιδεόγραμμα ανάστασης». Με εντυπωσίασε η ποιητική του μορφοπλασία-λεξιπλασία στα πλαίσια της πρόσφατης συλλογής του με τίτλο «Εμός ει συ» η οποία προδίδει αφενός μια βαθύτατη γνώση της ελληνικής γλώσσας αφετέρου μια εμβριθή μελέτη και αφομοίωση του έργου ελλήνων ή ξένων ποιητών οι οποίοι άφησαν το στίγμα τους στην ιστορία της παγκόσμιας ποιητικής δημιουργίας.

Αποφάσισα να θέσω στον Τάσο Γερμενή ορισμένες ερωτήσεις προκειμένου οι απαντήσεις του να με βοηθήσουν να προσεγγίσω καλύτερα την ουσία της ποιητικής του δημιουργίας. Ακολουθεί η συνομιλία μου με τον κ. Γερμενή:

Αγαπητέ μου Τάσο, τι είναι για εσένα η ποίηση; Η Κική Δημουλά γράφει κάπου ότι η ποίηση είναι από τα πιο επηρμένα μυστήρια, τα πιο αχανή, η ποίηση είναι ένα μείγμα εύγεστων δηλητηρίων σε χρυσά δελεαστικά ποτήρια ή είναι ο πειρασμός, ο δαίμονας που μπαίνει ξαφνικά στο σώμα του κανονικού, προκαλώντας ένα σεληνιασμό γόνιμο. Πού σε πάει εσένα αυτή η απόπειρα ορισμού της ποίησης από την αείμνηστη Κική Δημουλά;

Όσο παλιότερα ανατρέχω, τόσο σαφέστεροι ήταν οι ορισμοί που είχα για τη ποίηση. Ή, αντίστροφα, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο θολή γίνεται στο μυαλό μου η εικόνα της ποίησης, αλλά και τόσο λιγότερο μ’ ενδιαφέρει να βρω κάποιον ακριβέστερο ορισμό της.

Η ποίηση αντιπροσωπεύει ένα εγχείρημα αναδόμησης της αβεβαιότητας, μια προσπάθεια αναδιαμόρφωσης της πραγματικότητας, μια διεργασία επανανοηματοδότησης της ίδιας της ζωής. Διαδικασίες, μ’ άλλα λόγια, που συντελούνται σ’ άλλες διαστάσεις, πέρ’ από τον χώρο και το χρόνο, πέρ’ από τις αισθήσεις και τις λέξεις τους, στο παράλληλο σύμπαν εκείνης της κόλας του χαρτιού, πάνω στην οποία ξημερώνεται όποιος τολμά.

Μόνο που, όπως γράφω κάπου στην τελευταία συλλογή μου, «όταν νομίσεις πως έφτασες [σε κάποιον προορισμό], κοιτάζεις πίσω σου και δεν υπάρχει δρόμος. … Αν επιχειρήσεις να επιστρέψεις, πρέπει να μεταπηδήσεις σ’ άλλη κλίμακα, ν’ ανοίξεις καινούριο δρόμο, που θα σε πάει σ’ άλλη αφετηρία, σ’ άλλα πληγώματα.».

Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ποίηση «είναι από τα πιο επηρμένα μυστήρια».

Πόσο πίσω σε πηγαίνει εσένα η σχέση σου με την ποίηση; Υπήρξε κάποιο καταλυτικό ερέθισμα που σε συνέδεσε με την ποίηση αρχικά; Πότε έγραψες την πρώτη ποιητική σου σύνθεση; 

Η σχέση μου με την ποίηση συνυφαίνεται με τη σχέση που ανέπτυξα με την επιστήμη (όχι με την ιατρική). Ο Matthew Arnold, ένας Άγγλος ποιητής του προπερασμένου αιώνα, είχε αναρωτηθεί: «Τη στιγμή που μία σταγόνα συναντά την ήρεμη επιφάνεια του νερού, δημιουργώντας χίλιους κυματισμούς γύρω της, τον λόγο έχει η ποίηση ή μήπως η επιστήμη;». Όταν η απάντηση ενός επιστήμονα σ’ αυτή την ερώτηση είναι ότι τον λόγο τον έχει η ποίηση, πρόκειται ασφαλώς για μια κρίσιμη στιγμή της ζωής του.

