Βιβλιο

«Πάπυρος»: Η μεγάλη και γοητευτική περιπέτεια του βιβλίου

Ένα γοητευτικό βιβλίο για τα βιβλία — ή, πώς κάτι που φαινομενικά είναι εξειδικευμένο αγαπήθηκε από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο

Κυριάκος Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 827
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Πάπυρος: Η περιπέτεια του βιβλίου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα»: Παρουσίαση του βιβλίου της Irene Vallejo (εκδ. Μεταίχμιο, μτφ. Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη)

Νομίζω πως δεν μπορώ να το πω καλύτερα: εδώ και δέκα μέρες περίπου, βιάζομαι να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου κάθε βράδυ —μάλιστα, κάθε βράδυ και νωρίτερα από το προηγούμενο— μόνο και μόνο για να συνεχίσω την ανάγνωση του «Παπύρου». Δεν έχω διαβάσει τίποτε πιο συναρπαστικό, και μαζί συγκινητικό, ευφρόσυνο, χιουμοριστικό, έξω καρδιά και ανθρώπινο, σαν αυτό το βιβλίο εδώ και πολύ καιρό.

Δεν έχει να κάνει (μόνο) με το γεγονός ότι αγαπώ τα βιβλία και ότι εργάζομαι από νεαρή ηλικία σε αυτά. Έχει να κάνει με τους λόγους που προείπα: όλο το περιεχόμενο του «Παπύρου» θα μπορούσε να δοθεί με άπειρους άλλους τρόπους — αμφιβάλλω αν θα είχε οποιοσδήποτε από αυτούς παρόμοιο αποτέλεσμα. Δεν είναι δηλαδή ΜΟΝΟ το βιβλίο, και ΜΟΝΟ όσα μάς μαθαίνει — που είναι απίστευτα πολλά. Είναι ο τρόπος του. Το στιλ του. Είναι αυτή η γοητευτική γλύκα που το κάνει να ξεχωρίζει και να σε τραβά μέσα του πιάνοντάς σε από το χέρι και ψιθυρίζοντάς σου μία-μία τις ιστορίες του. Είναι ο συγκινημένος του τόνος, που καμιά φορά δεν μπορεί να κρυφτεί — και ευτυχώς. Είναι η μεγάλη αγάπη που έχει η Βαλιέχο για το βιβλίο σαν αντικείμενο και το δέος της για το βιβλίο σαν κατάσταση, σαν κάτι που μεταμόρφωσε τον κόσμο και τον έκανε ΙΣΤΟΡΙΑ.

Και είναι και πολλά άλλα μαζί. Όπως, βέβαια —το είπαμε—, γνώσεις. Και μάλιστα γνώσεις που δεν πέφτουν γραμμικά μπροστά μας, σαν μια ατέλειωτη σειρά από περιστατικά που έγιναν τότε, και τότε, και τότε, αλλά με έναν ταχυδακτυλουργικό τρόπο, σαν πλεγμένο καλάθι, ή σαν φούγκα — η απίθανη αυτή συγγραφέας μπορεί τη μια στιγμή να μιλά για κάτι πολύ εξειδικευμένο που έγινε στην πρώιμη αρχαιότητα, και την αμέσως επόμενη να κάνει μια αναφορά στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα, ή να μιλά για την ίδια, ή για… οτιδήποτε. Δεν είναι εύκολο αυτό, δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας, αλλά νά που εδώ πιάνει 100%, ψεκάζοντας με ένα άρωμα φρεσκάδας και αγάπης τις παλιές, πανάρχαιες περγαμηνές. Αφηγηματική δεινότητα, ναι, και αίσθηση του μεγαλείου που σκέπει το θέμα της, και σεβασμός απέναντι στην ιστορικότητα, τις πηγές, τον ανθρώπινο μόχθο, τις λεπτομέρειες και την αλήθεια.

