Βιβλιο

Χάρης Βλαβιανός: Πλατωνικοί Διάλογοι ή γιατί στο σπήλαιο κάνουν όλοι πάρτι

Μια σειρά από ιλαροτραγικούς διαλόγους με σκοπό την ουσιαστική επικοινωνία και την ανθρώπινη επαφή

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 866
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Χάρης Βλαβιανός: Παρουσίαση του βιβλίου «Πλατωνικοί Διάλογοι ή γιατί στο σπήλαιο κάνουν όλοι πάρτι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Ένας Μέγας Κύων μεταμορφώνεται σε απλό κανίς, κάποιος βρίσκεται αίφνης μέσα στην κοιλιά μιας σκούπας Hoover, o Λούκι Λουκ πάει στο Πάλο Άλτο, ο Εσκομπάρ αρνείται να φάει καραμέλες, ο Τζερόνιμο χαρτοπαίζει στο Μον Παρνές, ο Βούδας χτυπάει μπιγκ μακ στα ΜακΝτόναλντς και ο λοχαγός Γκαρσία κυνηγάει τον Ζορό. Για τον Ζορό μην ανησυχείτε, ο λοχαγός Γκαρσία δεν θα τον πιάσει ποτέ. Στη Λατινική Αμερική, όπως μου λέει ο Χάρης Βλαβιανός, με την ατάκα «Όταν ο λοχαγός Γκαρσία πιάσει τον Ζορό» εννοούν αυτό το κάτι που είναι αδύνατον να συμβεί. Το ζαμέ, το ποτέ των ποτών. 

Ας μπούμε ακόμα περισσότερο στο κλίμα των Πλατωνικών Διάλογων, εδώ όπου οι πρωταγωνιστές τους, σύζυγοι, φίλοι, εραστές, γνωστοί, άγνωστοι, γκαρσόνια, πιράνχας, ριμαδόροι, Κορλεόνε που δεν ανοίγουν ποτέ τραπεζομάντηλο, αλεπούδες με ψυχή, Μάρθες που χαρίζουν σε Εύες ποιήματα του Γιόζεφ, είναι λες και διαγωνίζονται σε μια παρτίδα πινγκ πονγκ χρησιμοποιώντας όχι μπαλάκι αλλά λέξεις. Εκείνος είπε και εκείνη απάντησε, διάλογοι και κουβέντες σε ρυθμό σού ’πα μού ’πες, σε στιλ του τα ’πα, του τα ’πα του ανθρώπου, ατάκα, ατάκα, ατάκα και επί τόπου, λέξεις που δίνονται ως εξήγηση, αλλά κοίτα πώς οδηγούν στην παρεξήγηση. 

Είναι δυνατόν ένας Dude να φοβηθεί αρουραίους; Πόσα βατραχάκια φέρνουν την ευτυχία; Τι είπε ο Κώστας στην Κορνηλία και τι συμβαίνει στον Ναό του Τάγματος των Χαμένων Ριμαδόρων; Όλες οι παραπάνω σκηνές συνθέτουν στο σύνολό τους μια ιλαροτραγική κωμωδία παρεξηγήσεων, όπου ο σουρεαλισμός και το άλογο (όχι το ζώο αλλά το μη λογικό) αντιπαρατίθενται στη λογική και το ευκταίο, με τρόπο απολαυστικό. Αυτό συμβαίνει στο βιβλίο «Πλατωνικοί Διάλογοι ή γιατί στο σπήλαιο κάνουν όλοι πάρτι». Ο Χάρης Βλαβιανός προτείνει στον Πλάτωνα να στήσουν ένα ρέιβ κι έτσι καταφθάνουν και μερικοί ακόμα προσκεκλημένοι εκτός από τους άνωθεν: Ο Σαίξπηρ φέρνει ακάλεστο (αλλά ευπρόσδεκτο) τον Γκράουτσο Μαρξ, ο Μπέκετ το λέει στον Γκοντό, ο Γκοντό ξεκινά (δεν γνωρίζουμε τι ώρα θα φθάσει), να και ο Γούντι Άλεν που σκάει με τον Πίτερ Σέλερς (Το Πάρτι, είπατε;). Και η γκεστ λιστ όλο και μεγαλώνει. Από το υποβολείο ο Όσκαρ Γουάιλντ υπενθυμίζει στον Βλαβιανό πως τα σοβαρά πρέπει να διατυπώνονται με ελαφρότητα και χιούμορ, ενώ τα ασήμαντα ο καλλιτέχνης πρέπει να τα διηγείται με ύφος και τόνο σοβαρό, κι έτσι οι εύληπτες, εύσχημες, ευτράπελες και ευσύνοπτες ιστορίες του βιβλίου αποκτούν και μια εσάνς θεατρική. 

Όλοι συζητούν και συζητούν, αφού είναι γνωστό πως ο Πλάτωνας αγαπούσε την προφορικότητα και τον διάλογο, όπως και ο Σωκράτης άλλωστε. Όμως από το τηλέφωνο (εγώ στη Θεσσαλονίκη, εκείνος στην Αθήνα), ο Βλαβιανός μου εξομολογείται πως παρά την αμεσότητα που προσφέρει το προφορικό σε αντίθεση με το επεξεργασμένο νόημα που προκύπτει μέσω της γραφής, «η προφορική γλώσσα είναι πάρα πολύ επισφαλής ως υλικό επικοινωνίας».

Εκτός από τον Πλάτωνα και τη Σπηλιά του, όπου όλα ως αντίληψη αποτελούν μετεικάσματα της αλήθειας και όχι την ίδια την αλήθεια, η ιδέα του βιβλίου οφείλεται, όπως λέει ο Βλαβιανός, και στον James Tate, που μαζί με τους  Sterne, Swift, P.G. Wodehouse, Jerome K. Jerome, Evelyn Waugh και πολλούς ακόμα απολαυστικούς συγγραφείς, του χάρισαν μονολόγους ή διαλόγους καύσιμης πρώτης ύλης για να πάρουν μπρος και οι δικές του ιστορίες-αφηγήματα. Σεξ, έρωτας και καθημερινότητα, υπαρξιακοί πνιγμοί και τραύματα που υποσυνείδητα ή εντελώς μετωπικά καθορίζουν σκέψη και πράξη, υπερρεαλισμός και σκιώδεις, ψευδείς αντιλήψεις της πραγματικότητας, παρανοήσεις, ελαφροί τόνοι αλλά και ζητήματα ηθικής, πολιτικής και φιλοσοφικής υφής, τίθενται μέσα από ελληνικές υδρίες, Ινδιάνους που τρώνε φασιανούς, τζέντλεμαν που τρώνε πάντα με τα χέρια, διπλούς πράκτορες, αυγά του Άμλετ και λοιπούς ήρωες του Χάρη Βλαβιανού που μέσα στη Σπηλιά του Πλάτωνα στήνουν ένα πάρτι γλυκιάς ασυνεννοησίας και τρυφερής παρανόησης.