Βιβλιο

«Οι γάτες της ελληνικής λογοτεχνίας»: Το βιβλίο του Κώστα Χρ. Χατζιώτη με τις γάτες στη ζωή και στο έργο Ελλήνων λογοτεχνών

Ένα ταξίδι μέσα από μερικά κείμενα που ξεχωρίσαμε

Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 857
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

«Οι γάτες της ελληνικής λογοτεχνίας»: Το βιβλίο του Κώστα Χρ. Χατζιώτη με κείμενα, πεζά και ποιήματα Ελλήνων λογοτεχνών που αγάπησαν τις γάτες (εκδ. Παρισιάνου)

O Κώστας Χρ. Χατζιώτης, δημοσιογράφος και συγγραφέας, μεταξύ των πολλών βιβλίων για την Αθήνα και τις ιστορίες της, έχει γράψει και το «Γάτοι και άνθρωποι στα χρόνια του πολέμου» το οποίο μεταφράστηκε στα ιταλικά με μεγάλη επιτυχία. Το νέο του βιβλίο έχει τίτλο «Η Γάτα στη ζωή και στα έργα των Ελλήνων λογοτεχνών» (εκδόσεις Παρισιάνου) και είναι ένα ταξίδι σε σελίδες και κείμενα λογοτεχνών μας που αγάπησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, τις γάτες μέσα στον ελληνικό χώρο. Ξεχωρίσαμε μερικά κείμενα, πεζά και ποιήματα από αυτό το απολαυστικό ταξίδι.

(Στα κείμενα έχει διατηρηθεί η αρχική ορθογραφία τους)

Κώστας Βάρναλης (1883-1974)

Η αλληλεγγύη των ζώων

 Στα χρόνια της κατοχής ο Βάρναλης έγραφε το χρονογράφημα της εφημερίδας Η Πρωία. Σ’ ένα από αυτά αναφέρεται στην αλληλεγγύη που έχουν τα ζώα μεταξύ τους και αφηγείται το ακόλουθο περιστατικό:

«…Μιαν άλλη φορά, μπαίνοντας νύχτα στο σπίτι μου, βρήκα δυο γάτες μέσα στην κουζίνα. Είχανε μπει από την ταράτσα της αυλής, που έφτανε ως τη στέγη του αντικρυνού σπιτιού κ’ η πόρτα της έμενε ανοιχτή το καλοκαίρι. Η πρώτη, άμα με είδε, πήδηξε κατά την ταράτσα. Η άλλη όμως ήτανε χωμένη μέσα στον τενεκέ των σκουπιδιών και μονάχα τα καπούλια της κι η ουρά της μένανε έξω. Αυτή δε με πήρε χαμπάρι. Η πρώτη όμως, καθώς περνούσε από δίπλα της σα σαγίτα, τηνε χτύπησε στα καπούλια με το ένα της πόδι, για να την ειδοποιήσει για τον κίνδυνο. Όσο να φτάσω, είχε τιναχτεί κι αυτή έξω. Να λοιπόν κ’ ένα άλλο παράδειγμα αλληλεγγύης των ζώων. Φυσικά οι ζωολόγοι αναφέρουν άπειρα τέτοια παραδείγματα· αυτά όμως που σου λέω εγώ, τα είδα με τα μάτια μου».

Ελένη Βλάχου

Η Ελένη Βλάχου ήταν γνωστή θερμή φίλη των γάτων. Όσοι επισκέπτονταν το γραφείο της στην Καθημερινή αντίκριζαν στους τοίχους αναρτημένες φωτογραφίες των αγαπημένων της αιλουροειδών. Και επάνω στο γραφείο της μικρά αγαλματάκια (μπιμπλό) γάτων! Με την επάνοδο της δημοκρατικής ομαλότητας στην Ελλάδα, επανήλθε και η Ελένη Βλάχου από την εκούσια εξορία της. Και όπως έγραφε: «…Στο γραφείο μου, στο πέμπτο πάτωμα της “Καθημερινής”, σχεδόν τίποτα δεν έχει αλλάξει. Μόνο που όλα τα χαρτιά, οι εφημερίδες, τα περιοδικά, τα ημερολόγια, τα Αλμανάκ και τα βιογραφικά λεξικά, ελληνικά και ξένα, είναι όλα σταματημένα στα 1967…  Μόνο η Πούπου, η μαύρη γάτα του γραφείου είναι αγνώριστη…»

