Βιβλιο

«Η καρδιά μου το όπλο σου» του Γιώργου Καραγιαννίδη: Τι σημαίνει «υπάρχω ως άνθρωπος»;

Μια ιστορία στην οποία ο έρωτας, η αγάπη και η οικογένεια συγκρούονται με την πολιτική ιδεολογία και την βία, ενώ κυριαρχεί ο αγώνας για την προσωπική ελευθερία και αξιοπρέπεια.

Σέργιος Θεοδωρίδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Η καρδιά μου το όπλο σου» του Γιώργου Καραγιαννίδη: Κριτική για το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αρμός

Το βιβλίο «Η καρδιά μου το όπλο σου» του Γιώργου Καραγιαννίδη από τις εκδόσεις Αρμός είναι από αυτά που επιδέχονται πολλαπλές προσεγγίσεις. Έρωτας-θάνατος-ιστορία-πόλεμος-φασισμός-δημοκρατία-ηρωισμός-ελευθερία-επιτυχία και δικαίωση-αποτυχία και απογοήτευση. Είναι όλα εκεί. Το βιβλίο του Γιώργου Καραγιαννίδη μας μιλάει για το τι σημαίνει υπάρχω ως άνθρωπος. Και ο άνθρωπος ζει και βιώνει τον τόπο, το χρόνο, τον έρωτα, τη σκιά του θανάτου, ζει μέσα στον κόσμο και δημιουργεί τον εαυτό του. Γιατί το βιβλίο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από έναν ύμνο στη δημιουργία. Με άλλα λόγια, έναν ύμνο στην ελευθερία. 

Ο τόπος και ο χρόνος δεν βρίσκονται στο περιθώριο. Κάθε κεφάλαιο αναφέρεται σε συγκεκριμένο τόπο και σε συγκεκριμένο χρόνο που τονίζονται ως επικεφαλίδα. Ο κάθε τόπος δεν είναι τα κτίριά του, δεν είναι οι δρόμοι του και ό,τι άλλο μπορεί να αποτυπώσει μια φωτογραφία. Ο κάθε τόπος είναι η συγκεκριμένη ιστορία του, οι συγκεκριμένες παραδόσεις του, η συγκεκριμένη κουλτούρα του, οι συγκεκριμένες σχέσεις εξουσίας και οι αντίστοιχες κοινωνικές σχέσεις, είναι η συγκεκριμένη αισθητική του, το συγκεκριμένο κλίμα του. Όλα τα στοιχεία αυτά υπάρχουν με περιγραφές στο βιβλίο, που μαγνητίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον καθιστούν μέρος του κόσμου που αναπήδησε από το φαντασιακό του συγγραφέα.

Όμως, ο κάθε τόπος είναι κάτι περισσότερο από τα στοιχεία που προανέφερα, ο κάθε τόπος υπάρχει μέσα μας ως προσωπική εμπειρία, εμπειρία χαραγμένη στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, σαν εμποτισμένες αξίες. Μέσα στην ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου εξελίσσεται χρονικά η ενδεχομενικότητα-τυχαιότητα της ζωής και των γεγονότων, εκεί κάνουμε τις επιλογές μας και επενδύουμε με σημασίες και αξίες τον Κόσμο.

Κυρά-Παναγιά, Πηγάδια και Πυλές στην Κάρπαθο, Ρόδος και Αρμάθια στην Κάσο, τα Δωδεκάνησα, και η Αθήνα στην Ελλάδα. Κρίμιτσαου, Γκάμπλεντζ και Νταχάου, στη Γερμανία. Σε αυτούς τους τόπους οι δύο κύριοι χαρακτήρες του έργου, ο Γερμανός Άλφρεντ Άικγουαρντ και Έλληνας Οδυσσέας Λάσκαρης δημιουργούν τις ζωές τους μέσα από τις επιλογές τους, από τις οποίες- επιλογές, δεν αποκλείεται και ο θάνατος.

Ο χρόνος αρχίζει να μετράει το Νοέμβριο του 1920 στην Κυρά Παναγιά της Καρπάθου και σταματάει τον Αύγουστο του 1966 και πάλι στην Κυρά Παναγιά. Είναι μια ταραγμένη περίοδος για την Ευρώπη, μια περίοδος όπου ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με βαθιά υπαρξιακές και αξιακές επιλογές, με διλλήματα μπροστά στη ζωή και το θάνατο, με διλλήματα ανάμεσα στα πιστεύω και την προσωπική ευτυχία. Με αυτά τα στοιχεία πλάθει ο συγγραφέας τον φανταστικό κόσμο του. Έρωτας-που ενώνει και ελευθερώνει, Πόλεμος-που διχάζει και σκλαβώνει, Θάνατος-που καταστρέφει, συνιστούν το τρίπτυχο που διατρέχει συνεκτικά την πλοκή.

