Βιβλιο

Το Καλοκαίρι

Καλοκαιρινές ιστορίες (ΙΧ)

Ελένη Σταματούκου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Καλοκαίρι στη γαλάζια προκυμαία και το πλοίο της γραμμής δε φεύγει στην ώρα του. Βιβλία, σκανδιναβικά σταυρόλεξα, στυλό, και μπισκότα πάνω στο τραπεζάκι του καφέ. Σκύλοι περιπλανιούνται στο κατάστρωμα. Πρώτο λιμάνι Σύρος, μετά Μύκονος και ύστερα στο νησί. Τα πράγματα στην πλάτη, ένα παρεό στο κεφάλι, μια ψάθα στο χέρι και ένα μπλε sleeping bag. Μια μικρή στάση σε ένα καφενείο που έχει μια μουριά για σκιά. Δοκιμάζεις το πιο διάσημο τοστ του κόσμου, και πίνεις ελληνικό καφέ σε άσπρο χαμηλό φλιτζάνι που έχει κεντημένο πάνω του μια γαζία. Στη μηχανή πάνω αλλάζεις ταχύτητα και ο αέρας αποκαλύπτει τους μηρούς σου. Στο κεφάλι σου μπλεγμένο ένα στεφάνι με γιασεμιά και νυχτολούλουδα. Το τοπίο γύρω σου άγριο, σχεδόν αγνό. Μπλε, καφέ και πράσινο. Άγονες γραμμές πάνω στην άσφαλτο και εύφορα χώματα. Και μετά η θάλασσα, η λεπτή άμμος, τα πελώρια κύματα με τους σέρφερς, τα μουδιασμένα ακροδάχτυλα, το αλάτι που μένει πάνω στο σώμα σου, τα χτυπημένα από τα βράχια γόνατα σου, οι παραισθήσεις από τον ήλιο.

Το δωμάτιο σου βλέπει σε μια μέση ακτή. Στο μπαλκόνι είναι δεμένα κάτι σκοινάκια που πάνω τους στεγνώνουν οι πετσέτες θαλάσσης. Μια άσπρη γάτα τρίβεται στα πόδια σου και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά σου. Το μεσημέρι πίνεις διάφανα ποτά και σε παίρνει ο ύπνος με το μαγιό πάνω σε άσπρα σεντόνια, που μυρίζουν πράσινο σαπούνι. Το βράδυ, σε ένα χωριό στο προαύλιο μιας εκκλησίας, σε μια πλατεία, σε ένα σχολείο που οι τοίχοι τους γράφουν «μόνο αγάπη ρε» και στο πλάι να κρέμεται μια κόκκινη καρδιά. Κρέας στη λαδόκολλα, μπισκοτόγλυκο σε πλαστικά πιάτα και κρασί λευκό που δροσίζει το μέσα σου. Κι ύστερα το βιολί να χαρίζει ανατριχίλες στο κορμί σου. Σε κύκλους άγνωστα σώματα να ενώνονται, και εσύ δε μπορείς να αναπνεύσεις. Χάνεις τα βήματα σου, λυγίζεις και ύστερα ανασηκώνεσαι. Ζωήρρυτος θάνατος. Χέρια στους ώμους, περασμένα πάνω σε γυμνές πλάτες, να σχηματίζουν κόμπους γύρω από μακριούς λαιμούς, άλλοτε σφιχτά δεμένα ακριβώς κάτω από την καρδιά σου. Τα πόδια να αιωρούνται, και οι αναστενάρηδες να κοιτάζονται βαθιά μες στα μάτια. Και ύστερα μικρά συνεχόμενα εγκεφαλικά, σαν αχνά πυροτεχνήματα που αποσυναρμολογούν τη διττή σου φύση. «Με φωνάζουνε τρελή που σε αγάπησα πολύ», βαλς και ταγκό κάτω από τα πλατάνια. Εραστές που γνωρίζονται για πρώτη φορά.

image

Μια γυναίκα μόνη στο κέντρο του κόσμου να λικνίζεται σαν άνδρας. Φοράει ένα τσιγάρο πίσω από το αυτί και τα μαλλιά της κατάμαυρα κρύβουν το πρόσωπο της. Δεν έχεις ξαναδεί γυναίκα σαν κι αυτή, μοιάζει σα μάγισσα, σα θεριό. Είναι γύρω στα 50, ήρθε στο νησί πριν κάμποσα χρόνια και το έκανε δικό της. Όταν πια σταμάτησε να χορεύει ήρθε και κάθισε δίπλα σου. Της χαμογέλασες και εκείνη αναρωτήθηκε από πού είσαι, Αθήνα της είπες και στο άκουσμα της απάντησης σου, σε τράβηξε από το χέρι και σου έδωσε χρόνο για να αποφασίσεις που θα ζήσεις τη ζωή σου, και μετά έφυγε. Και τώρα αναρωτιέσαι αν πράγματι συνάντησες αυτή τη γυναίκα εκείνο το βράδυ. Ίσως να διάβασες για αυτή σε κάποιο βιβλίο του Καραγάτση. Ίσως επινόησες αυτό το διάλογο για να έχεις κάτι να σε κρατάει στο νησί. Πού θα ζήσεις τη ζωή σου;