Ελένη Μπίστικα

Την παράδοση της Ελένης Βλάχου συνέχισε στην Καθημερινή η Ελένη Μπίστικα, παλαιά στενή φίλη και συνεργάτιδά της. Έτσι, στον Τήλεφο  στην καθημερινή της στήλη στην εφημερίδα αποχαιρετώντας τον Ραμσή, τον γάτος της, μεταξύ άλλων έγραφε:

«…O δικός μας ο Ραμσής, κόκκινη, λεία γούνα στην πλάτη, λευκό πουκάμισο μπροστά, “μποτάκια” στα λευκά πατουσάκια και ραβδωτή περήφανη ουρά. Ήταν ο σύντροφος στην πολυθρόνα τα βράδια που βλέπαμε τηλεόραση. Είχε δικό του δωματιάκι, φερόταν τρυφερά στα νεοφερμένα γατάκια, αλλά δεν ήθελε “τα πολλά πολλά”. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, αδυνατισμένος αλλά πάντα “κύριος”, αν και γάτος, με την επιστήμη να μην μπορεί να βοηθήσει πέραν ενός ορού και την αγκαλιά της Μαρίνας, που αγαπά και αφιερώνει όλες τις ώρες της στα ζώα και τα αδέσποτα. “Με κοίταζε στα μάτια, ανταποδίδοντας την αγάπη, ώσπου τα έκλεισε”. Έζησε στις γιορτές, για να μη μας τις χαλάσει. Έπρεπε να περάσει λίγος καιρός για να τον αποχαιρετήσουμε από αυτή τη στήλη που αγαπά τα ζώα και τα αδέσποτα. Ραμσής Γ’ δύσκολα θα υπάρξει. Ένας ήταν, είναι ο Ραμσής ο γάτος».

(Τήλεφος, Η Καθημερινή, 28 Ιανουαρίου 2017)

Νίκος Γκάτσος (1915-1992)

Αφηγείται ο Λευτέρης Παπαδόπουλος:

«…Είχε μια γάτα που την αγαπούσε πολύ. Την “Προλετάρια”.
Επειδή επρόκειτο να μετακομίσει από το παλιό του σπίτι, στην οδό Σπετσών, σ’ ένα μικρό διαμέρισμα πιο πάνω στην Κυψέλη, για να μην ταλαιπωρηθεί η “Προλετάρια”, που ήταν ετοιμόγεννη, την έστειλε στο χωριό της αγαπημένης μικρής του φίλης Αγαθής Δημητρούκα, στον Πεντάλοφο, κοντά στο Αγρίνιο.
Δύο μέρες πριν από τα “Παπαστράτεια”, τηλεφώνησε στον Μητσιά και του είπε: “Λέω να ’ρθω κι εγώ στο Αγρίνιο μαζί σου”.
“Με μεγάλη μου χαρά, κύριε Νίκο”.
“Ωραία. Θέλω μόνο να σε παρακαλέσω να κάνουμε μία παράκαμψη και να πάμε στο Πεντάλοφο, για να ιδώ την “Προλετάρια”, τη γάτα μου.
“Ασφαλώς, κύριε Νίκο”.
Πήγαν στο Πεντάλοφο, είδαν την “Προλετάρια”, που είχε γεννήσει, περνούσε “ζωή και κότα” και αισθανόταν αρχόντισσα, και κατόπιν έφυγαν για το γήπεδο του Παναιτωλικού στο Αγρίνιο, όπου θα γινόταν η συνάντηση».

Νίκος Δήμου (1935-)

Όλοι γνωρίζουν την αγάπη του για τις γάτες και τα βιβλία που έχει αφιερώσει σ’ αυτές. Είναι από τα πιο πολυδιαβασμένα κείμενα καθώς διαπνέονται από τρυφερότητα αλλά και σεβασμό  προς τους τετράποδους φίλους μας. Ο γάτος Μούψης πέθανε στις 30/12/1979.

