Βιβλιο

Ελλάδα: Το χάσμα ανάμεσα στο παιδικό βιβλίο και στο βιβλίο ενηλίκων

Μολονότι τα περισσότερα παιδιά προσχολικής ηλικίας διαβάζουν πολλά βιβλία μαζί με τους γονείς τους, όταν φτάνουν στην εφηβεία εγκαταλείπουν το διάβασμα

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βιβλία για εφήβους: Μια αρνητική ελληνική ιδιαιτερότητα που συνδέεται με το εκπαιδευτικό μας σύστημα και επηρεάζει όλη την αγορά βιβλίου — και όχι μόνο

Στο χθεσινό μας κείμενο γράφαμε πώς μπορούν οι γονείς να μεταδώσουν στο παιδί την αγάπη για το διάβασμα, την αγάπη για τα βιβλία. Καταλήγαμε, δε, στο εξής: το παιδί πρέπει να βλέπει τους γονείς του να διαβάζουν, και να το χαίρονται που διαβάζουν· πρέπει να έχει πρόσβαση σε άφθονα και διαφορετικά μεταξύ τους βιβλία· και πρέπει να επιλέγει εκείνο τι, πότε, και με ποιους ρυθμούς θέλει να διαβάζει.

Θα συνεχίσουμε σήμερα και αύριο στο ίδιο θέμα, βάζοντας μάλιστα μία ειδική κατηγορία βιβλίων στη συζήτηση: τα παιδικά/εφηβικά βιβλία σε σειρές. Προηγουμένως όμως θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε κάτι.

Πολλοί πιστεύουν ότι τα παιδιά «γίνονται αυριανοί αναγνώστες» όταν διαβάζουν (όταν τους διαβάζουμε) βιβλιαράκια προσχολικής ηλικίας. Δεν ισχύει αυτό. Τα βιβλία της προσχολικής ηλικίας είναι κάτι σαν το νερό και τα φρούτα για ένα παιδί, είναι απλώς απαραίτητα για να γίνει καλός άνθρωπος, για να αναπτύξει γρηγορότερα και καλύτερα, και επωφελέστερα για όλους, τις δεξιότητές του, για να μάθει να σέβεται τους άλλους, για να γνωρίσει τον εαυτό του και τον κόσμο κλπ. κλπ.

Κλείνοντας το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, είναι αναγκαίο να το παραδεχτούμε κι ας ακούγεται σκληρό, όπως και πράγματι είναι: ένα παιδί που μεγαλώνει χωρίς βιβλιαράκια προσχολικής ηλικίας μπορεί πλέον να συγκριθεί με ένα κακοποιημένο παιδί, με ένα παιδί που τρώει ξύλο, ή που του απαγορεύουν να παίζει — ξεκινά με ένα μεγάλο ντεζαβαντάζ, με ένα μεγάλο μειονέκτημα σε σύγκριση με τα υπόλοιπα παιδιά, πολύ χειρότερο από το να μην ξέρει αγγλικά, για παράδειγμα.

Εν πάση περιπτώσει, όχι, δεν υπάρχει παιδί που να μη διαβάζει άπειρα βιβλία, από μωράκι ακόμα και μέχρι να πάει στο δημοτικό σχολείο. Του αγοράζουν οι γονείς του, του τα φέρνουν δώρο οι παππούδες του, οι θείοι και οι θείες, οι φίλοι των γονιών — οι πάντες. Και ευτυχώς. Η διαφορά μεταξύ ενός βιβλίου και ενός… ρούχου που δίνουμε σαν δώρο σε ένα παιδί είναι η μεγαλύτερη που μπορούμε να φανταστούμε. Τα παιδιά χρειάζονται κανονικά δώρα, παιχνίδια και βιβλία και ταξίδια και ωραίες, επωφελείς δραστηριότητες, όχι… ρούχα — ρούχα έχουν· τα επιπλέον, πόσο δε μάλλον τα «καλά», τα χρειάζονται όσο και ένα ζευγάρι αναβολείς ιππασίας.

Όλα τα μικρά παιδιά διαβάζουν πολλά βιβλία, και κάθε χρόνο ακόμη περισσότερα μικρά παιδιά διαβάζουν ακόμη περισσότερα βιβλία. Αν σκέφτεστε να ανοίξετε μια επιχείρηση με χαμηλό ρίσκο αποτυχίας, ανοίξτε έναν εκδοτικό οίκο καλών, ποιοτικών, παιδικών βιβλίων. Με τους κατάλληλους συνεργάτες, θα τα πάτε μια χαρά, γιατί πελάτες σας είναι, δυνητικά, ΟΛΑ τα παιδιά.