Ο Άλφρεντ Άικγουαρντ ξεκινάει 15χρονος νέος από το Κρίμιτσαου. «Ήταν μία από τις κρύες νύχτες της άνοιξης. Το χιόνι είχε αρχίσει να πέφτει πυκνό». Μέσα στο κρύο αυτό τοπίο της βιομηχανικής αυτής πόλης, ο δεκαπεντάχρονος Άλφρεντ μαθαίνει το θάνατο του πατέρα του, ενός αναρχικού συνδικαλιστή. Ο πατέρας του δολοφονείται από σφαίρες των ακροδεξιών ταγμάτων Φράικορπς. Τότε, ο νεαρός Άλφρεντ κάνει την επιλογή του. Επιλέγει και επενδύει με σημασία το αφήγημα της ζωής του. Από δω και πέρα, κάθε επιλογή του θα περιστρέφεται και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με αυτό το αφήγημα. Γίνεται μέλος του ΚΚΓ και η ζωή του ταυτίζεται με τον αγώνα για μια αταξική κοινωνία και ενάντια στο Ναζισμό. Κάθε του όμως απόφαση δεν είναι μονόδρομος αλλά προκύπτει μέσα από διλλήματα, μέσα από αμφισβητήσεις, μέσα από ασάφειες. Η πορεία του για να εξυφάνει το αφήγημα της ζωής του δεν είναι ντετερμινιστική αλλά δημιουργική. Και αυτά τα διλλήματα και οι αποφάσεις του ξεδιπλώνονται στο κείμενο όπως ο Αλφρεντ τα ζει, όπως ο χρόνος ρέει και ο αναγνώστης γίνεται μέρος αυτής της ροής. Μέχρι το τέλος, ο Άλφρεντ δεν θα είναι σίγουρος για το αν αυτό που επέλεξε, το δικό του αφήγημα στη ζωή, είναι μία χίμαιρα ή όχι, δεν θα είναι σίγουρος αν θα έπρεπε να δώσει βάρος στον αγώνα και την επανάσταση ή στην οικογένεια του, το γιό του το Χανς και τον μεγάλο του έρωτα, τη γυναίκα του, τη Μαρί. Βιώνει το άγχος της επιλογής του, αλλά παραμένει πιστός σε αυτό που επέλεξε μέχρι το τέλος. Επιλέγει το θάνατο, σκοτώνει ο ίδιος αλλά και τελικά σκοτώνεται προασπιζόμενος το υπαρξιακό του αφήγημα. Το αφήγημα της ελευθερίας ενάντια στο Ναζισμό.

«Γεννήθηκα σε μια βοή. Τα θεόρατα κύματα χτυπούσαν λυσσαλέα και έσκαβαν το μεγάλο βράχο, ανάμεσα σε βροντές και κεραυνούς» και στη συνέχεια, ο άλλος κύριος χαρακτήρας του έργου, ο Οδυσσέας, μας λέει «πάντα νόμιζα ότι υπήρχα σε αυτό το βράχο». Είναι ο δικός του τόπος. Ο τόπος όπου λίγο αργότερα ο παππούς του τον συμβουλεύει «να θυμάσαι, ότι όλα τα προβλήματα έχουν λύσεις, και μάλιστα πολλές. Είτε μιλάμε για μηχανές είτε για τη ζωή» και κάποια άλλη φορά, συνεχίζει ο παππούς, «να φτιάχνεις έξυπνες μηχανές, να τις μαθαίνεις να κάνουν τις δουλειές μόνες τους». Και η λύση στις πολυπλοκότητες της επιστήμης και της ζωής και το «φτιάξιμο των έξυπνων μηχανών» δεν είναι τίποτε άλλο παρά δημιουργία. Εκεί, στην Κυρά-Παναγιά, ξεκινάει και υφαίνεται το δεύτερο δημιουργικό αφήγημα του Οδυσσέα. Με ρίζες στα κύματα και στους ανοικτούς ορίζοντες της θάλασσας, στα παραμύθια για τους πειρατές και τους μεγάλους έρωτες, στις ιστορίες για τους ναυτικούς προγόνους που πέτυχαν κι έγιναν νοικοκυραίοι εκεί στα ξένα.