Ο θάνατος του Μούψη (απόσπασμα)

«Αυτό το κομμάτι θα έπρεπε να έχει έναν άλλο τίτλο: η ποιότητα της αξιοπρέπειας.
Απ’ όσα έμβια όντα έχω γνωρίσει, ο άνθρωπος έχει τον χαμηλότερο δείκτη αξιοπρέπειας. Είναι το μόνο ον που καταφέρνει να φέρεται αδέξια, να κάνει γκάφες, να ταπεινώνεται, να φτηναίνει, να εξευτελίζεται, να γελοιοποιείται.
Ένα ζώο δεν γίνεται γελοίο. Η κάθε του κίνηση, η κάθε του στάση έχουν ποιότητα, σιγουριά και ύφος. Κι αν, καμιά φορά, γελοιοποιηθεί είναι χάρη στην παρέμβαση των ανθρώπων.
Όπως στο τσίρκο [.…]
Όλοι οι γάτοι είναι αξιοπρεπείς, αλλά κανείς σαν τον Μούψη… Έντεκα χρόνια έζησε κοντά μου, και ήταν τόσο σωστός, τόσο άψογος, τόσο απόλυτος που –κάπου– με τρόμαζε. Ποτέ δεν ζήτησε κάτι. Ποτέ δεν ζητιάνεψε φαγητό – όσο κι αν πεινούσε. Αν του έδινες, καλά, αν όχι, ήταν άξιος να πεθάνει από την πείνα, αλλά δεν θα παρακαλούσε. Ποτέ δεν ενόχλησε με την παρουσία του. Ήταν πάντα τη σωστή ώρα στη σωστή θέση. Στη γωνία του γραφείου μου, όταν έγραφα, στα πόδια του κρεβατιού μου, όταν πήγαινα να κοιμηθώ». 

Μούψης

Στωικός σαν Ρωμαίος φιλόσοφος,
Ακίνητος ώρες, μέρες.
Με μιαν άλλη διάσταση στα μάτια.
Ούτε μια περιττή κίνηση
ούτε μια περιττή σκέψη.
Όταν οι άνθρωποι μιλάνε για ενδοσκόπηηση,
για αυτοσυγκέντρωση, για περισυλλογή,
σκέφτομαι πάντα τον Μούψη,
συμπαγή και σωστό σαν θεώρημα.

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)

Επιστολή του Οδυσσέα Ελύτη στον Νίκο Δήμου.

Ο νομπελίστας ποιητής, σε αντίθεση με άλλους ποιητές μας, σπάνια αλληλογραφούσε. Γι’ αυτό και τα όποια γράμματά του έχουν διασωθεί, αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες από πολλές πλευρές. Εκεί που η αγάπη του Ελύτη εκδηλώνεται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο, είναι στην επιστολή που ο ποιητής έστειλε στον Νίκο Δήμου τον Δεκέμβριο του 1977, όταν αυτός είχε εκδώσει το πρώτο βιβλίο του για γάτους. Είναι ένα κείμενο που επιβεβαιώνει πόσο στενή ήταν η σχέση του μεγάλου μας ποιητή με τις γάτες.

Αγαπητέ Δήμου,
Παλαιός φίλος εγώ και μελετητής και συνομιλητής κεραμιδόγατων, καταλαβαίνω πόσο τους έχεις ζήσει και αγαπήσει, πόσο τους έχει νιώσει. Όλοι οι “τύποι” σου είναι αληθινοί και υπέροχοι. Ζηλεύω που δεν αξιώθηκα ως τώρα να κάνω κάτι ανάλογο γι’ αυτά τα περήφανα και αυτάρκη πλάσματα. Και μετά το δικό σου βιβλίο αυτό θά ναι δύσκολο για να μην πω αδύνατον.
Νά ’σαι καλά. Σ’ ευχαριστώ και σε χαιρετώ
με όλη μου την αγάπη, Οδυσσέας Ελύτης.

Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933)

Ο Καβάφης έτρεφε αισθήματα αγάπης για τις γάτες. Δημοσιεύοντας το ποίημα του «Η Γαλή», ο Γ.Π. Σαββίδης επισημαίνει τη  «μαρτυρημένη γατοφιλία του ποιητή».

