Βιβλιο

Η Σακούλα

Το βάρος των ενθυμίων

Μαρία Μπουτζέτη
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τέτοιες στιγμές, ένιωθε ότι εκτονωνόταν. Μια απαραίτητη που και που επανεκκίνηση του συστήματος, ικανή να συντρίψει την μονοτονία της τόσης ησυχίας της. Χρειαζόταν που και που μία ιεροτελεστία. Συστηματική. Με κινήσεις ίδιες. Κάθε φορά.

Τράβηξε από το σκουπιδοτενεκέ την πράσινη σακούλα και κατόπτευσε με το βλέμμα της το χώρο. Θα τη γέμιζε. Θα άνοιγε συρτάρια, ντουλάπια, θα άδειαζε χαρτιά, μικροαντικείμενα και, εξετάζοντάς τα ένα προς ένα, θα έκανε την καθιερωμένη εκκαθάριση. Αντικείμενα, μερικά από τα οποία κάποια τυχαία συγκυρία είχε συνδέσει με ένα παρελθόν που έπρεπε οριστικά να θαφτεί - και τι καταλληλότερο για αυτό από μία χωματερή! - θα κατέληγαν μέσα της. Ένιωθε πως με έναν ανερμήνευτο, σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, τα αντικείμενα αυτά συνδέονταν με την όποια κακοδαιμονία της. Αντιλαμβανόταν τη δεισιδαιμονία της αλλά… θα γέμιζε τη σακούλα.

Ανέσυρε από τα ράφια της βιβλιοθήκης ένα προσεκτικά διπλωμένο φύλλο εφημερίδας. «Κυβέρνηση Ακυβερνησίας», 14 Νοεμβρίου… Ημερομηνία της πρώτης τους συνάντησης. Πλησίασε στο παράθυρο. Ζωντάνεψε στο νου της τη στιγμή εκείνη στο αεροδρόμιο, στην αίθουσα αναμονής. Της είχε ζητήσει ευγενικά ένα γρήγορο ξεφύλλισμα στην εφημερίδα της και, όπως αποδείχτηκε, στη ζωή της. Έξω, στο δρόμο, το χελιδόνι που στεκόταν στα καλώδια της Δ.Ε.Η. πέταξε και χάθηκε πέρα από το οπτικό της πεδίο. Όπως είχε πετάξει και η στιγμή εκείνη. Έτσι και εκείνη τώρα θα πετούσε την ανάμνησή της. Έσφιξε στη χούφτα της το χαρτί και με μία κίνηση αργή, το άφησε να πέσει στη σακούλα, όπως ένα φύλλο που, ηττημένο πια, σκάει το φθινόπωρο στο χώμα.

Πόσο ήθελε να νικήσει την ασφυκτική παρουσία των όμορφων στιγμών που πέρασαν και όμως φρέναραν ακόμη τη ζωή της! Γιατί μεροληπτούσε υποτιμώντας στην τάξη της μνήμης της τα άσχημα γεγονότα;

Απόθεσε με μια ευλαβικότητα το δίσκο που της είχε δωρίσει στο πάτωμα και ύστερα τον ποδοπάτησε βάναυσα. Σπάνια συναντούσε την αγριότητά της, μια μύχια, σχεδόν άγνωστη, πτυχή του εαυτού της. Δεν ήθελε όμως να εξαρτάται από τα αντικείμενα. Περνούσαν οι μήνες, τα χρόνια, μεγάλωνε και αυτά παρέμεναν γύρω της ατάραχα, ακλόνητα από χαρές, λύπες και φθορές. Και εκείνη, πετούσε ακόμη πράγματα στη σακούλα σε ένα προσωπικό στοίχημα να απεκδυθεί όλους τους παλιούς, επιζώντες συναισθηματικούς δεσμούς. Είχε κάτι το παραληρηματικό η συνήθεια αυτή. Μα περισσότερο έναν παράλογο φόβο. Στον εαυτό της, τουλάχιστον, μπορούσε να το παραδεχτεί· την έκανε να νιώθει πιο ισχυρή. Λες και κρατούσε ψαλίδι, που έκοβε κλωστές και ξήλωνε ραφές.

Είχε βυθιστεί τελείως στις σκέψεις της, μέχρι που, επανερχόμενη στην κοινότυπη όψη της καθημερινότητας, άδειασε το χαλασμένο γάλα στο νεροχύτη, πέταξε στη σακούλα το μπουκάλι και έδεσε το σχοινάκι της σφιχτά. Με τη σακούλα βγήκε στο δρόμο. Φτάνοντας στον γωνιακό κάδο, ήλπιζε ότι σε λίγο θα βάδιζε ανάλαφρη. Ανάλαφρη από το βάρος της σακούλας, ανάλαφρη και από το βάρος των ενθυμίων της.