Η δουλειά της Irene Vallejo ήταν πολύχρονη και πολύμοχθη και η ίδια. Έπρεπε να ανατρέξει σε έναν πελώριο όγκο πληροφοριών και εκτιμήσεων, να αντλήσει και να διασταυρώσει πληροφορίες από μία χαοτική βιβλιογραφία, και να συνθέσει εντέλει ένα βιβλίο —είπαμε: την ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ του βιβλίου— που θα μπορούσε να διαβαστεί από πολλούς. Πόσους; Προφανώς η ίδια δεν θα μπορούσε να πει. Ούτε οι εκδότες της θα μπορούσαν. Και η μεν και οι δε θα ήταν, άλλωστε, ευχαριστημένοι με μερικές τιμητικές κριτικές, κάποια βράβευση ίσως, και με την εξάντληση της έκδοσης. Έπεσαν απολύτως έξω. Το βιβλίο πούλησε 150.000 αντίτυπα μέσα σε μόλις δύο χρόνια, προσεγγίζει τις 30 εκδόσεις, μεταφράζεται σε περισσότερες από 30 χώρες, πήρε όλα τα βραβεία που μπορούσε να πάρει (με πρώτο το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το 2010), ανέβηκε σε όλες τις λίστες των μπεστ-σέλερ, αγαπήθηκε από το σύνολο των πολυπληθών αναγνωστών του, έγινε βασικό στοιχείο των καθημερινών συζητήσεων, και απέσπασε άπειρες κριτικές, από διανοούμενους, συγγραφείς, κριτικούς, και αναγνώστες.

Θα παραθέσουμε εδώ μόνο μία από όλες αυτές — γιατί είναι του νομπελίστα Mario Vargas Llosa:

«Ο Πάπυρος με εντυπωσίασε τόσο, που τον διάβασα απνευστί. Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός μου, που έκανα κάτι σπάνιο για μένα: έγραψα στη συγγραφέα ένα πολύ τρυφερό σημείωμα συγχαίροντάς τη για την ομορφιά του καλογραμμένου βιβλίου της, στο οποίο όλη η σοφία διαχέεται μέσα σε ένα ωραίο, ευχάριστο, ανεπιτήδευτο χρονικό, που εξηγεί το θαύμα της ανάγνωσης και τα τεράστια οφέλη που μας αποφέρει. Το νιώθεις γιατί διαβάζεις ένα πολύτιμο βιβλίο, στο οποίο περιγράφονται η εξέλιξη της γραφής στην αρχαία Ελλάδα, η σημασία της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, αλλά και το πόσο σημαντική είναι για την προσωπική ανάπτυξη του καθενός, και για την ίδια την Irene Vallejo και για όλους τους αναγνώστες του κόσμου, να μάθουν να διαβάζουν. Δεν μου κάνει εντύπωση που το βιβλίο αυτό είχε τέτοια επιτυχία στην Ισπανία και μακάρι να την έχει και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και στον υπόλοιπο κόσμο, γιατί στις σελίδες του ανακαλύπτει κανείς τα αναρίθμητα οφέλη της ανάγνωσης στον άνθρωπο».

* * *

Ο «Πάπυρος» απέσπασε το βραβείο δοκιμίου, αλλά δεν είναι ένα «δοκίμιο». Είναι ένα παραμύθι: γοητευτικό, συναρπαστικό, περιπετειώδες, και ξέχειλο από γνώσεις. Στ’ αλήθεια, δεν υπάρχει σελίδα που να μη μάθουμε και κάτι ελκυστικό και τρομερά ενδιαφέρον: από το ότι αυτός που έκανε ελληνικό το φοινικικό αλφάβητο ήταν βέβαια ένας και μόνον άνθρωπος (ναι!) και όχι μια σχολή ή μια επιτροπή, ή ο «χρόνος», και από το πώς φτιάχνονταν οι πάπυροι —αλλά και κάθε είδος «βιβλίου» μέχρι τότε— και οι περγαμηνές στη συνέχεια, μέχρι πώς, ποιοι και γιατί αντέγραφαν τα παλαιά κείμενα, πότε φτιάχτηκε η πρώτη βιβλιοθήκη, ποιοι συνέλεγαν βιβλία, πώς διασώθηκαν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, πώς άλλαξε τη λογοτεχνία αλλά και την ίδια μας τη ΖΩΗ η επινόηση της γραφής και της μνημείωσης της ανθρώπινης σκέψης (της μνήμης και της φαντασίας) με γραπτά σύμβολα, πώς φτιάχτηκε η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας — και πώς, και από ποιους καίγονται τα βιβλία, από πολύ παλιά μέχρι —φευ— σήμερα. Θα διαβάσουμε για τον Μέγα Αλέξανδρο, για τον Πτολεμαίο και την Κλεοπάτρα, για μία σειρά από βασιλείς, ηγεμόνες, ιερείς, χώρες, εποχές, συγγραφείς, αντιγραφείς, βιβλιοπώλες, αναγνώστες, ανώνυμους, σκλάβους, για τους κώδικες και την κριτική βιβλίου, για τους αγιατολάχ και τα γκουλάγκ, για τον κινηματογράφο και τη βιβλιοθήκη του Σαράγεβο, για τους μεταφραστές τού τότε και του σήμερα.