Κάθε λέξη και κάθε εικόνα, που ποτίζει τη συνειδητή και ασύνειδη πλευρά του νεαρού Οδυσσέα, είναι και ένας σπόρος ελευθερίας. Ο τόπος του όμως δεν είναι τόπος μόνο ελευθερίας αλλά και τόπος στέρησης της ελευθερίας. Η Δωδεκάνησος είναι Ιταλοκρατούμενη και λίγο αργότερα φθάνουν οι Γερμανοί Ναζί. Ο νεαρός Οδυσσέας, ταυτόχρονα με την ελευθερία, βιώνει και την εμπειρία της στέρησης της ελευθερίας. Και όταν κάτι τόσο σημαντικό, όπως η ελευθερία, βιώνεται ταυτόχρονα ως παρουσία και ως έλλειψη, το ένα δίπλα στο άλλο, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια. Ο Οδυσσέας, κάπου εκεί μόλις τελειώνει το σχολείο έχει κάνει την επιλογή του δικού του αφηγήματος για τη ζωή, κομμάτι συνειδητά και κομμάτι ασύνειδα. Θα γίνει μηχανικός και θα αγωνιστεί για την ελευθερία. Ενάντια στους Ιταλούς και στη συνέχεια ενάντια στους Γερμανούς. Από το σημείο εκείνο και πέρα, παρακολουθούμε την αυτοδημιουργία του Οδυσσέα, μέσα από τις διαδοχικές επιλογές του, μπροστά στα διλλήματα που αναδύονται από τα απρόβλεπτα γεγονότα της ζωής, διότι η πλοκή είναι τέτοια ώστε συνεχώς να αναφύονται καταστάσεις, αφηγηματικά ξαφνιάσματα θα έλεγα, που να απαιτούν αποφάσεις και επιλογές, και συχνά μεγάλες αποφάσεις. Ο Οδυσσέας θα επιλέξει ακόμη και να σκοτώσει, στήνοντας ενέδρα, το φασίστα από τον οποίο κινδυνεύει η Γιολάντα, ο μεγάλος του έρωτας. 

Ο έρωτας είναι διάχυτος μέσα στην ιστορία του βιβλίου. Μέσα από τον έρωτα αναδύονται πρωταγωνιστικά οι δύο γυναίκες. Η Μαρί και η Γιολάντα. Ο έρωτας λειτουργεί διαφορετικά στο δίδυμο Οδυσσέα-Γιολάντας απ’ ό,τι στο δίδυμο Άλφρεντ-Μαρί. Στην πρώτη περίπτωση, ο έρωτας εξελίσσεται, με τη ροή της διήγησης και του χρόνου, δημιουργείται, ενδυναμώνεται. Και η εξέλιξη αυτή δεν είναι γραμμική, είναι μέσα στις αβεβαιότητες και τις εκπλήξεις της ζωής, αλλά τελικά κορυφώνεται με την ένωση των δύο. Στη δεύτερη, όμως, περίπτωση, ο έρωτας έχει παγώσει στο χρόνο, έχει υποταχθεί στον αγώνα. Η επιλογή για τον αγώνα για πολιτική ελευθερία, για τον Άλφρεντ και τη Μαρί, απαιτεί η καρδιά να γίνει όπλο.

Ο αναγνώστης μέσα από την αφηγηματική εξέλιξη «παρακολουθεί» τον Άλφρεντ, τη Μαρί, τον Οδυσσέα και τη Γιολάντα να χτίζουν το αφήγημά τους νοηματοδοτώντας, ο κάθε ένας με το δικό του τρόπο, την ελευθερία και τον έρωτα. Χωρίς, όμως, αυτό να οδηγεί κατ’ ανάγκη σε δικαίωση της επιλογής. Όταν ο Οδυσσέας, μετά το τέλος του πολέμου, επισκέπτεται τη Μαρί στο Κριμιτσάου, μέρος της Αν. Γερμανίας τότε, για να της δώσει το φάκελο που του εμπιστεύθηκε ο Άλφρεντ, λίγο πριν το θάνατό του, η Μαρί εκμυστηρεύεται στον Οδυσσέα «Μπορεί ο Άλφρεντ να ήταν κομουνιστής αλλά δεν θα ανέχονταν ποτέ τη δημιουργία ενός κράτους φόβητρου για τους πολίτες του. Κάθε γειτονιά έχει κι ένα χαφιέ. Έτσι, πάλι καλά που δεν ζει να δει αυτή την κατάσταση.» Και τελικά, σε μία άκρως συμβολική πράξη, πετάει το πιστόλι του Άλφρεντ στη λίμνη.

Τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου, μου ήλθε στο νου αυτό που είχε πει ο Κρις Μαρκέρ, μέρος του Γαλλικού νέου κύματος στον κινηματογράφο της δεκαετίας το 60 «… Χιλιάδες αγωνιστές σε όλο τον κόσμο είχαν δώσει ό,τι είχαν για ένα σκοπό που, όπως πίστευαν, όπως έλεγαν, ήταν μεγαλύτερος από τους ίδιους, μα που τελικά αποδείχτηκε πως το μεγαλείο του ήταν αυτοί οι ίδιοι.» Έτσι είναι και η ζωή, το μεγαλείο της απορρέει από τις σημασίες με τις οποίες εμείς οι ίδιοι επενδύουμε τον κόσμο, και με το αξιακό αφήγημα που βιώνουμε τη ζωή. Και όπως λέει και ο συγγραφέας στην αφιέρωση στο βιβλίο: «Σ’ αυτούς που στο δαιδαλώδες στοχαστικό σύμπαν συναντήθηκαν ξανά για την ελευθερία και τον έρωτα».

Ο Γιώργος Καραγιαννίδης