Βιβλιο

Λογοκρισία βιβλίων στις ΗΠΑ: Όταν η λογοτεχνία πολιτικοποιείται

Σε μία εποχή όπου κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής έχει πολιτικοποιηθεί, πώς μπορεί να διεκδικήσει η λογοτεχνία την θέση της ως μορφή τέχνης και αληθινά ελεύθερης έκφρασης;

Σοφία Καλαμαντή
ΤΕΥΧΟΣ 844
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η λογοκρισία και η απαγόρευση λογοτεχνικών έργων στην Αμερική.

Χωρίς προηγούμενο φαίνεται πως είναι η λογοκρισία και η απαγόρευση λογοτεχνικών βιβλίων στα σχολεία και τις βιβλιοθήκες της Αμερικής, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα που δημοσίευσε στα τέλη Σεπτεμβρίου ο Μη Κερδοσκοπικός Οργανισμός “PEN”. Ο οργανισμός, που εργάζεται για την προάσπιση της ελευθερίας της έκφρασης στις Ηνωμένες Πολιτείες και παγκοσμίως, αναφέρει στην φετινή του έκθεση πως μόνο κατά την περσινή σχολική χρονιά απαγορεύτηκαν συνολικά 1.648 τίτλοι βιβλίων σε 5,000 σχολεία από 32 Πολιτείες. Μάλιστα, ο πραγματικός αριθμός ενδέχεται να είναι αρκετά μεγαλύτερος, αφού στην έκθεση αναφέρονται οι καταγεγραμμένες περιπτώσεις που καταγγέλθηκαν από εκπαιδευτικά ιδρύματα και ιδιώτες.

Εξίσου ανησυχητικά είναι και τα στοιχεία που δόθηκαν στην δημοσιότητα από την Αμερικανική Ένωση Βιβλιοθηκών, σύμφωνα με τα οποία μόνο το 2021 ελέγχθηκαν ως ακατάλληλοι και προκλητικοί 729 τίτλοι βιβλίων σε δημόσιες βιβλιοθήκες, μέσα από οργανωμένες προσπάθειες λογοκρισίας από πολιτικές ομάδες και ακτιβιστικές ενώσεις. Βασικό κίνητρο για τις πρωτοβουλίες αφαίρεσης τίτλων από τις σχολικές βιβλιοθήκες και τα προγράμματα σπουδών είναι οι θεματικές σχετικές με ζητήματα φυλής, ρατσιστικών πρακτικών του παρελθόντος ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Η καθαυτή λογοκρισία ή απαγόρευση λογοτεχνικών έργων δεν αποτελεί βεβαίως κάτι το νέο στο τοπίο της αμερικανικής εκπαίδευσης. Περιπτώσεις καταγγελιών και παραπόνων υπήρχαν και τις προηγούμενες δεκαετίες, με την διαφορά όμως ότι στην πλειονότητά τους γίνονταν μεμονωμένα από γονείς και κηδεμόνες, οι οποίοι δεν ήθελαν το παιδί τους να έρθει σε επαφή με κάποιον συγκεκριμένο τίτλο, τον οποίο θεωρούσαν «άσεμνο» ή «ακατάλληλο».

Μιλώντας στον Guardian, η Διευθύνουσα Σύμβουλος του οργανισμού “PEN”, Suzanne Nossel, τονίζει ότι οι σημερινές περιπτώσεις λογοκρισίας είναι πολύ διαφορετικές σε σχέση με του παρελθόντος. Τα ευρήματα της έκθεσης καταδεικνύουν, σύμφωνα με την Nossel, πως πλέον τα σχολεία είναι αντιμέτωπα με συντονισμένες και οργανωμένες εκστρατείες ακτιβιστικών ομάδων, ιδεολογικά στρατευμένων, με πόρους και πολιτικούς-κομματικούς δεσμούς. Κοντά στο 40% αυτών των απαγορεύσεων δεν αποσκοπούν απλώς στην απαγόρευση ενός μεμονωμένου τίτλου, αλλά στοχεύουν στην καθολική αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών, ανασυγκροτώντας ολιστικά την διδασκαλία στις σχολικές αίθουσες, μέσα από περιορισμούς που επιβάλλονται από πολιτικές πιέσεις ακόμη και για αλλαγές στην σχετική νομοθεσία της εκάστοτε Πολιτείας. Τα σχολεία καταλήγουν έτσι να είναι πεδία διαμάχης πολιτικών συγκρούσεων και ιδεολογικά φορτισμένων αντιπαραθέσεων, αφήνοντας τους μαθητές εκτεθειμένους σε ένα πρόγραμμα σπουδών το οποίο εν τέλει δεν στοχεύει στο καλύτερο διδακτικό αποτέλεσμα, αλλά αφήνεται έρμαιο στην βούληση πολιτικών δρώντων με την μεγαλύτερη επιρροή και τις ισχυρότερες διασυνδέσεις.