 

Συνολικά, έχουμε να κάνουμε με ένα ατίμητο ταξίδι στην ιστορία του βιβλίου και του πολιτισμού του αρχαίου κόσμου, που δεν θα θέλουμε να τελειώσει ποτέ. Και που βέβαια είναι στο χέρι μας να μην τελειώσει ποτέ.

Ο «Πάπυρος» είναι το πιο ελκυστικό κάλεσμα για ανάγνωση — αλλά και για μία αέναη προμήθεια βιβλίων.

                                                         * * *

Καταπληκτική συνολικά η επιμέλεια από τη Στέλλα Πεκιαρίδη και τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, σε κάθε επίπεδο — το κείμενο, έκτασης 544 σελίδων, με σημειώσεις και βιβλιογραφία στο τέλος, είναι τρομερά απαιτητικό, καθώς βέβαια είναι γεμάτο ονόματα, που συχνά η απόδοσή τους κρύβει παγίδες. Θερμά συγχαρητήρια για την οξυδερκή και διαβαστερή της μετάφραση στην Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη.

H Irene Vallejo πήρε το διδακτορικό της από τα Πανεπιστήμια της Σαραγόσα και της Φλωρεντίας. Εκτός από τον «Πάπυρο», έχει γράψει μυθιστορήματα, συλλογές δοκιμίων και παιδικά βιβλία, ενώ είναι τακτική αρθρογράφος στον Τύπο. Μπορείτε να ακολουθήσετε στο Instagram ή στο Facebook.

Irene Vallejo © Santiago Basallo

                                                   * * *

Κλείνουμε με δύο αποσπάσματα. Το ένα είναι από το Κεφάλαιο 39 του Β΄ Μέρους του βιβλίου — περί «κλασικών». Το άλλο, από τον Πρόλογο της συγγραφέως.

[39]

…Ο Ίταλο Καλβίνο έγραψε πως ένα κλασικό έργο είναι ένα βιβλίο που προηγείται από άλλα κλασικά· όποιος όμως έχει διαβάσει πρώτα τα άλλα και μετά διαβάσει αυτό, αναγνωρίζει αμέσως τη θέση του στη γενεαλογία. Χάρη σε αυτά ανακαλύπτουμε τις απαρχές, τις σχέσεις, τις εξαρτήσεις. Κρύβονται τα μεν στις πτυχώσεις των δε: ο Όμηρος ανήκει στον γενετικό κώδικα του Τζόις και του Ευγενίδη· η πλατωνική αλληγορία του σπηλαίου επιστρέφει στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και στο Matrix· ο δόκτωρ Φρανκενστάιν της Μέρι Σέλεϊ, ως σύλληψη, είναι ένας σύγχρονος Προμηθέας· ο αρχαίος Οιδίποδας μετενσαρκώνεται στον δυστυχή βασιλιά Ληρ· το αφήγημα του Έρωτα και της Ψυχής, στην Ωραία και τοΤέρας· ο Ηράκλειτος στον Μπόρχες· η Σαπφώ στον Λεοπάρντι· το Γκιλγκαμές στον Σούπερμαν· ο Λουκιανός στον Θερβάντες και στον Πόλεμο των Άστρων· ο Σενέκας στον Μοντέν· οι Μεταμορφώσεις του Οβίδιου στο Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ· ο Λουκρήτιος στον Τζορντάνο Μπρούνο και τον Μαρξ και ο Ηρόδοτος στη Γυάλινη Πόλη του Πολ Όστερ. Ο Πίνδαρος άδει: «Όνειρο σκιάς είναι το ανθρώπινο ον». Ο Σαίξπηρ το αναδιατυπώνει: «Είμαστε καμωμένοι από την ύλη των ονείρων, κι ο ύπνος περιβάλλει τη σύντομη ζωή μας». Ο Καλντερόν γράφει Η ζωή είναι όνειρο. Στον διάλογο μπαίνει και ο Σοπενχάουερ: «Η ζωή και τα όνειρα είναι σελίδες του ίδιου βιβλίου». Το νήμα των λέξεων και των μεταφορών διασχίζουν το χρόνο, τυλίγοντας τις εποχές σ’ ένα κουβάρι.