Τα μικρά παιδιά διαβάζουν, και διαβάζουν πολύ —για την ακρίβεια, τους διαβάζουμε εμείς τα βιβλιαράκια τους, δέκα, εκατό και χίλιες φορές το καθένα, «περνώντας ποιοτικό χρόνο μαζί τους», όπως λένε—, όμως δεν θα γίνουν όλα τους «αυριανοί αναγνώστες». Ένα μόνο (μικρό) ποσοστό τους θα γίνει. Ίσα-ίσα, σε λίγα χρόνια, κάπου στα μέσα του γυμνασίου, η μεγάλη πλειονότητα αυτών των παιδιών που μεγάλωσαν διαβάζοντας ωραία εικονογραφημένα βιβλιαράκια θα σταματήσουν να διαβάζουν (εξωσχολικά) βιβλία. Θα τα κόψουν μαχαίρι. Στο δε λύκειο, δεν θα θυμούνται καν τι είναι το εξωσχολικό βιβλίο. «Εξωσχολικό βιβλίο; ΔΗΛΑΔΗ;» «Εξωσχολικό βιβλίο; Πέταξε κάποιος τα βιβλία του έξω από το σχολείο;»

                                                                         * * *

Δεν θα αναλύσουμε εδώ τους λόγους που γίνεται αυτό. Δεν θα πούμε ότι πιθανόν φταίει το εκπαιδευτικό μας σύστημα, οι ανάγκες για φροντιστήριο, το άγχος των παιδιών που αυξάνει κάθε χρόνο κλπ. κλπ. Θα μείνουμε στο ότι δυστυχώς συμβαίνει. Είναι μία πραγματικότητα: το χάσμα ανάμεσα στο παιδί αναγνώστη και τον ενήλικα αναγνώστη είναι χαώδες. Μάλιστα, είναι και πάρα-πάρα πολύ δύσκολο να καλυφθεί στη συνέχεια. Ενώ, αντιθέτως, αν ΔΕΝ υπήρχε αυτό το χάσμα, πολύ απλά θα είχαμε και πολύ περισσότερους ενήλικες αναγνώστες: θα θεωρούσαν όλοι αυτοί ότι το διάβασμα, τα βιβλία, είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό και απολύτως απαραίτητο, είναι κάτι που ανήκει στη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων, κάτι που ανήκει στην καθημερινότητα — δεν είναι ένα προνόμιο ή παραξενιά «κάποιων», ούτε εστετίστικο χόμπι, ούτε παρέκκλιση. Και πράγματι δεν είναι τίποτε από αυτά. Είναι απλώς essential, όπως μάθαμε να λέμε και στη διάρκεια της πανδημίας για κάποια επαγγέλματα και κάποια αγαθά.

Το φαινόμενο ίσως απαντά στον ένα ή στον άλλο βαθμό και σε άλλες χώρες —είναι περισσότερο από βέβαιο—, αλλά πολύ φοβόμαστε ότι η διαβόητη «ελληνική εξαιρετικότητα» κάνει πάλι το θαύμα της και σε αυτό το πεδίο. Σε άλλες χώρες και άλλες γλώσσες, ο πλούτος της εφηβικής, ή νεανικής, λογοτεχνίας είναι πέραν πάσης περιγραφής. (Οι δε πωλήσεις στις ΗΠΑ, αίφνης, μολονότι υπολείπονται ασφαλώς των πωλήσεων βιβλίων προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας, εξακολουθούν να είναι πελώριες. Και όχι μόνο οι πωλήσεις, αλλά και η συζήτηση γύρω από τη λογοτεχνία για νέους). Στην Ελλάδα, απεναντίας, οι τίτλοι που εκδίδονται κάθε χρόνο, ιδίως των Ελλήνων συγγραφέων, είναι καλοί μεν, ελάχιστοι δε. Και είναι λογικό: γιατί να εκδοθούν περισσότεροι, όταν και αυτοί οι λίγοι —με την εξαίρεση ορισμένων— δεν απορροφώνται από την αγορά, και όταν δεν υπάρχει κοινό για να τους αγοράσει;