Αυτή η στιγμή ήλθε για μένα περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80 κι ήταν μια στιγμή που κράτησε χρόνια. Ήταν η περίοδος που ενσυνείδητα μπήκα σε μια διαδικασία πρόσληψης του ποιητικού λόγου, η οποία μου επέτρεψε τη μέθεξη και την υπέρβαση του προσωπικού, τα προαπαιτούμενα δηλαδή μιας προσπάθειας αναδιάταξης της πραγματικότητάς μου που με οδήγησε στην ποιητική έκφραση.

Ό,τι είχα γράψει ως τότε δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα μιας ανελεύθερης γραφής δέσμιας της προσπάθειας είτε να εντοπίσω το στίγμα μου μέσα σ’ έναν άγνωστο κόσμο είτε, στη συνέχεια, να επιβάλω την παρουσία μου στον κόσμο που υποτίθεται ότι γνώρισα. Όσα γράφτηκαν εκείνα τα χρόνια, δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλον εκτός ενδεχομένως από... τον προσωπικό μου ψυχαναλυτή.

Θα ήθελα να μας παραθέσεις, αν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, την πρώτη σου ποιητική σύνθεση ή ένα απόσπασμα ίσως. 

ΦΕΥΓΩ . . .
Εξάντλησα τους συμβολισμούς μου
στις εσχατιές των ονείρων μου.
Αναγνώρισα τη μοναξιά μου
στη γύμνια μου.
Η σκέψη μου χαίνει.
ο λογισμός μου ακροτελεύτιος.
Στις παρυφές του Κόσμου
αναμένω
τις οιμωγές του τοκετού του.
Ένα μόνο καινούριο λουλούδι
να κόψω προσμένω
πριν φύγω.

Είναι το πρώτο δημοσιευμένο ποίημά μου. Το δημοσίευσε στην «Κασταλία», το περιοδικό της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρών Λογοτεχνών ο τότε διευθυντής του, ο σπουδαίος γιατρός-λογοτέχνης Γιάννης Μουτάφης.

Μέσα από τις ίδιες τις εκδόσεις του ποιητικού σου έργου και τις αναφορές σου προκύπτει μια μακροχρόνια συστηματική μελέτη και βαθειά κατανόηση του έργου πολλών σπουδαίων ποιητών. Υπήρξε όμως κάποια καταλυτική επίδραση (του συνολικού έργου) συγκεκριμένου ποιητή ή κάποιου μεμονωμένου ποιήματος πάνω στην δική σου ποιητική δημιουργία; 

Ομολογώ ότι άργησα πολύ να εντοπίσω τους δικούς μου μεγάλους της ποίησης. Ως υπαίτιους θεωρώ την αμιγώς γνωσιακή προσέγγιση και τον άκαμπτο ορθολογισμό της επιστημονικής μου νιότης, για τα οποία μάλιστα ήμουν τότε ιδιαίτερα υπερήφανος!

Προφανώς, αρχικά με γοήτευσαν οι κατά γενική ομολογία μεγάλοι της ελληνικής ποίησης. Αναπολώ με συγκίνηση την περίοδο που κοιμόμουν με το «Άξιον εστί» και τη σχετική πραγματεία-ανάλυση του Τάσου Λιγνάδη στο προσκέφαλό μου ή τότε που τα «Ερωτικά» του Ρίτσου με παρέπεμπαν στη φυματίωση που μοιράστηκε με τον πατέρα μου.

Το γεγονός, όμως, που με καθόρισε ποιητικά, ήταν η γνωριμία μου με τον σπουδαίο ποιητή-γιατρό Δημήτρη Παπαδίτσα. Το «Εν Πάτμω», εκείνο το σημείο τομής του μικρόκοσμου με τον μακρόκοσμο, εκείνος ο καθρέφτης, όπου συγκλίνουν οι ακτίνες των πάντων, άσκησε πάνω μου μια αποκαλυπτική επίδραση. Υπήρξε το εισιτήριο που με εισήγαγε στην πρόσληψη των άλλων μεγάλων του ποιητικού μου σύμπαντος που είναι ο Εμπειρίκος, ο Ρεμπώ και η Ντίκινσον.