Το πρόβλημα, για ορισμένους, είναι το πώς φτάνουμε στους κλασικούς. Στριμωγμένοι στα σχολικά και πανεπιστημιακά προγράμματα, έχουν γίνει υποχρεωτικά αναγνώσματα. Κινδυνεύουμε να τους θεωρούμε επιβεβλημένη υποχρέωση που μας τρομάζει. Στη διάλεξη με τίτλο Η εξαφάνιση της λογοτεχνίας, ο Μαρκ Τουέιν πρότεινε έναν ειρωνικό ορισμό: «Κλασικό είναι ένα βιβλίο που όλοι θα ήθελαν να έχουν διαβάσει, αλλά κανείς δεν θέλει να διαβάσει». Ο Πιέρ Μπαγιάρ δανείζεται αυτή τη φλέβα χιούμορ για το δοκίμιό του Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει. Εκεί αναλύει τους μηχανισμούς που μας ωθούν στην αναγνωστική υποκρισία. Από έναν παιδικό φόβο να μην απογοη­τεύσουμε, για να μην αποκλειστούμε από μια συζήτηση, μπλοφάροντας σε ένα διαγώνισμα, λέμε πως ναι, σχεδόν χωρίς να συνειδητοποιούμε το ψέμα, ναι, έχουμε διαβάσει εκείνο το βιβλίο που δεν έπεσε ποτέ στα χέρια μας. Ως φρεσκοερωτευμένοι, ισχυρίζεται ο Μπαγιάρ, ίσως υποκριθούμε ότι έχουμε διαβάσει τα βιβλία που αγαπά ο έρωτάς μας, ελπίζοντας πως αυτό θα μας φέρει πιο κοντά. Όταν όμως λέμε ψέματα, δεν υπάρχει πισωγύρισμα: αναγκαζόμαστε να μιλάμε για κάποια κείμενα χωρίς να τα γνωρίζουμε, στα τυφλά, βασιζόμενοι σε απόψεις τρίτων γι’ αυτά. Η εξαπάτηση αυτού του είδους υποστηρίζεται πιο εύκολα όταν πρόκειται για κλασικά έργα, επειδή, κατά κάποιον τρόπο, τα νιώθουμε πιο οικεία. Ακόμα κι αν δεν έχουν μπει από άλλο δρόμο στη ζωή μας, βρίσκονται εκεί σαν ηχητική υπόκρουση, σαν παρουσία στην ατμόσφαιρα. Ανήκουν στη συλλογική βιβλιοθήκη. Εάν γνωρίζουμε τις συντεταγμένες, θα κατορθώσουμε να βγούμε από τη δύσκολη θέση.

Για να επιστρέψουμε όμως στον Ίταλο Καλβίνο, κλασικά είναι βιβλία που όσο πιο πολύ νομίζουμε πως τα ξέρουμε επειδή τα έχουμε ακουστά, τόσο πιο καινούργια, απροσδόκητα, συναρπαστικά αποδεικνύονται όταν τα διαβάζουμε στ’ αλήθεια. Δεν παύουν ποτέ να λένε αυτό που έχουν να πουν. Φυσικά, αυτό συμβαίνει όταν συγκινούν και φωτίζουν εκείνον που τα διαβάζει. Δεν ήταν άνθρωποι που θεωρούσαν το διάβασμα καταναγκαστικό έργο εκείνοι που προστάτεψαν τα βιβλία σαν φυλαχτά κάθε φορά που κινδύνεψαν μέσα στους αιώνες· ήταν άνθρωποι ερωτευμένοι με το διάβασμα.

Τα κλασικά έργα είναι σπουδαίοι επιζήσαντες. Στην υπερσύγχρονη εποχή των κοινωνικών δικτύων, θα μπορούσαμε να πούμε πως η δύναμή τους –η περιουσία τους, σε όρους απογραφής– υπολογίζεται ανάλογα με τον αριθμό των ακολούθων τους. Είναι βιβλία που εξακολουθούν να προσελκύουν νέους αναγνώστες εκατό, διακόσια, δυο χιλιάδες χρόνια αφότου γράφτηκαν. Δεν τα αγγίζουν οι αλλαγές στα γούστα, στις νοοτροπίες, στις πολιτικές ιδέες· οι επαναστάσεις, οι εναλλασσόμενοι κύκλοι, η αδιαφορία των νέων γενεών. Και, σε αυτή τη διαδρομή, που είναι τόσο εύκολο να χαθείς, καταφέρνουν να προσεγγίσουν το σύμπαν άλλων συγγραφέων, τους οποίους και επηρεάζουν. Εξακολουθούν να παίζονται σε θεατρικές σκηνές ανά τον κόσμο, προσαρμόζονται στη γλώσσα του κινηματογράφου και προβάλλονται στην τηλεόραση, μέχρι που απαλλάχθηκαν και από τη βιβλιοδεσία και το μελάνι για να γίνουν φως στο διαδίκτυο. Κάθε καινούργια μορφή έκφρασης –η διαφήμιση, τα μάνγκα, η ραπ, τα βιντεοπαιχνίδια– τα υιοθετεί και τα μεταστεγάζει.