Και δεν είναι μόνο αυτό. Αν πάρουμε σαν παράδειγμα τον αγγλοσαξονικό χώρο, θα δούμε πως η λογοτεχνία για εφήβους είναι τόσο πλούσια θεματικά, που δεν έχει όμοιό της σε καμία άλλη κατηγορία — ούτε καν στη λογοτεχνία ενηλίκων δεν υπάρχει τόσο ευρεία θεματολογία, όσο και αν μας φαίνεται απίθανο κάτι τέτοιο. Μολονότι προφανώς τα παιδιά αυτών των ηλικιών ενδιαφέρονται να διαβάσουν ό,τι και ο καθένας μας ανάλογα με τα γούστα του (περιπέτειες, κοινωνικά βιβλία, αισθηματικά βιβλία, βιβλία φαντασίας και τρόμου, ιστορικά μυθιστορήματακ.ο.κ.), αυτά που επίσης θέλουν με μανία να διαβάσουν είναι βιβλία ΓΙΑ ΤΑ ΙΔΙΑ, βιβλία που να μιλούν για εφήβους, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά μεγαλώνοντας, για αυτά που κάνουν έναν έφηβο να ξεχωρίζει, για αυτά που τον προβληματίζουν — θέλουν να διαβάσουν βιβλία για τις σχέσεις, για το σεξ, για την ομοφυλοφιλία, για τα ναρκωτικά, για τη βία, για το σχολείο, για το μπούλινγκ, για τη διαφορετικότητα, για τους ξένους, για τον ρατσισμό, για τα τρανς άτομα, για τον Άλλο. Ξαναλέμε, δεν είναι μόνο η ποσότητα των τίτλων που εκδίδονται στα αγγλικά εντυπωσιακή: είναι και η συζήτηση γύρω από αυτά τα βιβλία. Αν κανείς καθίσει να παρακολουθήσει κάπως στενά τις κουβέντες γύρω από τη YA Fiction στο Twitter, δεν θα έχει χρόνο για τίποτε άλλο στη ζωή του.

Εννοείται βέβαια πως τα θέματα που απασχολούν τα παιδιά αυτών των ηλικιών δεν απαντούν σε βιβλία που λέγονται «Μυθιστορήματα με εφηβική θεματολογία»! Όχι βέβαια, θα ήταν κωμικό. Δεν υπάρχουν σηκωμένα δάχτυλα εδώ πέρα και ηθικολογίες. Αλλά στο εξωτερικό υπάρχουν εκατοντάδες τίτλοι για γκέι παιδιά, επί παραδείγματι, με γκέι εφήβους πρωταγωνιστές, που είναι Επιστημονικής Φαντασίας, ή που είναι Steampunk, ή χιουμοριστικά, ή σχετικά με το μπέισμπολ. Υπάρχουν εκατοντάδες τίτλοι με κεντρικό θέμα τη μετανάστευση και την προσφυγιά, ή τον ρατσισμό και τη διαφορετικότητα, που είναι σύγχρονα κοινωνικά μυθιστορήματα, ή ιστορικά μυθιστορήματα, ή αθλητικά, Urban fantasy, crime, μετα-Αποκαλυπτικά —  you name it. Η ποικιλία, οι θεματικές, η διασύνδεση των θεματικών, είναι πράγματα που σε αφήνουν άφωνο. Μιλάμε για πραγματικό πλούτο.

                                                                        * * *

 Στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε, και πάντα θα αντιμετωπίζουμε, το πρόβλημα του περιορισμένου κοινού πρώτα και κύρια επειδή είμαστε λίγοι: η ελληνική αγορά βιβλίου είναι μικρή. Ακόμη και χωρίς οικονομική κρίση, ακόμα και όταν όλα θα πηγαίνουν καλά, δεν θα μπορούμε ποτέ να συγκριθούμε με αγορές όπως η αγγλόφωνη, η ισπανόφωνη, η γαλλόφωνη ή η γερμανόφωνη, για να μείνουμε μόνο σε κάποιες από τις γλώσσες που μιλιούνται σε πάνω από μία χώρες.

Όμως πάντα υπάρχουν περιθώρια για να μεγαλώνει η βάση των αναγνωστών, και ιδίως εκείνων που θα διαβάζουν, όχι μόνο δύο ή τρία, αλλά πάνω από πέντε ή έξι βιβλία τον χρόνο: εφόσον καταφέρουμε να αυξήσουμε αυτή την κατηγορία, δηλαδή να διευρύνουμε «οριζόντια» την αναγνωστική βάση —που είναι και η μεγαλύτερη, καθώς οι «σταθεροί» αναγνώστες είναι μια αριστοκρατική μειονότητα—, τα πράγματα θα πάνε περίφημα.

Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν διευρυνθεί η αναγνωστική βάση ΣΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ, αν δηλαδή μικρύνει κάπως το χάσμα ανάμεσα στο παιδικό βιβλίο και στο βιβλίο ενηλίκων. Μία λύση —καθώς εδώ δεν είμαστε σε θέση να λύσουμε το… εκπαιδευτικό πρόβλημα— είναι λοιπόν τα περίφημα βιβλία σε σειρές που λέγαμε στην αρχή αυτού του σημειώματος. Τα αγαπάμε πολύ, τα διαβάζουμε ακόμη, έχουν μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο, και πιστεύουμε πως είναι πραγματικά ό,τι καλύτερο για τους νεαρούς αναγνώστες.
Περισσότερα όμως επί του θέματος αύριο.