Αυτές είναι οι αναφορές της ποιητικής μου, τις οποίες υποσυνείδητα, αλλά και ενσυνείδητα κάποιες φορές, προσπαθώ να προσεγγίσω. Ελπίζω χωρίς να τις προσβάλω. Το αποτέλεσμα, βέβαια, δεν νομίζω ότι εγώ είμαι αυτός που μπορεί να το διακρίνει. Ως προς το ύφος των ποιημάτων, πάντως, πιστεύω αυτό που είχε πει η Anna Swir για τα δυο «καθήκοντα» του ποιητή. «Το πρώτο είναι να δημιουργήσει το δικό του ύφος. Το δεύτερο να καταστρέψει το δικό του ύφος». Θα ήθελα πολύ να ξέρω πού βρίσκομαι….

Πώς επέδρασε (αν επέδρασε) η επιστημονική σου ιδιότητα και η ζωή σου ως αφοσιωμένου επιστήμονα πάνω στην ποιητική σου σκέψη ή στην μορφοπλασία των ποιητικών σου κειμένων; 

Η επίδραση αυτή ήταν εξόχως ισχυρή και πολυεπίπεδη. Η υπαρξιακή αγωνία που διαπερνά όλη μου την ποίηση –ακόμη και την ερωτική– δεν νομίζω ότι απέχει πολύ από το άγχος της αναζήτησης της αλήθειας που διακατέχει τον επιστήμονα εαυτό μου. Ακραία μορφή αυτής της θεμελιακής επίδρασης αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της θεματικής μου. Έχω γράψει ποιήματα εμπνευσμένα από τη θεωρία της σχετικότητας, από την επαλήθευση των επιστημονικών προβλέψεων κι άλλα παρόμοια θέματα. Ο τίτλος της πρώτης συλλογής που εξέδωσα («Μπορεί και να λεγόταν...Beagle») παραπέμπει ευθέως στην εξελικτική θεωρία (Beagle ονομαζόταν το καράβι, με το οποίο ο Δαρβίνος ταξίδεψε στα νησιά Γκαλαπάγκος). Και, φυσικά, η έννοια της ταυτότητας, η βασική έννοια της επιστήμης μου, της Ανοσολογίας, έρχεται και ξανάρχεται, αυτόματα τις περισσότερες φορές, στο προσκήνιο του ποιητικού μου λόγου (Ασκητική δίχως χρεία ταυτότητας – Στύβω το λιόκαμα / να μαζέψω γαλάζιο / και συμπόσιες λέξεις / για μια ταυτότητα άδουλη – Κι η άγνωστη ταυτότητα / που κρύβει ο καθρέφτης κ.ά.).

Από την άλλη μεριά, η επιστήμη δυσκόλεψε αρκετά τα πρώτα βήματά μου στην ποίηση. Θυμάμαι πόσο είχα τρομάξει όταν για πρώτη φορά διαπίστωσα ότι η αναγκαιότητα των υπερβάσεων που με οδηγούσε στην ποίηση, ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθεί από τη δωρική φόρμα και την αυστηρότητα του επιστημονικού λόγου, με την οποία είχα μάθει να εκφράζομαι ως τότε. Ότι οι «κοινώς αντιληπτές λέξεις των αισθήσεων», η λεξιτεχνία κι η οροτεχνία, με τις οποίες η επιστήμη εξερευνά τον κόσμο, δεν έφταναν. Γιατί το ζητούμενο, τελικά, δεν ήταν άλλο από την «αποκωδικοποίηση αισθήσεων που δεν είχαν βρει ακόμη τις λέξεις τους». Έπρεπε ν’ απολυμάνω το λόγο μου από την αντικειμενικότητα του επιστημονικού λόγου. Αντίθετα με την επιστήμη, η ποίηση προϋποθέτει την εξάντληση της πλαστικότητας και της υπαινικτικής δύναμης των λέξεων είτε όσο είναι ακόμη ορφανές, πριν ακόμη καν γίνουν προτάσεις, παράγραφοι, σελίδες, στίχοι, λόγος είτε αφού επωμιστούν τα χαρακτηριστικά της… κοινωνίας τους.