Σε μία εποχή όπου κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής έχει πολιτικοποιηθεί, πώς μπορεί να διεκδικήσει η λογοτεχνία την θέση της ως μορφή τέχνης και αληθινά ελεύθερης έκφρασης, ιδιαίτερα στην συνείδηση των νεότερων γενεών;  Από το παράδειγμα της Αμερικής γίνεται φανερό πως τα βιβλία αποτελούν πλέον ένα εργαλειοποιημένο μέσο για την προάσπιση ιδεολογικών στάσεων και πολιτικών αφηγημάτων. Από την μία πλευρά, οι αριστερές δικαιωματιστικές οργανώσεις εχθρεύονται διαχρονικούς κλασικούς τίτλους ως «προσβλητικούς» ή «προβληματικούς» για το σήμερα, διότι αποτυπώνουν αντιλήψεις και συμπεριφορές περασμένων εποχών. Ταυτόχρονα, οι υπερσυντηρητικοί κύκλοι στρέφονται ενάντια σε βιβλία με θεματικές που θεωρούν «επικίνδυνες», όπως είναι το σεξ ή τα ζητήματα των φύλων, ικανές να διαφθείρουν τα παιδιά και τους εφήβους και να τους ωθήσουν τελικώς σε παραστρατημένες ηθικές διαδρομές.

Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα ενώ αρκετές έρευνες τα τελευταία χρόνια προειδοποιούν πως τα σημερινά παιδιά και έφηβοι ενδιαφέρονται για το διάβασμα ως μορφή ψυχαγωγίας λιγότερο από ποτέ άλλοτε, με τα περισσότερα να αφιερώνουν ελάχιστο ή και καθόλου χρόνο στην ανάγνωση για ψυχαγωγικούς λόγους, και όχι στα πλαίσια κάποιου σχολικού μαθήματος. Στην εποχή των ψηφιακών μέσων, όταν το κάθε παιδί είναι κάτοχος ενός smartphone με πρόσβαση σε κάθε είδους πληροφορία και ερέθισμα, βασικό προκείμενο για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων θα έπρεπε να είναι όχι μόνο η εκ νέου καθιέρωση της λογοτεχνίας ως πνευματικού ερεθίσματος και ψυχαγωγικής απόδρασης, αλλά και η προάσπιση των καθαρά τεχνικών της ωφελειών. Η κατανόηση κειμένου έχει ίσως καταστεί σήμερα η μεγαλύτερη πρόκληση για την ορθή διδασκαλία λογοτεχνικών έργων, μέσα από την οποία τα σύνθετα νοήματα και ο μακροπερίοδος λόγος είναι σε θέση να θρέψουν την κριτική ικανότητα. Η τελευταία βάλλεται δίχως αμφιβολία από την κατακλυσμιαία πληροφόρηση που προσφέρεται από όλα τα διαθέσιμα μέσα. Η υπερπληροφόρηση όχι απλώς δεν αφήνει χώρο για ψύχραιμο στοχασμό ή πολυεπίπεδους συλλογισμούς, αλλά υπερφορτώνει με άχρηστο υλικό την παλέτα ερεθισμάτων των οποίων τα παιδιά και οι νέοι αποτελούν σήμερα κύριους δέκτες, χωρίς να έχουν τα εφόδια να την επεξεργαστούν και να την διηθήσουν.

Η αποϊδεολογικοποιημένη επιδίωξη για την κατάκτηση της πνευματικότητας μέσω του γραπτού λόγου από τις νεαρότερες ηλικίες κινδυνεύει να υποδαυλιστεί από τον τυφλό, επιφανειακό ακτιβισμό και την παρορμητική στράτευση των ενηλίκων σε σαφώς οριοθετημένα στρατόπεδα. Οι επικεφαλής αυτών των στρατοπέδων το μόνο που κάνουν στην πραγματικότητα είναι να κυνηγούν τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη που θα αποκομίσουν από τους κοντόφθαλμα φανατικούς ακολούθους τους. Ακόμη χειρότερα, σημερινές τάσεις όπως αυτή που μοιάζει να εδραιώνεται στην Αμερική, ίσως φτάσει να διαμορφώσει μερικώς και τα αναγνωστικά κριτήρια των ενήλικων αναγνωστών του αύριο. Ελλοχεύει δηλαδή ο κίνδυνος μελλοντικά η επιλογή των λογοτεχνικών έργων να γίνεται αποκλειστικά με βάση το τι θεωρεί ο καθένας σύμφυτο με τα δικά του πιστεύω, ή έστω «ιδεολογικά ακίνδυνο», και όχι με το αυτονόητο κριτήριο του εάν τελικά πρόκειται για μία καλή ή κακή ιστορία. Ίσως μία τέτοια πρόβλεψη να ακούγεται ακραία. Όμως, βλέποντας κανείς πού απονεμήθηκε το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας, ίσως να διαπιστώσει πως δεν δόθηκε στην καλύτερη ιστορία, αλλά σε εκείνη που ήταν πολιτικά η πιο ακίνδυνη.