Βιβλιο

Για το κόμικς άλμπουμ «Fantastic Four — Μοιραία συνάντηση»

Ο Μίστερ Φαντάστικ, η Αόρατη Γυναίκα, ο Ανθρώπινος Πυρσός και το Πράγμα ταξιδεύουν στην (άκρως επικίνδυνη) Αρνητική Ζώνη

Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Fantastic Four — Μοιραία συνάντηση»: Μία one of a kind περιπέτεια γραμμένη και σχεδιασμένη από τον θρυλικό Alex Ross (Εκδόσεις Anubis)

Αν αγαπάς τα κόμικς, δεν μπορείς παρά να αγαπάς τη Marvel. Κι αν αγαπάς τη Marvel, δεν μπορείς παρά να αγαπάς τους Τέσσερις Φανταστικούς, την πρώτη Marvel-οικογένεια. Μάλιστα —για να το συνεχίσουμε—, αν αγαπάς τους Τέσσερις Φανταστικούς, δεν γίνεται παρά να έχεις τον Μπεν Γκριμ, το Πράγμα, στην καρδιά σου. Για πολλούς, αν μη τι άλλο, είναι ο #1 υπερήρωας όλων των εποχών, και μακράν ο πιο κουλ. Π.χ., για τον υπογράφοντα.

Έτσι, εάν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, που στην ουσία είναι μία (Αν αγαπάς τα κόμικς), η είδηση ότι κυκλοφορεί ένα ολόκληρο graphic novel με μία νέα, χορταστική, απλωμένη σε 64 σελίδες, περιπέτεια των Τεσσάρων Φανταστικών, δεν μπορεί παρά να σε γεμίζει ευτυχία. Πόσο δε μάλλον όταν τη γράφει και τη σχεδιάζει ένας ζωντανός θρύλος των κόμικς, ο Άλεξ Ρος, κατά την πλειονότητα των κριτικών ο κορυφαίος όλων των εν ζωή κόμικς καλλιτεχνών στο υπερηρωικό πολυσύμπαν — και σίγουρα ένας σχεδιαστής με τόσο χαρακτηριστικό ύφος και τεχνοτροπία, που το όνομά του μοιάζει να είναι τυπωμένο πάνω σε κάθε του πάνελ, σε κάθε του σελίδα — και σε κάθε χαρακτήρα που σχεδιάζει.

Ξεκινώντας από τους πρωτοποριακούς «Marvels» τρεις δεκαετίες πίσω (1993, 4 τεύχη, σενάριο Kurt Busiek), πριν πάει στην DC Comics για το «Kingdom Come» και τον Σούπερμαν (1996, 4 τεύχη, σενάριο Mark Waid), τον «Uncle Sam» (1997, 2 τεύχη, σενάριο Steve Darnall, Vertigo) και όλα τα άλλα, ο Ρος έχει «επιβάλει» αυτά τα τριάντα χρόνια διαρκούς και έντονης παρουσίας το προσωπικό του στιλ, που είναι ακριβές, συχνά φωτορεαλιστικό, πάντα εξόχως δυναμικό, και έξοχα χρωματισμένο, με αυτή την υπέροχη γκουάς παλέτα του. Ο Ρος δίνει ανθρώπινο υπόβαθρο στους ήρωές του, κάνοντάς τους ταυτόχρονα απτούς, «καθημερινούς», με έξοχες εκφράσεις δοσμένες με λεπτομέρεια και απλότητα, αλλά και ακραία εκρηκτικούς και «σούπερ δυνατούς» όποτε απαιτείται. Είναι πραγματικά one of a kind. Και φαίνεται.

Εδώ τώρα, στο «Fantastic Four — Μοιραία συνάντηση» («Fantastic Four – Full Circle», κυκλοφορία στις ΗΠΑ προ έξι μόλις μηνών), κάνει στ’ αλήθεια ό,τι θέλει. Και αυτό που θέλει το αγαπάμε πολύ — γιατί έχει σημασία. Εδώ λοιπόν, σε ένα graphic novel που το γράφει επίσης αυτός ο ίδιος, παίρνει την απόλυτη ελευθερία να αποτίσει φόρο τιμής στις απαρχές της εποχής των κόμικς που αγαπήθηκε σχεδόν όσο καμία άλλη: της Silver Age (1956-1970). Ανατρέχει, έτσι, στο αρχείο του, ανασύρει το τεύχος #52 των Fantastic Four (Ιούνιος 1966) και διαβάζει εκεί την επική ιστορία «This Man…This Monster» των Stan Lee και Jack Kirby. Και τη διασκευάζει. Και το κάνει τόσο καλά, και με τόσο μεγάλη αγάπη στους μεγάλους δημιουργούς του παρελθόντος, τους πιονέρους.

Μάλιστα, κάνει και κάτι ακόμη. Μολονότι αναφερθήκαμε στο σχέδιό του που είναι τόσο διακριτό, εδώ παίρνει μία απόσταση από τον… εαυτό του, ακριβώς για να «συνομιλήσει» με τη Silver Age (και βέβαια με τον Μεγάλο Παλαιό, Jack Kirby). Έτσι, υπό μία έννοια γεφυρώνει το παρελθόν και το παρόν — και το κάνει με έναν τρόπο γεμάτο σεβασμό και συγκίνηση. Ταυτόχρονα, οι διάλογοί του θα μπορούσαν άνετα να είχαν την υπογραφή τού Stan The Man Lee. Και όχι μόνο οι διάλογοι: ο Ρος δεν αφήνεται να παρασυρθεί από τις δυνατότητες (και τη γνώση) του μέσου, προσφέροντας στις νέες γενιές ένα κούφιο υπερθέαμα δράσης, ανατροπών και… εκρήξεων. Αντίθετα, χωρίς να κάνει καμία έκπτωση στην περιπέτεια, βάζει σε πρώτο πλάνο τους Τέσσερις Φανταστικούς: δηλαδή, όπως πάντα ήταν — γι’ αυτό, άλλωστε, τους αγαπήσαμε. Και το κάνει από το πρώτο (για την ακρίβεια: από το δεύτερο) πάνελ. Εκπληκτικό.

Τα κόμικς της Marvel είχαν ανέκαθεν ψυχή. Κι αυτή σπαρταράει σε όλες τις σελίδες της «Μοιραίας συνάντησης».

Το άλμπουμ (διαστάσεις: 16,5 x 21) κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Anubis, που έχουν μία πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη κόμικς, σε μετάφραση του Ηλία Τσιάρα.