Η επιστημονική εκπαίδευση και η αφοσίωση στην επιστημονική μέθοδο δίνουν έμφαση στην νοητική διεργασία αλλά ίσως έτσι να περιορίζουν την δυνατότητα ανίχνευσης και έκφρασης του συναισθήματος. Από την πλευρά της ποίησης όμως το συναίσθημα καταλαμβάνει μάλλον ζωτικό χώρο. Στην περίπτωση σου πώς βιώνεις αυτή την ισορροπία συναισθήματος και νοητικής διεργασίας στα πλαίσια της ποιητικής σου δημιουργίας; 

Επίτρεψέ μου να θεωρώ ψευδεπίγραφη αυτή την αντίθεση. Κατά τη γνώμη μου, επιστημονικό βίωμα είναι αδύνατο να υπάρξει χωρίς ερωτική σχέση με το εκάστοτε αντικείμενο και δίχως ειλικρινή πόθο για την αλήθεια, δηλαδή χωρίς συναίσθημα και μάλιστα έντονο. Από την άλλη μεριά, η επανανοηματοδότηση των λέξεων και του λόγου που απαιτεί η ποίηση, προϋποθέτει νοητικές διεργασίες υψηλής έντασης. Υπενθυμίζω, σ’ αυτό το σημείο, πόσο ο Κ. Τσάτσος υπερασπιζόταν τόσο το «αισθητικό» όσο και «το έλλογο νόημα του ποιητικού λόγου».

Εν τέλει, και στην επιστήμη και στην ποίηση η «λύση του δράματος» επέρχεται μόνο μες απ’ τη σύγκλιση στο Ωραίο. Το Ωραίο, οι κανόνες του οποίου προϋπάρχουν του αισθητού κόσμου, είναι ανεξάρτητες από την εμπειρία μας και θεμελιώνουν τόσο την επιστήμη όσο και την ποίηση στο έδαφος της αντικειμενικότητας και όχι στο βασίλειο του υποκειμενικού. Παραφράζοντας τον Νερούντα, θα έλεγα ότι και η επιστήμη και η ποίηση σε μαθαίνουν να υπάρχεις υπό όρους αισθητικής.

Γιατί πιστεύεις ότι γράφεις τελικά ποίηση και σε ποιους απευθύνεται το ποιητικό σου έργο; Ποιες είναι οι προσδοκίες σου από την πλευρά του αναγνώστη του έργου σου; 

Η Hannah Arendt λέει κάπου, στην «Ανθρώπινη Κατάσταση», ότι «Μια ζωή που αναλώνεται εξ ολοκλήρου στη δημόσια σφαίρα γίνεται … ρηχή. Διατηρεί την ορατότητά της, αλλά χάνει την ιδιότητα της ανάδυσης στο φως από κάποιον πιο σκοτεινό χώρο που πρέπει να παραμείνει κρυμμένος προκειμένου να μην απολέσει το βάθος του». Η αγωνία μου είναι να μην απειλήσει ποτέ η ποίηση τη ζωή μου να γίνει ρηχή. Γι’ αυτό και δεν γράφω για τους αναγνώστες. Πιθανοί παραλήπτες των γραπτών μου είναι κάποιοι απ’ αυτούς που ξέρουν ήδη ότι «υπάρχω».

Είτε έτσι είτε αλλιώς, βέβαια, τα ποιήματα, απ’ τη στιγμή που θα βγουν από την άκρη της πένας, ανήκουν καθ’ ολοκληρία στους αναγνώστες. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να έχω καμιά προσδοκία από τους αναγνώστες. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο επαναπροσδιορισμός της πραγματικότητας που επιχειρώ με τα ποιήματά μου, είναι απαλλαγμένος από την αυτόματη προσπάθεια του κάθε ποιητή να εγκλωβίσει τον αναγνώστη στα βιωματικά του περιθώρια και στις ανάγκες του. Δεν σημαίνει ότι έχω βρει το σημείο όπου τελειώνει η αναδιαμόρφωση των εννοιών, των αισθημάτων ή ακόμη, αν θέλετε, και των χρωμάτων ή των ήχων. Ότι είμαι αυτός που θέτει στον εαυτό του φραγμούς αναφορικά με την ανάπλαση αδιαπραγμάτευτων νοηματοδοτήσεων. Ότι αποποιούμαι το δικαίωμα να υποτάσσω το εκάστοτε σημαινόμενο στην κυριαρχία μου.

Θα με ρωτήσεις, φυσικά, αν υπάρχει απάντηση σ’ αυτόν τον προβληματισμό, αν μπορεί να υπάρξουν τέτοια όρια. Μα αν υπήρχε απάντηση, δεν θα υπήρχε ποίηση. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, ποίηση είναι ακριβώς η αέναη προσπάθεια να δοθεί μια τέτοια απάντηση.