Η Γαλή

Είν’ η γαλή αντιπαθής εις τους κοινούς ανθρώπους.
Μαγνητική και μυστική, τον επιπόλαιόν των
κουράζει νου · και τους χαρίεντάς της τρόπους
δεν εκτιμούν…


Αλλ’ είναι της γαλής ψυχή η υπερηφάνειά της.
Το αίμα και τα νεύρα της είν’ η ελευθερία.
Ποτέ δεν είναι ταπεινά τα βλέμματά της.
Εν των παθών της δε τω πάντοτε κρυπτώ,
εν τη καθαριότητι, εν τη εγκρατεία
ενδείξεων, πόση λεπτή αισθήσεων αγνότης
ευρίσκεται. Ότ’ αι γαλαί ρεμβάζουν ή κοιμώνται
τας περιβάλλει οραματισμού ψυχρότης.
Ίσως τριγύρω των τότε περιπλανώνται
φάσματα παλαιών καιρών. Ίσως η οπτασία
εις Βούβαστιν* τας οδηγεί · όπου τα ιερά των
ήνθουν, και Ραμεσσών τας έτρεφε λατρεία,
κ’ ην οιωνός εις ιερείς παν κίνημά των.
(1897 ή και πριν) 

* Η Βούβαστις ήταν πόλη της αρχαίας Αιγύπτου που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μεταξύ του 10ου και των μέσων του 8ου π.Χ. αιώνα. Είχε αποκτήσει φήμη, διότι σ’ αυτήν λατρευόταν η ομώνυμη θεά που είχε κεφαλή γάτας (γατοκέφαλος).

Νίκος Καββαδίας (1910-1975)

Ο Ν.Κ. αναφέρεται συχνά σε γάτες στο πεζό έργο του «Βάρδια». Ακολουθεί μία περικοπή από αυτό:

«… Έψαξε πάλι για τη γάτα. Δεν πιστεύω να μου τη σακατέψει του διαόλου ο Κινέζος…
Θυμήθηκε το Ροκαμβόλ και τη Ριρίκα. Το μούτρο του κατσούφιασε. Τά ’χε γλυτώσει από τη λαμαρίνα. Μεγαλώνανε. Στο τριάντα έξι, είχανε πάει το “Χαράλαμπος” του Γιαννουλάτου στο Tyne για σίδερα. “Μόλησέ τα”, τού ’πε στο Rotterdam ο καπετάνιος. “Θα βρούμε κάνα μπελά με τους τζώνηδες.” Δεν τον άκουσε.
Πού να τα ’φηνε μοναχά μες στους ντόκους. Τα ’κρυψε σ’ ένα καλάθι κι είχε το νου του να τα ξεμπουκάρει τη νύχτα. Τα βρήκανε. Ο Λινατσερός μπροστά κι ο ινσπέκτορας του Sanitary από πίσω. Κατεβήκανε τη σκάλα της μηχανής. Τους πέρασε δυο μικρούς βρόχους κι έπειτα τα πέταξε με τα ίδια του τα χέρια στις φωτιές. Τα θυμάται κι ανατριχιάζει… Ακούμπησε στη βρεγμένη κουπαστή. - Άργησε ο Πονοκέφαλος. Τέτοιους πελάτες τους βροντάνε την πόρτα, στα μπορντέλα, τους λένε γραμματόσημα οι μαμάδες.
...
Ο Πονοκέφαλος έφτασε βήχοντας. Δίπλα του η Κινέζα.
-Θα την πάρεις; είπε.
-Όχι, μωρέ, άστηνε να φύγει.
Τους χαιρέτησε από το χέρι. Καθώς κατέβαινε, σκόνταψε στη γάτα που γύριζε. Έσκυψε, τη σήκωσε και τη φίλησε. Άρχισε να βράζει σαν καζανάκι.
-Γειά σου. Κι άμα στεγνώσεις του χρόνου, γράψε μου… Έλα δω, μωρή ψιψίνα. - Την πήρε απάνω του. Εσύ στο κάτου κάτου έκανες το κέφι σου. Γρατσουνάς, ξεκωλιάρα.
-Κινέζα ήτανε; ρώτησε ο Πονοκέφαλος.
-Ξέρω ’γω… Οι γυναίκες από τη μέση και κάτου δεν έχουνε πατρίδα.