Υπάρχει μια τεράστια ιστορία που σχεδόν αγνοείται πίσω από την επιβίωση των πιο παλιών κλασικών, εκείνη όλων των ανώνυμων ανθρώπων που κατάφεραν να διατηρήσουν, χάρη στο πάθος τους, ένα εύθραυστο κληροδότημα λέξεων, η ιστορία της μυστηριώδους τους αφοσίωσης σε αυτά τα βιβλία. Ενώ τα κείμενα, ακόμα και οι γλώσσες των πρώτων πολιτισμών που εφηύραν τη γραφή στην Εύφορη Ημισέληνο –Μεσοποταμία και Αίγυπτο– ξεχάστηκαν με το πέρασμα των αιώ­νων και, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αποκρυπτογραφήθηκαν και πάλι πολλούς αιώνες αργότερα, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν έπαψαν ποτέ να έχουν αναγνώστες. Στην Ελλάδα ξεκίνησε μια αλυσίδα μετάδοσης και μετάφρασης που δεν έσπασε ποτέ και κατάφερε να κρατήσει ζωντανή τη δυνατότητα της μνήμης και της συνομιλίας μέσα στον χρόνο, καταργώντας τις αποστάσεις και τα σύνορα. Οι αναγνώστες σήμερα μπορούμε να νιώθουμε μόνοι, μέσα σε τόση βιασύνη, προσπαθώντας να καλλιεργήσουμε δικά μας αργόσυρτα τελετουργικά. Αλλά έχουμε πίσω μας μια μακρά γενεαλογία και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, όλοι εμείς, χωρίς να γνωριζόμαστε, πρωταγωνιστήσαμε σε μια εκπληκτική διάσωση.

[ΠΡΟΛΟΓΟΣ]

…Γεννήθηκα σε μια χώρα και σε μια εποχή που το βιβλίο είναι είδος εύκολο να το αποκτήσεις. Στο σπίτι μου, ξεπηδούν από παντού. Σε περιόδους εντατικής εργασίας, όταν τα δανείζομαι κατά δεκάδες από τις διάφορες βιβλιοθήκες που ανέχονται τις επιδρομές μου, συνηθίζω να τα στοιβάζω πάνω σε καρέκλες ή και στο πάτωμα. Ανοιχτά κι αυτά, «μπρούμυτα», σαν δίριχτες στέγες που αναζητούν σπίτι για να του προσφέρουν καταφύγιο. Τώρα, προκειμένου να αποφύγω να τα τσαλακώσει ο δίχρονος γιος μου, τα στοιβάζω στη ράχη του καναπέ, κι όταν κάθομαι για να ξεκουραστώ, νιώθω τις γωνίες τους στο σβέρκο μου. Προσπάθησα να υπολογίσω τις τιμές των βιβλίων σε σχέση με τα ενοίκια στην πόλη όπου ζω και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα βιβλία μου είναι ενοικιαστές με υψηλό κόστος στέγασης. Πιστεύω όμως ότι όλα, από τα μεγάλα φωτογραφικά λευκώματα μέχρι εκείνες τις παλιές εκδόσεις τσέπης, δεμένες με κόλλα, που συνέχεια κλείνουν σαν τα μύδια, κάνουν ένα σπίτι πιο φιλόξενο.