Πώς θα αντιδρούσες απέναντι σε μια άποψη αναγνώστη του τύπου γράφει καλά ο Γερμενής αλλά δεν μου αρέσει ή αντιστρόφως μου αρέσει ο Γερμενής αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πόσο καλά γράφει; θα ήθελα να σχολιάσεις την διαφορά μεταξύ: μου αρέσει κάτι (vs) φαίνεται καλό αλλά δεν μου αρέσει. 

Την απάντηση την έχω δώσει στην τελευταία συλλογή μου «Εμός ει συ»: «Το ποίημα λογαριάζεται από τους κινδύνους που έχει διατρέξει κι απ’ τα εγκλήματα που έχει διαπράξει –το ίδιο, όχι αυτός που τό ‘γραψε. Αυτός που τό ‘γραψε, μες απ’ αυτό γεννήθηκε. Αμφίβολο αν αξίζει καν να καεί στο βωμό των λέξεών του. Εξάλλου κάθε άνθρωπος, έτσι και μπει στην ιεροτελεστία της ανάγνωσης, έχει κάτι δικό του να θυσιάσει σ’ αυτόν το βωμό. Μη κοιτάτε που περιμένει να πέσει μες στη χούφτα του το σκοτάδι, για να μπορέσει να κλέψει το μερτικό του απ’ τον καπνό.».

Επειδή έχεις παράγει ένα σπουδαίο επιστημονικό έργο στην ανοσολογία, ήθελα να σε ρωτήσω αν υπάρχουν άνθρωποι που αναπτύσσουν αντισώματα κατά της ποίησης; Η ποίηση δεν πουλάει όπως φαίνεται σήμερα και δεν ενδιαφέρονται τόσο οι εκδότες για την ποίηση πλέον σε σχέση π.χ. με το μυθιστόρημα. 

Νομίζω ότι έχει έλθει πράγματι η ώρα που ο άνθρωπος θέλει να διώξει τους ποιητές από την Πολιτεία, όπως ακριβώς είχε προτείνει ο Πλάτωνας. Ζούμε ένα οξύμωρο ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση, από τη μια μεριά, και στην αριστοτελική καθολικότητα της ποίησης και την υπέρβαση του χωροχρόνου, από την άλλη. Ο σύγχρονος άνθρωπος φοβάται να διαπραγματευτεί την πραγματικότητα με τον εαυτό του, φοβάται την αλήθεια του, φοβάται δηλαδή ότι η ποίηση υποβαθμίζει την αλήθεια κι υπονομεύει την αρετή.

Αν με ρωτούσες πού θα μπορούσε να αποδοθεί αυτό, θάλεγα ότι είναι επιφαινόμενο της Βαβέλ που χαρακτηρίζει τον τεχνοπολιτισμό μας. Θεμελιώδεις έννοιες, όπως η δημοκρατία, η εργασία, η επιστήμη και τόσες άλλες, επαναπροσδιορίζονται και μάλιστα με ταχύτατους ρυθμούς, δημιουργώντας στον άνθρωπο, όχι απλώς επικοινωνιακό, αλλά ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, πώς είναι δυνατόν ο σύγχρονος άνθρωπος να αποτολμήσει να προβάλει έναν υπερβατικό επαναπροσδιορισμό και μάλιστα αντίθετο από αυτόν που υπαγορεύει ο τεχνοπολιτισμός. Ας αναλογιστούμε την αποσύνδεση, που συμβαίνει στις μέρες μας, των κλασικών συντεταγμένων της ποίησης, δηλαδή του έρωτα και του θανάτου, από τις κλασικές αναφορές τους. Ο έρωτας χάνει τη βασική βιολογική αναφορά του στην αναπαραγωγική διαδικασία κι αναζητεί νέες προβολές του ωραίου ακόμη κι έξω απ’ το σώμα, ενώ ο θάνατος επανέρχεται ως ο υπό κατάργηση έσχατος εχθρός του Αποστόλου Παύλου («ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος»).

Θα ήθελα να μου παραθέσεις δύο αποσπάσματα από ποιήματα σου, τα οποία πιστεύεις ότι εκφράζουν καλύτερα αυτό που (ποιητικά) είναι ο Τάσος Γερμενής. 