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

To 1937 o Ν.Λ. έχασε τη μητέρα του, που υπεραγαπούσε, και το 1941 πέθανε ο πατέρας του. Ο ποιητής κατέρρευσε ψυχολογικά αλλά και οικονομικά. Μόνος δεσμός με τη ζωή του απέμεινε η παθιασμένη αγάπη του για τις γάτες.

Απόσπασμα από το ημερολόγιο του ποιητή, 26/12/1927:
«Βγαίνοντας αργά, όπως πάντα, απ’ το σπίτι μου, κατέβαινα στο πεζοδρόμιο της οδού Πατησίων. Ήταν η βραδιά των Χριστουγέννων, τα μαγαζιά κλειστά, κίνηση μεγάλη, τραγούδια, αυτοκίνητα. Εγώ ήμουν περισσότερο μελαγχολικός, ίσα ίσα, όπως πάντα. Έξαφνα στο πεζούλι ενός κλειστού μαγαζιού το μάτι μου πέφτει σε ένα μικρόν όγκο ακίνητο. Πλησιάζω και βλέπω μια σταχτιά γατούλα, μαζωμένη σαν αποκαμωμένη με τα μάτια κλειστά. Τότε σκύβω –προμαντεύοντας κάτι κακό– και της χαϊδεύω ελαφρά το κούτελο· σηκώνει αργά το κεφαλάκι της, σαν να ξυπνούσε από λήθαργο βαθύ, και με κοιτάζει με το ένα ολοστρόγγυλο ματάκι της (το άλλο ήταν κλεισμένο, τυφλό ή πουντιασμένο, δεν ξέρω)· με κοιτάζει με έναν τρόπο κουρασμένο. Φαίνεται να ήταν βαριά άρρωστη. Επιπλέον, ήταν όλη βουτηγμένη μέσα στη λάσπη, που είχε στεγνώσει και είχε κολλήσει στα πόδια της και σ’ όλο το κορμάκι της (εκεί κοντά ήταν μια λίμνη μες στο δρόμο από λάσπες και φαίνεται να την είχαν πεταμένη εκεί μέσα ή να την πάτησε εκεί κανένα αυτοκίνητο). Την πήρα μες στα χέρια και θέλησα να την κουβαλήσω σε μέρος ασφαλέστερο, σε μία πάροδο·  τότε έβγαλε μια πένθιμη φωνή –την πένθιμη, θανάσιμη φωνή που την αναγνωρίζω τόσο πολύ– σα να μου ’λεγε: “Άφησέ με ήσυχη να πεθάνω…”
Την ακούμπησα στο πεζούλι μιας άλλης πόρτας, κι ενώ ακόμα την κουβαλούσα, ξανάβγαλε τη θλιβερή φωνή την κουρασμένη: “Δε βαριέσαι, τι ωφελούν όλα αυτά τώρα πια! Άφησέ με, άφησέ με να πεθάνω…”.
Κι όταν την ξαναχάιδεψα στην πλάτη, απορημένη σα να είχε ξεχάσει τι θα πει καλοσύνη και τρυφερότητα, δοκίμασε άγαρμπα κι αδέξια, να σηκώσει την καμπουρίτσα της σ’ ένδειξη ενός ευχαριστώ.
Σάλευε μόλις. Η μυτίτσα της έβραζε καθώς ανάσαινε σαν να ήταν βαριά κρυολογημένη και μάλιστα με το ποδαράκι της δοκίμασε να τρίψει λίγο το κλεισμένο μάτι. Την άφησα εκεί κι έφυγα για να πάω στην Ομόνοια να της πάρω λίγο ψωμί να φάει, αν ήθελε. Έκαμα αρκετή ώρα να γυρίσω. Όταν γύρισα με μια φρατζόλα που την είχα κόψει κομματάκια και με σκοπό να την πάρω σπίτι, να την περιποιηθώ, δεν τη βρήκα πουθενά! Πού να είχε συρθεί και πού να είχε τρυπώσει;
Χάλασα τον κόσμο ψάχνοντας, ίσως και μια ώρα… Ξαναμμένος στα  τελευταία κι απελιπισμένος, τράβηξα για το Ζάππειο. Τα μάτια μου ήταν γεμάτα δάκρυα, αισθανόμουν πως είχα πυρετό. Μες στο μυαλό μου, που ήταν γιομάτο αληθινή απόγνωση, περνούσαν ιδέες, ξέρω κι εγώ, αυτοκτονίας – ναι, ναι αυτοκτονίας! Κι αυτό μου το αίσθημα δεν περνάει τόσο εύκολα! Όλες αυτές οι τραγωδίες των ζώων μού μένουν σαν καυτή σφραγίδα στην ψυχή μου κι όταν τις ξαναθυμούμαι νιώθω την ίδια εκείνη απόγνωση να μου ξαναπλημμυρίζει την καρδιά όσος καιρός και να περάσει… Σκέφτομαι ότι δεν είμαστε παρά δυο όντα που συναντηθήκαμε για μια στιγμή, μια στιγμή κοιταχτήκαμε στα μάτια, κι έπειτα χαθήκαμε για πάντα, καθένας στο δικό του σκοτάδι...”