Η ιστορία των προσπαθειών, των ταξιδιών και των δυσκολιών προκειμένου να γεμίσουν τα ράφια της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας ίσως μοιάζει ελκυστική λόγω του εξωτισμού της. Πρόκειται για παράξενα γεγονότα, περιπέτειες, όπως τα θαυμαστά ταξίδια των θαλασσοπόρων στις Ινδίες σε αναζήτηση μπαχαρικών. Σήμερα, τα βιβλία είναι τόσο τετριμμένα, τόσο μακριά από την αίγλη των τεχνολογικών εξελίξεων, που δεν είναι λίγοι όσοι προφητεύουν την εξαφάνισή τους. Κάθε τόσο διαβάζω με θλίψη άρθρα στις εφημερίδες που προαναγγέλλουν τον αφανισμό των βιβλίων, τα οποία θα αντικατασταθούν από ηλεκτρονικές συσκευές και θα ηττηθούν από τις πολυάριθμες δυνατότητες ψυχαγωγίας. Οι πιο απαισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος μιας εποχής, σε μια πραγματική «βιβλική» καταστροφή που θα βάλει λουκέτο στα βιβλιοπωλεία και θα ερημώσει τις βιβλιοθήκες. Μοιάζουν να υπαινίσσονται ότι πολύ σύντομα τα βιβλία θα εκτίθενται στις προθήκες εθνολογικών μουσείων, δίπλα στις προϊστορικές αιχμές δοράτων. Με τις εικόνες αυτές χαραγμένες στη φαντασία, οδηγώ το βλέμμα μου στις ατέλειωτες σειρές βιβλίων και δίσκων βινυλίου και αναρωτιέμαι αν ένας αγαπημένος παλιός κόσμος βρίσκεται στο χείλος της εξαφάνισης.

Είμαστε σίγουροι;

Το βιβλίο έχει ξεπεράσει τη δοκιμασία του χρόνου, έχει αποδείξει ότι είναι δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Κάθε φορά που ξυπνούσαμε από το όνειρο των επαναστάσεών μας ή από τον εφιάλτη των ανθρώπινων καταστροφών μας, το βιβλίο ήταν εκεί. Όπως λέει ο Ουμπέρτο Έκο, παραμένει στην ίδια κατηγορία με το κουτάλι, το σφυρί, τον τροχό ή το ψαλίδι. Από τη στιγμή που επινοήθηκαν, δεν μπορεί να φτιαχτεί τίποτα καλύτερο.

Φυσικά, η τεχνολογία είναι εντυπωσιακή και έχει επαρκή δύναμη για να εκθρονίσει τις παλιές μοναρχίες. Ωστόσο, όλοι νοσταλγούμε πράγματα που χάσαμε –φωτογραφίες, αρχεία, παλιές δουλειές, αναμνήσεις– λόγω της ταχύτητας με την οποία τα μέσα που τα φιλοξενούν παλιώνουν και γίνονται παρωχημένα. Πρώτα τα τραγούδια που είχαμε γράψει στις κασέτες μας, ύστερα οι ταινίες στις βιντεοκασέτες. Καταβάλλουμε απίστευτες προσπάθειες προκειμένου να συλλέξουμε αυτό που η τεχνολογία παλεύει να θέσει εκτός μόδας. Όταν εμφανίστηκε το DVD, μας έλεγαν ότι επιτέλους είχαμε λύσει για πάντα το πρόβλημα της αποθήκευσης, μα ξαναδοκιμάζουν δελεάζοντάς μας με νέους ακόμα μικρότερους δίσκους, που, φυσικά, προϋποθέτουν την αγορά νέων συσκευών. Το περίεργο είναι ότι μπορούμε ακόμη να διαβάσουμε ένα χειρόγραφο που κάποιος αντέγραψε υπομονετικά πριν από δέκα αιώνες, αλλά δεν μπορούμε πια να δούμε το περιεχόμενο μιας βιντεοκασέτας ή μιας δισκέτας μόλις λίγων χρόνων, παρά μόνο αν διατηρούμε όλους τους προηγούμενους υπολογιστές και τις συσκευές αναπαραγωγής μας, εν είδει μουσείου ληγμένων συσκευών, στις αποθήκες των σπιτιών μας.

Ας μην ξεχνάμε ότι το βιβλίο υπήρξε σύμμαχός μας, εδώ και πολλούς αιώνες, σε έναν πόλεμο που δεν έχει καταγραφεί στα συγγράμματα της ιστορίας. Στον αγώνα μας να διαφυλάξουμε τα πολύτιμα δημιουργήματά μας: τις λέξεις, που δεν είναι παρά ένα φύσημα του αέρα· τη μυθοπλασία που επινοούμε για να νοηματοδοτήσουμε το χάος και να επιζήσουμε μέσα σε αυτό· τις γνώσεις, αληθινές ή ψεύτικες, μα πάντα προσωρινές, που μάταια προσπαθούμε να σκαλίσουμε στον σκληρό βράχο της άγνοιάς μας.