ΥΨΙΓΑΜΙΝΟΣ
Το πανδοχείο των γυμνών πριγκήπων
κι άλλες πολυτελείς αμαρτίες
νοτιοδυτικώς βοώντος ακρωτηρίου
Διάκοσμος της αυριανής συνουσίας
οι απεχθείς μηρυκασμοί των διαψεύσεων
Τανγκό με το στόμα κλειστό
μέσα σε χάλκινους άμβυκες
Νύγδην μεροληψία κι απόσταξη
Τόσοι χειμώνες ψεύτικης ζωής
σε μία υψιγάμινο χωρίς αλεξικέραυνο

ΑΝΥΠΑΡΚΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Ο πόλεμος ξέσπασε
την ώρα που δυο μάτια προσπαθούσαν
να ξαναγίνουν πρόσωπο
Κάτ’ απ’ τις μάσκες δεν βρέθηκαν
παρά μονάχα στόματα
Γιομάτα σκοτάδι
Ίδια κι απαράλαχτα
μ’ εκείνα πού ΄χαμε
στον περασμένο πόλεμο
Κι απόμειναν τα μάτια αμίλητα
να κοιτάζουν τα σχολεία
που ξαναγκρεμίζονταν
Και το πρόσωπο απόμεινε ανύπαρκτο
σαν ολόκληρη μάσκα
Ίδιο κι απαράλαχτο
μέχρι τον επόμενο πόλεμο
Κανένας δεν ντράπηκε

Την «Υψιγάμινο» την παραθέτω ως τυπικό παράδειγμα της επίδρασης που ασκεί στη γραφή μου η φόρμα του Εμπειρίκου. Τα «Ανύπαρκτα πρόσωπα» γράφτηκαν μεσούσης της πανδημίας.

Πώς η ποιητική σου πλευρά μπορεί να επέδρασε στην επιστημονική σου εργασία;

Σε αντίθεση με την άμεση και εμφανή επίδραση της επιστήμης πάνω στην ποιητική μου έκφραση, η αντίθετη επιρροή ήταν βουβή κι εκ πρώτης όψεως αφανής αλλά εξίσου ή και περισσότερο έντονη. Τη συνειδητοποιώ καθώς, περνώντας τα χρόνια, δεν βρίσκω άλλη εξήγηση για κάποιες από τις εκφάνσεις του επιστημονικού μου εαυτού.

Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, η ποίηση απενοχοποίησε την προσπάθειά μου να ξεπεράσω την αυστηρή προσήλωση στην απόλυτη εξειδίκευση και να επιχειρήσω την κατανόηση όχι μόνο του ευρύτερου γνωστικού μου αντικειμένου και της σχέσης του με τη βιολογία αλλά και, πολύ γενικότερα, του τρόπου λειτουργίας της επιστήμης. Αυτή η σφαιρική αντίληψη μου επέτρεψε, με τη σειρά της, να αναγνωρίσω την αισθητική αξία που υποκρύπτεται στη συγκρότηση του μικρόκοσμου και στα επιστημονικά «δημιουργήματα». Δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν, χωρίς ποιητικά βιώματα, θα κατόρθωνα να αντιληφθώ την ευρεία αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στα παράγωγα της φύσης και της τέχνης ως απότοκα μιας διαδικασίας γενέσεως, την οποία διαπερνά ο λόγος («ὥσπερ γὰρ τέχνη λέγεται τὸ κατὰ τέχνην καὶ τὸ τεχνικόν, οὕτω καὶ φύσις τὸ κατὰ φύσιν [λέγεται] καὶ τὸ φυσικόν» Αριστοτέλης, Φυσικά, Β,193a31-33). Αν με ρωτήσεις τι μου πρόσφερε αυτή η… περιπέτεια, θα σου απαντήσω με τα λόγια ενός από τους πατέρες της κβαντομηχανικής, του Niels Bohr: «ένα κομμάτι από την αιωνιότητα ανήκει σε εκείνους που είναι ικανοί να ατενίζουν την ιλιγγιώδη έκταση της θάλασσας χωρίς να κλείνουν τα μάτια».

Και κάτι τελευταίο. Η ποίηση, κρατώντας με απ’ το χέρι, έκαμε το ταξίδι μου στην επιστήμη, ένα ταξίδι με άπειρους σταθμούς προς την ταπείνωση.