Ο Χάρης Σταματίου, την ημέρα που ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε (11/1/44) έγραφε στην εφημερίδα «Πρωινός Τύπος».

Το δράμα του Λαπαθιώτη

«Γάτες όλων των χρωμάτων και ηλικιών ξεπηδούσαν από παντού. Άλλες τις μάζευε από τους δρόμους, άλλες τις έριχναν στο κατώφλι του όσοι ήξεραν την γατοφιλία του, άλλες τις οδηγούσε εκεί το αλάνθαστο ένστικτό τους. Ο Ναπολέων είχε αναλάβει με μητρική στοργή τη διατροφή και τη θεραπεία τους».

© Σταμάτης Λάσκος

Κωστής Παλαμάς (1859-1943)

Ο Παλαμάς είχε ένα γάτο που ήταν πολύ προσεκτικός και έξυπνος. Περπατούσε επάνω σε βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, ακόμα και δίπλα σε μελανοδοχεία χωρίς να κάνει την παραμικρή ζημιά. Καθόταν πάνω στο τραπέζι, στο δεξί χέρι του ποιητή και όταν η ώρα ήταν περασμένη, από τις δώδεκα και ύστερα, έσπρωχνε με το κεφάλι του το χέρι με το οποίο έγραφε ο ποιητής για να σταματήσει και να πάει να κοιμηθεί.

Ο ποιητής είχε αφιερώσει τρία τετράστιχα στην ποιητική συλλογή «Ο Κύκλος των Τετραστίχων» (1929) για ένα γκρίζο γατί και μια μαύρη γάτα:

79
Γκρίζε, περίχαρο γατί, σε μια γωνιά σ’ είχαν ξεχάσει,
και πρώτος και σε χάιδεψα, κ’ έπαιξα, αδέρφι σου, μαζί σου.
Πώς χάραξε ιλαρό ένα φως μεσ’ απ’ τη σκοτεινή ύπαρξή σου!
Σε πήρα ότι ανέβαινες αργά προς την μικρή μου πλάση.

80
Τη μαύρη γάτα γλύτωσε και η καλωσύνη και η σπλαχνιά σου,
κάτι, σαν πίστη, ασάλευτο τ’ άθλιο κορμί της φωτοντύνει,
και ατάραχη και αμίλητη δε ζει παρά στα γόνατά σου.
Για ιδές. Η ευγνωμοσύνη της δεν είναι ανθρώπου ευγνωμοσύνη.