Το καλοκαίρι αυτό ήταν μπλε, βαθύ μπλε. Σου άφησε λευκά σημάδια κάτω από το μαγιό, ένα τσίμπημα από μέλισσα πάνω στο αριστερό σου χέρι, άμμο και βότσαλα μες στις τσάντες θαλάσσης, φίλους που κάθε πρωί σου τραγουδάγανε νησιώτικα για καλημέρα και βράδια που γίνονταν πρωινά. Το καλοκαίρι αυτό είχε τα πάντα. Πέτρες, συκιές, σκηνές με γυμνά πόδια που προεξείχαν, κολυμβητές κρυμμένους κάτω από ριγέ ομπρέλες σε πρωτόγονες συνάξεις, ζωγραφιές πάνω σε άσπρα τετράδια, άδειες ανάσες που γέμιζαν με φιλιά, και παντοτινά «σε αγαπώ». Καλοκαίρι για πάντα. Αυτό το πάντα, το όλον, το άχρονο που δεν το χωρά κανένας τόπος. Το καλοκαίρι είναι τόπος αχανής, σχεδόν ανύπαρκτος για αυτό και το ποθούνε όλοι.

Και ύστερα η επιστροφή. Ξανά πίσω στην προκυμαία μόνο που αυτή τη φορά αποχαιρετάς αυτούς που έμειναν. Αυτοί είναι που ερωτεύτηκαν βαθιά. Λίγα λεπτά πριν φύγεις σου εκμυστηρεύτηκαν ότι δε θέλουν να επιστρέψουν, ίσως θα ζήσουν για πάντα στο νησί. Για λίγο τους πίστεψες και τους ζήλεψες. Και όσο ξεμάκραινε το πλοίο τόσο εσύ μετρούσες τους μήνες που θα σας κρατούσαν μακριά. Πειραιάς, ξημέρωμα, ναυτία, χώμα, γκρίζο και ορθολογιστικές σκέψεις με μέσο χρόνο διάρκειας μέχρι την Παρασκευή. Τα Σάββατα ακόμα είναι μεγάλα και πάντα σε οδηγούν στη θάλασσα. Ο Αύγουστος τελειώνει και το καλοκαίρι σου είναι πιο μικρό και αφήνεις εκκρεμείς αποφάσεις για τον επερχόμενο χειμώνα. Σου απέμεινε μια μέρα και ύστερα Δευτέρα και Σεπτέμβρης. Ραντεβού το Σεπτέμβρη. Οι Δευτέρες στη δουλειά πάντα σε ενοχλούσαν, ξύπναγες μισή ώρα πιο νωρίς για να προλάβεις να πιείς καφέ, ποτέ σου δεν τον ευχαριστήθηκες. Ήταν και αυτοί οι ενοχλητικοί συνάδελφοι που σου εύχονταν πρόωρα «καλό χειμώνα». Στην Κηφισίας τώρα το φανάρι σου φωνάζει στοπ. Πριν λίγες μέρες σου φώναζε στοπ ένας τσοπάνης και το κοπάδι του. Έχεις ξεχάσει τις πετσέτες θαλάσσης, τα καπέλα και τις ψάθες στο πίσω κάθισμα. Τα άφησες επίτηδες από πείσμα για να τους δείξεις ότι το καλοκαίρι δε τελειώνει ποτέ.

Και το βράδυ δε μπορείς να μείνεις σπίτι. Αρχίζεις την περιφορά από μπαρ σε μπαρ. Άσπροι αλύγιστοι ναύτες του Τσαρούχη σε υποδέχονται και σου περνάνε στο λαιμό κολιέ με κόκκινα γαρύφαλλα. Αργά το πρωί σε φιλάνε τρυφερά στο πρόσωπο για καληνύχτα. Γυμνά στήθη και αιθέριες πλάτες. Πολαρόιντ φωτογραφίες με ημερομηνίες χαραγμένες από το νησί. Μέσα σε μια νύχτα ζεις διαφορετικές ζωές. Γίνεσαι εξομολογητής, εκφωνητής, ακροατής, θεατής και εραστής, σούπερμαν και μοναχικός καουμπόι. Και παρακαλάς τον Ηλία από το 7 Jokers να παίξει και άλλες μουσικές. Και αισθάνεσαι τυφώνες μέσα στην καρδιά και μπροστά σου ανοίγονται μονάχα μπλε ορίζοντες. Διακοπές ρεύματος στο σώμα και επανεκκίνηση. «Και παίρνω φόρα πάνω στη στροφή και κάνουμε διακοπές για πάντα» φώναξε ο φίλος ένα πρωί στο νησί. Και επαναφορά στο εδώ να μοιράζεσαι ένα κίτρινο ταξί. Δε θέλεις να γυρίσεις σπίτι. Μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου προλαβαίνεις να δεις το ξημέρωμα πίσω από τους λοφίσκους των γκρίζων πολυκατοικιών. «Μια, δυο, τρείς, τέσσερις, πέντε…» αρχίζεις να μετράς τις κεραίες. Είσαι στην Αθήνα μα ακόμα σκέφτεσαι το νησί. Πες μου, αποφάσισες τώρα που θα ζήσεις τη ζωή σου;