81
Η μαύρη γάτα που κυρά της να ‘βρει εσένα ευτύχησε,
του θανάτου όταν έννοιωσε να τη σκεπάζ’ η σκιά,
περήφανη κι ευγενική και μυστική, μακρυά
σε μια γωνιά αποτραβήχτη σιγά κι αλύπητα ξεψύχησε.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)

Ο Ζ.Π. έτρεφε ιδιαίτερη στοργή προς τις γάτες. Την αγάπη του αυτή εκδηλώνει σε πολλά κείμενά του, έμμετρα και πεζά. Το παρακάτω χρονογράφημά του είχε δημοσιευτεί  στην εφημερίδα Εμπρός (21/12/1911) .

Γάτοι

Ακινητούν σαν γουναρικά στρωμένα κατά γης. Πρέπει να περάσει ώρα πολλή, να κινηθούν, και τότε να καταλάβεις πως είναι γάτοι. Όταν είναι Αγκύρας, καταντά πολύ δύσκολον να κινηθούν, διότι σχεδόν ψοφούν από ένα θάνατον ηδονής και λούσου δίπλα της θερμάστρας, θάνατον που διαρκεί ώραις, και διακόπτεται μόλις όταν με κάποιαν νωθράν κίνησιν, για την οποίαν πολύ είχαν διστάσει, αποφασίσουν να ταξινομήσουν την ρόμπα των για ένα ύπνον νέον, αναπαύοντα από μεσαιωνικόν ταξείδι πολέμου και έρωτος επί των στεγών. Αυτό το τρίχωμα ωραίου θηρίου που κατεδέχθη να ντύσει το μαλακώτερον ον της ζέστης και των γονάτων μας, διώχνει τα ρίγη όταν το βλέπωμεν, περισσότερον από τη φωτιά και είναι υποβλητικώτερον από την πλέον μεγάλην σιωπήν. Η στέρησις άλλωστε της διαρκείας το κάμνει πολύτιμον.

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

Πόσες γάτες πέρασαν από τη ζωή του ποιητή; Δεν γνωρίζουμε. Άλλωστε οι συχνές μετακινήσεις του λόγω της διπλωματικής ιδιότητάς του αφενός μεν καθιστούσαν πρακτικά αδύνατη την ύπαρξη και ανάπτυξη μόνιμης συντροφιάς, και αφετέρου τού πρόσφεραν την ευκαιρία δημιουργίας «εφήμερων» φιλικών σχέσεων με γάτες που συναντούσε κατά τις μετακινήσεις του. Πάντως, δύο τουλάχιστον γάτες είχαν το προνόμιο να αγαπηθούν ιδιαίτερα από τον ποιητή: Η Τούτη και ο Ραμαζάν.  Η Τούτη έζησε κοντά στον Σεφέρη την περίοδο 1946-1947, ακολουθώντας τον ακόμα και στις μετακινήσεις του από την Αθήνα στον Πόρο, όπου πήγαινε ο ποιητής για να ηρεμήσει και να εμνευστεί. Η Τούτη απολάμβανε ιδιαίτερη εύνοιας, αφού είχε το προνόμιο να ξαπλώνει όπου της άρεσε – ακόμα και πάνω στο τραπέζι όπου εργαζόταν ο ποιητής. Η Τούτη ήταν κανονικό μέλος της οικογένειας Σεφέρη. Ο ποιητής μεριμνούσε ακόμα και για την ικανοποίηση των… ερωτικών επιθυμιών της.

Απόσπασμα από το ημερολόγιό του:

Τετάρτη 22 Γενάρη
Η Τούτη, ο μαύρος καθρέφτης· αντανακλά τις διαθέσεις μου, όπως όταν γυρίσαμε από τον Πόρο, εκείνο το αίσθημα της μελαγχολίας του φυλακισμένου. Ρωτιέμαι καμιά φορά πότε θα πέσει στη μαύρη τρύπα που ανοίγει η ίδια στο φως της μέρας.

Την έπιασε αυτές τις μέρες ο ερωτικός οργασμός του Γενάρη. Δυο νύχτες δε μας άφησε να κοιμηθούμε. Κουλουριαζότανε, κυλιότανε, τέντωνε τα νύχια της, ούρλιαζε – αυτό το γοργό νιαούρισμα. Χτες της φέραμε ένα γάτο. Χώθηκε σε μια γωνιά και κάθισε ακίνητος από το απόγευμα ως σήμερα το μεσημέρι. Τα τσακίσματα και τα φρενιάσματα της Τούτης δεν τον συγκινούσαν. Την εβγάλαμε στο περιβόλι. Ήρθε ένας γκρίζος γάτος, ένας αλήτης της πλαϊνής ταβέρνας. Την κοίταζε, κι αυτή κυλιότανε μπροστά του στο χιονόνερο, στη λάσπη, σαν να ήταν αναμμένα χόρτα. Το ωραίο της τρίχωμα είχε γίνει ένα ελεεινό λασπωμένο κουρέλι. Όμως αυτός ήταν η μοίρα της.

Παρασκευή 1 Αυγούστου.

Η Τούτη γέννησε δύο κάτασπρα γατάκια: τ’ αρνητικά της.

Το τέλος της Τούτης όμως ήταν τραγικό: όταν ο Σεφέρης τοποθετήθηκε στην ελληνική πρεσβεία της Άγκυρας, υποχρεώθηκε να αφήσει την αγαπημένη του γατούλα σε έναν φίλο του. Και κάποια μέρα η Τούτη έπεσε θύμα αυτοκινητικού δυστυχήματος. Ο βίαιος θάνατός της πολύ ελύπησε τον ποιητή, που μερικούς μήνες αργότερα, στις 22 Αυγούστου 1949, καταγράφει στο ημερολόγιο του:

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ
στη γάτα μου την Τούτη που μας άφησε χρόνους
το περασμένο φθινόπωρο

Είχε το χρώμα του έβενου τα μάτια της Σαλώμης
η Τούτη η γάτα που έχασα∙ διαβάτη μη σταθείς.
Βγήκε απ΄ το χάσμα που έκοβε στις μέρες το σεντόνι
τώρα να σκίσει δεν μπορεί του ζόφου το πανί

Γεώργιος Σουρής (1853-1919)

Ο Γεώργιος Δροσίνης διηγείται το ακόλουθο περιστατικό, χαρακτηριστικό της μεγάλης μυωπίας του μοναδικού σατιρικού ποιητή μας. «Κάποτε τον γρατσούνισε η γάτα του, γιατί κοιμισμένη στον καναπέ, την νόμισε για…εφημερίδα και την άρπαξε με το χέρι να την διαβάσει».

Ο Σουρής σατίριζε τα πάντα, ακόμα και μέλη της βασιλικής οικογένειας. Αυτή η «αθυροστομία» του αναπόφευκτα του δημιουργούσε… δοσοληψίες με την αστυνομία. Της χρωστούσε, λοιπόν, κάποια, ας πούμε, «εκδίκηση». Και με αφορμή ένα θλιβερό συμβάν (το κάψιμο μιας άτυχης ψιψίνας, δημοσίευσε στον Ρωμηό την ακόλουθη πικρή σάτιρα:

Κακούργημα μεγάλο, βαρύ, τρομακτικό,
μας γράφει το Δελτίο το Αστυνομικό.
Ένας τρελλός μια γάτα ελάδωσε στακτιά,
και για να κάνω γούστο της έβαλε φωτιά.
Κι η γάτα παίρνει δρόμο, εδώ κι εκεί τρυπόνει,
κι όλες στο ποδάρι τις γειτονιές σηκώνει.
Την βλέπουν κι οι κλητήρες, τα πρώτα παλικάρια,
κι αμέσως τα σπαθιά των πετούν απ’ τα θηκάρια.
Και χύνονται σ’ εκείνη μ’ ορμή και λύσσα τόση,
και πολεμούν ποιος πρώτος τη γάτα να σκοτώση.
Άιντε κι εδώ την έχουν, άιντε κι εκεί την έχουν,
εις την Αστυνομία κοντά την απαντέχουν.
Και τότε νά ’σου ένας μία σπαθιά της δίνει,
και –ω θαυμάτων θαύμα!– στον τόπο την αφίνει,
κ’ εκοίτετο η γάτα ανάμεσα των δρόμων,
προς δόξαν αιωνίαν κλητήρων κι αστυνόμων,
είδησις τελευταία… μέσα σε μία στράτα,
ετσάκωσαν εκείνον που έκαψε τη γάτα.